Εργαλεία 

Αρχές Σύνταξης της Αρχαιοελληνικής Γλώσσας 

 

Η ΕΛΞΗ ΤΟΥ ΑΝΑΦΟΡΙΚΟΥ

§12.6. Η έλξη του αναφορικού παρουσιάζεται υπό δύο μορφές: ως προς την πτώση και ως προς τη θέση. Η έλξη του αναφορικού ως προς την πτώση εμφανίζεται με τη σειρά της επίσης σε δύο μορφές, αφενός σε μια "κανονική", που είναι η κύρια και η συχνότερη, και σε μια "αντίστροφη", που είναι σπανιότερη.

§12.7. Το φαινόμενο της κανονικής "έλξης του αναφορικού" ως προς την πτώση πρωτοπαρουσιάζεται ήδη στον Όμηρο, και μάλιστα σε δύο τύπους:

Ο πρώτος περιλαμβάνει αναφορικές προτάσεις που εισάγονται με το οἷος και δεν έχουν ρήμα. Σε τέτοιες περιπτώσεις η αναφορική αντωνυμία δεν εκφέρεται στον τύπο που απαιτεί η "εσωτερική" σύνταξη της εξαρτημένης αναφορικής πρότασης, αλλά στην πτώση της λέξης της κύριας πρότασης, στην οποία αναφέρεται και την οποία προσδιορίζει, π.χ.:

ΟΜ Ιλ 1.262-263 οὐ γάρ πω τοίους ἴδον ἀνέρας οὐδὲ ἴδωμαι, οἷον Πειρίθοόν τε Δρύαντά τε || γιατί ποτέ μέχρι τώρα δεν είδα τέτοιους άνδρες ούτε πρόκειται να δω, όπως τον Πειρίθοο και τον Δρύαντα.

Εδώ το οἷος"έλκεται" ως προς την πτώση από το ουσιαστικό στο οποίο αναφέρεται (ἀνέρας) και εξομοιώνεται προς αυτό, έτσι ώστε αντί οἷος Πειρίθοός τε Δρύας τε ἦσαν εμφανίζεται το οἷον Πειρίθοόν τε Δρύαντά τε. Η εξομοίωση οφείλεται εδώ στην απουσία του ρήματος, το οποίο αν υπήρχε θα προέβαλε, κατά κάποιον τρόπο, αντίσταση στην "έλξη" εκ μέρους του ἀνέρας. Το ρήμα όμως λείπει, και αντί των ονομαστικών οἷος Πειρίθοός τε Δρύας τε που δεν υποστηρίζονται από κανένα ρήμα χρησιμοποιείται, υπό την πίεση του ἀνέρας, η αιτιατική.

Ο δεύτερος τύπος της έλξης του αναφορικού στον Όμηρο είναι ο κύριος και ο πιο συχνός στην μεθομηρική ΑΕ:

ΟΜ Ιλ 5.265-268 τῆς […] γενεῆς, ἧς Τρωΐ περ εὐρύοπα Ζεὺς δῶχ' υἷος ποινὴν Γανυμήδεος, […] τῆς γενεῆς ἔκλεψεν ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγχίσης απ' τη γενιά κρατούν, την οποία χάρισε ο Δίας που βλέπει μακριά στον Τρώα, αντάλλαγμα για τον γιο του Γανυμήδη, απ' αυτή τη γενιά τα έκλεψε ο αρχηγός των ανδρών Αγχίσης.

Στο χωρίο αυτό, που θεωρείται το αρχαιότερο ―και το μόνο ομηρικό― παράδειγμα έλξης του αναφορικού στην ΑΕ, η εξαρτημένη αναφορική πρόταση εκφέρεται σε γενική, επειδή περιβάλλεται από τη διπλή γενική γενεῆς, στην οποίαν και αναφέρεται το ἧς.

§12.8. Δύο κυρίως είναι οι συνθήκες, οι οποίες πρέπει να πληρούνται για να εμφανιστεί το υπό συζήτηση φαινόμενο:

Σε έλξη υπόκειται, πρώτον, συνήθως εκείνη η αναφορική αντωνυμία που υπό κανονικές συνθήκες θα εκφερόταν σε αιτιατική. Η πτώση αυτή παρουσιάζεται ως η πιο ευάλωτη στην έλξη επειδή είναι, σε σύγκριση με τις άλλες, η πιο γενική ως προς τη σημασία της και εκφράζει την πιο αόριστη σχέση. Με την έλξη η αιτιατική μετατρέπεται σε μια από τις πλάγιες πτώσεις, δηλαδή σε γενική ή δοτική, ποτέ όμως σε ονομαστική.

• Για να συμβεί η έλξη πρέπει, δεύτερον, η κύρια πρόταση να απαιτεί ως συμπλήρωμά της την εξαρτημένη αναφορική πρόταση, η σχέση μεταξύ των δύο να είναι δηλαδή πολύ στενή και εσωτερική, έτσι ώστε να τείνουν να σχηματίσουν μία ενιαία έννοια∙ κατά κανόνα η εξαρτημένη αναφορική πρόταση που υπόκειται σε έλξη έχει τον χαρακτήρα επιθετικού προσδιορισμού, ο οποίος "ενσωματώνεται", κατά κάποιον τρόπο, στην έννοια του ουσιαστικού που προσδιορίζει.

Παραδείγματα:

ΗΡΟΔ 1.29 Σόλων […] Ἀθηναίοισι νόμους κελεύσασι ποιήσας ἀπεδήμησε ἔτεα δέκα, κατὰ θεωρίης πρόφασιν ἐκπλώσας, ἵνα δὴ μή τινα τῶν νόμων ἀναγκασθῇ λῦσαι τῶν ἔθετο [= τῶν νόμων τῶν τεθειμένων] || ο Σόλων μετά τους νόμους που έβαλε στους Αθηναίους, επειδή του το είχαν ζητήσει, αποδήμησε για δέκα χρόνια, με την πρόθεση να γνωρίσει τον κόσμο, και γιατί ήθελε βέβαια να μην αναγκαστεί να ακυρώσει κάποιον από τους νόμους που έβαλε.

ΘΟΥΚ 7.21.1 ἐν δὲ τῇ Σικελίᾳ ὑπὸ τοὺς αὐτοὺς χρόνους τούτου τοῦ ἦρος καὶ ὁ Γύλιππος ἧκεν ἐς τὰς Συρακούσας, ἄγων ἀπὸ τῶν πόλεων ὧν ἔπεισε [= τῶν πεισθεισῶν] στρατιὰν ὅσην ἑκασταχόθεν πλείστην ἐδύνατο || στην Σικελία κατά την ίδια περίπου περίοδο εκείνης της άνοιξης επέστρεψε και ο Γύλιππος στις Συρακούσες, φέρνοντας μαζί του από τις πόλεις που κατάφερε να πείσει όσους στρατιώτες μπορούσε να συγκεντρώσει από την κάθε μια.

ΞΕΝ ΚΑναβ 1.7.3 ὅπως οὖν ἔσεσθε ἄνδρες ἄξιοι τῆς ἐλευθερίας ἧς κέκτησθε [= τῆς κεκτημένης ἐλευθερίας] || κοιτάξτε να φανείτε άξιοι της ελευθερίας που έχετε κτήμα σας.

