Μτφρ. Γ.Δ. Ζευγώλης. 1979. Ξενοφώντος Κύρου Ανάβασις, Η κάθοδος των Μυρίων. Εισαγωγή, μετάφραση, σημειώσεις. Αθήνα: ΟΕΔΒ.

Μέσα στο στράτευμα ήταν κάποιος Ξενοφών Αθηναίος, που ακολουθούσε κι αυτός χωρίς να είναι ούτε στρατηγός ούτε λοχαγός ούτε στρατιώτης, παρά τον κάλεσε από την πατρίδα του ο Πρόξενος, που τον είχε φίλο από χρόνια. Του υποσχόταν μάλιστα πως αν πάει, θα τον κάμει φίλο με τον Κύρο, που, καθώς έλεγε, αυτός τον θεωρούσε για τον εαυτό του καλύτερο κι από την πατρίδα. Ο Ξενοφών διάβασε το γράμμα, ανακοινώνει στο Σωκράτη τον Αθηναίο το περιεχόμενο και ζητάει τη γνώμη του για το ταξίδι. Ο Σωκράτης φοβήθηκε μήπως κατηγορήσουν τον Ξενοφώντα οι συμπολίτες του, επειδή θα γινόταν φίλος με τον Κύρο, γιατί πίστευαν πως ο Κύρος πρόθυμα μαζί με τους Σπαρτιάτες ήρθε και πολέμησε τους Αθηναίους. Γι' αυτό του δίνει συμβουλή να πάει στους Δελφούς, να πει την υπόθεση στο θεό και να τον ρωτήσει για το ταξίδι. Πήγε ο Ξενοφών και ρώτησε τον Απόλλωνα, σε ποιο θεό αν θυσιάσει κι αν προσευχηθεί θα κάμει το ταξίδι που σκέφτεται με τις καλύτερες και τις ευνοϊκότερες συνθήκες και θα γυρίσει ζωντανός ύστερ' από την επιτυχία του σκοπού του. Ο Απόλλων του χρησμοδότησε σε ποιους θεούς έπρεπε να θυσιάσει. Στο γυρισμό του, λέει το χρησμό του μαντείου στο Σωκράτη. Αυτός όταν τ' άκουσε, τον εμάλωσε, που δεν πρωτορώτησε ποιο ήταν προτιμότερο, να κάμει το ταξίδι ή να μείνει, παρά αφού ο ίδιος πήρε την απόφαση ότι έπρεπε να ταξιδέψει, ζήτησε να μάθει ποιες θα ήταν οι καλύτερες συνθήκες του ταξιδιού. «Αφού όμως έτσι ρώτησες, είπε, αυτά, πρέπει να κάμεις όσα σε πρόσταξε ο θεός». Ο Ξενοφών λοιπόν έκαμε θυσία σε κείνους που του όρισε ο θεός κι ύστερα μπήκε στο καράβι κι έφυγε. Και πρόλαβε τον Πρόξενο και τον Κύρο στις Σάρδεις, όταν ετοιμάζονταν πια να ξεκινήσουν για την εκστρατεία, και συνδέθηκε με τον Κύρο. Στις προτροπές που του έκαμε ο Πρόξενος να μείνει, πρόσθεσε και ο Κύρος τις δικές του, και του είπε πως την ώρα που θα τελειώσει η εκστρατεία, αμέσως θα τον στείλει πίσω στην πατρίδα. Του είπαν ακόμα πως βαδίζουν ενάντια στους Πισίδες. Έτσι ακολούθησε κι αυτός την εκστρατεία ξεγελασμένος ― όχι από τον Πρόξενο· γιατί ούτ' αυτός ήξερε πως εκστρατεία γινόταν ενάντια στο βασιλιά, ούτε κανένας άλλος από τους Έλληνες, εκτός από τον Κλέαρχο. Όταν όμως έφτασαν στην Κιλικία, σε όλους πια ήταν φανερό πως πήγαιναν να πολεμήσουν το βασιλιά. Και παρ' όλο που φοβόνταν το μακρινό δρόμο και πήγαιναν χωρίς τη θέλησή τους, ωστόσο οι περισσότεροι ακολούθησαν από τη ντροπή που ένιωθαν αναμεταξύ τους και προς τον Κύρο. Ένας απ' αυτούς ήταν κι ο Ξενοφών.

