Ανθολογίες 

Παλαιότερες Ανθολογίες Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 

Δ. Κ. Κοκκινάκης (Πανελλήνιος Ανθολογία, 1899), Ι. Πολέμης (Λύρα, 1923), Τ. Άγρας (Οι νέοι, 1922), Α. Δ. Παπαδήμας (Οι νέοι διηγηματογράφοι, 1923) 

Οι νέοι διηγηματογράφοι, Επιμέλεια: Α. Δ. Παπαδήμα, Εκδοτικός οίκος «Αθηνά» Αρ. Ι. Ράλλη, Ευριπίδου 6, Αθήναι 1923, σελ. 272.

Η ανθολογία Οι νέοι διηγηματογράφοι, με ανθολόγο και επιμελητή τον Α. Δ. Παπαδήμα, περιλαμβάνει 24 διηγήματα ισάριθμων συγγραφέων. Σύμφωνα με πληροφορία του Χ. Λ. Καράογλου, η ανθολογία επανεκδόθηκε, άγνωστο πότε ακριβώς, με τον τίτλο Εικοσιπέντε εκλεκτά διηγήματα (Αθήνα, Γκοβόστης χ.χ.ε.).[1] O Παπαδήμας (1897-1987), εικοσιεξάχρονος το 1923, είχε ήδη δημοσιεύσει μια συλλογή διηγημάτων (Ρόζα κι άλλα διηγήματα, Αθήνα, Ι. Δ. Κολλάρος 1924), ενώ νωρίτερα και σύγχρονα με την έκδοση της ανθολογίας ήταν ο εκδότης δύο βραχύβιων λογοτεχνικών περιοδικών, Αυγή (1917, 7 τεύχη) και Κριτική (1923-1924, 12 τεύχη).[2] Στη διάρκεια της μακράς ζωής του, ο Παπαδήμας είχε πλούσια συγγραφική και μεταφραστική παραγωγή,[3] ωστόσο σήμερα θεωρείται μικρής αξίας πεζογράφος και το έργο του είναι ολότελα σχεδόν λησμονημένο. Πάντως τόσο οι δραστηριότητές του πριν από την έκδοση των Νέων διηγηματογράφων όσο και η επιμέλεια της ανθολογίας, ακόμη και η συμπερίληψή του στους τακτικούς συνεργάτες της Μούσας (1920-1923), βασικού λογοτεχνικού περιοδικού του Μεσοπολέμου,[4] φανερώνουν τη διάθεσή του να διαδραματίσει ενεργό ρόλο ανάμεσα στους νέους λογοτέχνες της εποχής του. Αλλά και η ένταξη των Νέων διηγηματογράφων, όπως και της ποιητικής ανθολογίας Οι νέοι (1922) του Τέλλου Άγρα, σε έναν αξιοσημείωτο αριθμό σύγχρονών τους ανθολογιών για νέους λογοτέχνες, αφενός δείχνει την τάση αυτών των ανθολογιών να ευθυγραμμιστούν με τη ροπή της εποχής τους για τη δημιουργία ανθολογιών στραμμένων στη σύγχρονη λογοτεχνία, αφετέρου δείχνει τη γενικότερη πρόθεση των νέων λογοτεχνών να καταστήσουν αισθητή την αυτόνομη παρουσία τους.[5] Σε απόσταση 21 χρόνων από την έκδοση της ανθολογίας του, ο Παπαδήμας, στη μελέτη του Η πορεία μιας γενιάς (1944), υποστηρίζει ότι σχεδίασε την πεζογραφική του ανθολογία ως αντίβαρο στην ποιητική ανθολογία του Άγρα: «Την ιδέα […] την είχα από τότε, όπου κυκλοφόρησε η ποιητική ανθολογία [του Άγρα]».[6]

Η ανθολογική καταγραφή μιας νέας γενιάς διηγηματογράφων

Για την καταγραφή της εξέλιξης ειδικά του νεοελληνικού διηγήματος, πεζογραφικού είδους που έκανε έντονα αισθητή την παρουσία του λίγες μόλις δεκαετίες πριν από την ανθολογία του Παπαδήμα, χάρη στους πεζογράφους της γενιάς του 1880, οι Νέοι διηγηματογράφοι σημειώνουν μια αρκετά ενδιαφέρουσα στιγμή, ακριβώς λόγω της γενικής σπανιότητας των ανθολογιών του νεοελληνικού διηγήματος. Αν δεχτούμε ότι ουσιαστικά η πρώτη ανθολογική καταγραφή του νεοελληνικού διηγήματος αποτυπώνεται, το 1896, στα 36 διηγήματα 34 συγγραφέων, αυτά που περιέλαβε στο βιβλίο Ελληνικά διηγήματα ο επιμελητής και εκδότης του τόμου Γεώργιος Κασδόνης (Ελληνικά Διηγήματα. Μετά των εικόνων των συγγραφέων, Εν Αθήναις, Εκδότης Γεώργιος Κασδόνης, Εκ του τυπογραφείου της Εστίας 1896),[7] διαπιστώνουμε ότι, 27 χρόνια αργότερα, επιχειρείται από έναν ηλικιακά νεότερο συγγραφέα η προσπάθεια για τη συλλογική παρουσίαση της δικής του γενιάς διηγηματογράφων.

Η καταγραφή και μια πρώτη αποτίμηση των ποσοτικών δεικτών της ανθολογίας του Παπαδήμα θα βοηθήσει να οδηγηθούμε σε μια πληρέστερη αξιολόγησή της. Στις 272 σελίδες του βιβλίου ανθολογούνται 24 διηγηματογράφοι, με ένα διήγημα ο καθένας. Συνεπώς σε κάθε διηγηματογράφο αντιστοιχούν κατά μέσο όρο 11,33 σελίδες. Ανάμεσα στους 24 διηγηματογράφους οι 4 είναι γυναίκες (Άλκης Θρύλος, Λιλή Μ. Ιακωβίδη (Πατρικίου), Σταυρούλα Γ. Μαρκέτου και Άρτεμις Φαλτάιτς), ποσοστό 16,66, μάλλον ικανοποιητικό, αν το συγκρίνουμε με το μόλις 5,7% των γυναικών στην ανθολογία των νέων ποιητών του Άγρα (4 γυναίκες έναντι 66 ανδρών ποιητών). Ο μοναδικός Κύπριος διηγηματογράφος είναι ο Νίκος Νικολαΐδης, όπως επίσης στην ανθολογία των νέων ποιητών του Άγρα υπάρχει ένας μόνο Κύπριος ποιητής, ο Γλαύκος Αλιθέρσης· πρόκειται για διασταυρωμένες ενδείξεις της μακράς αφάνειας της κυπριακής λογοτεχνίας στον ελλαδικό χώρο. Οι διηγηματογράφοι παρουσιάζονται, όπως και στην ανθολογία του Άγρα, με σύντομα εργοβιογραφικά σημειώματα συνοδευμένα από φωτογραφία ή σκίτσο (δεν υπάρχει φωτογραφία μόνο στην περίπτωση του Άλκη Θρύλου, ψευδώνυμου της Ελένης Νεγρεπόντη). Οι φωτογραφίες των ανθολογημένων διηγηματογράφων ακολουθούν την παράδοση που ξεκίνησε με τον τόμο Ελληνικά διηγήματα, όπου η πληροφορία «Μετά των εικόνων των συγγραφέων» προβάλλεται στο εξώφυλλο. Στο εργοβιογραφικό σημείωμα δύο διηγηματογράφων (Πέτρος Πικρός και Άρτεμις Φαλτάιτς) δεν αναφέρεται η χρονολογία γέννησής τους. Όταν εκδίδεται η ανθολογία οι διηγηματογράφοι βρίσκονται εν ζωή, εκτός από τον Παναγή Μπατιστάτο ο οποίος, σύμφωνα με σημείωμα στο τέλος του διηγήματός του, πέθανε το 1923, ενώ γινόταν η στοιχειοθεσία του βιβλίου. Η έλλειψη αισθητών διαφορών μεταξύ των εργοβιογραφικών σημειωμάτων επιτρέπει να εικάσουμε ότι αυτά συντάχθηκαν από τον ανθολόγο. Η γενικώς επιμελημένη εικόνα των εργοβιογραφικών σημειωμάτων δεν επαληθεύεται όμως και από την κατάταξη των διηγημάτων, καθώς αυτή δεν ακολουθεί κάποια τάξη, ούτε την αλφαβητική σειρά των συγγραφέων, ούτε τη χρονολογία γέννησής τους. Πουθενά επίσης δεν καταγράφεται η πηγή από όπου ο ανθολόγος άντλησε τα διηγήματα, ούτε δηλώνονται σε κάποιο σημείο του βιβλίου τα κριτήρια της ανθολόγησης προσώπων και κειμένων. Ο σύντομος «Πρόλογος» υπογράφεται από τον εκδότη Αρ. Ράλλη και οι εκτιμήσεις που περιέχει (όπως, π.χ., η εξής: «Τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα παρατηρήθηκε ευτυχώς μια καταπληκτική επίδοση και στα δύο είδη της λογοτεχνίας [ποίηση και διήγημα]» [σ. 3]) είναι οι συνήθεις κοινοτοπίες των εκδοτών. Η επιμέλεια της στοιχειοθεσίας των κειμένων παρουσιάζει αρκετά προβλήματα, καθώς τα λάθη είναι πολλά και δείχνουν προχειρότητα ή και βιασύνη. Πιθανόν η προσπάθεια του εκδότη να μειώσει το κόστος του βιβλίου αιτιολογεί το γεγονός ότι από τη σελίδα 257 και εξής, μέχρι τη σελίδα 272, όπου το βιβλίο τελειώνει, το τελευταίο, 17ο δεκαεξασέλιδο στοιχειοθετείται με πυκνότερο διάστιχο απ' ό,τι τα προηγούμενα. Επίσης τα διηγήματα που περιλαμβάνονται σε αυτό το τελευταίο δεκαεξασέλιδο εμφανώς στριμώχνονται, καθώς αρχίζουν από τη μέση της σελίδας, αμέσως μετά το τέλος του προηγούμενου διηγήματος. Τέλος, στο βιβλίο δεν υπάρχει κατάλογος των περιεχομένων.

Ας δούμε, στη συνέχεια, ποιοι είναι οι 24 διηγηματογράφοι που ανθολογεί ο Παπαδήμας, κατατάσσοντάς τους σύμφωνα με τη χρονολογία γέννησής τους:

  • Ν.[ίκος] Νικολαΐδης (1886)
  • Ανδρέας Σύλβιος Παπαδόπουλος (1887)
  • Αθανάσιος Π. Μίχας (1890)
  • Κωνστ. Φαλτάιτς (1891)
  • Ναπολέων Λαπαθιώτης (1893)
  • Κων. Νταϊφάς (1893)
  • Πέτρος Πικρός (1894)
  • Κων. Α. Φωτάκης (1894)
  • Γιάννης Ζήρας-Αγκαθιώτης (1895)
  • Πάνος Δ. Ταγκόπουλος (1895)
  • Χρίστος Α. Γερογιάννης (1896)
  • Άλκης Θρύλος (1896)
  • Ισίδωρος Καραλής (1897)
  • Σταυρούλα Γ. Μαρκέτου (1897)
  • Αδαμάντιος Δ. Παπαδήμας (1897)
  • Λιλή Μ. Ιακωβίδη (Πατρικίου) (1899)
  • Νίκος Χάγερ Μπουφίδης (Ίσανδρος Άρις) (1899)
  • Γεώργιος Μπούρλος (1899)
  • Παναγής Μπατιστάτος (1900)
  • Βελισσάριος Φρέρης (1900)
  • Θρασύβουλος [= Θράσος] Καστανάκης (1901)
  • Νάσος Χρηστίδης (1901)
  • Πέτρος Χάρης (Ιω. Ν. Μαρμαριάδης) (1902)
  • Άρτεμις Φαλτάιτς (;)

Οι χρονολογίες γέννησης των 24 ανθολογημένων διηγηματογράφων επιτρέπουν να παρατηρήσουμε ότι το ηλικιακό άνυσμά τους είναι αρκετά μικρό: από το 1886 μέχρι το 1902, 16 χρόνια. Συνεπώς, όταν εκδίδεται η ανθολογία, το 1923, ο ηλικιακά μεγαλύτερος διηγηματογράφος είναι 37 ετών και ο μικρότερος 21 ετών. Αν συγκρίνουμε αυτά τα ηλικιακά δεδομένα με τα αντίστοιχά τους των ποιητών που επέλεξε ο Άγρας στην ανθολογία Οι νέοι (1922), προκύπτει μια ενδιαφέρουσα διαπίστωση. Το ηλικιακό άνυσμα των ποιητών στην ανθολογία του Άγρα είναι πολύ μεγαλύτερο, το διπλάσιο. Συγκεκριμένα, όταν εκδίδεται η ανθολογία, το 1922, ο ηλικιακά μεγαλύτερος ποιητής, ο Νικόλαος Πετμεζάς (Λαύρας), γεννημένος το 1873, είναι 49 ετών, ενώ οι ηλικιακά νεότεροι, ο Γ. Λ. Ροϊλός και ο Μιχ. Δ. Στασινόπουλος, γεννημένοι το 1903, μόλις 19 ετών. Δίχως άλλο, η ηλικιακή απόσταση των 30 χρόνων που χωρίζει τον ηλικιακά μεγαλύτερο από τους ηλικιακά νεότερους ποιητές της ανθολογίας του Άγρα είναι μεγάλη. Η μεγάλη ηλικιακή απόσταση δείχνει ότι ο Άγρας, γεννημένος το 1899, δεν συγκρότησε την ανθολογία με βάση κάποια αποσαφηνισμένα κριτήρια για την ύπαρξη και προβολή μιας ποιητικής γενιάς, πολύ περισσότερο της ποιητικής γενιάς των συνομηλίκων του. Αντιθέτως, ο σχεδόν συνομήλικος με τον Άγρα Παπαδήμας, γεννημένος το 1897, ανθολόγησε σαφώς νεότερους, σε σύγκριση με τον Άγρα, διηγηματογράφους. Η επιλογή αυτή το πιθανότερο είναι ότι δεν οφειλόταν στην πεποίθησή του, η οποία εξάλλου δεν υποστηρίζεται από κάποιο στοιχείο της ανθολογίας του, ότι παρουσιάζει μία νέα γενιά διηγηματογράφων, με διακριτά και διαφορετικά από το λογοτεχνικό παρελθόν στοιχεία, αλλά στο γεγονός ότι η εντατική καλλιέργεια του διηγήματος κατά τις προηγούμενες δεκαετίες από πληθώρα επιτυχημένων συγγραφέων πίεσε τον Παπαδήμα να περιορίσει τις επιλογές του σε πραγματικά νέους και, ως επί το πλείστον, άγνωστους συγγραφείς.

Η σημασία και η αξία των Νέων διηγηματογράφων

Ως έναν αντικειμενικό δείκτη της σημασίας και της αξίας των Νέων διηγηματογράφων μπορούμε να θεωρήσουμε το πόσο γνωστοί ή άγνωστοι και καταξιωμένοι ή όχι είναι οι 24 διηγηματογράφοι που ανθολογεί ο Παπαδήμας, κρινόμενοι τόσο με το συγχρονικό μέτρο της απήχησής τους το 1923 όσο και με το διαχρονικό (και αμείλικτο) μέτρο της αναγνώρισής τους στο χρόνο που μεσολάβησε μέχρι σήμερα. Καταρχήν διαθέτουμε την αξιόπιστη, σχετική με το θέμα μας, κρίση του Χ. Λ. Καράογλου. Στη διδακτορική διατριβή του για το σύγχρονο με την ανθολογία του Παπαδήμα και βασικό μεσοπολεμικό λογοτεχνικό περιοδικό Μούσα (1920-1923), ο Καράογλου κρίνει ότι από το περιοδικό απουσιάζουν οι άξιοι πεζογράφοι. Ας δούμε πώς ο Καράογλου αιτιολογεί αυτή την απουσία, για να καταλήξει εντέλει στην κριτική της ανθολογίας του Παπαδήμα: «Η απουσία από τη Μούσα άξιων λόγου πεζογράφων […] βασικά οφείλεται σε μια γενικότερη, θα λέγαμε, υποχώρηση (ποσοτική και ποιοτική) του αφηγηματικού λόγου εκείνα τα χρόνια. Πράγματι, ενώ η γενιά του 1880 και η διάδοχή της γενιά έχουν να παρουσιάσουν πολλούς άξιους πεζογράφους, οι νέοι που παρουσιάζονται γύρω στα 1910-1915 καλλιεργούν περισσότερο την ποίηση. Οι πιο σημαντικοί από τους νέους πεζογράφους ζουν μακριά από την Αθήνα, σε κέντρα του εσωτερικού ή του εξωτερικού με αυτόνομη πνευματική ζωή· ο Μυριβήλης, λ.χ., ώς τα 1930 ζει και δημοσιεύει στη Μυτιλήνη, ο Κύπριος Ν. Νικολαΐδης στην Κύπρο και στην Αλεξάνδρεια· ο Θρ. Καστανάκης ζει στο Παρίσι και δημοσιεύει στην Πόλη· ο Κόντογλου εγκαθίσταται στην Αθήνα μόλις στα τέλη του 1922, ενώ ο Στρατής Δούκας δεν έχει ακόμη εμφανιστεί. Την εικόνα της πεζογραφίας της εποχής την αποδίδει η μόνη ανθολογία που εκδόθηκε εκείνα τα χρόνια: Νέοι Διηγηματογράφοι (1923) με επιμέλεια Αδ. Παπαδήμα· ανθολογούνται είκοσι τέσσερις διηγηματογράφοι - οι περισσότεροι ολότελα σχεδόν άγνωστοι [σήμερα]».[8] Σε υποσημείωση ο Καράογλου προσθέτει διευκρινιστικά: «Πέντε μόνον ονόματα πεζογράφων ξεχωρίζουν, των Λ. Ιακωβίδη, Θρ. Καστανάκη, Ν. Νικολαΐδη, Π. Πικρού και Π. Χάρη».[9] Στα πέντε αυτά ονόματα μπορούμε να προσθέσουμε και εκείνα του Άλκη Θρύλου και του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη.

Η εκτίμηση του Καράογλου ότι μόνον οι Ιακωβίδη, Καστανάκης, Νικολαΐδης, Πικρός και Χάρης μπορούν να κριθούν άξιοι λόγου πεζογράφοι επαληθεύεται, ώς ένα βαθμό, από το γεγονός ότι στην πρόσφατη και έγκυρη ανθολογία-γραμματολογία των εκδόσεων Σοκόλη, «Η μεσοπολεμική πεζογραφία. Από τον πρώτο ώς τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939)», σε σύνολο 53 πεζογράφων, υπάρχουν μόνο οι εξής 4 διηγηματογράφοι της ανθολογίας του Παπαδήμα: Καστανάκης, Νικολαΐδης, Πικρός και Χάρης.

Η θεματολογία των 24 διηγημάτων

Ίσως έναν δείκτη της επιτυχίας ή της αποτυχίας των διηγηματογράφων που ανθολογεί ο Παπαδήμας να διαμορφώσουν το δικό τους συγγραφικό στίγμα, έχοντας πίσω τους το βαρύ παρελθόν του διηγήματος, έτσι όπως το καλλιέργησαν οι συγγραφείς της γενιάς του 1880 και οι επίγονοί τους, μπορεί να μας προσφέρει η θεματολογία των διηγημάτων τους. Παρακάτω δίνεται μία σχηματική περίληψη του θέματος των 24 διηγημάτων:

Νίκος Νικολαΐδης, «Οι υπερέτες»:
Ένα ζευγάρι ηλικιωμένων υπηρετών ζει μόνο του στο σπίτι των πλούσιων αφεντικών του οι οποίοι λείπουν πολύ καιρό λόγω της αρρώστιας του γιου τους. Κάποια στιγμή το ζευγάρι των υπηρετών δέχεται ένα γράμμα από τους κύριούς του. Η καλοσύνη και η ενθάρρυνση που τους δείχνουν στο γράμμα τα αφεντικά τους ωθούν τους υπηρέτες να φανταστούν για ένα βράδυ ότι είναι αυτοί οι ιδιοκτήτες και οι κύριοι του σπιτιού. Αλλά η φαντασίωσή τους είναι πρόσκαιρη και γρήγορα επιστρέφουν στην πραγματικότητα, νιώθοντας τη βαθιά αγάπη που τους συνδέει με τα αφεντικά και το γιο τους.
Ναπολέων Λαπαθιώτης, «Ο Δημοφών κι ο θάνατος»:
Στα 30 του χρόνια ο φιλόσοφος Δημοφών αποφασίζει να γίνει ασκητής και αποσύρεται σε μια σπηλιά της Βοιωτίας, όπου προσπαθεί να βρει την απάντηση στο πρόβλημα της ζωής. Στο κεντρικό επεισόδιο του διηγήματος εμφανίζεται μια σκιά που οδηγεί τον Δημοφώντα μπροστά σε δύο θύρες και το δίλημμα της εκλογής: η μία θύρα οδηγεί στην κανονική ζωή, όπου κανείς λυτρώνεται από τα εναγώνια ερωτήματα, η άλλη θύρα οδηγεί στην πλήρη γνώση. Ο Δημοφών διαλέγει τη θύρα της πλήρους γνώσης και έτσι οδηγείται στον θάνατο.
Κων. Νταϊφάς, «Θεσσαλία»:
Ο αγρότης Στάθης Χαρούλης ζει στη Θεσσαλία μια καθημερινή απαράλλακτη ζωή, υποταγμένος στην υπηρεσία και τη δύναμη του Αφέντη, όπως και όλοι οι άλλοι συγχωριανοί του. Η ανάμνηση του εξαφανισμένου γιου του Βαγγέλη συντηρεί στην ψυχή του μιαν αδιόρατη ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον. Μετά από πολλά χρόνια κι ενόσω ο Χαρούλης έχει πια γεράσει, ο Βαγγέλης επιστρέφει στο θεσσαλικό κάμπο ως γλυκομίλητος κήρυκας της κοινωνικής απελευθέρωσης των καταπιεσμένων αγροτών, αλλά δολοφονείται από τον οργισμένο Αφέντη. Ο θάνατος του γιού του συντρίβει τον Χαρούλη, αλλά και τροφοδοτεί στην ψυχή του, πιο καθαρή τώρα, την ελπίδα της κοινωνικής αλλαγής.
Πάνος Δ. Ταγκόπουλος, «Μελλοθάνατοι»:
Το διήγημα τοποθετείται στο πολεμικό μέτωπο του Στρυμώνα, τον Αύγουστο του 1918. Ένας λοχίας του ελληνικού στρατού διατάσσεται να οδηγήσει δύο βούλγαρους αιχμαλώτους πολέμου στην έδρα της Μεραρχίας, όπου πρόκειται να εκτελεστούν. Ο λοχίας, ένας ευαίσθητος άνθρωπος που κρατά αποστάσεις από το απάνθρωπο κλίμα του πολέμου, ολοκληρώνει την αποστολή του, αλλά, ως πρωτοπρόσωπος αφηγητής, μάς μεταφέρει το δράμα των μελλοθανάτων κατά το τελευταίο ταξίδι τους.
Ανδρέας Σύλβιος Παπαδόπουλος, «Ο Κατσάκης 1917-1921»:
Το διήγημα του Σμυρνιού συγγραφέα ξεκινά αναφερόμενο στην περίοδο πριν από την άφιξη του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία, όταν οι Τούρκοι βιαιοπραγούσαν εις βάρος των Ελλήνων. Αφηγείται την ιστορία ενός φυγόστρατου Έλληνα Σμυρνιού, καταδικασμένου σε θάνατο, που εντέλει, παρά τις απελπισμένες προσπάθειες της μητέρας του να τον σώσει, συλλαμβάνεται από τους Τούρκους και εκτελείται. Στο τέλος του διηγήματος, τοποθετημένο το 1921, η τραγική μάνα περιφέρεται τρελή ανάμεσα στο πλήθος των συμπατριωτών της που γιορτάζουν, χαρούμενοι για την παρουσία του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη.
Αθανάσιος Π. Μίχας, «Η επιστήμη της ευτυχίας»:
Ένας καθηγητής ιατρικής και βουλευτής ετοιμάζει ένα νομοσχέδιο που προβλέπει ότι όσοι πάσχουν από μεταδοτικές ψυχικές και σωματικές ασθένειες δεν θα επιτρέπεται να παντρευτούν. Στο κεντρικό επεισόδιο του διηγήματος ένας νεαρός σε οικτρή ψυχολογική κατάσταση επισκέπτεται τον καθηγητή και του αφηγείται την ιστορία του μεγάλου και παράφορου έρωτά του. Ο νεαρός παντρεύτηκε μια γερμανίδα που όμως πέθανε λίγο καιρό μετά τη γέννηση του παιδιού τους. Την ημέρα ωστόσο του θανάτου της ερωτεύτηκε επίσης παράφορα και σύναψε δεσμό με την αδελφή της που έμοιαζε καταπληκτικά στην πεθαμένη. Ο καθηγητής συμβουλεύει τον νεαρό άντρα να εγκαταλείψει την ερωμένη και το παιδί του, αλλά εκείνος οργισμένος αρνείται κατηγορηματικά τη συμβουλή και φεύγει. Στο τέλος του διηγήματος πληροφορούμαστε ότι το νομοσχέδιο απορρίφθηκε, ενώ και ο καθηγητής αθέτησε τις αρχές του, καθώς παντρεύτηκε μια νεαρή συνεργάτιδά του, αν και γνώριζε ότι εκείνη έπασχε από φυματίωση.
Κων. Α. Φωτάκης, «Ο αδερφός της αδερφής»:
Όταν αποφυλακίζεται, αφού εξέτισε την δεκαπενταετή καταδίκη του για φόνο, ο Γιάννης γυρίζει στο σπίτι του στην Αθήνα, όπου βρίσκει τη μητέρα του, που τον περιμένει με αγωνία, όχι όμως και την αδελφή του Μαντούλα. Η μητέρα του εντέλει τον πληροφορεί ότι, όσο εκείνος ήταν στη φυλακή, η Μαντούλα την εγκατέλειψε εξαιτίας της σχέσης της με ένα ανήθικο άτομο και ότι τώρα πια ζει μακριά της μια ντροπιασμένη ζωή. Στο τέλος του διηγήματος, ο Γιάννης βασανίζεται από τις τύψεις, επειδή δεν μπόρεσε, λόγω του φόνου που διέπραξε και της παραμονής του στη φυλακή, να σταθεί στο πλάι της αγαπημένης του αδελφής και να την προστατεύσει.
Άλκης Θρύλος, «Η άλλη ώρα»:
Μια Γυναίκα, στη διάρκεια μιας νύχτας, αναπολεί τη ζωή της, μια ατελείωτη διελκυστίνδα ανάμεσα σε άσκοπες ονειροπολήσεις και την αφόρητη ανία, και περιμένει ένα θαύμα: να σημάνει ο δέκατος τρίτος χτύπος του ρολογιού, η άλλη ώρα, που θα φέρει την ανατροπή της φυσικής τάξης και θα δώσει τέλος στην αγιάτρευτη πλήξη της. Η άλλη όμως ώρα δεν έρχεται και η Γυναίκα μένει με την τραγική επίγνωση που στοιχειώνει τη ζωή της, ότι «η Ζωή δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια τραγική γελοιογραφία, μια αποτυχία της Ιδέας που όλοι την αισθάνονται και κανένας δε μπορεί να τη ζήσει και να τη χαρεί» (σ. 101-102).
Αδαμάντιος Δ. Παπαδήμας, «Την άνοιξη…»:
Ένας νεαρός ηθοποιός, που ζει σε μια φτωχογειτονιά, αφηγείται την απόπειρα αυτοκτονίας με περίστροφο ενός γείτονα και φίλου του, του Θωμά. Ο Θωμάς, άνθρωπος περήφανος και διαφορετικός από τον «όχλο» που τον περιβάλλει, έρχεται σε σύγκρουση με την κοινωνική πραγματικότητα και μένει άνεργος. Στο τέλος του διηγήματος ο Θωμάς νοσηλεύεται στο νοσοκομείο αλλά έχει διαφύγει τον κίνδυνο και ο αφηγητής, μέσα στο χειμώνα, προσδοκά την άνοιξη που θα δώσει στους δύο φίλους τη δύναμη για ένα νέο ξεκίνημα.[10]
Λιλή Μ. Ιακωβίδη (Πατρικίου), «Χωριάτικες ιστορίες. Ο κλέφτης»:
Μια νεαρή δασκάλα, που εργάζεται σε ένα χωριό, διασώζει ένα μαθητή της, ανυπότακτο παιδί, με αλλόκοτη συμπεριφορά και χαμηλή κοινωνική προέλευση, από τη δημόσια διαπόμπευση, επειδή έκλεψε ένα γλυκό από το καφενείο του χωριού. Με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση της δασκάλας προβάλλεται το σθένος της νέας γυναίκας που δεν διστάζει να έρθει αντιμέτωπη με τα σκληρά ήθη της κοινωνίας της υπαίθρου.
Παναγής Μπατιστάτος, «Η αρρώστεια και ο θάνατος της Ζήνας»:
Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής περιγράφει, στιγμή προς στιγμή, την οδυνηρή εμπειρία της αρρώστιας και του θανάτου από διφθερίτιδα της μόλις τρίχρονης αδελφής του Ζήνας. Η αφήγηση της ιστορίας γίνεται χρόνια μετά από το θάνατο του μικρού κοριτσιού, αλλά η μεγάλη συναισθηματική ένταση του αφηγητή, η λεπτομερής περιγραφή της πορείας του αγαπημένου μικρού παιδιού προς το θάνατο, η ακριβής απόδοση των σκέψεων του αφηγητή για το θάνατο και η έλλειψη της μεταφυσικής πίστης στη μεταθανάτια ζωή κάνουν βαθιά συγκινητικό αυτό το καθαρά ελεγειακό διήγημα. Σε σχέση με το θέμα του διηγήματος είναι τραγική ειρωνεία ότι ο συγγραφέας πέθανε σε ηλικία 24 ετών, όταν ετοιμαζόταν η ανθολογία. Η εκτίμηση του Παπαδήμα ότι το διήγημα είναι «αληθινό αριστούργημα» (σ. 156) είναι υπερβολική, η κρίση του όμως ότι ο Μπατιστάτος θα μπορούσε να δώσει αξιόλογο έργο αναμφίβολα ευσταθεί [βλ. για το διήγημα στον Μπαλούμη, ό.π., σ. 217-218].
Νίκος Χάγερ Μπουφίδης (Ίσανδρος Άρις), «Ένα σπιτάκι στην άκρη του δάσους»:
Ο αφηγητής, ένας Αθηναίος νευρασθενικός άνδρας, αναπολεί με συγκρατημένη νοσταλγία μια ερωτική σχέση που έζησε πριν δύο χρόνια, όταν βρισκόταν σ' ένα χωριό. Εκεί, στο δάσος δίπλα στο χωριό, γνώρισε και ερωτεύθηκε την ανιψιά ενός γιατρού, αλλά η σχέση τους τέλειωσε απότομα, όταν αυτός χρειάστηκε εσπευσμένα να επιστρέψει στην Αθήνα. Εντέλει, μετά από δύο χρόνια, πληροφορείται τον επικείμενο γάμο της ανιψιάς του γιατρού.
Γεώργιος Μπούρλος, «Μια μολυβιά»:
Ο Θεόφραστος, ένας ηλικιωμένος γραφέας ενός Υπουργείου, συμπλήρωσε 40 χρόνια δημοσιοϋπαλληλικής υπηρεσίας. Ένα κρύο χειμωνιάτικο βράδυ αναπολεί με συντριβή την προηγούμενη ζωή του, θυμάται τα νεανικά του όνειρα ότι θα γινόταν διάσημος θεατρικός συγγραφέας και αναλογίζεται με πίκρα ότι όλες οι ελπίδες του διαψεύστηκαν και η ζωή του ξοδεύτηκε άσκοπα. Εντέλει ο Θεόφραστος αποκοιμιέται και πεθαίνει από το ψύχος μέσα στο γραφείο του. Η μολυβιά της διαγραφής του ονόματός του από τον κατάλογο των υπαλλήλων του Υπουργείου, στο τέλος του διηγήματος, δίνει τον τίτλο.
Κωνστ. Φαλτάιτς, «Λόγια της πατρίδας»:
Δύο νέοι συμπατριώτες, που κατάγονται από κάποιο ελληνικό νησί, υπηρετούν τη θητεία του στο ναυτικό και συναντιούνται σε κάποιο πολεμικό πλοίο. Στη συνομιλία τους, που εκτείνεται σε ολόκληρο το διήγημα, ο νεότερος, που λείπει λίγο καιρό από το νησί τους, αφηγείται στον μεγαλύτερο, που λείπει χρόνια, διάφορες ιστορίες από την πατρίδα τους, αναφερόμενες σε στιγμές χαράς και λύπης διάφορων γνωστών τους προσώπων. Η νοσταλγία της πατρίδας δημιουργεί στενό φιλικό δεσμό ανάμεσα στους δύο νέους συμπατριώτες.
Νάσος Χρηστίδης, «Αγάπη»:
Ο αφηγητής, κάτοικος μιας απομακρυσμένης από το κέντρο της πόλης συνοικίας, περιγράφει τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των φτωχών κατοίκων, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι ανάπηροι από εργατικά ατυχήματα. Εξαιτίας των υπονόμων, που μεταφέρουν τα λήμματα της πόλης στη συνοικία, ξεσπά πανούκλα που αποδεκατίζει τους κατοίκους. Ο μόνος που χαίρεται γι' αυτήν την κατάσταση και διασκεδάζει είναι ο τοπικός νεκροθάφτης. Το διήγημα τελειώνει με μια εφιαλτική και γκροτέσκα σκηνή, όταν μπροστά από το καφενείο της συνοικίας περνούν το ένα πίσω από το άλλο τα φέρετρα των κατοίκων της.[11]
Σταυρούλα Γ. Μαρκέτου, «Συχωρεμένος-καταραμένος»:
Δύο αγαπημένοι φίλοι, ο Διονύσης και ο Γιάννης, συναντιούνται μετά από 10 χρόνια στην κηδεία του παιδικού τους φίλου Κώστα. Ο Κώστας, πριν από 25 χρόνια, είχε προβλέψει ότι η ζωή και των δύο φίλων θα καταλήξει στην απόλυτη αποτυχία. Πράγματι αποτυχημένοι τώρα πια οι δύο φίλοι συγχωρούν στην αρχή το νεκρό Κώστα, αναγνωρίζοντάς του ότι είχε προφητικές ικανότητες, στο τέλος όμως τον καταριούνται, όταν διαπιστώνουν ότι η ολέθρια πρόγνωσή του για την κακή μοίρα της ζωής τους τούς στέρησε εντελώς κάθε ελπίδα και έκανε την πορεία τους προς την αποτυχία προδιαγεγραμμένη.
Θρασύβουλος Καστανάκης, «Γειτόνοι»:
Η αφηγήτρια, μια μοναχική νεαρή κοπέλα, που ζει σε νοικιασμένο δωμάτιο και εργάζεται ως πωλήτρια σε κατάστημα, αποφασίζει να γράψει το κείμενο αυτό για να εξομολογηθεί την ιστορία του έρωτά της. Κάποτε η μονότονη ζωή της άρχισε να αλλάζει όταν στο πλούσιο σπίτι, απέναντι από το παράθυρό της, εμφανίστηκε ένας μυστηριώδης κύριος που έλειπε πολλά χρόνια στην ξενιτιά. Αγαθές συγκυρίες κάνουν την κοπέλα να γνωριστεί με τον κύριο. Η σχέση τους εξελίσσεται σε γνήσια αγάπη και ο κύριος υπόσχεται στην κοπέλα ότι θα την παντρευτεί και θα φύγουν μαζί μακριά. Ξαφνικά όμως ο άνδρας πεθαίνει. Μετά το ισχυρό σοκ η κοπέλα επιστρέφει στην παλιά μοναχική της καθημερινότητα, διατηρώντας έντονη την ανάμνηση της πρόσκαιρης ευτυχίας που έζησε.
Πέτρος Πικρός, «Το παραμιλητό τ' αφορεσμένου»:
Ένας αφορισμένος καλόγερος, που εκδιώχθηκε από το μοναστήρι του, ταπεινώθηκε και έγινε ο περίγελος του κόσμου, αφηγείται, με τρόπο που δείχνει τη σύγχυση του μυαλού του και την παράδοσή του στη δύναμη του Σατανά, την ιστορία που τον οδήγησε στον αφορισμό. Του είχε ανατεθεί να αγιογραφήσει μιαν εικόνα της Παναγίας. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποίησε ως μοντέλο μια όμορφη τσιγγάνα που γρήγορα την ερωτεύθηκε. Αλλά η σχέση τους εξελίχθηκε σ' έναν παράφορο σαρκικό έρωτα. Παρασυρμένη από τη ζήλιά της για την πανέμορφη εικόνα της Παναγίας, η τσιγγάνα ζήτησε από τον καλόγερο να της χαρίσει την εικόνα που είχε τοποθετηθεί δίπλα στο Ιερό. Εκείνος, μέσα στην αλλοφροσύνη που του γέννησε η αδυναμία να πραγματοποιήσει την επιθυμία της αγαπημένης του, αφαίρεσε μ' ένα μαχαίρι τα μάτια της ζωγραφισμένης Παναγίας.
Άρτεμις Φαλτάιτς, «Κάτω από τη μοίρα»:
Το πολύ σύντομο αυτό διήγημα είναι η περιγραφή ενός στιγμιότυπου. Η Καίτη είναι αναγκασμένη να μείνει στο σπίτι της για να φροντίσει την αδιάθετη μητέρα της, ενώ στο απέναντι σπίτι η φίλη της διασκεδάζει με μια μεγάλη παρέα. Η Καίτη νιώθει φθόνο για το γελαστό χαρακτήρα της φίλης της και επειδή εκείνη, σε αντίθεση με την ίδια, κατορθώνει να κερδίζει στη ζωή. Ξαφνικά αποφασίζει επιτέλους να εκφράσει τον πολύχρονο και κρυφό έρωτά της σε κάποιο νέο. Στην τελική σκηνή του διηγήματος, όμως, η Καίτη ακούει το κουδούνι του σπιτιού της να ηχεί, προφανώς είναι ο νέος που τον περιμένει για να του εξομολογηθεί τον έρωτά της, αλλά εκείνος την τελευταία στιγμή μπαίνει στο απέναντι σπίτι, όπου τον προσκαλούν στη γιορτή.
Ισίδωρος Καραλής, «Ο Λάμπης»:
Ένα χωριατόπουλο, ο Λάμπης, έρχεται στην πόλη και πιάνει δουλειά στη λαϊκή ταβέρνα του Αριστείδη. Γρήγορα ο αδέξιος και παραξενεμένος απ' ό,τι συμβαίνει γύρω του Λάμπης γίνεται το επίκεντρο της προσοχής όλων των θαμώνων που συνήθως του συμπεριφέρονται περιπαικτικά ή και προσβλητικά. Τα χωριατόπουλο, ωστόσο, φαίνεται σιγά-σιγά να προσαρμόζεται στο νέο περιβάλλον και στα καθήκοντά του, μέχρι τη στιγμή που χτυπά κάποιο πελάτη επειδή κορόιδεψε το αφεντικό του. Τότε ο Αριστείδης μαλώνει τον Λάμπη κι εκείνος θιγμένος αποφασίζει να φύγει από την ταβέρνα και να επιστρέψει στο χωριό του.
Γιάννης Ζήρας-Αγκαθιώτης, «Ο λιποτάχτης»:
Ο πόλεμος μαίνεται στο μέτωπο και οι συνέπειες μιας ολονύκτιας ανταλλαγής πυρών πυροβολικού περιγράφονται με φρικιαστικές λεπτομέρειες. Ένας έλληνας στρατιώτης, ο Κοτσαύτης, πληροφορείται από γράμμα της μητέρας του ότι εκείνη και η αδελφή του αντιμετωπίζουν μεγάλη δυστυχία στο χωριό τους εξαιτίας του διωγμού και των αδικιών που υφίστανται από τους ισχυρούς του τόπου. Τότε ο Κοτσαύτης οργισμένος λιποτακτεί κι επιστρέφει στο χωριό του, όπου, στη διάρκεια της νύχτας, πυρπολεί όλα τα αρχοντόσπιτα. Το άλλο πρωί ο Κοτσαύτης, γεμάτος χαρά, επιθεωρεί από το ύψος του βουνού το έργο του νιώθοντας ότι απέδωσε δικαιοσύνη.
Χρίστος Α. Γερογιάννης, «Ο πατέρας..;»:
Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, ενώ έξω ο άνεμος φυσάει μανιασμένος, η νεαρή κυρά Λένη, κλεισμένη στο σπίτι της, αγωνιά για την τύχη του άνδρα της, του καπετάν-Λάμπρου που λείπει καιρό ταξιδεύοντας με το καΐκι του. Η κυρά Λένη προσεύχεται κρυφά για την επιστροφή του άνδρα της, ενώ παρηγορεί και δίνει ελπίδες στο μικρό παιδί της που περιμένει ανήσυχο τον πατέρα του. Στο τέλος του διηγήματος η πληροφορία, που φτάνει στο λιμάνι, ότι το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων συνέβη το ναυάγιο ενός καϊκιού, χωρίς όμως να γίνει γνωστή η ταυτότητα των χαμένων ναυτικών, προϊδεάζει για το θάνατο του καπετάν-Λάμπρου.
Βελισσάριος Φρέρης, «Οι δράκοι είδαν το φως τους»:
Σ' αυτό το σύντομο αλληγορικό παραμύθι, μια γριά και πλούσια Αρχόντισσα μιας πολιτείας, σκληρή, μοχθηρή και καταχθόνια, κρατά δέσμιους τους υπηκόους της, τους τυφλωμένους δράκοντες, μια φυλή ανθρώπων δυνατών στο σώμα, αλλά με ανίσχυρη θέληση. Κάποτε όμως φτάνει η στιγμή που ένα μεγάλο αστέρι εμφανίζεται στον ουρανό και ξαναδίνει στους δράκους την όρασή τους. Τότε εκείνοι σπάνε τα δεσμά τους και οργισμένοι ορμούν στο κάστρο της Αρχόντισσας για να εκδικηθούν εκείνη και τους αυλικούς της.
Πέτρος Χάρης (Ιω. Ν. Μαρμαριάδης), «Ύστερ' από το πένθος»:
Τρεις μήνες μετά από το θάνατο του αρραβωνιαστικού της η μεγάλη αδελφή μιας αστικής οικογένειας αναρωτιέται αν ήρθε η στιγμή να δώσει τέλος στο πένθος της και αποφασίζει να ξαναπαίξει ένα κομμάτι στο πιάνο. Η πρόσκαιρη λιποθυμία της μικρότερης αδελφής της και το σπάσιμο του βιολιού της που έπεσε στο πάτωμα υποβάλλουν τις ακόμη εύθραυστες σχέσεις στο εσωτερικό της οικογένειας.

Οι αισθητικές και ψυχολογικές τάσεις μιας νέας γενιάς διηγηματογράφων

Τόσο οι θεματικές όσο και οι γλωσσικές επιλογές των 24 διηγηματογράφων της ανθολογίας του Παπαδήμα παρουσιάζουν έναν μακρινό, πάντως αισθητό δεσμό με τις αντίστοιχες επιλογές οι οποίες διαμόρφωσαν τον ανανεωτικό, σε σχέση με το παρελθόν, χαρακτήρα του διηγήματος της γενιάς του 1880. Τις επιλογές των πεζογράφων της γενιάς του 1880 συνοψίζει ο Γιάννης Παπακώστας, εμμέσως σχολιάζοντας τα θέματα και την κυρίαρχη γλωσσική μορφή των διηγημάτων που περιλήφθησαν στην ανθολογία του Κασδόνη Ελληνικά διηγήματα το 1896: «Ο αφηγηματικός λόγος […] [των πεζογράφων της γενιάς του 1880] εν πολλοίς απηχεί τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα. Με την καταβύθιση στον τρόπο ζωής και τις εκδηλώσεις του νεοέλληνα ανασύρονται στην επιφάνεια αθέατες πλευρές του λαϊκού μας πολιτισμού, ανάμεικτες με στοιχεία ρεαλισμού και κοινωνικού προβληματισμού, ενώ, από την άλλη πλευρά, σταδιακά έχουμε τη στροφή προς τη χρήση μιας εξομαλυσμένης γλωσσικής μορφής, με αποτέλεσμα την επικράτηση της δημοτικής γλώσσας και στην πεζογραφία».[12] Τρεις περίπου δεκαετίες μετά την ανθολογία Κασδόνη, όλα τα διηγήματα της ανθολογίας του Παπαδήμα είναι γραμμένα στη δημοτική, ανεξάρτητα από το θέμα και την τεχνοτροπία τους. Η χρήση της δημοτικής από τους νέους διηγηματογράφους παρουσιάζει αισθητές αποκλίσεις που κυμαίνονται από μια λαϊκότροπη δημοτική, βγαλμένη από την παράδοση του μαχητικού δημοτικισμού, μέχρι μια αστική δημοτική. Το γεγονός, πάντως, ότι κανείς από τους 24 διηγηματογράφους δεν γράφει πια στην καθαρεύουσα είναι ένδειξη της απόλυτης επικράτησης της δημοτικής γλώσσας στην πεζογραφία (την ίδια εποχή, η δημοτική είχε επικρατήσει πλήρως και στην ποίηση). Ασφαλής, επίσης, είναι η διαπίστωση ότι τα διηγήματα που ανθολογεί ο Παπαδήμας, στη συντριπτική πλειονότητά τους, απηχούν, σχολιάζουν ή κρίνουν όψεις της σύγχρονής τους ελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας. Βέβαια, δεν φέρνουν πια στην επιφάνεια «αθέατες πλευρές του λαϊκού μας πολιτισμού», κι αυτό επειδή η ελληνική κοινωνία βρίσκεται σε μια διαδικασία προϊούσας αστικοποίησης. Συνεπώς, ως απόρροια των παραπάνω παρατηρήσεων, μπορούμε να πούμε ότι οι διηγηματογράφοι της γενιάς του Παπαδήμα είναι επίγονοι εκείνων της γενιάς του 1880, παράλληλα, ωστόσο, η θεματική των διηγημάτων τους, ιδίως εκείνων που απηχούν ή καταγράφουν τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, είναι εμφανώς εκσυγχρονισμένη σε σύγκριση με τη θεματική των διηγημάτων της γενιάς του 1880. Κι αυτό συμβαίνει επειδή οι κοινωνικές συνθήκες άλλαξαν και νέα προβλήματα προέκυψαν.

Ο Χ. Λ. Καράογλου επισημαίνει τα θεματικά ιδίως χαρακτηριστικά των διηγημάτων που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Μούσα (1920-1923). Τα ίδια χαρακτηριστικά διακρίνουν και τα διηγήματα της ανθολογίας του Παπαδήμα. Ως πρώτο βασικό χαρακτηριστικό ο Καράογλου καταγράφει ότι «σε όλα σχεδόν τα διηγήματα των νέων περιγράφεται μια θλιβερή ιστορία -συνήθως ερωτική· κυριαρχεί ο θάνατος και η ερωτική στέρηση».[13] Το στοιχείο του θανάτου κάποιου κεντρικού προσώπου, όχι απαραίτητα ποθητού προσώπου ή ερωτικού συντρόφου, ως βασικού συντελεστή της δραματικής τροπής ή έκβασης της ιστορίας, είναι διάχυτο στην ανθολογία του Παπαδήμα, καθώς εμφανίζεται σε 12 διηγήματα: Ναπολέων Λαπαθιώτης, «Ο Δημοφών κι ο θάνατος», Κων. Νταϊφάς, «Θεσσαλία», Πάνος Δ. Ταγκόπουλος, «Μελλοθάνατοι», Ανδρέας Σύλβιος Παπαδόπουλος, «Ο Κατσάκης 1917-1921», Αθανάσιος Π. Μίχας, «Η επιστήμη της ευτυχίας», Παναγής Μπατιστάτος, «Η αρρώστεια και ο θάνατος της Ζήνας», Γεώργιος Μπούρλος, «Μια μολυβιά», Νάσος Χρηστίδης, «Αγάπη», Σταυρούλα Γ. Μαρκέτου «Συχωρεμένος-καταραμένος», Θρασύβουλος Καστανάκης, «Γειτόνοι», Χρίστος Α. Γερογιάννης, «Ο πατέρας..;» και Πέτρος Χάρης (Ιω. Ν. Μαρμαριάδης), «Ύστερ' από το πένθος». Εκτός από τα παραπάνω διηγήματα, ο θάνατος εμφανίζεται ως απειλή στα διηγήματα του Νίκου Νικολαΐδη, «Οι υπερέτες» (λόγω της μακρόχρονης αρρώστιας του γιού), και του Αδαμάντιου Δ. Παπαδήμα, «Την άνοιξη…» (λόγω της απόπειρας αυτοκτονίας του ήρωα), ή αποτελεί μέρος του ευρύτερου σκηνογραφικού πλαισίου (στην αρχική σκηνή του διηγήματος του Γιάννη Ζήρα-Αγκαθιώτη, «Ο λιποτάχτης», περιγράφεται μια ολονύκτια ανταλλαγή πυρών πυροβολικού, που αφήνει πίσω της πλήθος πτωμάτων).

Αλλά η τόση πυκνή εμφάνιση και λειτουργία του θανάτου ως λιγότερο ή περισσότερο βασικού θεματικού στοιχείου των μισών διηγημάτων συναρτάται ουσιαστικά με τον αρνητικό ψυχισμό που διαποτίζει τη συντριπτική πλειονότητα των ανθολογημένων κειμένων. Έτσι, το κεντρικό θέμα αρκετών διηγημάτων, όπου δεν συμβαίνει κάποιος θάνατος, έχει αρνητικό χαρακτήρα, με ποικίλες εκδοχές: υλική καταστροφή-εκδίκηση (Γιάννης Ζήρας-Αγκαθιώτης, «Ο λιποτάχτης»), κλοπή και σκληρή τιμωρία-διαπόμπευση (Λιλή Μ. Ιακωβίδη, «Χωριάτικες ιστορίες. Ο κλέφτης»), τρέλα και παράδοση στον Σατανά (Πέτρος Πικρός, «Το παραμιλητό τ' αφορεσμένου»), τύψεις και αίσθηση απώλειας της ζωής (Κων. Α. Φωτάκης, «Ο αδερφός της αδερφής»), ψυχική απόγνωση (Άλκης Θρύλος, «Η άλλη ώρα»), συναισθηματική διάψευση (Άρτεμις Φαλτάιτς, «Κάτω από τη μοίρα»), κοινωνική διάψευση και φυγή (Ισίδωρος Καραλής, «Ο Λάμπης»). Στο σύνολο των 24 διηγημάτων είναι λιγοστά, μόλις 4, εκείνα που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε «αισιόδοξα» ή, έστω, μη «απαισιόδοξα»: Νίκος Νικολαΐδης, «Οι υπερέτες», Αδαμάντιος Δ. Παπαδήμας, «Την άνοιξη…», Κωνστ. Φαλτάιτς, «Λόγια της πατρίδας» και Βελισσάριος Φρέρης, «Οι δράκοι είδαν το φως τους». Μάλιστα η σαφής επικράτηση των «απαισιόδοξων» διηγημάτων γεννά την υποψία ότι ο Παπαδήμας επέλεξε να αυτοανθολογηθεί με ένα «αισιόδοξο» διήγημά του, όπου, παρά το αρνητικό συμβάν (περιγραφή μιας απόπειρας αυτοκτονίας), υπάρχει αίσια κατάληξη (ο ήρωας διασώζεται και μαζί με το φίλο του-αφηγητή ελπίζουν σε μια καινούργια αρχή). Ίσως με αυτή την επιλογή ο ανθολόγος ήθελε να απαλύνει κάπως την εντύπωση του ομοιόμορφα αρνητικού ψυχισμού των νέων διηγηματογράφων.

Το γεγονός ότι τα περισσότερα διηγήματα χαρακτηρίζονται από απαισιόδοξη ή και καταθλιπτική διάθεση ή/και αναφέρονται σε αρνητικές καταστάσεις απηχεί μάλλον τον ψυχισμό όχι μόνο των τότε νέων πεζογράφων, αλλά ενός μεγάλου μέρους γενικά της νεανικής μεσοπολεμικής γενιάς. Σε αυτή την εικασία μπορεί να μας οδηγήσει η διαπίστωση ότι και στην ανθολογία των νέων ποιητών του Τέλλου Άγρα (1922) σε όλα ή σε κάποια/κάποιο από τα ανθολογημένα ποιήματα των 31 από τους 70 ποιητές εμφανίζονται στοιχεία της θεματικής, του ύφους, της αρνητικής ψυχοσυναισθηματικής διάθεσης, τα οποία μας είναι οικεία από την καρυωτακική ποίηση (βλ. τον κατάλογο των 31 ποιητών στην εισαγωγή για την ανθολογία του Άγρα).[14] Αν κάνουμε μια, έστω και χοντρική, ποσοτική σύγκριση του αρνητικού ψυχισμού των ανθολογημένων διηγηματογράφων και των ανθολογημένων ποιητών, βλέπουμε ότι στους πρώτους οι αρνητικές καταστάσεις ή τα απογοητευτικά συναισθήματα αφορούν στη συντριπτική πλειονότητά τους. Μπορούμε να αιτιολογήσουμε αυτή τη διαφορά, σκεπτόμενοι ότι αρκετοί νέοι ποιητές γράφουν κυρίως μια λυρική ποίηση φυγής από την κοινωνική πραγματικότητα. Αντιθέτως, οι διηγηματογράφοι, με την εξαίρεση ελάχιστων, προβάλλουν το ψυχολογικό πορτρέτο μιας απογοητευμένης γενιάς, επειδή έρχονται ευθέως αντιμέτωποι με πλήθος εξωτερικές και εσωτερικές αντιξοότητες και αυτές ακριβώς θεματοποιούν: τη φτώχεια, την ανεργία, την κοινωνική διαφθορά και την αδικία, την κοινωνική ανισότητα, την άναρχη ανάπτυξη των πόλεων, την αγεφύρωτη ιδεολογική απόσταση που χωρίζει τους ανθρώπους της πόλης και των χωριών, τα συντηρητικά ήθη της υπαίθρου, τη γραφειοκρατία, τον πόλεμο, τη βία, την αρρώστια, τα απορρέοντα από όλα τα παραπάνω αρνητικά συναισθήματα και ψυχολογικά αδιέξοδα. Γι' αυτό τα περισσότερα διηγήματα μπορούν να χαρακτηριστούν κοινωνικά. Ανάμεσά τους δεν λείπουν ορισμένα όπου η ακραία ρεαλιστική περιγραφή της κοινωνικής πραγματικότητας, επικεντρωμένη στις αποκρουστικές όψεις της, τους δίνει το στίγμα της νατουραλιστικής τεχνοτροπίας. Τέτοια είναι τα διηγήματα του Πέτρου Πικρού, «Το παραμιλητό τ' αφορεσμένου», και του Νάσου Χρηστίδη, «Αγάπη». Για διηγήματα με ανάλογη θεματική, δημοσιευμένα στο περιοδικό Μούσα, ο Καράογλου κάνει την εξής ενδιαφέρουσα παρατήρηση: «Σε πολλές περιπτώσεις […] θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε νατουραλιστική την εκλογή του θέματος: φτωχογειτονιές, πρόσωπα που προκαλούν αποστροφή και/ή λύπη. Ωστόσο, οι νέοι διηγηματογράφοι της Μούσας δεν ενδιαφέρονται για μια νατουραλιστική προσέγγιση του θέματός τους· είναι προσανατολισμένοι προς την ψυχογραφία. Εκείνο που τους ενδιαφέρει κυρίως είναι ο εσωτερικός κόσμος του κεντρικού ήρωα, οι κλυδωνισμοί της ψυχής και της σκέψης του, τους οποίους όμως δεν περιγράφουν αναλυτικά και "επιστημονικά", όπως γίνεται στο νατουραλιστικό μυθιστόρημα, αλλά τους σχεδιάζουν με λίγες γραμμές ή προσπαθούν να τους υποβάλλουν με υπαινικτική ασάφεια, δημιουργώντας την κατάλληλη ατμόσφαιρα».[15] Αυτή η παρατήρηση μπορούμε να πούμε ότι ισχύει όχι μόνο για τα ανθολογημένα διηγήματα με νατουραλιστικές αποχρώσεις, αλλά και για πολλά άλλα διηγήματα, όπου διακρίνεται αυτή η έντονη ψυχογραφική διάθεση. Στην ανθολογία του Παπαδήμα υπάρχουν, ανεξάρτητα από το θέμα ή την ψυχική διάθεση, ορισμένα διηγήματα που μπορούμε να τα χαρακτηρίσουμε συμβολικά (π.χ. το «Ύστερ' από το πένθος» του Πέτρου Χάρη)[16] ή αισθητιστικά (π.χ. το «Ο Δημοφών κι ο θάνατος» του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη). Αλλά τον κυρίαρχο τόνο δίνουν τα ρεαλιστικά διηγήματα με κοινωνικό προβληματισμό. Μάλιστα η πλειονότητα αυτής της ομάδας διηγημάτων δείχνει ότι τα προβλήματα έχουν κοινωνικές (πολιτικοοικονομικές, ιδεολογικές, ακόμη και ταξικές) ρίζες. Σε λιγοστά διηγήματα εκφράζεται, με άμεσο ή αλληγορικό τρόπο, η πίστη ή η ελπίδα ότι τη λύση στα προβλήματα θα φέρει η κοινωνικοπολιτική αλλαγή, αν και αυτή η αλλαγή μένει ιδεολογικά απροσδιόριστη. Πρόκειται για τα διηγήματα του Κων. Νταϊφά, «Θεσσαλία», και του Βελισσάριου Φρέρη, «Οι δράκοι είδαν το φως τους».

Σχολιάζοντας την ανθολογία Οι νέοι του Άγρα (βλ. εκεί την εισαγωγή), παρατηρήσαμε ότι είναι ελάχιστα τα ποιήματα που σχετίζονται με το σύγχρονο ιστορικό κλίμα, παρά το γεγονός ότι, όταν ετοιμάζεται και εκδίδεται η ανθολογία του Άγρα, το 1922, προφανώς πριν ακόμη από τη Μικρασιατική Καταστροφή, το ελληνικό έθνος ζούσε μέσα στον πυρετό μιας πρωτοφανούς εθνικής ανάτασης. Αντιστοίχως, στην ανθολογία του Παπαδήμα, που βέβαια εκδίδεται μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, υπάρχει ένα μόνο διήγημα, το «Ο Κατσάκης 1917-1921», γραμμένο από τον Σμυρνιό πεζογράφο Ανδρέα Σύλβιο Παπαδόπουλο, που, παρά την συναισθηματικά αρνητική ατμόσφαιρά του (εκτέλεση του φυγόστρατου γιου από τους Τούρκους και τρέλα της τραγικής μητέρας), κλείνει με τις γιορτές του πλήθους για την παρουσία του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη: είναι η στιγμή της εθνικής δικαίωσης και της υλοποίησης των εθνικών οραμάτων. Αυτή όμως η σκοπιά θεώρησης της εντελώς πρόσφατης ιστορικής στιγμής εκφράζεται από το διήγημα ενός, θα λέγαμε, άμεσα ενδιαφερόμενου, ενός Σμυρνιού. Αντιθέτως, τα διηγήματα των ελλαδιτών συγγραφέων που αναφέρονται άμεσα ή έμμεσα στον πόλεμο ή στο στρατό μπορούν να χαρακτηριστούν αντιπολεμικά, καθώς προβάλλουν αρνητικές πλευρές του πολέμου και του στρατού: Πάνος Δ. Ταγκόπουλος, «Μελλοθάνατοι» (αντιηρωικό πνεύμα και ανθρωπιστική διάθεση για τον εχθρό), Γιάννης Ζήρας-Αγκαθιώτης, «Ο λιποτάχτης» (κατάδειξη των φρικαλεοτήτων του πολέμου, λιποταξία, ο πόλεμος αιτία της κοινωνικής αδικίας) και Κωνστ. Φαλτάιτς, «Λόγια της πατρίδας» (νοσταλγία και στέρηση της τοπικής πατρίδας για τους στρατευμένους λόγω της θητείας). Τα παραπάνω στοιχεία φαίνεται να οδηγούν σε μια ενδιαφέρουσα διαπίστωση: οι διηγηματογράφοι της γενιάς του Παπαδήμα συγχρονίζονται με την ιστορική και κοινωνικοπολιτική πραγματικότητά τους, αλλά από την ανάποδη σκοπιά. Κι αυτό γιατί, σε μια εποχή εθνικής και κατ' επέκταση κοινωνικής ανάτασης, όταν η Μεγάλη Ιδέα βρίσκεται στο απόγειό της, αυτοί επιλέγουν να προβάλλουν, μέσα από διηγήματα κοινωνικού περιεχομένου, την ψυχολογία του ηττημένου, του ηττοπαθούς και του διαψευσμένου. Η διαπίστωση αυτή θέτει το ζήτημα του ακριβούς χρόνου έκδοσης της ανθολογίας. Ο «Πρόλογος» στην ανθολογία του εκδότη Αρ. Ράλλη φέρει στο τέλος του την ένδειξη: «Μάης 1923» (σ. 4). Επίσης, αν είναι ακριβής η πληροφορία του Καράογλου[17] ότι ο Πέτρος Χάρης πρωτοπαρουσιάστηκε στα γράμματα με το διήγημα «Ύστερ' από το πένθος», δημοσιευμένο στη Μούσα τον Ιούνιο 1923, διαπιστώνεται ότι ο Παπαδήμας ανθολόγησε το διήγημα αυτό από τη Μούσα. Συνεπώς, η ανθολογία του πρέπει να εκδόθηκε προς το τέλος του 1923. Αν, λοιπόν, δεχτούμε ότι υπήρχε απόσταση ενός τουλάχιστον έτους ανάμεσα στην έκδοση της ανθολογίας και τη Μικρασιατική Καταστροφή, ίσως αιτιολογείται η επικράτηση του αρνητικού ψυχισμού στα ανθολογημένα διηγήματα. Πιθανόν, δηλαδή, ο Παπαδήμας να επέλεξε διηγήματα εναρμονισμένα με το κοινωνικό και ψυχολογικό κλίμα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Και σε αυτή όμως την περίπτωση, η μεγάλη πλειονότητα των ανθολογημένων διηγημάτων πρέπει να ήταν κείμενα γραμμένα και δημοσιευμένα πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Ευριπίδης Γαραντούδης

Πίνακας περιεχομένων

Πρόλογος [του Αρ. Ι. Ράλλη] (σ. 3-4).

Ν. Νικολαΐδης (1886-): «Οι υπερέτες» (σ. 5-19).

Ναπολέων Λαπαθιώτης (1893-): «Ο Δημοφών κι ο θάνατος» (σ. 20-26).

Κων. Νταϊφάς (1893-): «Θεσσαλία» (σ. 27-48).

Πάνος Δ. Ταγκόπουλος (1895-): «Μελλοθάνατοι» (σ. 49-56).

Ανδρέας Σύλβιος Παπαδόπουλος (1887-): «Ο Κατσάκης 1917-1921» (σ. 57-66).

Αθανάσιος Π. Μίχας (1890-): «Η επιστήμη της ευτυχίας» (σ. 67-79).

Κων. Α. Φωτάκης (1894-): «Ο αδερφός της αδερφής» (σ. 80-95).

Άλκης Θρύλος (1896-): «Η άλλη ώρα» (σ. 96-107).

Αδαμάντιος Δ. Παπαδήμας (1897-): «Την άνοιξη…» (σ. 108-114).

Λιλή Μ. Ιακωβίδη (Πατρικίου) (1899-): «Χωριάτικες ιστορίες. Ο κλέφτης» (σ. 115-123).

Παναγής Μπατιστάτος (1900-1923): «Η αρρώστεια και ο θάνατος της Ζήνας» (σ. 124-156).

Νίκος Χάγερ Μπουφίδης (Ίσανδρος Άρις) (1899-): «Ένα σπιτάκι στην άκρη του δάσους» (σ. 157-167).

Γεώργιος Μπούρλος (1899-): «Μια μολυβιά» (σ. 168-181).

Κωνστ. Φαλτάιτς (1891-): «Λόγια της πατρίδας» (σ. 182-191).

Νάσος Χρηστίδης (1901-): «Αγάπη» (σ. 192-199).

Σταυρούλα Γ. Μαρκέτου (1897-): «Συχωρεμένος-καταραμένος» (σ. 200-204).

Θρασύβουλος Καστανάκης (1901-): «Γειτόνοι» (σ. 205-220).

Πέτρος Πικρός: «Το παραμιλητό τ’ αφορεσμένου» (σ. 221-235).

Άρτεμις Φαλτάιτς: «Κάτω από τη μοίρα» (σ. 236-239).

Ισίδωρος Καραλής (1897-): «Ο Λάμπης» (σ. 240-250).

Γιάννης Ζήρας-Αγκαθιώτης (1895-): «Ο λιποτάχτης» (σ. 251-258).

Χρίστος Α. Γερογιάννης (1896-): «Ο πατέρας..;» (σ. 258-264).

Βελισσάριος Φρέρης (1900-): «Οι δράκοι είδαν το φως τους» (σ. 264-267).

Πέτρος Χάρης (Ιω. Ν. Μαρμαριάδης) (1902-): «Ύστερ’ από το πένθος» (σ. 268-272).

Σημειώσεις

1 Βλ. Χ. Λ. Καράογλου, Το περιοδικό «Μούσα» (1920-1923). Ζητήματα ιστορίας της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Αθήνα, Εκδόσεις Νεφέλη, Λογοτεχνία και φιλολογία 5, 1991, σ. 261. Πάντως, η πληροφορία της ύπαρξης του βιβλίου Εικοσιπέντε εκλεκτά διηγήματα δεν επιβεβαιώνεται από καμία βιβλιογραφική πηγή. Αν η πληροφορία ισχύει, ο τίτλος, Εικοσιπέντε εκλεκτά διηγήματα, δηλώνει προφανώς την προσθήκη ενός ακόμη διηγήματος στα 24 διηγήματα της πρώτης έκδοσης.

2 Για τις σχετικές πληροφορίες, βλ. στον τόμο Eρευνητική ομάδα. Eποπτεία: X. Λ. Kαράογλου, Περιοδικά λόγου και τέχνης (1901-1940). Aναλυτική βιβλιογραφία και παρουσίαση, Tόμος πρώτος: Aθηναϊκά περιοδικά (1901-1925), Θεσσαλονίκη, University Studio Press 1996, σ. 246-247 και 330-331. Ο Παπαδήμας ήταν επίσης ένας από τους υπεύθυνους για τη λογοτεχνική ύλη του περιοδικού Κριτική και ποίηση (1924-1926, 16 τεύχη)· βλ., ό.π., σ. 366.

3 Καταγραφή της εργογραφίας του που περιλαμβάνει διηγήματα, νουβέλες, μυθιστορήματα, δοκίμια, μελέτες και θεατρικά έργα για παιδιά, βλ. στο βιβλίο του Χ. Λ. Καράογλου, Το περιοδικό «Μούσα» (1920-1923, 1991, σ. 261-262. Επίσης για τον Παπαδήμα ως πεζογράφο, βλ. Επαμ. Γ. Μπαλούμη, Πεζογραφία του '20. Μεσοπόλεμος, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα 1996, σ. 224-228.

4 Βλ. σχετικά Καράογλου, Το περιοδικό «Μούσα» (1920-1923), ό.π., σ. 54, 61, 78 και 116.

5 Όπως διαπιστώνουν σχετικά οι Βαρακλιώτου, Καράογλου και Σδράλη, «αν στις δύο πρώτες δεκαετίες του [20ού] αιώνα οι νέοι λογοτέχνες δεν κατείχαν επίζηλη θέση στις γενικές ανθολογίες, βρήκαν τον τρόπο να καταστήσουν έντονη την παρουσία τους, εκδίδοντας οι ίδιοι δικές τους ανθολογίες. Η συγκομιδή είναι εντυπωσιακή: επτά εκδόσεις μέσα σε μία δεκαετία, εκ των οποίων οι πέντε (τέσσερις ποιητικές και μία διηγήματος) μέσα σε μία μόλις διετία (1922-1923)» (Έφη Χρ. Βαρακλιώτου, Χ.Λ. Καράογλου, Άριστη Σδράλη, «Ποιητικές ανθολογίες 1901-1950 (Πρόδρομη ανακοίνωση)», Μνήμη Ελένης Τσαντσάνογλου. Εκδοτικά και ερμηνευτικά ζητήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Πρακτικά Ζ΄ Επιστημονικής Συνάντησης, Υπεύθυνος: Χ.Λ. Καράογλου, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 431-453: 435. Για τα στοιχεία των ανθολογιών, βλ., ό.π., την υποσ. 7, σ. 435).

6 Αδαμ. Δ. Παπαδήμας, Η πορεία μιας γενιάς, Αθήνα, Ωρίων, 1944, σ. 88.

7 Πρόσφατα έγιναν δύο επανεκδόσεις αυτής της ανθολογίας: Η συλλογή «Ελληνικά διηγήματα» του 1896, Εισαγωγή - κείμενα - λεξιλόγιο Βασιλείου Φρ. Τωμαδάκη, Αθήναι, Ίδρυμα Νεοελληνικών Σπουδών, Μελετήματα 4, 2000 και Ελληνικά Διηγήματα. Μετά των εικόνων των συγγραφέων, Εισαγωγή - φιλολογική επιμέλεια Γιάννης Παπακώστας, Αθήνα, Εκδόσεις Πατάκη 2004. Η πρώτη επανέκδοση συνοδεύεται από «Λεξιλόγιο» του επιμελητή (σ. 401-411). Για την αποτίμηση της ανθολογίας Ελληνικά διηγήματα ως «ουσιαστικά […] πρώτη[ς] στο είδος της», βλ. τις παρατηρήσεις του Παπακώστα στο «Προοίμιο» της δικής του επανέκδοσης, ό.π., σ. 9-29: 16-24.

8 Καράογλου, Το περιοδικό «Μούσα» (1920-1923), ό.π., σ. 116-117.

9 Καράογλου, ό.π., σ. 117.

10 Το διήγημα αυτό, που εντάχθηκε στη συλλογή Ρόζα κι άλλα διηγήματα (1924), αναλύεται εν συντομία από τον Μπαλούμη, ό.π., σ. 225-226.

11 Το διήγημα αυτό σχολιάζεται από τον Καράογλου, Το περιοδικό «Μούσα» (1920-1923), ό.π., σ. 118, σε σχέση με άλλα διηγήματα του Χρηστίδη και του Παπαδήμα, και από τον Μπαλούμη, ό.π., σ. 216-217.

12 Παπακώστας, «Προοίμιο», Ελληνικά Διηγήματα, ό.π., σ. 25.

13 Καράογλου, Το περιοδικό «Μούσα» (1920-1923), ό.π., σ. 117.

14 Οι δύο ανθολογίες, του Παπαδήμα και του Άγρα, είναι συγκρίσιμες και από την άποψη ότι ορισμένοι από τους ανθολογημένους διηγηματογράφους εμφανίζονται και στην ανθολογία των νέων ποιητών του Άγρα (Ναπολέων Λαπαθιώτης, Ανδρέας Σύλβιος Παπαδόπουλος, Νίκος Χάγερ Μπουφίδης (Ίσανδρος Άρις)).

15 Καράογλου, Το περιοδικό «Μούσα» (1920-1923), ό.π., σ. 118. Αυτή η παρατήρηση βασίζεται, μεταξύ άλλων, και στο διήγημα του Χρηστίδη, «Αγάπη», το οποίο δημοσιεύτηκε στη Μούσα (τχ. 1, Αύγουστος 1920, σ. 6-7).

16 Γι' αυτό το διήγημα, που επίσης δημοσιεύτηκε στη Μούσα (τχ. 35, Ιούνιος 1923, σ. 186-187) (άραγε πριν ή μετά τη δημοσίευση της ανθολογίας του Παπαδήμα;), ο Καράογλου, ό.π., σ. 118, γράφει ότι «απ' όλα […] τα διηγήματα της Μούσας μόνον ένα ξεχωρίζει για την επιτυχημένη χρήση της υποβολής: το "Ύστερ' από το πένθος"».

17 Βλ. Καράογλου, Το περιοδικό «Μούσα» (1920-1923), ό.π., σ. 77, σημ. 61.

Τελευταία Ενημέρωση: 02 Φεβ 2007, 15:27