ΠΛ Φαιδ 70a εἴπερ [ἡ ψυχὴ] εἴη […] ἀπηλλαγμένη τούτων τῶν κακῶν ὧν σὺ νυνδὴ διῆλθες πολλὴ ἂν ἐλπὶς εἴη καὶ καλή, ὦ Σώκρατες, ὡς ἀληθῆ ἔστιν ἃ σὺ λέγεις || αν βέβαια η ψυχή υπάρχει απαλλαγμένη από αυτά τα κακά που περιέγραψες προηγουμένως, τότε θα υπήρχαν πολλές και ωραίες ελπίδες, Σωκράτη, ότι όσα λες είναι αληθινά.

ΙΣΟΚΡ 4.113 αὐτοὶ πλείους ἐν τρισὶ μησὶν ἀκρίτους ἀποκτείναντες ὧν ἡ πόλις ἐπὶ τῆς ἀρχῆς ἁπάσης ἔκρινεν || αυτοί που σε διάστημα τριών μηνών σκότωσαν χωρίς δίκη περισσότερους από όσους δίκασε η πολιτεία μας σε όλο το διάστημα που ασκούσε την εξουσία.

ΔΗΜ 37.2 ὑπόλοιπόν ἐστι παρ' ὑμῖν, ὦ ἄνδρες δικασταί, ἐπιδείξανθ' ὡς οὐδ' ὁτιοῦν ἀδικῶ, καὶ μάρτυρας ὧν ἂν λέγω παρασχόμενον, πειρᾶσθαι σῴζειν ἐμαυτόν || δεν μένει τίποτα άλλο, δικαστές, παρά να αποδείξω σε σας ότι δεν έχω διαπράξει οποιοδήποτε αδίκημα, να φέρω μάρτυρες για όσα υποστηρίζω, και να προσπαθήσω να σώσω τον εαυτό μου.

§12.9. Σπανιότερα είναι τα παραδείγματα με έλξη, στα οποία η σχέση της αναφορικής αντωνυμίας με τον όρο που προσδιορίζει δεν εμφανίζεται τόσο στενή. Το παράδειγμα που ακολουθεί είναι αξιοσημείωτο και επειδή πρόκειται για έλξη του εκφερόμενου σε αιτιατική υποκείμενου του απαρεμφάτου (ενώ συνήθως έλκεται το αντικείμενο του ρήματος της αναφορικής πρότασης):

ΛΥΣ 12.27 τίνα γὰρ εἰκὸς ἦν ἧττον ταῦτα ὑπηρετῆσαι ἢ τὸν ἀντειπόντα οἷς ἐκεῖνοι ἐβούλοντο πραχθῆναι; [αντί: τούτοις, ἃ ἐβούλοντο πραχθῆναι] ποιος ήταν λιγότερο πιθανό να εκτελέσει τις εντολές παρά εκείνος που πρόβαλε αντιρρήσεις σε εκείνα τα οποία σχεδίαζαν να κάνουν οι Τριάντα;

§12.10. Έλξη του αναφορικού εμφανίζεται και σε ελλειπτικές προτάσεις:

ΣΟΦ Φιλ 1227 ἔπραξας ἔργον ποῖον ὧν οὔ σοι πρέπον; [αντί: τούτων, ἃ οὒ σοι πρᾶξαι πρέπον ή: ἐκείνων ἃ πρᾶξαι οὐκ ἦν σοι πρέπον] || ποια πράξη έκανες που δεν σου ταίριαζε να κάνεις;

ΞΕΝ Απομν 4.1.4 τῶν ἀνθρώπων τοὺς […] ἐξεργαστικωτάτους ὧν ἂν ἐπιχειρῶσι, παιδευθέντας μὲν καὶ μαθόντας, ἃ δεῖ πράττειν, ἀρίστους καὶ ὠφελιμοτάτους γίγνεσθαι [αντί: τούτων, ἃ ἂν ἐξεργάζεσθαι ἐγχειρῶσι] || εκείνοι από τους ανθρώπους που είναι οι πιο ικανοί να πραγματοποιούν εκείνα με τα οποία ενδεχομένως θα καταπιάνονταν, αν εκπαιδευθούν και μάθουν όσα πρέπει να πράττουν θα γίνουν οι πιο καλοί και οι πιο χρήσιμοι.

ΞΕΝ Π.ιππ 1.2 ὥσπερ οἰκίας οὐδὲν ὄφελος ἂν εἴη, εἰ τὰ ἄνω πάνυ καλὰ ἔχοι μὴ ὑποκειμένων οἵων δεῖ θεμελίων [αντί: οἷα δεῖ ὑποκεῖσθαι] όπως ακριβώς ένα σπίτι θα ήταν ανώφελο, αν το πάνω μέρος φαινόταν καλό ενώ τα θεμέλια δεν στηρίζονταν όπως πρέπει [και εδώ, όπως στο προηγούμενο παράδειγμα από τον Λυσία, υπάρχει έλξη του υποκειμένου του απαρεμφάτου].

§12.11. Έλξη συμβαίνει ακόμη και όταν στην κύρια πρόταση υπάρχει, αντί ουσιαστικού, μια δεικτική αντωνυμία, η οποία, ωστόσο, όταν δεν δηλώνει έμφαση αποσιωπάται:

ΞΕΝ ΚΑναβ 3.1.45 ἐπαινῶ σε ἐφ' οἷς λέγεις τε καὶ πράττεις [αντί: ἐπὶ τούτοις, ἃ λέγεις] || σε επαινώ γι' αυτά που λές και πράττεις.

ΠΛ Απολ 22c οὗτοι [οἱ χρησμῳδοὶ] λέγουσι μὲν πολλὰ καὶ καλὰ, ἴσασιν δὲ οὐδὲν ὧν λέγουσι [αντί: οὐδὲν τούτων, ἃ λέγουσιν] || αυτοί λένε πολλά και ωραία πράγματα, δεν καταλαβαίνουν όμως τίποτα από όσα λένε.

§12.12. Αρκετές φορές εμφανίζεται η έλξη και σε αντωνυμίες που συνοδεύονται από πρόθεση, η οποία επαναλαμβάνεται στην εξαρτημένη πρόταση:

ΘΟΥΚ 3.64.2 καὶ νῦν ἀξιοῦτε, ἀφ' ὧν δι' ἑτέρους ἐγένεσθε ἀγαθοί, ἀπὸ τούτων ὠφελεῖσθαι || και τώρα έχετε την απαίτηση να επωφεληθείτε από εκείνα τα κατορθώματα τα οποία κάνατε για χάρη των γειτόνων σας.

ΔΗΜ 8.23 οἱ γὰρ ἤδη τοσαύτην ἐξουσίαν τοῖς αἰτιᾶσθαι καὶ διαβάλλειν βουλομένοις διδόντες, ὥστε καὶ περὶ ὧν φασι μέλλειν αὐτὸν ποιεῖν, καὶ περὶ τούτων προκατηγορούντων ἀκροᾶσθαι, ―τί ἄν τις λέγοι; [αντί: ἃ ἄν φασι κ.λπ.] || γιατί όταν δίνετε τόση κιόλας εξουσία σε όσους θέλουν να κατηγορούν και να διαβάλλουν, ώστε να τους ακούτε και γι' αυτά που λενε ότι σχεδιάζει ο Διοπείθης να κάνει και γι' αυτά ακόμη, προκαταβολικά, να τον καταγγέλλουν, ― τι να πει κανείς;

Σε αρκετές περιπτώσεις, μολονότι η εξαρτημένη αναφορική πρόταση ισοδυναμεί με έναν επιθετικό προσδιορισμό, βρίσκεται δηλαδή σε στενή σχέση με τη λέξη στην οποία αποδίδεται, δεν υπάρχει έλξη, π.χ.:

ΕΥΡ Ορ 1078-1079 γάμων δὲ τῆς μὲν δυσπότμου τῆσδ' ἐσφάλης, ἥν σοι κατηγγύησ' ἑταιρίαν σέβων || δεν κατάφερες να παντρευτείς τη δύστυχη την αδελφή μου, που στην υποσχέθηκα εκτιμώντας τη φιλία σου.

