Μτφρ. Σ. Τζουμελέας. [1939] χ.χ. Λυσίας. Λόγοι. Μετάφραση, σχόλια. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

Εάν, παρευρισκόμενος εις το νεκροταφείον τούτο εδώ, είχα την γνώμην πως είναι δυνατόν να φανερώση κανείς με λόγια την ανδρείαν των εδώ ταφέντων, θα κατηγόρουν εκείνους που προ ολίγων ημερών παρήγγειλαν να ομιλήσω και να εξυμνήσω αυτούς (τους ταφέντας)· επειδή όμως όλοι οι άνθρωποι αιωνίως εργαζόμενοι δεν είναι ικανοί να συντάξουν λόγον ισάξιον με τα έργα τούτων, διά τούτο μου φαίνεται, πως και η πόλις προνοούσα διά τους εδώ ομιλούντας δίδει την παραγγελίαν (εις τον ρήτορα) προ ολίγου χρόνου, διότι νομίζει ότι έτσι (αν δοθή η παραγγελία ολίγον χρόνον προς της απαγγελίας του λόγου) είναι δυνατόν να συγχωρηθούν οι εδώ ομιλούντες από τους ακροατάς των. Αλλ' όμως ο λόγος μου μεν αφορά τους εις τον πόλεμον φονευθέντας, ανταγωνίζομαι όμως προς εκείνους που ωμίλησαν προς τιμήν αυτών πρότερον και όχι προς τα έργα των θαπτομένων. Διότι τόσον μεγάλην αφθονίαν παρεσκεύασεν η αρετή τούτων και εις εκείνους που μπορούν να κάμνουν ποιήματα, και εις εκείνους που θέλουν να εκφωνούν πανηγυρικούς λόγους, ώστε πολλά καλά μεν υπό τον προγενεστέρων να έχουν λεχθή περί αυτών, πολλά δε καλά και τώρα να έχουν μείνει, ικανά δε να είναι δυνατόν και οι μεταγενέστεροι να είπουν· διότι (οι ταφέντες) ουδεμιάς ξηράς και ουδεμιάς θαλάσσης ήσαν άπειροι, εις όλα δε τα μέρη και εις όλους τους ανθρώπους υμνούν τας αρετάς τούτων οι πενθούντες διά τας ιδικάς των συμφοράς.

Πρώτον μεν λοιπόν θα εκθέσω τους παλαιούς αγώνας των προγόνων μας, όπως η φήμη μάς τους παρέδωσε· διότι αξίζει όλοι οι άνθρωποι να ενθυμούνται και εκείνους (τους παλαιούς προγόνους), εξυμνούντες μεν με ποιήματα, αναφέροντες αυτούς οσάκις κάμνουν μνείαν των αγαθών ανδρών, διδάσκοντες (περί αυτών) εις τα γνωμικά (ποιήματα) των ενδόξων ποιητών, τιμώντες δε εις τοιαύτας περιστάσεις, διδάσκοντες δε τους ζώντας με τα έργα των αποθανόντων.

Κατά την παλαιάν δηλαδή εποχήν, αι Αμαζόνες, αι θυγατέρες του Άρεως, κατοικούσαν πλησίον του Θερμώδοντος ποταμού, μόναι αυταί δε ήσαν ωπλισμέναι από όλας τας πλησίον της χώρας των κατοικούσας, πρώται δε από όλους τους ανθρώπους (εδάμασαν ίππους) και ίππευσαν, διά των οποίων διώκουσαι απροσδοκήτως ένεκα της απειρίας των εχθρών των συνελάμβανον τους φεύγοντας, άφηναν δε οπίσω το;yς διώκοντας, εθεωρούντο δε μάλλον άνδρες διά την τόλμην παρά γυναίκες διά την φυσικήν των κατασκευήν· (διότι εφαίνοντο ότι υπερείχον των ανδρών κατά τα ψυχικά προτερήματα περισσότερον ή ότι υπελείποντο κατά την εξωτερικήν μορφήν). Άρχουσαι δε πολλών χωρών, και έχουσαι πραγματικώς υποδουλώσει τους περί την χώραν των κατοικούντας λαούς, πληροφορούμεναι δε την μεγάλην δόξαν ταύτης εδώ της χώρας, αφού παρέλαβον, διά να δοξασθούν πολύ, και διότι ήλπιζαν μεγάλα έργα να διαπράξουν, τα μαχητικώτατα των εθνών εξεστράτευσαν εναντίον ταύτης εδώ της πόλεως. Επειδή όμως εύρον εδώ γενναίους άνδρας εταπεινώθη η αλαζονεία των εις το επίπεδον της φύσεως αυτών (κατέστη το φρόνημά των γυναικείον), και αφού έλαβον δόξαν αντίθετον από εκείνην, που είχον πρωτύτερα, εφάνησαν ότι ήσαν γυναίκες από τους κινδύνους μάλλον παρά από τα σώματα. Εις μόνας δε αυτάς δεν κατέστη δυνατόν να σκέπτωνται καλύτερον περί των λοιπών, αφού εδιδάχθησαν από τας αποτυχίας των, ουδέ επανελθούσαι εις την πατρίδα των να αναγγείλουν την ιδικήν τους συμφοράν και την ανδρείαν των προγόνων μας· διότι φονευθείσαι εκεί όλαι και τιμωρηθείσαι διά την ανοησίαν των έκαμαν την μνήμην ταύτης εδώ της πόλεως αθάνατον εξαιτίας της ανδρείας (των πολίτων), την πατρίδα των δε ένεκα της εδώ πανωλεθρίας των κατέστησαν ασήμαντον· εκείναι μεν λοιπόν αδίκως επιθυμήσασαι την ξένην χώραν δικαίως έχασαν την ιδικήν τους.

Όταν ο Άδραστος και ο Πολυνείκης εξεστράτευσαν εναντίον των Θηβών και ενικήθησαν, επειδή οι Καδμείοι δεν επέτρεπον να θάπτουν τους φονευθέντας, οι Αθηναίοι νομίσαντες πως εκείνοι (οι Αργείοι) μεν, εάν κατά τι ηδίκουν, φονευθέντες ετιμωρήθησαν με την μεγίστην τιμωρίαν, ότι δε οι θεοί του Άδου δεν έλαβαν, όσα τους ανήκον, (τους νεκρούς των Αργείων), ότι δε δείχνεται ασέβεια εις τους άνω (ολυμπίους) θεούς, διότι μιαίνονται τα ιερά, κατ' αρχάς μεν πέμψαντες κήρυκας παρεκάλουν αυτούς να επιτρέψουν την ταφήν των νεκρών, διότι ενόμιζον ότι ίδιον μεν των γενναίων ανδρών είναι να τιμωρούν τους εχθρούς, εφ' όσον ούτοι υπάρχουν εις την ζωήν, ίδιον δε των δειλών να δεικνύουν την γενναιότητά των εις τα σώματα των φονευμένων· επειδή δε δεν ηδύναντο να επιτύχουν τούτο (την ταφήν των νεκρών) εξεστράτευσαν εναντίον των Θηβαίων, αν και ουδεμία διένεξις πρότερον υπήρχε προς τους Καδμείους, όχι διότι έκαμνον χάριν εις τους ζώντας εκ των Αργείων, αλλά διότι έκρινον δίκαιον να λαμβάνουν οι εις τον πόλεμον πεσόντες τας καθιερωμένας τιμάς, επολέμησαν εναντίον των Θηβαίων χάριν και των δύο, χάριν μεν των Θηβαίων, ίνα μη πλέον εις το εξής ασεβούντες εις τους εν πολέμω πεσόντας καταστήσουν μεγαλύτερον το προς τους θεούς αμάρτημά των, χάριν δε των ετέρων (Αργείων) επολέμησαν, ίνα μη πρότερον απέλθουν εις την πατρίδα των άνευ της πατροπαραδότου τιμής (της ταφής των νεκρών) στερηθέντες του ελληνικού εθίμου, (του να τιμούν τους νεκρούς διά της ταφής) και εστερημένοι της κοινής δι' όλους τους ανθρώπους ελπίδος. Επειδή ταύτα εσκέφθησαν, και επειδή εθεώρουν την τύχην του πολέμου κοινήν δι' όλους τους ανθρώπους, αν και απέκτων πολλούς εχθρούς, ενίκων όμως εις την μάχην, διότι είχον το δίκαιον υπέρ αυτών. Και δεν επεθύμησαν να εκδικηθούν περισσότερον τους Καδμείους παρασυρθέντες υπό της επιτυχίας των, αλλ' εις τους Καδμείους μεν έδειξαν την αρετήν των αντί της ασεβείας εκείνων, αυτοί δε, αφού έλαβον τα βραβεία (του αγώνος των), χάριν των οποίων ήλθον εις τας Θήβας, δηλαδή τους νεκρούς των Αργείων, τους έθαψαν εις την χώραν των, εις την Ελευσίνα. Τοιαύτην λοιπόν συμπεριφοράν έδειξαν (οι πρόγονοί μας) αναφορικώς με τους φονευθέντας (κατά τον πόλεμον) των επτά (στρατηγών) εναντίον των Θηβών.

Μετά ταύτα δε, όταν ο Ηρακλής μεν εξηφανίσθη από τους ανθρώπους, οι παίδες του δεν έφευγον την καταδίωξιν του Ευρυσθέως, εξεδιώκοντο δε από τας πόλεις όλων των Ελλήνων, οι οποίοι εντρέποντο μεν διά τα έργα των, (την εκδίωξιν των τέκνων του Ηρακλέους), εφοβούντο δε την δύναμιν του Ευρυσθέως, φθάσαντες εις ταύτην την πόλιν εκάθηντο ως ικέται επί των βωμών. Αν και εζήτει αυτούς ο Ευρυσθεύς, οι Αθηναίοι δεν ήθελον να τους παραδώσουν, αλλ' εσέβοντο περισσότερον την αρετήν του Ηρακλέους από όσον εφοβούντο διά τον ιδικόν τους κίνδυνον, και έκριναν άξιον να αγωνίζωνται έχοντες υπέρ εαυτών το δίκαιον χάριν των ασθενεστέρων μάλλον, παρά χαριζόμενοι εις τους ισχυρούς να παραδώσουν τους υπ' εκείνων αδικουμένους. Όταν δε εξεστράτευσεν ο Ευρυσθεύς με όλους τους κατοικούντας κατ' εκείνους τους χρόνους την Πελοπόννησον, δεν μετενόησαν, αν και αι συμφοραί πλέον ήσαν πολύ πλησίον των, αλλά εφρόνουν τα ίδια, όσα και πρωτύτερα, αν και ουδεμίαν ιδιαιτέραν ευεργεσίαν είχον ευεργετηθή υπό του πατρός των (Ηρακλέους), και αν και δεν εγνώριζον οποίοι άνδρες εις το μέλλον θα γίνουν αυτοί (οι υιοί του Ηρακλέους), διότι δε εθεώρουν πως είναι δίκαιον (να μη παραδώσουν τα παιδιά του Ηρακλέους), καίτοι ουδεμίαν προηγουμένην έχθραν προς τον Ευρυσθέα είχον, και δεν επρόκειτο περί κέρδους αλλά περί αγαθής φήμης, ανέλαβον τόσον μέγαν κίνδυνον υπέρ αυτών, ευσπλαγχνιζόμενοι μεν τους αδικουμένους, μισούντες δε τους αλαζονικώς φερομένους, και προσπαθούντες τούτους μεν να εμποδίζουν (να φέρωνται αλαζονικώς), κρίνοντες δε άξιον να βοηθούν εκείνους, διότι ενόμιζον ότι απόδειξις μεν ελευθερίας είναι το να μη πράττουν τίποτε ακουσίως, απόδειξις δε δικαιοσύνης το να βοηθούν τους αδικουμένους, απόδειξις δε γενναιότητος το να αποθνήσκουν μαχόμενοι υπέρ αμφοτέρων οσάκις παρουσιασθή ανάγκη.