Επειδή όμως η κατάσταση ήταν δύσκολη, στενοχωριόταν κι αυτός μαζί με τους άλλους και δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Μα μόλις τον πήρε λιγάκι ο ύπνος, είδε ένα όνειρο. Του φάνηκε πως ακούστηκε μια βροντή κι έπεσε κεραυνός στο πατρικό του σπίτι, κι απ' αυτόν φωτίστηκε ολόκληρο. Τρομαγμένος ξύπνησε μονομιάς, και το όνειρο από τη μια το έβρισκε καλό, γιατί βρισκόταν μέσα σε κόπους και κινδύνους και του φάνηκε πως είδε μεγάλο φως σταλμένο από το Δία. Από την άλλη όμως ένιωθε και φόβο, γιατί νόμισε, βέβαια, πως το όνειρο το είχε στείλει ο Δίας ο βασιλιάς, μα του φάνηκε πως η φωτιά άναβε ολόγυρα. Και σκέφτηκε μήπως δεν μπορούσε να βγει από τη χώρα του βασιλιά, αλλά τον εμπόδιζαν οι δυσκολίες απ' όλα τα μέρη. Ποια είναι η σημασία ενός τέτοιου ονείρου, μπορεί κανείς να κρίνει από κείνα που έγιναν αφού το είδε. Έγιναν δηλαδή τούτα δω: Τη στιγμή που ξύπνησε, πρώτα πρώτα του ήρθαν αυτές οι σκέψεις: «Γιατί είμαι πλαγιασμένος; Η νύχτα προχωρεί· και μόλις ξημερώσει, είναι φυσικό να έρθουν οι εχθροί. Αν πέσουμε στα χέρια του βασιλιά, τι θα εμποδίσει να σκοτωθούμε ύστερ' από κακοποιήσεις, αφού πρώτα δούμε τις πιο τρομερές συμφορές και πάθουμε τους μεγαλύτερους εξευτελισμούς; Κανένας δεν ετοιμάζεται ούτε φροντίζει πώς θα υπερασπίσουμε τους εαυτούς μας, αλλά είμαστε πλαγιασμένοι σα να έχουμε το δικαίωμα να περνάμε ήσυχα. Και εγώ το στρατηγό ποιας πόλης καρτερώ να τα κάμει αυτά; Και σε ποια ηλικία περιμένω πρώτα να φτάσω; Γιατί βέβαια δεν πρόκειται να μεγαλώσω άλλο, αν παραδώσω σήμερα τον εαυτό μου στους εχθρούς».

Ύστερα σηκώνεται και καλεί πρώτα τους λοχαγούς του Πρόξενου. Όταν μαζεύτηκαν, τους είπε: «Εγώ, λοχαγοί, ούτε να κοιμηθώ μπορώ, όπως νομίζω συμβαίνει και με σας, ούτε να είμαι πια πλαγιασμένος, βλέποντας σε ποια κατάσταση βρισκόμαστε. Γιατί είναι φανερό πως οι εχθροί δε μας κήρυξαν τον πόλεμο πρωτύτερα, παρά όταν ενόμισαν ότι προετοιμάστηκαν καλά. Ενώ για μας δε φροντίζει κανένας πως θα πολεμήσουμε όσο γίνεται καλύτερα. Και όμως, αν υποχωρήσουμε και πέσουμε στα χέρια του βασιλιά, τι νομίζομε πως θα πάθουμε; Αφού αυτός έκοψε το κεφάλι και το χέρι του αδερφού του απ' την ίδια μάνα, όταν ήταν πια νεκρός, κι ύστερα τον κάρφωσε. Εμείς, λοιπόν, που δεν έχομε κανένα προστάτη, που βαδίσαμε ενάντιά του για να τον κάμουμε δούλο από βασιλιά και να τον σκοτώσουμε, αν μπορέσουμε, τι νομίζομε πως θα πάθουμε; Δε θα χρησιμοποιήσει τάχα κάθε μέσο, ώστε, κακοποιώντας μας σκληρότατα, να κάμει να φοβηθούν όλοι οι άνθρωποι, για να μη βαδίσει ποτέ κανένας ενάντιά του; Πρέπει λοιπόν να κάνουμε τα πάντα για να μην πέσουμε στα χέρια του. Εγώ, όσο ίσχυαν οι συνθήκες, ποτέ δεν έπαψα να ελεεινολογώ τους εαυτούς μας και να καλοτυχίζω το βασιλιά και τους δικούς του, βλέποντας πόσο μεγάλη και πόσο εύφορη χώρα έχουν, πόσο άφθονα τα τρόφιμα, πόσους δούλους, πόσα ζώα, πόσο χρυσάφι και πόσο ρουχισμό. Καμιά φορά πάλι έφερνα στο μυαλό μου την κατάσταση των στρατιωτών μας, και σκεφτόμουν πως απ' αυτά τα αγαθά τίποτε δεν ανήκε σε μας, εκτός αν το αγοράζαμε. Χρήματα όμως για να ψωνίσουμε ήξερα πως λίγοι έχουν ακόμα και πως μας εμπόδιζαν οι όρκοι να βρίσκουμε τρόφιμα με άλλον τρόπο, εκτός από το να τ' αγοράζουμε. Αυτά αναλογιζόμουν πότε πότε και φοβόμουν περισσότερο την ειρήνη που είχαμε κάμει με τις συνθήκες, παρά τώρα τον πόλεμο. Αφού όμως εκείνοι παραβίασαν τις συμφωνίες, μου φαίνεται πως τέλειωσαν και το δικό τους θρασύ φέρσιμο και τα δικά μας εμπόδια. Γιατί αυτά τα αγαθά βρίσκονται πια στη μέση σαν βραβεία, για κείνους από τους δυο αντίπαλους που θα φανούν γενναιότεροι. Τον αγώνα τον ορίζουν οι θεοί, που, φυσικά, θα είναι με το μέρος μας. Γιατί οι Πέρσες ορκίστηκαν ψέματα σ' αυτούς. Ενώ εμείς, παρ' όλο που βλέπαμε πολλά αγαθά, σταθερά μέναμε μακριά απ' αυτά, εξαιτίας των όρκων που κάναμε στους θεούς. Έτσι μου φαίνεται πως μπορούμε να βαδίσουμε στον αγώνα με πολύ μεγαλύτερο θάρρος απ' αυτούς. Ακόμα έχομε σώματα που μπορούν ν' αντέξουν περισσότερο από τα δικά τους στο κρύο, στη ζέστη και στους κόπους· κι οι ψυχές μας, με τη βοήθεια των θεών, είναι γενναιότερες από τις δικές τους. Αυτοί είναι άνθρωποι που πληγώνονται και σκοτώνονται ευκολότερα από μας, φτάνει να μας δώσουν οι θεοί τη νίκη, όπως και πρωτύτερα. Μα ίσως και άλλοι σκέφτονται τα ίδια πράγματα. Για όνομα των θεών, να μην περιμένουμε να έρθουν άλλοι να μας παρακινούν σε ένδοξες πράξεις, παρά ν' αρχίσουμε μεις να προτρέπουμε και τους άλλους στα πολεμικά κατορθώματα. Να φανείτε σεις πιο γενναίοι από τους λοχαγούς, και από τους στρατηγούς πιο ικανοί γι' αυτό το αξίωμα. Όσο για μένα, αν εσείς θέλετε ν' αναλάβετε αυτή την εξόρμηση, είμαι αποφασισμένος να σας ακολουθήσω· αν όμως ορίζετε εμένα για αρχηγό, καθόλου δε θα προφασιστώ την ηλικία, αλλά αντίθετα νομίζω πως οι δυνάμεις μου είναι ακμαίες, για ν' αποκρούσω από τον εαυτό μου τα κακά».

Μτφρ. Α. Τζάρτζανος. 1938. Ξενοφώντος Κύρου Ανάβασις. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

Ευρίσκετο δε εις το στράτευμα κάποιος Ξενοφών Αθηναίος, ο οποίος χωρίς να είναι ούτε στρατηγός ούτε λοχαγός ούτε στρατιώτης ηκολούθει μαζί με τους άλλους. Αυτόν έστειλε και τον προσεκάλεσε από την πατρίδα του ο Πρόξενος, ο οποίος ήτο παλαιόθεν οικογενειακός του φίλος. Του υπέσχετο δε ότι, αν ήθελεν υπάγει, θα τον έκαμνε φίλον του Κύρου, τον οποίον αυτός έλεγε, ότι διά τον εαυτόν του τον εθεώρει ωφελιμώτερον της πατρίδος. Ο Ξενοφών όμως, άμα ανέγνωσε την επιστολήν του Προξένου, ανακοινώνει το περιεχόμενόν της εις τον Σωκράτην τον Αθηναίον και ζητεί την γνώμην του περί του ταξιδίου. Και ο Σωκράτης, επειδή εφοβήθη ολίγον, μήπως θα εδημιουργείτο καμία αφορμή κατηγορίας κατά του Ξενοφώντος εκ μέρους των συμπολιτών του με το να συνάψη ούτος φιλίαν μετά του Κύρου, διότι υπήρχε η γνώμη ότι ο Κύρος προθύμως συνεπολέμησε μετά των Λακεδαιμονίων εναντίον των Αθηνών, συμβουλεύει τον Ξενοφώντα να υπάγη εις Δελφούς και να συμβουλευθεί τον θεόν περί του ταξιδίου. Εφού δε επήγε εις το μαντείον των Δελφών ο Ξενοφών, ηρώτησε τον Απόλλωνα εις ποίον εκ των θεών θα έπρεπε να προσφέρη θυσίας και να δεηθή, ίνα υπό τας καλυτέρας και ευνοϊκωτέρας συνθήκας κάμη το ταξίδιον που έχει κατά νουν, και αφού επιτύχη τον σκοπόν του, επανέλθη σώος. Και του εχρησμοδότησεν ο Απόλλων εις ποίους θεούς έπρεπε να προσφέρη θυσίας. Άμα δε επέστρεψεν οπίσω, ανακοινώνει την απάντησιν του μαντείου εις τον Σωκράτη. Ούτος δε, άμα την ήκουσε, τον κατηγόρει, διότι δεν ηρώτα τούτο πρώτον, δηλαδή ποίον εκ των δύο, καλύτερον ήτο δι' αυτόν να επιχειρήση το ταξίδιον ή να μείνη, παρά αφού αυτός μόνος του έκρινε ότι έπρεπε να ταξιδεύση, τούτο εζήτει να πληροφορηθή, πώς δηλαδή θα έκαμνε υπό τας καλυτέρας συνθήκας το ταξίδιόν του. «Αφού όμως τοιουτοτρόπως υπέβαλες την ερώτησίν σου, αυτά, είπε ο Σωκράτης, πρέπει να κάμης, όσα ο θεός διέταξε». Ο μεν Ξενοφών λοιπόν, ύστερον από αυτά, αφού προσέφερε θυσίας εις τους θεούς που του υπέδειξε δια του χρησμού του ο Απόλλων, απέπλευσεν εκ Πειραιώς, και προφθάνει εις τας Σάρδεις τον Πρόξενον και τον Κύρον, καθ' ας ημέρας ητοιμάζοντο πλέον να εκκινήσουν δια την προς τα ενδότερα της Ασίας εκστρατείαν και έγινε η σύστασίς του εις τον Κύρον. Καθώς δε τον προέτρεπε ο Πρόξενος, τον προέτρεπε συγχρόνως και ο Κύρος να μείνη και του είπεν ότι, άμα πολύ συντόμως τελειώση η εκστρατεία, ευθύς θα τον αποστείλη οπίσω εις την πατρίδα του. Ελέγετο δε τότε ότι η εκστρατεία ήτο εναντίον των Πισιδών. Μετείχε λοιπόν της εκστρατείας ο Ξενοφών, αφού τοιουτοτρόπως εξηπατήθη ― όχι βεβαίως υπό του Προξένου∙ διότι ούτος δεν εγνώριζε ότι η εκστρατεία ήτο εναντίον του βασιλέως, όπως δεν το εγνώριζε και κανείς άλλος εκ των Ελλήνων, εξαιρέσει του Κλεάρχου. Άμα όμως έφθασαν εις την Κιλικίαν, φανερόν εις όλους πλέον εφαίνετο ότι ήτο, ότι η εκστρατεία εγίνετο εναντίον του βασιλέως. Μολονότι όμως τους εφόβιζε το μάκρος της εκστρατείας και μολονότι δεν ήθελαν να ακολουθήσουν, εν τούτοις οι περισσότεροι από εντροπήν που ησθάνοντο και ο είς προς τον άλλον και προς τον Κύρον, τον ηκολούθησαν. Και εξ αυτών είς ήτο και ο Ξενοφών.

Εν τη αμηχανία δε εις την οποίαν ευρίσκοντο οι Έλληνες τότε, ελυπείτο μεν και αυτός όπως και οι άλλοι και δεν ηδύνατο να κοιμηθή. Καθώς όμως επήρεν ολίγον ύπνον, είδεν εν όνειρον. Του εφάνη ότι έγινε μία βροντή και έπεσε κεραυνός εις τον πατρικόν του οίκον, και εξ αυτού έλαμπεν ολόκληρος η οικία. Έντρομος δε αμέσως αφυπνίσθη, και το όνειρον αφ' ενός μεν το εύρισκεν καλόν, διότι ενώ ευρίσκετο εν μέσω ταλαιπωριών και κινδύνων, φως μέγα εκ μέρους του Διός του εφάνη ότι είδε. Αφ' ετέρου όμως εφοβείτο, διότι ναι μεν από τον Δία τον βασιλέα του εφαίνετο ότι προήρχετο το όνειρον, αλλά γύρω γύρω του εφαίνετο ότι έλαμπε το πυρ, μήπως αυτό εσήμαινε ότι δεν θα ηδύνατο να εξέλθη εκ της χώρας του βασιλέως των Περσών, αλλά θα ημποδίζετο πανταχόθεν υπό μεγάλων τινών δυσχερειών. Οπωσδήποτε, ποίαν περίπου σημασίαν έχει το να ίδη κανείς εν τοιούτον όνειρον, είναι δυνατόν να κρίνη τις εξ εκείνων, τα οποία συνέβησαν μετά το όνειρον. Συνέβησαν δηλαδή τα εξής. Αμέσως άμα αφυπνίσθη ο Ξενοφών, του ήλθαν πρώτον αυταί αι σκέψεις∙ «Τι μένω πλαγιασμένος: Και η νυξ προχωρεί. Μόλις δε εξημερώση, πολύ πιθανόν είναι να έλθουν οι εχθροί. Εάν δε περιέλθωμεν εις την εξουσίαν του βασιλέως, τι θα εμποδίση ώστε να μη αποθάνωμεν προπηλακιζόμενοι, αφού προηγουμένως ίδωμεν όλα τα τρομερώτατα κακά, και αφού υποστώμεν όλα τα φοβερώτατα βασανιστήρια; Πώς δε θα υπερασπίσωμεν τους εαυτούς μας, κανείς δεν προπαρασκευάζεται ούτε φροντίζει, αλλά μένομεν πλαγιασμένοι, ωσάν να το επιτρέπη η περίστασις να ησυχάζωμεν. Εγώ τέλος πάντων τι περιμένω; Ο εκ ποίας πόλεως καταγόμενος στρατηγός ελπίζω ότι θα τα πράξη αυτά; Και εις ποίαν ωριμωτέραν ηλικίαν περιμένω να φθάσω; Διότι βέβαια μεγαλύτερος απ' ό,τι είμαι, δεν θα γίνω πλέον, εάν σήμερον προδοτικώς παραδώσω τον εαυτόν μου εις τους εχθρούς».

Ευθύς κατόπιν σηκώνεται και συγκαλεί πρώτα του Προξένου τους λοχαγούς. Αφού δε συνήλθον ούτοι, ωμίλησε προς αυτούς ως εξής· Εγώ, κύριοι λοχαγοί, ούτε να κοιμηθώ ημπορώ, όπως πιστεύω και σεις, ούτε να μένω πλαγιασμένος πλέον, βλέπων εις ποίας περιστάσεις ευρισκόμεθα. Οι μεν εχθροί δηλαδή, όπως καθείς από ημάς το βλέπει, δεν εκήρυξαν πρότερον τον πόλεμον εναντίον μας, παρά αφού προηγουμένως έκριναν ότι έκαμαν τας δεούσας δι' εαυτούς προπαρασκευάς∙ εξ ημών δε αντιθέτως κανείς δεν λαμβάνει καμίαν φροντίδα, πώς κατά τον καλύτερον τρόπον θα διεξαγάγωμεν τον αγώνα. Αλλ' όμως, εάν δείξωμεν κάποιαν αδράνειαν και περιέλθωμεν εις την εξουσίαν του βασιλέως, τι νομίζομεν ότι θα πάθωμεν; Αφού αυτός και του ομομητρίου του αδελφού, μάλιστα νεκρού πλέον, απέκοψε την κεφαλήν και την χείρα, και κατόπιν τον ανεσκολόπισε. Ημείς δε, οι οποίοι ουδένα προστάτην εδώ έχομεν, και οι οποίοι εξεστρατεύσαμεν εναντίον του, δια να τον καταστήσωμεν από βασιλέα δούλον και να τον φονεύσωμεν, αν θα ημπορούσαμεν, τι νομίζομεν ότι είναι ενδεχόμενον να πάθωμεν; Άραγε δεν ήθελε μεταχειρισθή παν μέσον, ίνα, αφού επιβάλη εις ημάς τας σκληροτέρας και εξευτελιστικωτέρας βασάνους, εμπνεύση εις όλον τον κόσμον φόβον, ώστε να μην εκστρατεύσουν άλλοι ποτέ εναντίον του; Λοιπόν πάσαν προσπάθειαν πρέπει να καταβάλωμεν, ίνα μη βεβαίως περιπέσωμεν εις την εξουσίαν του. Εγώ τέλος πάντων, εφόσον μεν υπήρχε η ανακωχή, ποτέ δεν έπαυα ημάς μεν τους Έλληνας να ελειονολογώ, τον βασιλέα δε και τους υπηκόους του να καλοτυχίζω, παρατηρών και βλέπων, πόσον εκτεταμένην και πόσον εύφορον χώραν αυτοί έχουν, πόσον άφθονα τα τρόφιμα, πόσους υπηρέτας, πόσα κτήνη, και χρυσόν, και φορέματα. Των στρατιωτών μας την κατάστασιν εξάλλου οσάκις την εσκεπτόμην, ότι δηλαδή των μεν αγαθών αυτών κανέν δεν ανήκε και εις ημάς, εκτός αν θα το ηγοράζαμεν, τα μέσα όμως προς αγοράν των εγνώριζα ότι λίγοι ακόμη τα είχαν, κατ' άλλον δε τρόπον να προμηθευώμεθα τα τρόφιμα εκτός του μέσου της αγοράς όρκοι πλέον μας ημπόδιζαν ― ταύτα, λέγω, σκεπτόμενος, κάποτε την ανακωχήν περισσότερον εφοβούμην παρά τώρα τον πόλεμον. Αφού όμως εκείνοι έθεσαν τέρμα εις την ανακωχήν, τίθεται πλέον τέρμα, μου φαίνεται, και εις την ιδικήν των υπεροψίαν καθώς και εις την ιδικήν μας αβεβαιότητα. Διότι εις το μέσον πλέον κείνται τα αγαθά αυτά ως βραβεία δι' εκείνους εκ των δύο ημών που είναι ανδρειότεροι, αγωνοθέται δε οι θεοί είναι, οι οποίοι με το μέρος ημών, όπως είναι φυσικόν, θα είναι. Διότι αυτοί μεν τους έχουν προσβάλει δια της επιορκίας των∙ ημείς δε, αν και εβλέπομεν πολλά αγαθά, εν τούτοις σταθερώς απείχομεν από αυτά χάριν των προς τους θεούς όρκων μας. Όθεν έχομεν το δικαίωμα, νομίζω, να βαδίζωμεν εις τον αγώνα με πολύ μεγαλύτερον θάρρος από εκείνους. Προσέτι δε έχομεν σώματα ικανώτερα από τα ιδικά των εις το να υποφέρουν και ψύχη και καύσωνας και κόπους∙ έχομεν δε και ψυχάς χάρις εις τους θεούς γενναιοτέρας∙ ενώ αυτοί, είναι άνθρωποι περισσότερον ημών και εις τραύματα και εις θάνατον υποκείμενοι, αν οι θεοί όπως πρότερον νίκην εις ημάς χαρίζουν. Λοιπόν εμπρός! Επειδή ίσως και άλλοι τας ιδίας με ημάς σκέψεις κάμνουν, δι' όνομα των θεών ας μη περιμένωμεν άλλοι να έλθουν προς ημάς, δια να μας παρακινήσουν εις τα τιμητικώτατα έργα, παρά ημείς ας λάβωμεν την πρωτοβουλίαν να παρορμήσωμεν και τους άλλους εις την οδοόν της ανδρείας και της τιμής∙ θελήσατε να φανήτε των λοχαγών άριστοι και των στρατηγών περισσότερον άξιοι εις το στρατηγείν. Όσον αφορά δε εμέ, εάν μεν σεις θέλετε να προβήτε εις τας σχετικάς ενεργείας, είμαι πρόθυμος να σας ακολουθήσω∙ αν δε πάλιν σεις ορίζετε εγώ ο ίδιος να τεθώ επί κεφαλής σας, διόλου δεν προβάλλω ως πρόφασιν αρνήσεως την ηλικίαν μου, αλλ' απεναντίας νομίζω ότι μάλιστα έχω ακμαίας δυνάμεις, δια να απομακρύνω από τον εαυτόν μου τα απειλούντα με κακά.