ΘΟΥΚ 2.70.4 καὶ τὸ δεύτερο ἔτος ἐτελεύτα τῷ πολέμῳ τῷδε ὃν Θουκυδίδης ξυνέγραψεν || και έκλεισε ο δεύτερος χρόνος του πολέμου αυτού που τον εξιστορεί ο Θουκυδίδης.

ΞΕΝ ΚΑναβ 4.7.17 ὥστε μηδὲν λαμβάνει αὐτόθεν τοὺς Ἑλληνας, ἀλλὰ διετράφησαν τοῖς κτήνεσιν ἃ ἐκ τῶν Ταόχων ἔλαβον || έτσι οι Έλληνες δεν μπορούσαν να πάρουν τίποτα από αυτή τη χώρα, αλλά τρέφονταν από τα ζώα που είχαν αρπάξει από τη χώρα των Ταόχων.

ΠΛ Φαιδρ 262c βούλει οὖν, ἐν τῷ Λυσίου λόγῳ, ὃν φέρεις, καὶ ἐν οἷς ἡμεῖς εἴπομεν ἰδεῖν τι ὧν φαμὲν ἄτεχνόν τε καὶ ἔντεχνον εἶναι; || θέλεις λοιπόν να δούμε στο λόγο του Λυσία που κρατάς και σε αυτόν που εκφώνησα εγώ τί από όσα είπαμε είναι καμωμένο με τέχνη και τί χωρίς τέχνη;

ΙΣΟΚΡ 6.89 πολὺ γὰρ κρεῖττον ἐν ταῖς δόξαις αἷς ἔχομεν τελευτῆσαι τὸν βίον μᾶλλον ἢ ζῆν ἐν ταῖς ἀτιμίαις, ἃς ληψόμεθα ποιήσαντες ἃ προστάττουσιν ἡμῖν || διότι είναι προτιμότερο να τελειώσει η ζωή μας με τη δόξα που έχουμε παρά να ζούμε μέσα στην περιφρόνηση που θα μας βαραίνει αν εκτελέσουμε αυτά που μας διατάζουν.

§12.13. Σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις έλξη υφίστανται και η ονομαστική και η γενική της αναφορικής αντωνυμίας:

ΘΟΥΚ 7.67.3 ἐν ὀλίγῳ γὰρ πολλαὶ [νῆες] ἀργότεραι μὲν ἐς τὸ δρᾶν τι ὧν βούλονται ἔσονται, ῥᾷσται δὲ ἐς τὸ βλάπτεσθαι ἀφ' ὧν ἡμῖν παρεσκεύασται [αντί: τούτων, ἃ ἡμῖν κ.λπ.] || γιατί τα πολλά πλοία στον μικρό χώρο θα είναι πιο αργοκίνητα για τους ελιγμούς που θέλουν, και πιο εύκολα να προσβληθούν με τα μέσα που έχουμε ετοιμάσει.

ΠΛ Πρωτ 361e περὶ σοῦ πρὸς πολλοὺς δὴ εἴρηκα ὅτι ὧν ἐντυγχάνω πολὺ μάλιστα ἄγαμαι σέ [αντί: τούτων οἷς ἐντυγχάνω] || το έχω πει ήδη σε πολλούς ότι σε θαυμάζω πολύ περισσότερο από όλους όσους συναντώ.

ΑΙΣΧΙΝ 2.117 παρ' ὧν βοηθεῖς οὐκ ἀπολήψῃ χάριν [αντί: παρὰ τούτων, οἷς] από αυτούς που βοηθάς δεν πρόκειται να δεχτείς ευγνωμοσύνη.

§12.14. Σε μεμονωμένες περιπτώσεις το φαινόμενο της έλξης παρουσιάζεται, εκτός από τους πτωτικούς τύπους των αναφορικών αντωνυμιών, και σε εκείνα τα αναφορικά επιρρήματα που συγγενεύουν ως προς τη σημασία τους με τις πτώσεις:

ΣΟΦ Τρ 701-702 ἐκδὲ γῆς ὅθεν προύκειτ' ἀναζέουσι θρομβώδεις ἀφροί [αντί: οὗ ή ὅπου] || από τη γη όπου κείτονταν, αναδύονται θρόμβοι αφρού.

Το ὅθεν (= "από όπου") χρησιμοποιείται εδώ επειδή έλκεται από το ἐκ γῆς και την κατεύθυνση της κίνησης που προδιαγράφει αυτή η έκφραση. Πρβ. επίσης:

ΘΟΥΚ 1.89.3 Ἀθηναίων δὲ τὸ κοινὸν, ἐπειδὴ αὐτοῖς οἱ βάρβαροι ἐκ τῆς χώρας ἀπῆλθον, διεκομίζοντο εὐθὺς [ενν.: ἐντεῦθεν] ὅθεν ὑπεξέθεντο παῖδας καὶ γυναῖκας καὶ τὴν περιοῦσαν κατασκευήν [αντί: οἷ ὑπεξέθεντο κ.λπ.] || ο λαός της Αθήνας, αμέσως μόλις έφυγαν οι βάρβαροι από τη χώρα τους, μετέφεραν από τα μέρη όπου τα είχαν στείλει τα παιδιά και τις γυναίκες τους καθώς και όλα τα πράγματα που είχαν περισώσει.

ΠΛ Πολιτ 263c τὸ τῆς ἀποπλανήσεως ὁπόθεν ἡμᾶς δεῦρ' ἤγαγεν. οἶμαι μὲν γὰρ μάλιστα, ὅθεν ἐρωτηθεὶς σὺ τὴν ἀγελαιοτροφίαν ὅπῃ διαιρετέον εἶπες […] δύ' εἶναι ζῴων γένη [αντί: ἐκεῖθεν, οὗ … εἶπες] || από πού μας οδήγησε η παρέκβαση σε αυτό το σημείο νομίζω πως βρισκόμασταν εκεί, όπου εσύ όταν ρωτήθηκες πως πρέπει να διαιρέσουμε την αγελαδοτροφία, είπες ότι δύο είναι τα γένη των έμβιων όντων.

§12.15. Σε μιαν ιδιότυπη έλξη υπόκειται η αναφορική αντωνυμία οἷος (καθώς και οι ὅσος, ἡλίκος, ὁποιοστισοῦν, ὁπόσος, δή, ὅστις, ὅστις δή, ὁστισοῦν, ὁποιοσοῦν, ὁπότερος, ὁποτεροσοῦν). Η έλξη αυτή παρουσιάζεται όταν στην εξαρτημένη αναφορική πρόταση αποσιωπάται το ρήμα, καθώς τότε τα προαναφερθέντα αναφορικά παρατίθενται δίπλα στο υποκείμενο της πρότασης και εκφέρονται στην πτώση του ουσιαστικού που προσδιορίζουν. π.χ.:

ΘΟΥΚ 7.21.3 καὶ πρὸς ἄνδρας τολμηρούς, οἵους καὶ Ἀθηναίους, τοὺς ἀντιτολμῶντας χαλεπωτάτους ἂν [αὐτοῖς] φαίνεσθαι [αντί: οἷοι Ἀθηναῖοι εἰσιν] || και σε άντρες τολμηρούς, όπως είναι οι Αθηναίοι, όσοι τολμούσαν να αντιπαραταχθούν θα τους φαίνονταν πολύ επίφοβοι.

ΞΕΝ Απομν 2.9.3 οὐχ ὁρᾷς ὅτι πολλῷ ἥδιόν ἐστι χαριζόμενον οἵῳ σοὶ ἀνδρὶ ἢ ἀπεχθόμενον ὠφελεῖσθαι; [αντί: τοιούτῳ ἀνδρὶ, οἷος σὺ εἶ] δεν βλέπεις ότι είναι πολύπιο ευχάριστο να ωφελείσαι ευεργετώντας έναν άντρα σαν εσένα παρά να του είσαι απεχθής;

ΠΛ Συμπ 220b καί ποτε ὄντος πάγου οἵου δεινοτάτου [αντί: τοιούτου, οἷός ἐστι δεινότατος] || ιδίως κάποτε που είχε πολύ διαπεραστική παγωνιά.

Οι περιπτώσεις όπου δεν συμβαίνει αυτή η έλξη και η πρόταση εμφανίζεται πλήρης είναι σπάνιες, π. χ:

ΞΕΝ ΚΠαιδ 6.1.45 εὖ οἶδ' ὅτι ἄσμενος ἂν πρὸς ἄνδρα οἷος σὺ εἶ ἀπαλλαγείη || ξέρω καλά ότι με ευχαρίστηση θα τον εγκαταλείψει και θα έρθει σε έναν άνδρα σαν εσένα.

§12.16. Στην πρώτη και κύρια, στην "κανονική" δηλαδή μορφή έλξης, όπως αναπτύχθηκε προηγουμένως, η αναφορική αντωνυμία εξομοιώνεται ως προς την πτώση προς τη λέξη που προσδιορίζει. Κατά τη λεγόμενη "αντίστροφη έλξη" συμβαίνει, όπως υποδηλώνει και το όνομά της, το αντίθετο: η λέξη που προσδιορίζεται από αυτήν εξομοιώνεται ως προς την πτώση προς την αναφορική αντωνυμία.

§12.17. Η δεύτερη αυτή μορφή έλξης δεν είναι τόσο συχνή όσο η πρώτη και όρος για να συμβεί είναι το εξής: Η αναφορική πρόταση ακολουθεί ύστερα από την εκφορά ενός μόνο τμήματος της ανολοκλήρωτης ακόμη κύριας πρότασης, από το οποίο δεν προδιαγράφονται τα συντακτικά συμφραζόμενα στα οποία πρόκειται να ενσωματωθεί. Η προσωρινή αυτή συντακτική απροσδιοριστία του τμήματος εκείνου της κύριας πρότασης, το οποίο προηγείται της παρεμβαλλόμενης εξαρτημένης αναφορικής πρότασης, προκαλεί την εξομοίωση του όρου της κύριας πρότασης προς την αναφορική αντωνυμία.

Η αντίστροφη έλξη εμφανίζεται συνήθως στις περιπτώσεις εκείνες, κατά τις οποίες το ουσιαστικό της κύριας πρότασης που έλκεται από το αναφορικό θα εκφερόταν, αν δεν υπήρχε έλξη, σε ονομαστική ή αιτιατική. Και αυτή η μορφή έλξης παρουσιάζεται ήδη στον Όμηρο:

ΟΜ Ιλ 14.75-75 νῆες ὅσαι πρῶται εἰρύαται ἄγχι θαλάσσης, ἕλκωμεν [αντί: νῆας] τα πλοία, όσα ανασύρθηκαν πρώτα στη στεριά δίπλα στη θάλασσα, να τα σύρουμε στο νερό.

ΣΟΦ ΟΤ 449-451 τὸν ἄνδρα τοῦτον, ὃν πάλαι ζητεῖς ἀπειλῶν κἀνακηρύσσων φόνον τὸν Λαΐειον, οὗτός ἐστιν ἐνθάδε [αντί: ὁ ἀνήρ] || αυτός ο άνθρωπος που τον αναζητάς από καιρό και τον απειλείς διαλαλώντας τον φόνο του Λαου ― αυτός λοιπόν είναι εδώ.

ΗΡΟΔ 2.106 τὰς δὲ στήλας τὰς ἵστα κατὰ τὰς χώρας ὁ Αἰγύπτου βασιλεὺς Σέσωστρις, αἱ πλεῦνες οὐκέτι φαίνονται περιεοῦσαι [αντί: αἱ στῆλαι] || όσο για τις στήλες που έστηνε ο βασιλιάς της Αιγύπτου Σέσωστρις στους διάφορους τόπους, οι πιο πολλές δεν φαίνεται να σώζονται πια.

ΞΕΝ ΚΑναβ 3.1.6 ἀνεῖλεν αὐτῷ ὁ Ἀπόλλων θεοῖς οἷς ἔδει θύειν [αντί: θεούς] || του χρησμοδότησε ο Απόλλων σε ποιους θεούς έπρεπε να προσφέρει θυσίες.

ΞΕΝ ΚΑναβ 5.5.19 Κοτυωρίτας δέ, οὓς ὑμετέρους φατὲ εἶναι, εἴ τι αὐτῶν εἰλήφαμεν, αὐτοὶ αἴτιοί εἰσιν [αντί: Κοτυωρῖται] || όσο για τους Κοτυωρίτες, για τους οποίους λέτε ότι είναι υπήκοοί σας, αν πήραμε κάτι από αυτούς, φταίνε οι ίδιοι.

ΙΣΟΚΡ 6.48 πολιτείαν οἵαν εἶναι χρή, παρὰ μόνοις ἡμῖν ἐστιν [αντί: πολιτεία] πολίτευμα τέτοιο, όπως πρέπει να έχουν οι άνθρωποι, υπάρχει μόνο σε εμάς.

§12.18. Πολύ συνηθισμένη είναι η αντίστροφη έλξη στην περίπτωση του οὐδεὶς ὅστις (σπάνια ὅς) οὔ όταν παραλείπεται το ἐστί:

ΠΛ Μεν 70c αὐτὸς παρέχων αὑτὸν ἐρωτᾶν τῶν Ἑλλήνων τῷ βουλομένῳ ὅτι ἄν τις βούληται, καὶ οὐδενὶ ὅτῳ οὐκ ἀποκρινόμενος || έθετε ο ίδιος τον εαυτό του στη διάθεση κάθε Έλληνα που το επιθυμούσε να τον ρωτήσουν ό,τι ήθελαν, και δεν υπήρχε κανένας στον οποίον να μην απαντούσε.

ΠΛ Πρωτ 317c οὐδενὸς ὅτου οὐ πάντων ἂν ὑμῶν καθ' ἡλικίαν πατὴρ εἴην δεν υπάρχει κανένας ανάμεσά σας, του οποίου δεν θα μπορούσα να ήμουν πατέρας.

ΔΗΜ 18.200 εἰ γὰρ ταῦτα προεῖτο ἀκονιτί, περὶ ὧν οὐδένα κίνδυνον ὅντιν' οὐχ ὑπέμειναν οἱ πρόγονοι, τις οὐχὶ κατέπτυσεν ἂν σοῦ; || γιατί αν τα εγκατάλειπε χωρίς αγώνα αυτά, για τα οποία δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος που να μην τον υπέμειναν οι πρόγονοι, ποιος δεν θα σε έφτυνε κατάμουτρα;

Εδώ ανήκουν και οι φράσεις θαυμαστὸς ὅσος, θαυμαστοῦ ὅσου, θαυμασίως ὡς κ.λπ. αντί του θαυμαστόν ἔστιν, ὅσος, ὅσου, θαυμάσιόν ἐστιν, ὡς κ.λπ.:

ΠΛ Πολ 350c-d ὁ Θρασύμαχος ὡμολόγησε πάντα ταῦτα[…] οὐχ ῥᾳδίως, ἀλλ' ἑλκόμενος καὶ μόγις, μετὰ ἱδρῶτος θαυμαστοῦ ὅσου, ἅτε και θέρους ὄντος [αντί: θαυμαστόν ἐστι, μεθ' ὅσου] || ο Θρασύμαχος τα ομολόγησε όλα αυτά όχι έτσι εύκολα, αλλά με δυσκολία και συρόμενος, χύνοντας ποτάμι τον ιδρώτα, γιατί είναι και καλοκαίρι.

ΠΛ Πολ 331a εὖ οὖν λέγει θαυμαστῶς ὡς σφόδρα [αντί: θαυμαστόν ἐστι, ὡς] καλά τα λέει, με πολύ αξιοθαύμαστο τρόπο.

ΠΛ Συμπ 220b εἴ τις ἐξίοι, ἠμφιεσμένων τε θαυμαστὰ δὴ ὅσα [αντί: θαυμαστὸν ἦν, ὅσα ἠμφιεσμένοι ἐξῇσαν] || αν έβγαινε κανείς έξω, φορούσαν όλοι περίεργα χοντρά [ή: ένα σωρό πρόσθετα] ρούχα.

ΠΛ Γοργ 471a [Ἀρχέλαος] θαυμασίως ὡς ἄθλιος γέγονεν [αντί: θαυμάσιόν ἐστι, ὡς ἄθλιος γέγονε] || έγινε με πολύ παράξενο τρόπο δυστυχισμένος.

§12.19. Σε μεμονωμένες περιπτώσεις η αντίστροφη έλξη εμφανίζεται και σε συνάρτηση με τοπικά επιρρήματα, π.χ.:

ΣΟΦ ΟΚ 1224-1227 μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον∙ τὸ δ' ἐπεὶ φανῇ, βῆναι κεῖσ' ὁπόθεν περ ἥκει πολὺ δεύτερον ὡς τάχιστα || το καλύτερο από όλα είναι να μην γεννηθεί κανείς αλλά αφού γεννηθεί, δεύτερο καλό είναι να πάει το γρηγορότερο εκεί, από όπου ήρθε.

Το κεῖθεν τίθεται στην προηγούμενη πρόταση διότι έλκεται από το ὅθεν∙ κανονικά θα έπρεπε να υπάρχει εδώ το ἐκεῖσε αφού προηγείται ένα ρήμα (βῆναι), το οποίο απαιτεί μιαν έκφραση που να απαντά στο ερώτημα "προς τα που;". Άλλο παράδειγμα:

ΠΛ Κριτ 45b-c πολλαχοῦ γὰρ καὶ ἄλλοσε ὅποι ἂν ἀφίκῃ, ἀγαπήσουσί σε [αντί: ἀλλαχοῦ, ὅποι] || σε πολλά άλλα μέρη, όπου κι αν πας, θα σε υποδεχτούν φιλικά.

§12.20. Η θέση του αναφορικού ("έλξη του αναφορικού ως προς τη θέση", "μετάθεση" ή "μετατόπιση"): Εκτός από την προηγούμενη, "πτωτική έλξη", στην ΑΕ απαντάται και το φαινόμενο της "έλξης του αναφορικού ως προς τη θέση" του. Συχνά, δηλαδή, παρατηρείται, λ.χ., η μετατόπιση ή μετάθεση του συσχετικού με την αναφορική αντωνυμία ουσιαστικού από την κύρια στην εξαρτημένη αναφορική πρόταση. Αυτή η μορφή έλξης είναι ένα ακόμη μέσο για να δηλωθεί η στενή σχέση της αναφορικής με την κύρια πρόταση ή με έναν όρο της τελευταίας. Ενώ όμως μέσω της "πτωτικής" έλξης η σχέση αυτή παρουσιάζεται ως "συνένωση" και "συγχώνευση" της αναφορικής και της κύριας πρότασης σε μία έννοια, με τον υπό συζήτηση τύπο έλξης αναφορική και κύρια πρόταση συμπλέκονται υπό τη μορφή του αναγκαίου καθορισμού της μιας από την άλλη.

Οι εξαρτημένες αναφορικές προτάσεις αντιστοιχούν, όπως ήδη αναφέρθηκε, στα επίθετα, τα οποία ως επιθετικοί προσδιορισμοί πολύ συχνά ακολουθούν το ουσιαστικό που προσδιορίζουν, όπως π.χ.:

ΞΕΝ ΚΠαιδ 4.6.9 ἔστι μοι θυγάτηρ παρθένος ἀγαπητὴ γάμου ἤδη ὡραία || έχω κόρη παρθένα μονάκριβη σε ηλικία γάμου.

Λογικά η θέση της αναφορικής πρότασης είναι, όπως και του επιθετικού προσδιορισμού, μετά το ουσιαστικό στο οποίο αναφέρεται και το οποίο προσδιορίζει. Η εξαρτημένη πρόταση έχει στην περίπτωση αυτήν τη σημασία και τη λειτουργία ενός επιθέτου, π.χ.:

ΞΕΝ ΚΑναβ 1.1.2 Κῦρον μεταπέμπεται ἀπὸ τῆς ἀρχῆς, ἧς αὐτὸν σατράπην ἐποίησε τον Κύρο έστειλε [ο Δαρείος ανθρώπους] και τον προσκάλεσε από την επαρχία, στην οποία τον είχε διορίσει σατράπη.

Όπως όμως μπορεί να συμβαίνει και στο συνημμένο με ένα ουσιαστικό επίθετο, έτσι και στη σχέση κύριας και εξαρτημένης αναφορικής πρότασης ενδέχεται να υπάρξει ανακατανομή του βάρους και της έμφασης, έτσι ώστε φορέας της "ουσιαστικής" σημασίας να είναι η εξαρτημένη αναφορική και όχι η κύρια πρόταση. Στην περίπτωση αυτή αντιστρέφονται οι λειτουργίες: η δευτερεύουσα αναφορική πρόταση λειτουργεί ως "ουσιαστικό" και η κύρια επιθετικά, ως "επίθετο". Την αντιστροφή αυτήν η ΑΕ την δηλώνει "μεταθέτοντας" ή "μετατοπίζοντας" το ουσιαστικό της κύριας πρότασης, στο οποίο αναφέρεται η αναφορική, σε αυτήν την τελευταία και υποτάσσοντάς το στη σύνταξη του ρήματος της εξαρτημένης πρότασης. Το ουσιαστικό παραμένει κατά την "μετάθεση" ή "μετατόπιση" αυτή, όπως αποκαλείται το υπό συζήτηση φαινόμενο, χωρίς άρθρο. Παραδείγματα:

ΣΟΦ Αντ 1156-1157 οὐκ ἔσθ' ὁποῖον στάντ' ἂν ἀνθρώπου βίον οὔτ' αἰνέσαιμ' ἂν οὔτε μεμψαίμην ποτέ [αντί: οὐκ ἔστιν τοιοῦτος ἀνθρώπου βίος, ὁποῖον κ.λπ.] || δεν υπάρχει καμιά ανθρώπινη ζωή, όποια και αν είναι η κατάστασή της, που θα μπορούσα να την εξυμνήσω ή να την επικρίνω.

ΣΟΦ Ηλ 809-810 ἀποσπάσας γὰρ τῆς ἐμῆς οἴχῃ φρενὸς αἵ μοι μόναι παρῆσαν ἐλπίδων ἔτι [αντί: τὰς ἐλπίδας ή έκείνας τῶν ἐλπίδων, αἵ μοι μόναι κ.λπ.] || γιατί έφυγες και ξερίζωσες από μέσα μου τις μόνες ελπίδες που μου απόμεναν πια.

ΕΥΡ Ιππ 388-390 ταῦτ'οὖν ἐπειδὴ τυγχάνω φρονοῦσ' ἐγὼ οὐκ ἔσθ' ὁποίῳ φαρμάκῳ διαφθερεῖν ἔμελλον, ὥστε τοὔμπαλιν πεσεῖν φρενῶν [αντί: οὐκ ἔστι φάρμακον, ὁποίῳ κ.λπ.] || αφού λοιπόν αυτά είναι όσα πιστεύω δεν υπάρχει γιατρικό που να μπορεί να μου τα διώξει ώστε να μου αλλάξει τα μυαλά.

ΕΥΡ Ανδρ 91-93 χώρει νῦν∙ ἡμεῖς δ', οἷσπερ ἐγκείμεσθ' ἀεὶ θρήνοισι καὶ γόοισι καὶ δακρύμασι, πρὸς αἰθέρ' ἐκτενοῦμεν [αντί: ἡμεῖς δὲ θρήνους καὶ γόους καὶ δακρύματα, οἷς ἐγκ. ἀεί, ἐκτενοῦμεν] || πήγαινε τώρα∙ όσο για μένα τους θρήνους, τα κλάματα και τα δάκρυα που είμαι βουτηγμένη σε όλη μου τη ζωή θα τα φτάσω μέχρι τον αιθέρα.

ΘΟΥΚ 2.92.5 ἔστησαν οἱ Πελοποννήσιοι τροπαῖον ὡς νενικηκότες τῆς τροπῆς, ἃς πρὸς τῇ γῇ διέφθειραν ναῦς [αντί: τροπαῖον ὡς νενικηκότες τῆς τροπῆς τῶν νεῶν, ἃς κ.λπ.] || έστησαν και οι Πελοποννήσιοι μνημείο καθώς βγήκαν νικητές κατά την καταδίωξη των πλοίων που κατέστρεψαν κοντά στην ακτή.

ΘΟΥΚ 6.30.1 τῶν μὲν οὖν ξυμμάχων τοῖς πλείστοις καὶ ταῖς σιταγωγοῖς ὁλκάσι καὶ τοῖς πλοίοις καὶ ὅση λλη παρασκευ ξυνείπετο πρότερον εἴρητο ἐς Κέρκυραν ξυλλέγεσθαι [αντί: καὶ τῇ ἄλλῃ παρασκευῇ, ἣν ξυνείπετο κ.λπ.] || στα περισσότερα καράβια των συμμάχων, και στα φορτηγά που μετέφεραν σιτάρι και στα άλλα πλεούμενα και σε όλη την υπόλοιπη νηοπομπή που ακολουθούσε, είχε δοθεί νωρίτερα η εντολή να συγκεντρωθούν στην Κέρκυρα.

ΞΕΝ Απομν 1.1.1 ἀδικεῖ Σωκράτης οὓς μὲν ἡ πόλις νομίζει θεοὺς οὐ νομίζων [αντί: οὐ νομίζων θεούς, οὓς κ.λπ.] || ο Σωκράτης διαπράττει αδίκημα επειδή δεν πιστεύει στους θεούς που αποδέχεται η πόλη.

ΞΕΝ ΚΑναβ 1.9.14 οὓς ἐώρα ἐθέλοντας κινδυνεύειν, τούτους καὶ ἄρχοντας ἔποίει ἧς κατεστρέφετο χώρας [αντί: τῆς χώρας, ἣν κτλ.] || όσους από τους άνδρες του τους έβλεπε να είναι πρόθυμοι να ριψοκινδυνεύσουν, αυτούς διόριζε ηγεμόνες στις χώρες που υπέτασσε.

ΞΕΝ Ελλ 4.1.23 [Ἡριππίδας] ἐπορεύετο σὺν εἶχε δυνάμει [αντί: σὺν τῇ δυνάμει, ἣν εἶχε] || ο Ηριππίδας ξεκίνησε με τη δύναμη που είχε.

ΠΛ Λαχ 188d τῷ ὄντι [ζῆν ἡρμοσμένος οὗ] αὐτὸς αὑτοῦ τὸν βίον σύμφωνον τοῖς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα, ἀτεχνῶς δωριστὶ ἀλλ' οὐκ ἰαστί, οἴομαι δὲ οὐδὲ φρυγιστὶ οὐδὲ λυδιστί, ἀλλ' ἥπερ μόνη Ἑλληνική ἐστιν ἁρμονία [αντί: ἀλλὰ τῇ ἁρμονίᾳ, ἥπερ κ.λπ.] || αυτός ζει πραγματικά σε αρμονία, καθώς εναρμονίζει στη ζωή του τα λόγια με τα έργα, σε ανεπιτήδευτα δωρική, όχι σε ιωνική κλίμακα, ούτε σε φρυγική ή λυδική, θαρρώ, αλλά σε εκείνη ακριβώς που είναι η μόνη ελληνική.

ΠΛ Πρωτ 318d Ἱπποκράτης ὅδε Πρωταγόρᾳ συγγενόμενος, ἂν αὐτῷ ἡμέρᾳ συγγένηται, βελτίων ἄπεισι γενόμενος [αντί: τῇ ἡμέρᾳ, ᾗ κ.λπ.] || τούτος εδώ ο Ιπποκράτης με το να συναναστρέφεται τον Πρωταγόρα, στην κάθε μέρα που θα τον συναναστρέφεται, θα φεύγει καλύτερος.

§12.21. Όταν το ουσιαστικό της κύριας πρότασης συνοδεύεται από έναν επιθετικό προσδιορισμό ή έναν προσδιορισμό σε γενική, τότε υπάρχουν τα εξής ενδεχόμενα "μετατόπισης", από τα οποία προκύπτει ότι η λέξη και η έννοια που είναι φορέας της έμφασης ενσωματώνεται στην εξαρτημένη αναφορική πρόταση:

(α) Το ουσιαστικό μετατοπίζεται μαζί με το επίθετο στην εξαρτημένη αναφορική πρόταση, ενώ η δεικτική αντωνυμία παραμένει στην κύρια:

ΟΜ Ιλ 19.326 ἠὲ [εἴ κεν πυθοίμην] τὸν ὃς Σκύρῳ μοι ἔνι τρέφεται φίλος υἱός, εἴ που ἔτι ζώει γε Νεοπτόλεμος θεοειδής || ή ακόμη [αν μάθαινα] γι' αυτόν που μου μεγαλώνει στη Σκύρο, τον ίδιο μου το γιο, αν ζει ακόμη ο όμοιος με θεό στην όψη Νεοπτόλεμος.

ΔΗΜ 52.12 ὧν ἐγὼ ἤθελον τούτῳ ταύτην ἥτις εἴη μεγίστη πίστις δοῦναι για τα οποία προσφέρθηκα να ορκιστώ στον ενάγοντα με εκείνον που είναι ο πιο βαρύς όρκος.

(β) Το ουσιαστικό παραμένει στην κύρια πρόταση, ενώ στην αναφορική πρόταση μετατίθεται μόνο το επίθετο ή η επιθετική αντωνυμία:

ΟΜ Ιλ 6.452 οὔτε κασιγνήτων [τόσσον μέλει ἄλγος ὀπίσσω], οἵ κεν πολέες τε καὶ ἐσθλοὶ ἐν κονίῃσι πέσοιεν ὑπ' ἀνδράσι δυσμενέεσσιν || ούτε και ο πόνος για τα αδέλφια μου θα με στεναχωρήσει τόσο, που πολλά και γενναία θα κυλιστούν στη σκόνη χτυπημένα από άντρες εχθρικούς.

ΘΟΥΚ 2.45.1 παισὶδ' αὖ ὅσοι τῶνδε πάρεστε ἢ ἀδελφοῖς ὁρῶ μέγαν τὸν ἀγῶνα || για τα παιδιά όμως και τα νεώτερα αδέρφια όσων παρευρίσκεστε εδώ βλέπω μεγάλο τον αγώνα.

ΘΟΥΚ 2.48.3 καὶ τὰς αἰτίας [λεγέτω] ἅστινας νομίζει τοσαύτης μεταβολῆς ἱκανὰς εἶναι δύναμιν ἐς τὸ μεταστῆσαι σχεῖν || και ας αναφέρει τις αιτίες που νομίζει ότι είναι αρκετά ισχυρές για να προκαλέσουν τόσο μεγάλη μεταβολή ώστε να αποτρέψουν τον θάνατο.

ΘΟΥΚ 4.113.3 οἱ δὲ ἐς τὰς ναῦς, αἳ ἐφρούρουν δύο, καταφυγόντες διασῴζονται || άλλοι βρίσκοντας καταφύγιο στα δύο πλοία τους που φρουρούσαν το μέρος σώθηκαν.

ΘΟΥΚ 7.43.3 καὶ προσβάντες τὸ τείχισμα ὃ ἦν αὐτόθι τῶν Συρακοσίων αἱροῦσι καὶ ἄνδρας τῶν φυλάκων ἀποκτείνουσιν || και αφού ανέβηκαν κατέλαβαν το οχύρωμα των Συρακουσίων που βρισκόταν εκεί και σκότωσαν μερικούς από τους φρουρούς.

(γ) Το επίθετο (ή η μετοχή) διατηρείται στη κύρια πρόταση και στην αναφορική πρόταση ενσωματώνεται μόνο το ουσιαστικό:

ΕΥΡ Ελ 306-307 Ἑλένη, τὸν ἐλθόνθ', ὅστις ἐστὶν ὁ ξένος, μὴ πάντ' ἀληθῆ δοξάσῃς εἰρηκέναι [αντί: τὸν ἐλθόντα ξένον, ὅστις ἐστί κ.λπ.] || Ελένη, όποιος και αν είναι ο ξένος που ήρθε, μη τα θεωρήσεις αληθινά όλα όσα είπε.

ΞΕΝ ΚΑναβ 7.1.17 ἄλλοι δὲ οἳ ἐτύγχανον ἔνδον ὄντες τῶν στρατιωτῶν, ὡς ὁρῶσι τὰ ἐπὶ ταῖς πύλαις πράγματα, διακόπτοντες ταῖς ἀξίναις τὰ κλεῖθρα ἀναπεταννύουσι τὰς πύλας || άλλοι πάλι από τους στρατιώτες, οι οποίοι βρίσκονταν μέσα στα τείχη, μόλις είδαν αυτά που συνέβαιναν στις πύλες, σπάζοντας με τις αξίνες τις κλειδαριές ανοίγουν διάπλατα τις πύλες.

ΔΗΜ 19.203 οὐ μὲν ἀλλ' ἔγωγ' οἶμαι μοι προσήκειν ἀμφότερ' ὑμῖν ἐπιδεῖξαι, καὶ ὅτι ψεύσεται, ταῦτ' ἐὰν λέγειν, καὶ τὴν δικαίαν, ἥτις ἐστὶν ἀπολογία || νομίζω ωστόσο ότι οφείλω να σας καταδείξω και τα δύο, και ότι θα πει ψέμματα εάν τα ισχυριστεί αυτά, και το τί είναι μια ορθή υπεράσπιση.

(δ) Εάν το ουσιαστικό συνοδεύεται από περισσότερα του ενός επίθετα, ενδέχεται το ένα από αυτά να παραμένει μαζί με το ουσιαστικό στην κύρια πρόταση, ενώ τα άλλα μετατοπίζονται στην εξαρτημένη αναφορική πρόταση:

ΟΜ Ιλ 2.763-764 ἵπποι μὲν μέγ' ἄρισται ἔσαν Φηρητιάδαο, τὰς Εὔμηλος ἔλαυνε ποδώκεας ὄρνιθας ὥς || καλύτερα με διαφορά αναδείχτηκαν τα άλογα του Φέρητα που τα οδηγούσε ο Εύμηλος, γοργόποδα σαν πουλιά.

ΟΜ Ιλ 13.339-340 ἔφριξεν δὲ μάχη φθισίμβροτος ἐγχείῃσι μακρῇς, ἃς εἶχον ταμεσίχροας || και έβριθε η μάχη που ρημάζει τους άντρες από μακριά κοντάρια που τα κρατούσαν, από κείνα που τρυπούν τα σώματα.

§12.22. Η παράθεση στο ουσιαστικό, στο οποίο αναφέρεται η εξαρτημένη αναφορική πρόταση, έλκεται ενίοτε από αυτήν την τελευταία όταν πρόκειται να καταλάβει εδώ μια πιο κατάλληλη και πιο εμφαντική θέση:

ΟΜ Οδ 1.68-70 Ποσειδάων γαιήοχος ἀσκελὲς αἰὲν Κύκλωπος κεχόλωται, ὃν ὀφθαλμοῦ [Ὀδυσσεύς] ἀλάωσεν, ἀντίθεον Πολύφημον || ο Ποσειδώνας που σείει τη γη είναι διαρκώς και αγύριστα οργισμένος εξαιτίας του Κύκλωπα, τον οποίον ο Οδυσσέας τύφλωσε στο μάτι, τον ισόθεο Πολύφημο.

ΠΛ Απολ 41a εἰ γάρ τις ἀφικόμενος εἰς Ἅιδου, ἀπαλλαγεὶς τουτωνὶ τῶν φασκόντων δικαστῶν εἶναι, εὑρήσει τοὺς ὡς ἀληθῶς δικαστάς, οἵπερ καὶ λέγονται ἐκεῖ δικάζειν, Μίνως τε καὶ Ῥαδάμανθυς καὶ Αἰακὸς καὶ Τριπτόλεμος καὶ ἄλλοι ὅσοι τῶν ἡμιθέων δίκαιοι ἐγένοντο ἐν τῷ ἑαυτῶν βίῳ || αν κανείς, φτάνοντας στον Άδη και έχοντας γλυτώσει από αυτούς εδώ που ισχυρίζονται πως είναι δικαστές, βρει τους αληθινούς δικαστές, οι οποίοι όπως λέγεται δικάζουν εκεί, τον Μίνωα, τον Ραδάμανθυ, τον Τριπτόλεμο και άλλους ημίθεους που στάθηκαν δίκαιοι στη ζωή τους.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Συχνά ένα ―κατά κανόνα έναρθρο― ουσιαστικό ενσωματώνεται, ομοιόπτωτο με την αναφορική αντωνυμία, στην εξαρτημένη αναφορική πρόταση ως επεξήγηση της έννοιας που περιγράφεται με την ίδια αυτή πρόταση:

ΣΟΦ Αντ 404-405 ταύτην γ' ἰδὼν θάπτουσαν ὃν σὺ τὸν νεκρὸν ἀπεῖπας || αυτή είδε να θάβω αυτόν τον νεκρό που εσύ μου το απαγόρεψες.

ΞΕΝ ΚΠαιδ 1.4.26 τέλος δὲ καὶ ἣν εἶχε στολὴν τὴν Μηδικὴν ἐκδύντα δοῦναί τινι || και τέλος ότι έδωσε σε κάποιον, αφού το έβγαλε, και το φόρεμα που είχε το Μηδικό.

ΠΛ Θεαιτ 167b ἐποίησε δοξάσαι ἕτερα τοιαῦτα, δή τινες τὰ φαντάσματα ὑπὸ ἀπειρίας ἀληθῆ καλοῦσιν || κάνουν κάποιον να σχηματίζει παρόμοιες δοξασίες, τις οποίες παραστάσεις μερικοί τις ονομάζουν από άγνοια αληθινές.

§12.23. Ως ένας είδος έλξης μπορεί να χαρακτηριστεί και το φαινόμενο του "εγκιβωτισμού" στην εξαρτημένη αναφορική πρότασης μιας άλλης, υποταγμένης σε αυτήν δευτερεύουσας πρόταση: Όταν, δηλαδή, στην εξαρτημένη αναφορική πρόταση ενσωματώνεται μια άλλη, υποταγμένη σε αυτήν δευτερεύουσα πρόταση (ή μια μετοχή που υποκαθιστά μια τέτοια δευτερεύουσα πρόταση), τότε οι δύο εξαρτημένες προτάσεις συνδέονται με τον ακόλουθο τρόπο: Η αναφορική αντωνυμία δεν ακολουθεί τη σύνταξη της αναφορικής πρότασης, αλλά "έλκεται" και εναρμονίζεται συντακτικά με την υποταγμένη σε αυτήν δευτερεύουσα πρόταση, η οποία έτσι "εγκιβωτίζεται" στην πρώτη. Κατά τη διεργασία τούτη η αναφορική αντωνυμία της αναφορικής πρότασης λαμβάνει τη μορφή εκείνη που θα είχε η δεικτική ή προσωπική αντωνυμία της υποταγμένης σε αυτήν δευτερεύουσας πρότασης, η οποία δεικτική ή προσωπική αντωνυμία όμως τώρα εκπίπτει επιφέροντας τον "εγκιβωτισμό" αυτής της τελευταίας πρότασης στην αναφορική:

ΘΟΥΚ 5.103.2 ὅ ὑμεῖς […] μὴ βούλεσθε παθεῖν μηδὲ ὁμοιωθῆναι τοῖς πολλοῖς, οἷς παρὸν ἀνθρωπείως ἔτι σῴζεσθαι, ἐπειδὰν πιεζομένους αὐτοὺς ἐπιλίπωσιν αἱ φανεραὶ ἐλπίδες, ἐπὶ τὰς ἀφανεῖς καθίστανται μαντικήν τε καὶ χρησμοὺς καὶ ὅσα τοιαῦτα μετ' ἐλπίδων λυμαίνεται [αντί: τοῖς πολλοῖς οἵ,παρὸν αὐτοῖς ἔτι σῴζεσθαι, ἐπειδὰν κ.λπ.] || μη θελήσετε εσείς να το πάθετε αυτό και μη γίνετε όμοιοι με τους πολλούς που ενώ είναι στο χέρι τους να σωθούνε με ανθρώπινα μέσα, μόλις, καθώς βρίσκονται υπό πίεση, τους εγκαταλείψουν οι χειροπιαστές ελπίδες, στρέφονται στις θολές, τη μαντεία, τους χρησμούς και όλα τα παρόμοια που ρημάζουν τον άνθρωπο δίνοντάς του ελπίδες.

ΘΟΥΚ 6.11.1 ἀνόητον δ' ἐπὶ τοιούτους ἰέναι ὧν κρατήσας μὴ κατασχήσει τις [αντί: οὓς, ἐπειδὰν αὐτῶν κρατήσῃ, μὴ κατασχήσει τις] || είναι όμως άτοπο νε επιτεθεί κανείς σε τόσους πολλούς, τους οποίους όταν τους νικήσει δεν θα μπορέσει να τους κρατήσει υποταγμένους.

ΠΛ Γοργ 492b <τί ἂν> τῇ ἀληθείᾳ αἴσχιον καὶ κάκιον εἴη σωφροσύνης καὶ δικαιοσύνης τούτοις τοῖς ἀνθρώποις, οἷς ἐξὸν ἀπολαύειν τῶν ἀγαθῶν καὶ μηδενὸς ἐμποδὼν ὄντος, αὐτοὶ ἑαυτοῖς δεσπότην ἐπαγάγοιντο τὸν τῶν πολλῶν ἀνθρώπων νόμον τε καὶ λόγον καὶ ψόγον; [αντί: τούτοις τοῖς ἀνθρώποις οἵ, ἐξὸν αὐτοῖς ἀπολαύειν…, αὐτοὶ ἑαυτοῖς ἐπαγάγοιντο κ.λπ.] || τί θα ήταν πιο αισχρό και πιο κακό γι' αυτούς τους ανθρώπους οι οποίοι, μολονότι έχουν τη δυνατότητα να απολαμβάνουν τα αγαθά και κανείς δεν τους στέκεται εμπόδιο, θα ανήγαγαν οι ίδιοι σε εξουσιαστή του εαυτού τους τον νόμο, τα λόγια και τις επικρίσεις του πλήθους.

ΙΣΟΚΡ 8.44 ἀλλ' ἄρχειν μὲν ἁπάντων ζητοῦμεν, στρατεύεσθαι δ' οὐκ ἐθέλομεν, καὶ πόλεμον μὲν μικροῦ δεῖν πρὸς ἅπαντας ἀνθρώπους ἀναιρούμεθα, πρὸς δὲ τοῦτον οὐχ ἡμᾶς αὐτοὺς ἀσκοῦμεν, ἀλλ' ἀνθρώπους τοὺς μὲν ἀπόλιδας, τοὺς δ' αὐτομόλους, τοὺς δ' ἐκ τῶν ἄλλων κακουργιῶν συνερρυηκότας, οἷς ὁπόταν τις διδῷ πλείω μισθόν, μετ' ἐκείνων ἐφ' ἡμᾶς ἀκολουθήσουσιν [αντί: οἵ, ὁπόταν τις αὐτοῖς (…) διδῷ, (…) μετ' ἐκείνων (…) ἀκολουθήσουσιν] || ενώ επιδιώκουμε την αρχηγία όλων των άλλων, δεν θέλουμε οι ίδιοι να εκστρατεύουμε, και ενώ κηρύσσουμε πόλεμο εναντίον όλων σχεδόν των ανθρώπων, δεν ασκούμαστε εμείς οι ίδιοι για να πολεμήσουμε, αλλά χρησιμοποιούμε εξόριστους, λιποτάκτες και φυγάδες για άλλα παραπτώματα που μαζεύτηκαν εδώ, οι οποίοι, αν άλλοι τους δώσουν μεγαλύτερο μισθό, θα πάνε με το μέρος τους και θα πολεμήσουν εναντίον μας.

Τελευταία Ενημέρωση: 05 Ιούν 2012, 10:18