Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατάβροχος
1 εγγραφή
κατάβροχος, επίθ.
  • Βρεγμένος πολύ, «πλημμυρισμένος» από κ.:
    • εκ του ιδρώτος του πολλού κατάβροχος εγίνη (Βέλθ. 587).

[μτγν. επίθ. κατάβροχος. Τ. βρε‑ σήμ. ποντ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες