Μτφρ. Σ. Τζουμελέας. [1939] χ.χ. Λυσίας. Λόγοι. Μετάφραση, σχόλια. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

Μετά ταύτα δε ο Θηραμένης αν και εσχεδίαζε κρυφίως ανατροπήν του λαοκρατικού πολιτεύματος ανήλθεν εις το βήμα και είπεν ότι, εάν εκλέξητε αυτόν πρεσβευτήν διά την ειρήνην με απόλυτον πληρεξουσιότητα θα κατορθώση ώστε από τα μακρά τείχη τίποτε να μη καταστραφή, ούτε και άλλον τινά εξευτελισμόν να υποστή η πόλις, και ισχυρίζετο ότι θα κατορθώση να επιτύχη από τους Σπαρτιάτας και άλλο τι ευχάριστον διά την πόλιν. Πεισθέντες δε σεις εξελέξατε εκείνον στρατηγόν με απόλυτον πληρεξουσιότητα, τον οποίον κατά το προηγούμενον έτος εκλεγέντα στρατηγόν τον απέρριψεν η Βουλή ως ακατάλληλον, κατά την γενομένην ενώπιόν της δοκιμασίαν, διότι εθεωρείτο εχθρός της δημοκρατίας.

Εκείνος μεν λοιπόν μεταβάς εις Σπάρτην έμεινεν εκεί πολύν χρόνον αν και εγνώριζεν ότι ο λαός ευρίσκετο εις αθλίαν κατάστασιν εξ αιτίας της πολιορκίας, και ότι ένεκα του πολέμου και της επελθούσης συμφοράς υπήρχεν εν τη πόλει μεγίστη έλλειψις τροφίμων, έμεινεν όμως τοσούτον χρόνον, διότι εφρόνει ότι, αν περιέλθετε σεις εις τόσην έλλειψιν τροφίμων εις όσην ακριβώς περιήλθετε, προθύμως θα συνάψετε την ειρήνην με οιουσδήποτε όρους. Οι δε μείναντες εν Αθήναις φίλοι του Θηραμένους σχεδιάζοντες την κατάλυσιν της δημοκρατίας εισήγαγον εις δίκην τον Κλεοφώντα με την πρόφασιν μεν ότι δεν προσήλθε να αναπαυθή εις την θέσιν εις την οποίαν ώφειλεν ένοπλος να φυλάττη, πραγματικώς δε διότι αντέκρουσε χάριν υμών εις την συνέλευσιν του λαού την πρότασιν περί κατακρημνίσεως των μακρών τειχών. Συγκροτήσαντες λοιπόν δι' εκείνον έκτακτον δικαστήριον, και μετασχόντες αυτού οι επιθυμούντες να εγκαταστήσουν ολιγαρχίαν τον κατεδίκασαν εις θάνατον με την ψευδή ταύτην κατηγορίαν. Ο Θηραμένης επανέρχεται έπειτα από την Σπάρτην. Ελθόντες δε προς αυτόν μερικοί από τους στρατηγούς και τους ταξιάρχους, εκ των οποίων ήτο ο Στρομβιχίδης και Διονυσόδωρος, και μερικοί άλλοι δημοκρατικών φρονημάτων πολίται, όπως έδειξαν ύστερον, ηγανάκτουν πάρα πολύ. Διότι ήλθε κομίζων τοιαύτην ειρήνην, την οποίαν ημείς εν τη εφαρμογή της σαφώς κατενοήσαμεν, διότι πολλούς χρηστούς πολίτας εχάσαμεν και ημείς οι ίδιοι υπό των Τριάκοντα εξωρίσθημεν. Διότι περιείχετο εις την κομισθείσαν υπό του Θηραμένους ειρήνην αντί μεν του να καταστραφούν τα τείχη εις διάστημα δύο χιλιομέτρων, να κρημνισθούν ολόκληρα από του ενός άκρου έως το άλλο, αντί δε να απολαύση η πόλις και άλλο τι αγαθόν (ως υπεσχέθη ο Θηραμένης), να παραδώσωμεν τον στόλον μας εις τους Σπαρτιάτας, και να καταστρέψωμεν και τα οχυρώματα του Πειραιώς. Βλέποντες οι άνδρες εκείνοι ότι η κομισθείσα υπό του Θηραμένους κατ' όνομα μεν ελέγετο ειρήνη, πραγματικώς όμως ότι κατελύετο η δημοκρατία, είπον ότι δεν θα επιτρέψουν να γίνουν αυτά (δεν θα επιτρέψουν την εφαρμογήν τοιαύτης συνθήκης), όχι διότι ελυπούντο, Αθηναίοι πολίται, εάν θα εκρημνίζοντο τα τείχη, ουδέ διότι ελυπούντο τον στόλον, εάν θα παραδοθή εις τους Σπαρτιάτας (διότι ουδέν από αυτά ανήκε περισσότερον εις αυτούς, από όσον ανήκον εις ένα έκαστον από σας), αλλά διότι ησθάνοντο ότι εκ των τοιούτων όρων της συνθήκης θα καταργηθή η δημοκρατία, και όχι (κάθως λέγουν μερικοί) διότι δεν επεθύμουν να γίνη ειρήνη, αλλά διότι ήθελον να συνάψουν ειρήνην με ολιγώτερον βαρείς όρους διά την Αθηναϊκήν δημοκρατίαν. Εφρόνουν δε ότι θα δυνηθούν, και αν δεν εφονεύοντο εξ αιτίας του Αγοράτου τούτου εδώ θα κατώρθωναν ταύτα (την σύναψιν της ειρήνης με ηπιωτέρους όρους). Εννοήσας δε ο Θηραμένης και οι άλλοι οι επιβουλευόμενοι το πολίτευμα, ότι υπάρχουν μερικοί οι οποίοι θα εμποδίσουν την κατάργησιν της δημοκρατίας και θα εναντιωθούν εις την επικύρωσιν της συνθήκης χάριν της ελευθερίας, ήθελον, προτού να συνέλθη ο λαός να συζητήση τους όρους της συνθήκης, να συκοφαντήσουν αυτούς και να τους εναγάγουν ενώπιον δικαστηρίου, διά να μη υπάρχη κανείς εις την συνέλευσιν του λαού να αντιτείνη εις την επικύρωσιν της συνθήκης, και να συνηγορήση υπέρ της ελευθερίας. Μηχανώνται λοιπόν την εξής επιβουλήν. Πείθουν δηλαδή τον Αγόρατον τούτον εδώ να καταγγείλη τους στρατηγούς και ταξιάρχους, αν και δεν εγνώριζεν ουδέν από τα σχέδια εκείνων, Αθηναίοι πολίται, (διότι βέβαια δεν ήσαν εκείνοι τόσον ανόητοι και τόσον εστερημένοι φίλων, ώστε ενεργούντες διά τόσον σοβαράν υπόθεσιν να ανακοινώσουν τα σχέδιά των εις τον Αγόρατον θεωρούντες δήθεν αυτόν πιστόν και ευμενώς εις αυτά διακείμενον, ο οποίος ήτο δούλος και κατήγετο από δούλους), αλλ' εθεώρουν τούτον κατάλληλον μηνυτήν. Ήθελον δε να φαίνεται ότι αυτός καταγγέλλει ακουσίως και όχι αυτοπροαιρέτως, διά να φαίνεται βέβαια πιστότερα η μήνυσις. Ότι δε εκουσίως κατήγγειλε, νομίζω ότι και σεις από τας πράξεις του θα το εννοήσετε (και θα πεισθήτε περί αυτού). Στέλλουν λοιπόν με δόλιον σκοπόν εις την προ των Τριάκοντα βουλήν τον Θεόκριτον τον ονομαζόμενον του Ελαφοστίκτου. Ο Θεόκριτος δε ούτος ήτο οικείος και φίλος του Αγοράτου. Η προ των Τριάκοντα δε υπάρχουσα βουλή είχε διαφθαρή, και επεθύμει πάρα πολύ την ολιγαρχίαν. Απόδειξις δε είναι το εξής. Οι περισσότεροι δηλαδή βουλευταί τής προ των Τριάκοντα βουλής, εγένοντο βουλευταί της επομένης βουλής, της επί των Τριάκοντα. Διατί σας τα λέγω αυτά; Διά να εννοήσετε ότι όλα τα ψηφίσματα εκείνης της βουλής εγίνοντο όχι προς εξασφάλισιν της δημοκρατίας, αλλά προς ανατροπήν αυτής, και διά να προσέχετε εις αυτά, διότι σκοπόν είχον την κατάλυσιν της δημοκρατίας.

Παρουσιασθείς δε ο Θεόκριτος εις ταύτην την βουλήν (την επιδιώκουσαν την κατάλυσιν της δημοκρατίας) καταγγέλλει εν μυστική συνεδριάσει αυτής ότι συναθροίζονται μερικοί και συνεννοούνται να εναντιωθούν εις την τότε μετά των Σπαρτιατών συνομολογουμένην ειρήνην. Είπε λοιπόν ότι το όνομα μεν ενός εκάστου εξ αυτών (των δήθεν συνερχομένων και μελετώντων αντίστασιν) δεν θα αναφέρη, διότι έχει ορκισθή τους ιδίους όρκους με τους συνωμοτούντας, ανέφερεν όμως ότι υπάρχουν άλλοι, οι οποίοι θα ονομάσουν τους συνωμότας, και ότι αυτός κατ' ουδένα τρόπον είναι δυνατόν να πράξη τούτο. Και όμως, εάν η καταγγελία δεν εγίνετο κατόπιν συμπαιγνίας, πώς δεν θα ηνάγκαζεν η βουλή τον Θεόκριτον να αναφέρη τα ονόματα, και να μη κάμη την καταγγελίαν του κατ' αγνώστων; Τότε δε ελήφθη υπό της βουλής η εξής απόφασις.

Μτφρ. Γ.Α. Ράπτης. 2003. Λυσίας. ΙΙ, Καταγγελτικοί Λόγοι. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Πρόλογος Χ. Τσολάκης. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος.

Μετά από αυτά ο Θηραμένης, υπονομευτής του δημοκρατικού πολιτεύματος, πήρε το λόγο και είπε ότι, αν τον εκλέξετε πρεσβευτή με απεριόριστες αρμοδιότητες για την ειρήνη, θα συντελέσει ώστε να μη γκρεμίσετε κανένα τμήμα των τειχών και η πόλη να μην υποστεί καμιά άλλη ταπείνωση· πίστευε μάλιστα ότι θα πετύχαινε και κάποιο άλλο αγαθό για την πόλη από τους Λακεδαιμόνιους. Κι αφού εσείς πέσατε στην παγίδα, τον εκλέξατε στρατηγό με απεριόριστες αρμοδιότητες, αυτόν που μόλις την προηγούμενη χρονιά, καθώς είχε κληρωθεί στρατηγός, τον αποδοκιμάσατε (εμποδίσατε να αναλάβει τη στρατηγεία), γιατί ξέρατε ότι δεν είναι φίλος του δημοκρατικού πολιτεύματος. Εκείνος λοιπόν, αφού έφτασε στη Σπάρτη, έμεινε εκεί για πολύ καιρό αφήνοντας εσάς να πολιορκείσθε, αν και γνώριζε ότι ο λαός λιμοκτονούσε και λόγω του πολέμου και των συμφορών οι πολλοί στερούνταν και το ψωμί ακόμη, νομίζοντας ότι, αν σας έχει όμηρους της πείνας, όπως και το έκανε, ευχαρίστως θα σύναπτε την ειρήνη με όποιους όρους θα ήθελε αυτός. Αυτοί (του σιναφιού του) που περίμεναν εδώ και σχεδίαζαν να καταλύσουν τη δημοκρατία εισάγουν σε δίκη τον Κλεοφώντα με την πρόφαση ότι δεν πήγε στο στρατόπεδο να αναπαυθεί, στην πραγματικότητα όμως γιατί αντέδρασε για λογαριασμό σας να γκρεμιστούν τα τείχη. Προχώρησαν, λοιπόν, στη σύνθεση δικαστηρίου για την περίπτωσή του και με συμμετοχή σ' αυτό αυτών που ήθελαν να εγκαθιδρύσουν ολιγαρχία, μ' αυτό το (γελοίο) κατηγορητήριο του επέβαλαν την ποινή του Θανάτου. Ύστερα φτάνει και ο Θηραμένης από τη Σπάρτη. Αφού τον επισκέφτηκαν κάποιοι και από τους στρατηγούς και από τους ταξίαρχους, ανάμεσα στους οποίους ήταν ο Στρομβιχίδης και ο Διονυσόδωρος, και κάποιοι άλλοι δημοκρατικοί πολίτες, εξέφρασαν εντονότατα την αγανάκτηση τους. Γιατί, ήρθε φέροντας τέτοια ειρήνη, την οποία εμείς την καταλάβαμε, αφού τη ζήσαμε στην πράξη. Γιατί, πολλούς χρήσιμους πολίτες χάσαμε και οι ίδιοι εξοριστήκαμε από τους τριάντα τυράννους. Η ειρήνη (του) έλεγε αντί να γκρεμιστούν δέκα στάδια από τα μακρά τείχη να κατασκάψουμε όλα τα μακρά τείχη και, αντί του να βρει κάποιο άλλο καλό την πόλη, να παραδώσουμε το στόλο μας στους Σπαρτιάτες και να γκρεμίσουμε ολόγυρα όλο το τείχος του Πειραιά. Βλέποντας, λοιπόν, αυτοί οι άνδρες ότι αυτό ήταν ειρήνη μόνο κατ' όνομα ενώ στην ουσία καταλυόταν η δημοκρατία, είπαν ότι δε θα επιτρέψουν να γίνουν αυτά, όχι βέβαια, άνδρες Αθηναίοι, διότι λυπούνταν για τα τείχη μήπως πέσουν ούτε διότι ενδιαφέρονταν για το στόλο μήπως παραδοθεί στους Λακεδαιμονίους (γιατί, τίποτε από αυτά δεν ανήκε περισσότερο σε εκείνους παρά στον καθένα σας) αλλά διότι καταλάβαιναν ότι μ' αυτόν τον τρόπο θα καταλυθεί η δημοκρατία, ούτε (όπως ισχυρίζονται μερικοί) διότι δεν επιθυμούσαν να γίνει η ειρήνη αλλά επειδή επιθυμούσαν να συνάψουν ειρήνη για το λαό των Αθηναίων πολύ καλύτερη από αυτήν. Και πίστευαν ότι θα τα καταφέρουν και θα τα πραγματοποιούσαν, αν δε φονεύονταν από αυτόν εδώ τον Αγόρατο.

Όταν έμαθε αυτά ο Θηραμένης και οι άλλοι που σας επιβουλεύονταν, ότι υπάρχουν δηλαδή κάποιοι που θα σταθούν εμπόδιο να καταλυθεί η δημοκρατία και θα προβάλλουν αντίσταση στην απόπειρα στέρησης της ελευθερίας, ήθελαν, προτού συγκληθεί η εκκλησία του δήμου με θέμα σχετικό με την ειρήνη, να οδηγήσουν αυτούς σε διαβολές και κινδύνους, για να μη μπορέσει κανείς εκεί να προβάλει τις αντιρρήσεις του υπερασπιζόμενος τα συμφέροντα του λαού. Και σκαρώνουν τέτοια παγίδα. Πείθουν δηλαδή, άνδρες Αθηναίοι, αυτόν εδώ τον Αγόρατο να προβεί σε καταγγελία σε βάρος των στρατηγών και των ταξιάρχων, χωρίς να ξέρει τίποτε για κείνους. Γιατί δεν ήταν εκείνοι βέβαια τόσο ανόητοι και χωρίς φίλους, ώστε ενεργώντας για τόσο σπουδαία θέματα να καλούσαν αυτόν εδώ τον Αγόρατο ως έμπιστο και φίλο τους, ενώ ήταν δούλος και καταγόταν από δούλους, αλλά πίστευαν αυτοί ότι αυτός είναι ο μηνυτής που τους βολεύει περισσότερο. Ήθελαν, λοιπόν, να φανεί στα μάτια του κόσμου ότι αυτός προχώρησε στην καταγγελία ακούσια και όχι εκούσια, για να φανεί ασφαλώς πιο πιστευτή η μήνυση του. Ότι όμως έκανε την καταγγελία εκούσια νομίζω ότι και σεις θα το αντιληφθείτε από τα γεγονότα. Στέλνουν, λοιπόν, στη βουλή της περιόδου λίγο πριν από τους τριάντα τυράννους το Θεόκριτο, το γιο του επονομαζομένου Ελαφόστικτου· κι αυτός ο Θεόκριτος ήταν γνωστός και φίλος με τον Αγόρατο. Η βουλή πριν από τους τριάντα τυράννους είχε διαφθαρεί και επιθυμούσε σφοδρότατα τη μεταστροφή του πολιτεύματος σε ολιγαρχία. Και υπάρχει απόδειξη γι' αυτό· γιατί, οι περισσότεροι από εκείνη τη βουλή συμμετείχαν και στην επόμενη βουλή της εποχής των τριάκοντα. Πού αποβλέποντας αναφέρω αυτά σε σας; (Τα λέω) για να καταλάβετε ότι όλες οι αποφάσεις εκείνης της βουλής εκδόθηκαν όχι από εύνοια προς το πολίτευμά σας αλλά με πρόθεση να καταλύσουν τη δημοκρατία σας και για να τους προσέχετε καθώς ήταν τέτοιοι (κρυπτοολιγαρχικοί). Αφού παρουσιάστηκε, λοιπόν, ο Θεόκριτος με μυστικότητα σ' αυτή τη βουλή, αποκαλύπτει ότι κάποιοι (Αθηναίοι) συγκεντρώνονται για να εκφράσουν οργανωμένα την αντίθεσή τους με τη διαφαινόμενη ειρήνη και τους όρους της. Κι είπε ότι δε θα αναφερθεί με ένα ένα στα ονόματα αυτών· γιατί, δεσμεύτηκε με όρκους όμοιους με εκείνους (τους συνωμότες) αλλά υπάρχουν άλλοι που θα αναφερθούν στα ονόματα και ότι αυτός ποτέ δε θα έκανε κάτι τέτοιο. Και όμως, αν δεν είχε γίνει η καταγγελία ύστερα από μεθόδευση, πώς δε θα υποχρέωνε η βουλή το Θεόκριτο να πει και τα ονόματα και να μην κάνει τη μήνυση κατ' αγνώστων; Τότε, λοιπόν, εκδόθηκε το παρακάτω ψήφισμα.