Τόσον πολύ δε εμεγαλοφρόνουν και οι μεν και οι δε (και οι μετά του Ευρυσθέως Πελοποννήσιοι και οι Αθηναίοι), ώστε, οι μεν σύμμαχοι του Ευρυσθέως ουδέν εζήτουν να λάβουν με την θέλησιν των Αθηναίων, οι δε Αθηναίοι δεν έκρινον άξιον, εάν ο ίδιος ο Ευρυσθεύς ήτο ικέτης αυτών, να τον αποσπάσουν παρά την θέλησίν των οι τώρα ικετεύοντες (παίδες του Ηρακλέους). Παραταχθέντες δε, και διά της ιδικής των μόνον δυνάμεως (άνευ ουδενός συμμάχου) αγωνισθέντες, ενίκων το εξ όλης της Πελοποννήσου ελθόν στράτευμα, και τα μεν σώματα των τέκνων του Ηρακλέους έσωσαν, τας δε ψυχάς αυτών απαλλάξαντες του φόβου ηλευθέρωσαν, με τους ιδικούς των δε κινδύνους αντήμειψαν εκείνους εξαιτίας της αρετής του πατρός των. Τόσον πολύ ευτυχέστεροι από τον πατέρα τους εγένοντο οι παίδες ούτοι· διότι ούτος μεν, αν και ήτο αίτιος μεγάλων ευεργεσιών εις όλους τους ανθρώπους, και κατέστησε την ζωήν του πλήρη ταλαιπωριών, επιθυμών να νικά και να τιμάται, τους αδικούντας μεν άλλους ετιμώρησε, τον Ευρυσθέα δε, που ήταν εχθρός του και τον έβλαψε, δεν ηδύνατο να τιμωρήση· οι παίδες όμως αυτού εξαιτίας της πόλεως ταύτης είδον την ιδίαν ημέραν την σωτηρίαν των και την τιμωρίαν των εχθρών των.

Μτφρ. Γ.Α. Ράπτης. 2004. Λυσίας. ΙΙΙ, Οι πανηγυρικοί του λόγοι. Μετάφραση, περίληψη, σχόλια, ερμηνεία. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος.

Αν πίστευα, Αθηναίοι που παραβρίσκεσθε σ' αυτήν εδώ την ταφή, ότι είναι δυνατόν με λόγο να περιγράψει κανείς την ανδρεία αυτών εδώ των νεκρών, θα κατηγορούσα αυτούς που μου ανέθεσαν πριν από λίγες μέρες να εκφωνήσω αυτόν τον επικήδειο λόγο· επειδή όμως όλος ο χρόνος σε όλους τους ανθρώπους δεν επαρκεί για να συντάξει κανείς λόγο σε αντιστοιχία με τα κατορθώματά τους, γι' αυτό και η πόλη, προνοώντας για τους σημερινούς ομιλητές, μου φαίνεται ότι έδωσε ελάχιστα περιθώρια χρόνου, γιατί πιστεύει ότι έτσι θα έβρισκαν κατανόηση οι ομιλητές από τους ακροατές τους. Ο επικήδειος, ασφαλώς, αφορά τους προκείμενους νεκρούς, αλλά η δική μου αγωνία δεν αναφέρεται στα κατορθώματά τους αλλά αφορά τον ανταγωνισμό μου με αυτούς που έχουν μιλήσει νωρίτερα προς τιμή τους. Γιατί, η αρετή τους δημιούργησε τόσο πλούτο και γι' αυτούς που συνθέτουν σχετικά ποιήματα και γι' αυτούς που θα χρειαστεί να εκφωνήσουν λόγους, ώστε πολλά επαινετικά να έχουν ειπωθεί από τους προηγούμενους σχετικά μ' αυτούς και πολλά να έχουν παραλειφθεί από εκείνους, και αρκετά να μπορούν να τα καλύψουν οι επόμενοι· γιατί, οι προκείμενοι νεκροί είχαν οργώσει κυριολεκτικά στεριά και θάλασσα και παντού και σε όλους τους ανθρώπους αυτοί που πενθούν τις δικές τους συμφορές εξυμνούν τις αρετές τους.

Πρώτα, λοιπόν, θα αναφερθώ στους παλαιούς αγώνες των προγόνων μας, παίρνοντας ως έναυσμα στη μνήμη μου τη φήμη τους·γιατί, αξίζει όλοι οι άνθρωποι να θυμούνται και αυτούς, αναπέμποντας ύμνους, μνημονεύοντάς τους στα εγκώμια των γενναίων, τιμώντας τους σε τέτοιες (σαν αυτή εδώ) καταστάσεις, μορφώνοντας τους επιζώντας με τα κατορθώματα των ηρώων του παρελθόντος.

Οι Αμαζόνες λόγου χάρη ήταν εκείνη την παμπάλαια εποχή θυγατέρες του Άρη και, κατοικώντας κοντά στο Θερμώδοντα ποταμό, οπλοφορούσαν μόνες αυτές στην γύρω περιοχή, πρώτες επίσης απ' όλες ανέβηκαν σε άλογα (να πολεμήσουν), με τα οποία νικούσαν τους εχθρούς που τους ξάφνιαζαν με το απροσδόκητο της εμφάνισής τους, και ξέφευγαν πολύ μπροστά από τους διώκτες τους· και θεωρούνταν περισσότερο άνδρες για την ανδρεία τους παρά γυναίκες από τη φυσική τους κατατομή· γιατί έδιναν την εντύπωση ότι διαφοροποιούνται από τους άνδρες στα ψυχικά χαρίσματα παρά υστερούν στην όψη. Καθώς, λοιπόν, εξουσίαζαν πολλά έθνη έχοντας υποδουλώσει ολόγυρα τους γείτονες με τους αγώνες τους, και έχοντας μάθει από φήμες για την μεγάλη δόξα αυτής εδώ της χώρας, αφού παρέλαβαν τα πιο εξασκημένα στον πόλεμο έθνη, στο βωμό της μεγάλης δόξας και ελπίδας εξεστράτευσαν εναντίον αυτής εδώ της χώρας. Και, αφού συγκρούστηκαν με γενναίους άνδρες, προσάρμοσαν τις ψυχές στη γυναικεία φύση τους και, αφού απόκτησαν δόξα αντίθετη από την προηγούμενη, φάνηκαν ότι είναι γυναίκες από τους κινδύνους περισσότερο παρά από τα σώματά τους. Μόνο σ' αυτές δε στάθηκε δυνατόν να διδαχτούν από τα λάθη τους και να σκεφτούν καλύτερα για τα υπόλοιπα, ούτε με την επάνοδό τους στην πατρίδα να αναγγείλουν (στους εκεί) τη δική τους ασημαντότητα μπρος στη γενναιότητα των προγόνων μας. Γιατί, αφού εξοντώθηκαν εδώ ολοκληρωτικά και τιμωρήθηκαν για την αποκοτιά τους, δημιούργησαν αθάνατη τη μνήμη αυτής της πόλης για τη γενναιότητά της, ενώ αντίθετα έριξαν στην αφάνεια την πατρίδα τους εξαιτίας της εδώ πανωλεθρίας τους. Εκείνες λοιπόν, θέλοντας άδικα να επιβληθούν σε μια ξένη χώρα, στερήθηκαν δίκαια τη δική τους.

Όταν πάλι ο Άδραστος και ο Πολυνείκης εξεστράτευσαν ενάντια στη Θήβα και νικήθηκαν με μάχη, επειδή οι Κάδμειοι δεν επέτρεπαν να θάψουν οι ηττημένοι τους νεκρούς τους, οι Αθηναίοι κρίνοντας ότι εκείνοι ασφαλώς, αν είχαν αδικήσει σε κάτι, είχαν πληρώσει με το θάνατό τους τη μεγαλύτερη ποινή, κι ότι οι κάτω θεοί δεν τιμούνταν με τις πρέπουσες τιμές, και οι θεοί του επάνω κόσμου περιφρονούνταν καθώς μολύνονταν τα ιερά τους, αρχικά, αφού έστειλαν κήρυκες στη Θήβα, συνιστούσαν σ' αυτούς να επιτρέψουν την περισυλλογή και την ταφή των νεκρών, με θεμελιωμένη την άποψή τους ότι γνώρισμα των γενναίων ανδρών είναι να τιμωρούν τους εχθρούς όσο ζουν, ενώ αντίθετα χαρακτηρίζει ανθρώπους που δεν εμπιστεύονται ούτε τους εαυτούς τους η επίδειξη γενναιότητας πάνω στα πτώματα των νεκρών. Επειδή δεν μπόρεσαν να τους πείσουν, εξεστράτευσαν εναντίον τους, χωρίς να υπάρχει κανένα προηγούμενο με τους Καδμείους, ούτε από πρόθεση να ευνοήσουν τους Αργείους, αλλά, απαιτώντας να απολαμβάνουν οι νεκροί τις καθιερωμένες τιμές, πολέμησαν εναντίον του ενός για το καλό και των δύο, υπέρ των Θηβαίων δηλαδή για να μη διογκώσουν την ύβρη τους απέναντι στους θεούς ασεβώντας απέναντι των νεκρών, και για τους άλλους για να μην επιστρέψουν στην πατρίδα τους χωρίς την πατροπαράδοτη τιμή, στερημένοι τον ελληνικό νόμο και διαζευγμένοι από την κοινή ελπίδα. Με τέτοιες σκέψεις και με τη γνώμη ότι είναι κοινές οι τύχες όλων των ανθρώπων στον πόλεμο, έχοντας πολλούς εχθρούς αλλά και το δίκαιο με το μέρος τους, κέρδιζαν τους πολέμους. Και δεν παρασύρθηκαν από την καλή τους τύχη και ύστερα επιχείρησαν να τιμωρήσουν σκληρότερα τους Καδμείους, αλλά αντίθετα επέδειξαν σ' εκείνους, στη θέση της ασέβειάς τους προς τους θεούς, τη δική τους αρετή, κι αυτοί αφού πήραν την ανταμοιβή τους για όσα είχαν εκστρατεύσει, τους νεκρούς δηλαδή των Αργείων, έθαψαν αυτούς στη δική τους Ελευσίνα. Τέτοιοι λοιπόν ήταν αναφορικά με τους νεκρούς των εφτά στρατηγών που επιτέθηκαν στη Θήβα.

Λίγο αργότερα πάλι, όταν ο Ηρακλής έφυγε από αυτόν τον κόσμο και τα παιδιά του καταδιώκονταν από τον Ευρυσθέα και ήταν ανεπιθύμητα από όλους γενικά τους Έλληνες, που ντρέπονταν βέβαια μ' αυτό που γινόταν αλλά φοβούνταν την εκδίκηση του Ευρυσθέα, έφτασαν και σ' αυτή τη χώρα και κατέφυγαν στο βωμό ως ικέτες. Κι όταν ο Ευρυσθέας ζήτησε την έκδοςή τους, οι Αθηναίοι αρνήθηκαν να τους παραδώσουν σ' αυτόν, αλλά σέβονταν πολύ περισσότερο την αρετή του Ηρακλή παρά φοβούνταν τον κίνδυνο (από την άρνησή τους να παραδώσουν τα παιδιά) και αξίωναν να πολεμούν για χάρη των ασθενέστερων υπερασπιζόμενοι το δίκαιο παρά χαριζόμενοι στους ισχυρούς να παραδώσουν στα χέρια τους αυτούς που αδικούνται από εκείνους. Αφού, λοιπόν, εξεστράτευσε ο Ευρυσθέας μαζί με όσους κατοικούσαν εκείνη την εποχή την Πελοπόννησο, δε μετάνιωσαν όταν βρέθηκαν κοντά στον όλεθρο, αλλά εξακολουθούσαν να έχουν την ίδια απαίτηση, όπως και νωρίτερα, χωρίς να έχουν γνωρίσει καμιά ιδιαίτερη ευεργεσία από τον πατέρα τους και χωρίς να ξέρουν σε τι παλικάρια θα εξελίσσονταν στο μέλλον· επειδή λοιπόν το θεώρησαν δίκαιο, χωρίς να υπάρχει καμιά προηγούμενη έχθρα με τον Ευρυσθέα κι ούτε κανένα άλλο κέρδος εκτός από την καλή φήμη, ριψοκινδύνευσαν γι' αυτά (τα παιδιά) τόσο μεγάλο κίνδυνο, από ευσπλαχνία προς τους αδικούμενους κι από μίσος προς τους αλαζόνες, επιδιώκοντας να «συμμαζέψουν» τους δεύτερους και αξιώνοντας να βοηθήσουν τους πρώτους, κρίνοντας πως χαρακτηριστικό της ελευθερίας είναι να μην κάνει κανείς τίποτε άθελά του, ενώ χαρακτηριστικό της δικαιοσύνης είναι να βοηθά κανείς τους αδικούμενους, ενώ χαρακτηριστικό, πάλι, της ευψυχίας είναι να πεθαίνει κανείς στη μάχη, αν χρειαστεί, υπερασπιζόμενος και τις δυο αυτές αξίες. Και, τόση πολλή αυτοπεποίθηση είχαν και οι δυο, ώστε ο στρατός του Ευρυσθέα δεν απαιτούσε να πάρει τίποτε από ανθρώπους που συμφωνούσαν, ενώ οι Αθηναίοι δε συμφωνούσαν να αποσπάσουν από το βωμό, αντίθετα με τη θέλησή τους, τους ικέτες, ακόμη και αν ο ίδιος ο Ευρυσθέας τους ικέτευε να τους αποσπάσουν. Αφού λοιπόν παρατάχτηκαν με τις δικές τους μόνο δυνάμεις, κατανίκησαν με μάχη τη στρατιά που είχε συγκεντρωθεί από όλη την Πελοπόννησο, και απ' τη μια εξασφάλισαν ηρεμία στα σώματα των παιδιών του Ηρακλή, και, αφού τα απάλλαξαν από το φόβο, ελευθέρωσαν και τις ψυχές τους και με προσωπικούς τους κινδύνους στεφάνωσαν εκείνον λόγω της αρετής των προγόνων τους. Τόσο ευτυχέστερα έγιναν τα παιδιά από τον πατέρα τους· αυτός, αν και έγινε πρόξενος πάρα πολλών αγαθών για όλους τους ανθρώπους, βάζοντας τη ζωή του σε κόπους γεμάτους νίκες και τιμές, όλους τους άλλους που αδικούσαν τους τιμώρησε, τον Ευρυσθέα όμως, μόνιμο εχθρό του και αδικοπραγούντα σε βάρος του, δεν μπορούσε να τον τιμωρήσει· τα παιδιά του όμως, εξαιτίας αυτής εδώ της πόλης, είδαν την ίδια μέρα και τη σωτηρία τους και την τιμωρία των εχθρών.