Ανθολογίες 

Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.) 

 

ΠΟΙΗΣΗ

Ο ρομαντισμός στη νεοελληνική ποίηση (λυρική, αφηγηματική/επική και δραματική) του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, στην αθηναϊκή τουλάχιστον εκδοχή του, εκπροσωπείται με τις βασικότερες μορφές του αντίστοιχου ευρωπαϊκού κινήματος: τη βυρωνική (παθιασμένη), τη λαμαρτίνεια (ελεγειακή) αλλά και τη μπερανζέρεια (σατιρική / πολιτική) (Δημαράς 2000: 389).

Χαρακτηριστικά βυρωνικά μοτίβα (π.χ. τη μορφή του αμαρτωλού καλόγερου και τις συνεχείς μεταμφιέσεις των πρωταγωνιστών) μπορεί να συναντήσει ο αναγνώστης στο απόσπασμα από τον Οδοιπόρο του Παναγιώτη Σούτσου και στο Δήμος κ' Ελένη του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή. (Το βυρωνικό παράδειγμα γονιμοποιεί βέβαια και την πεζογραφία της περιόδου, όπως δείχνει το μοτίβο του μεταμφιεσμένου πειρατή που κυριαρχεί στο λαϊκό πεζογράφημα Το φρικτόν λάθος του Ξενοφώντα Ραφόπουλου). Βυρωνικής κυρίως (αλλά και λαμαρτίνειας και σατωμπριάνειας) προέλευσης είναι και το διάχυτο σε αρκετά ποιήματα μοτίβο της ανίας και μελαγχολίας του πρωταγωνιστή ή ακόμη και της διάψευσης/απογοήτευσης από την κατάσταση της σύγχρονης Ελλάδας (βλ., π.χ., Ο Περιπλανώμενος του Αλέξανδρου Σούτσου). Έτσι κι αλλιώς, στην ποίηση του αθηναϊκού ρομαντισμού η σύγκριση του παρόντος με τους αρχαίους και με τους ήρωες του 1821 είναι διάχυτη. Η σύγκριση αυτή, υποκινημένη και από τη φιλελληνική παράδοση, εκφράζεται ποικιλότροπα, είτε με θριάμβους για την αναγέννηση της Νέας Ελλάδας (βλ. το τέλος του ποιήματος του Αλ. Βυζάντιου «Εις άγαλμα»: Ο πόθος σου εξεπληρώθη / Και η πατρίς μας ανωρθώθη / Ένδοξος πάλιν ως ποτέ, / Και ανεφύησαν ως σμήνος / Ναυμάχοι νέοι Σαλαμίνος, / Και Μαραθώνος μαχηταί) είτε, συνηθέστερα, με τη σύγκριση των συγχρόνων προς τους ήρωες της επανάστασης του 1821, σύγκριση που καταλήγει στην απαξίωση του παρόντος. Το γνωστό αυτό αίσθημα της «πτώσης του ιδανικού» (Μουλλάς 1993: 50 και Γαραντούδης 2003: 198), με την κοινόχρηστη από ένα σημείο και μετά παρομοίωση των γιγάντων της επανάστασης και νάνων της σύγχρονης εποχής, αποτυπώνεται ρητά στο ποίημα «Οι Έλληνες του αγώνος» του Π. Σούτσου.

Ο ελεγειακός χαρακτήρας μεγάλου μέρους της ποιητικής παραγωγής του αθηναϊκού ρομαντισμού εκφράζεται με τη μελαγχολία, την απαισιόδοξη διάθεση και την ερωτική θλίψη, την απομονωτική και ρεμβαστική διάθεση του ποιητικού υποκειμένου, τη μελαγχολική θέαση/αποστροφή προς τη σελήνη και τα άστρα (βλ. ενδεικτικά τα ποιήματα «Την επέτειον ημέραν της γεννήσεώς μου» του Ι. Ισιδωρίδη Σκυλίσση, «Μελαγχολικαί σκέψεις» του Δημοσθένη Βαλαβάνη, «Ο τάφος του ποιητού» του Μύρωνος Νικολαΐδη, «Ο Βορειάς που τ' αρνάκια παγώνει» του Γεωργίου Ζαλοκώστα, «Εις έν άστρον» και «Το εξωκκλήσιον της Αττικής» του Ιωάννη Καρασούτσα, «Ο φιλομαθής πτωχός» από το πρώιμο έργο του Γ. Μ. Βιζυηνού, «Ηγάπησα;» του Άγγελου Βλάχου, Ο υιός του Δημίου του Αλέξανδρου Κατακουζηνού, «Προτίμησις» και «Έρως» του Αχιλλέα Παράσχου, «Προς την σελήνη» του Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλου).

Το σατιρικό πρόσωπο του αθηναϊκού ρομαντισμού εκδηλώνεται κάτω από τη βαριά επίδραση του Béranger, ημεδαπό ωστόσο πρότυπο για πολλούς νεότερους έλληνες ποιητές είναι ο Αλ. Σούτσος. Πολύ συχνά η σατιρική ποίηση των ρομαντικών χρόνων (αλλά και γενικά του 19ου αιώνα) υποκαθιστά τη δημοσιογραφική αρθρογραφία σχολιάζοντας και κρίνοντας την κοινωνική και πολιτική επικαιρότητα (Μουλλάς 1993: 238) (βλ. εδώ τα ποιήματα «Ο απόμαχος Ρουμελιώτης (Τον Μάιον του 1831)» του Αλ. Σούτσου, όπου ασκείται έμμεση κριτική στη νεοελληνική πολιτεία για την εγκατάλειψη των αγωνιστών της επανάστασης, και «Ο περίπατος» του Θεόδωρου Ορφανίδη, όπου σατιρίζεται το μωσαϊκό της αθηναϊκής κοινωνίας στα 1837). Εκτός όμως από τη συνηθισμένη αυτή μορφή της σατιρικής ποίησης, εμφανίζονται και πιο σύνθετες περιπτώσεις που φτάνουν και σε δημιουργικό διάλογο με την προγενέστερη λογοτεχνική παράδοση (βλ., π.χ., το απόσπασμα από τον Στράτι Καλοπίχειρο του Στέφανου Αθ. Κουμανούδη) ή ακόμη καταλήγουν και σε παρωδίες λογοτεχνικών ειδών (βλ., μεταξύ άλλων επιδιώξεων, την παρωδία του έπους στο Τίρι-Λίρι του Θεόδωρου Ορφανίδη). Εξακολουθεί όμως, παράλληλα, να εμφανίζεται και η ανώδυνη φαναριώτικη σάτιρα με τα ανακρεόντεια χαρακτηριστικά της, γνωστή από παλιά κυρίως από τα ποιήματα του Χριστόπουλου (βλ. τα ποιήματα «Παίγνια», «Φιλοσοφία» και «Η Κεράτσα» του Ηλία Τανταλίδη).

Είναι γνωστό πως οι ρομαντικές υπερβολές της νεοελληνικής λογοτεχνίας του 19ου αιώνα προκάλεσαν πολύ γρήγορα αντιδράσεις, που διογκώθηκαν έντονα από τις αρχές της δεκαετίας του 1860 και εκφράστηκαν κυρίως στις εισηγητικές εκθέσεις των πανεπιστημιακών ποιητικών διαγωνισμών (Moullas 1989: 167-237). Ώσπου να φτάσει η ώρα της λογοτεχνικής αξιοποίησης των ηθών και του λαογραφικού υλικού της αγροτικής ελληνικής επαρχίας, και ώσπου οι ρεαλιστικότερες επιλογές της γενιάς του 1880 να αρχίσουν να κυριαρχούν, η αντίδραση (όχι όμως και η ανατροπή) στον ρομαντισμό εκδηλώνεται με τη στροφή σε κλασικιστικές επιλογές. Πράγματι, στη δεκαετία του 1860 αρχίζουν να εμφανίζονται, συστηματικά και προγραμματικά, έργα με σαφή στροφή στον κλασικισμό ως αντίδραση στον ρομαντισμό, με κυριότερους εκφραστές τους ποιητές Δ. Βερναρδάκη, Άγγελο Βλάχο, Αλ. Βυζάντιο και Α. Ρ. Ραγκαβή και κύριο όργανο έκφρασης το περιοδικό Χρυσαλλίς (1863-1866) του Ειρηναίου Ασώπιου. Παράλληλα όμως, μια ομάδα νέων ποιητών αντιδρά στις νεοκλασικιστικές υποδείξεις της συγκράτησης, του μέτρου και της αρμονίας και δημοσιεύει μια σειρά προκλητικών, συχνά βλάσφημων και αθεϊστικών έργων, που υπονομεύουν μάλιστα και το κυρίαρχο δόγμα της ελληνοχριστιανικής συνέχειας. Ο ρομαντικός αυτός πυρήνας συγκροτείται κυρίως γύρω από τους Σπυρίδωνα Βασιλειάδη, Δ. Παπαρρηγόπουλο, Αχ. Παράσχο και Κλ. Ραγκαβή και βρίσκει βήμα έκφρασης στα περιοδικά Εθνική Βιβλιοθήκη (1865-1873) και Ιλισσός (1868-1872). Η ιδιοτυπία αυτής της αντίδρασης είναι ότι εκφράζεται μέσα από αρχαιόθεμα έργα (οι υποθέσεις αντλούνται από την αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα), με αποτέλεσμα να έχουμε αυτά τα χρόνια ένα ιδιότυπο μείγμα ρομαντικής έκφρασης μέσα σε κλασικιστικό ένδυμα, που χαρακτηρίζει άλλωστε μεγάλο μέρος του ελληνικού ρομαντισμού (Moullas 1989: 167-171, Βελουδής 2001: 359-361 και Πούχνερ 2001: 109). Κάποτε μάλιστα και οι ίδιοι οι ποιητές αυτής της ομάδας καταφεύγουν σε «αντιρομαντικές» αποκηρύξεις, αλλά στην πραγματικότητα οι ρομαντικές υπερβολές, ο στόμφος και η ρητορεία δεν απουσιάζουν. Γιατί μπορεί ο Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος στο αρχαιόθεμο ποίημά του «Γλαύκη» (1867) να σατιρίζει θεματικά μοτίβα του ρομαντισμού, παρασυρμένος ίσως και από τα νωπά ακόμη αντίστοιχα διδάγματα του Ροΐδη στην Πάπισσα Ιωάννα (Δεν περιγράφω την μορφήν της νέας· / περιγραφών υπάρχει απειρία, / απέκαμον τα ρόδα και τα ία / παραβαλλόμενα προς τας ωραίας), δεν παύει όμως στο ίδιο ποίημα να εκφράζει την υποδόρια σταθερή δυσαρμονία του ρομαντικού ποιητή με την εποχή του (Ω πόσον με αρέσκ' η αρχαιότης! / Και αν σχολαστική, ψυχρά σοφία / εις λίθους την ευρίσκη κ' εις αγγεία, / την Κύπριδα λατρεύει η νεότης. // Της ανθρωπότητος το έαρ ήτο, / και ήδη έχομεν βαρύν χειμώνα, / εις χαύνον εγεννήθημεν αιώνα / και ονειροπολείς συ, εγώ πλήττω). Μέσα από αυτή τη νεοκλασικιστική επιλογή αλλά και τις παράλληλες βλάσφημες και αθεϊστικές ρομαντικές αντιδράσεις αξίζει να διαβάσει κανείς τα ποιήματα «Εις άγαλμα» του Αλέξανδρου Βυζάντιου, «Γλαύκη» του Δ. Παπαρρηγόπουλου, «Τα ερείπια του Παρθενώνος» του Ι. Καρασούτσα, την τραγωδία του Κλ. Ραγκαβή Ιουλιανός ο Παραβάτης.

Καθαρότερη, ριζικότερη και αποτελεσματικότερη αποδεικνύεται, βέβαια, η αντιρομαντική στάση στα γειωμένα χιουμοριστικά ποιήματα του Δημήτριου Καμπούρογλου από τη συλλογή Η φωνή της καρδιάς (1873), που ανοίγουν τον δρόμο για την εμφάνιση της γενιάς του 1880 και τις ρεαλιστικότερες επιλογές της.

Όσον αφορά τα θεματικά μοτίβα του αθηναϊκού ρομαντισμού τα ποιήματα με ιστορικό/πατριωτικό θέμα καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος της παραγωγής, σε μια εποχή όπου το βάρος του ηρωικού παρελθόντος αλλά και η συναισθηματική φόρτιση από τους αλλεπάλληλους απελευθερωτικούς αγώνες του παρόντος είναι έντονα. Συχνά μάλιστα τα κείμενα αυτής της θεματικής αναπτύσσονται σε εκτενή αφηγηματικά συνθέματα (βλ. «Το σπαθί και η κορώνα» του Γ. Ζαλοκώστα και Κρητηΐς του Αντώνιου Αντωνιάδη). Συνηθισμένα είναι επίσης και ποιήματα με έκδηλες μεγαλοϊδεατικές τάσεις, σε μια εποχή όπου το ιδεολόγημα της Μεγάλης Ιδέας είναι η επίσημη γραμμή του ελληνισμού (βλ., π.χ., το ποίημα «Ύμνος εις την Ελλάδα» του Ι. Καρασούτσα).

Το θέμα της φύσης στον ρομαντισμό είναι καθοριστικό (Van Tieghem 1969: 231-234). Η παρουσία της φύσης μαζί με τον δραστικό ρόλο της δημιουργικής φαντασίας αποτελούν τους βασικούς ενοποιητικούς παράγοντες των ρομαντικών ποιητών, που καθόρισαν παράλληλα και την επανάστασή τους απέναντι στις προγενέστερες ποιητικές θεωρίες (Γεωργαντά 2001: 70). Όπως σημειώνει η Αθηνά Γεωργαντά, οι «ρομαντικοί πιστεύουν και προσβλέπουν στην αδιάσπαστη ενότητα του πνευματικού με τον υλικό κόσμο. Έτσι, σύμφωνα με την κοσμοθεωρία τους, το πνεύμα και η ψυχή του ανθρώπου πρέπει να βρίσκονται σε άρρηκτη ένωση με τα φαινόμενα και με τις εκδηλώσεις της φύσης» (Γεωργαντά 2001: 71). Μέσα από αυτό το πρίσμα δικαιολογείται το συχνό μοτίβο του εκστασιασμού μπροστά στη φύση και τα φαινόμενά της, οι σταθερές ανταποκρίσεις ανάμεσα στις ψυχικές και άλλες αντιδράσεις των ηρώων και στις αντιδράσεις της φύσης, τα μοτίβα της καταιγίδας, του θυελλώδους ανέμου κ.ά. (βλ., π.χ., τα ποιήματα «Ο Βορειάς που τ' αρνάκια παγώνει» του Γ. Ζαλοκώστα, Ο υιός του δημίου του Αλ. Κατακουζηνού).

Τα ποιήματα ποιητικής, ποιήματα που με τον ένα ή άλλο τρόπο ασχολούνται με το ποιητικό υποκείμενο και την ποιητική πράξη και λειτουργία, εντάσσονται οργανικά μέσα στο κίνημα του ρομαντισμού όπου το ποιητικό εγώ προτάσσεται εμφατικά (βλ. τέτοια χαρακτηριστικά δείγματα εδώ στα ποιήματα «Απολογία ποιητική» του Γεωργίου Εξαρχόπουλου, «Τι αγαπώ του κόσμου τούτου;» του Ισ. Σκυλίσση, «Ο ποιητής» του Γ. Ζαλοκώστα, «Ο τάφος του ποιητού» του Μ. Νικολαΐδη, «Ο ποιητής» του Ηλία Τανταλίδη).

Το μοτίβο της περιπλάνησης του πρωταγωνιστή είναι κοινός τόπος στη ρομαντική λογοτεχνία, και στην ποίηση και στην πεζογραφία. Στη νεοελληνική λογοτεχνία της περιόδου, που δέχεται και ως προς αυτό τη γονιμοποίηση από τα έργα των Byron, Chateaubriand και Lamartine (Αναγνωστάκης - Γεωργαντά 1989: 68-71), απαντάται συχνά ως θεραπευτική διέξοδος στα προβλήματα (συνήθως αισθηματικά αλλά και υπαρξιακά) των πρωταγωνιστών. Όχι τυχαία, δύο από τα πρώτα έμμετρα δραματικά και αφηγηματικά έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας (Ο Οδοιπόρος του Π. Σούτσου και Ο Περιπλανώμενος του Αλ. Σούτσου), που ανθολογούνται εδώ αποσπασματικά, έχουν ως κεντρικούς πρωταγωνιστές περιπλανώμενους ήρωες. Το ίδιο άλλωστε μοτίβο επαναλαμβάνεται, όπως μπορεί να διαπιστώσει ο αναγνώστης, και στα μυθιστορήματα Λέανδρος του Π. Σούτσου και Ο εξόριστος του 1831 του Αλ. Σούτσου.

Άλλο γνώριμο θεματικό χαρακτηριστικό της ποίησης (αλλά και της ρομαντικής λογοτεχνίας συνολικά) της περιόδου είναι η σταθερή παρουσία του χριστιανικού στοιχείου, είτε με τη βυρωνική εκδοχή του αμαρτωλού καλόγερου, όπως είδαμε, είτε με τη ρουσεϊκή, τη σατωμπριάνεια και τη λαμαρτίνεια ανακάλυψη του Θεού μέσα στη φύση (Tonnet 2002: 250). Έτσι συχνές είναι οι επισκέψεις σε εκκλησίες και εξωκλήσια ή στους Αγίους τόπους (βλ. Ο Περιπλανώμενος του Αλ. Σούτσου και «Το εξωκκλήσιον της Αττικής» του Ι. Καρασούτσα), συχνοί επίσης οι (αμαρτωλοί ή όχι) καλόγεροι (Δήμος κ' Ελένη, Οδοιπόρος), οι ύμνοι και οι επικλήσεις στον Θεό και στη Θεία Πρόνοια κτλ.

Η θεματική ποικιλία ωστόσο είναι μεγάλη. Συναντά κανείς ποιήματα επικαιρικά (βλ. «Εις την 1 του 1860 έτους» του Γεωργίου Παράσχου), ποιήματα του ιδιωτικού χώρου (βλ. «Εις το λεύκωμα (album) ενός φίλου μου» του Παναγιώτη Σ. Συνοδινού), ποιήματα σε εποχές και μήνες του ημερολογιακού έτους (βλ. «[Εγκώμια εις ένα έκαστον των δώδεκα μηνών]» του Ιωάννη Μ. Ραπτάρχη), ποιήματα-οφειλές στους λογοτεχνικούς προγόνους (βλ. «Προς τον Κύριον Αλέξανδρον Σούτσον» του Ν. Ι.. Σαλτέλη) κ.ά.

Κάποια έργα ανθολογούνται εδώ ως δείγματα ταυτόχρονα πολλών τάσεων και θεματικών μοτίβων. Έτσι, ενδεικτικά, το Δήμος κ' Ελένη του Αλ. Ρ. Ραγκαβή δεν είναι έργο όπου μπορεί να δει κανείς μόνο τη βυρωνική επίδραση αλλά παράλληλα και την επίδραση του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού καθώς και την τεχνική του ρομαντικού αποσπάσματος.

Τελευταία Ενημέρωση: 17 Ιούν 2010, 11:32