Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καμουχάς
1 εγγραφή
καμουχάς ο· καμουκάς· καμοχάς· καμπουχάς· χαμουχάς.
  • 1) Ύφασμα βαρύτιμο από μετάξι:
    • βελούδιν ή και τζατουνίν ή καμουχά αφ’ την Πίζαν (Γεωργηλ., Θαν. 140).
  • 2) Eπενδύτης από καμουχένιο ύφασμα:
    • (Nτελλαπ., Eρωτήμ. 1349).

[<περσ. kamkha. Πβ. ιταλ. camocà (DEI) και cammuccà. H λ. στο Du Cange και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες