Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διάλεκτος
2 εγγραφές [1 - 2]
διάλεκτος η· διάλεχτος.
  • 1) Η γλώσσα που μιλιέται από το λαό:
    • κεφάλαιον … εις κοινήν διάλεχτον (Ασσίζ. 2625).
  • 2) Η γλώσσα μιας χώρας, ενός έθνους:
    • επιστάμενον ακριβώς την των Αράβων διάλεκτον (Έκθ. χρον. 4114).

[αρχ. ουσ. διάλεκτος. Η λ. και σήμ.]

διαλεκτός, επίθ.· διαλεχτός.
  • Εκλεκτός, διαλεχτός, έξοχος:
    • είχεν και Φράγκους διαλεκτούς, έμορφα παλληκάρια (Χρον. Τόκκων 1631).

[<διαλέγω. Η λ. τον 9. αι. (LBG). O τ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες