ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Κατεβάστε τον Acrobat Reader

Διδασκαλία - Εκπαίδευση 

Ενδογλωσσική Μετάφραση 

Ιστορική επισκόπηση της ενδογλωσσικής μετάφρασης (του Ν. Βαρμάζη) 

2. Εκπαιδευτικά προγράμματα του 1836, 1897, 1914

2.1. Η ενδογλωσσική μετάφραση στο Πρόγραμμα του 1836

Το γενικότερο κλίμα που διαμόρφωσαν στην Ευρώπη ο ρομαντισμός, ο νεοανθρωπισμός, ο φιλελληνισμός, αλλά και οι ειδικότερες πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, κάτω από τις οποίες διαμορφώθηκε το νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος, επέτρεψαν να εδραιωθεί ένα ξενόφερτο εκπαιδευτικό ιδεώδες, που κολάκευε όμως την εθνική φιλοτιμία. Η πρώτη κρατική εκπαιδευτική νομοθεσία μεταφύτεψε πιστά το βαβαρικό εκπαιδευτικό σύστημα στην Ελλάδα και έδωσε στα Αρχαία Ελληνικά την πρώτη θέση ανάμεσα στα μορφωτικά αγαθά των προγραμμάτων του Δημοτικού, του Ελληνικού Σχολείου και του Γυμνασίου. Η αρχαία ελληνική γλώσσα και γραμματεία, τα μνημεία και τα λείψανα της αρχαιότητας εκτιμήθηκαν ότι μπορούσαν να στηρίξουν την οικοδόμηση ενός εθνικού παρόντος. Ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός έγινε το πρότυπο, προς το οποίο όφειλε να βαδίσει ο νέος ελληνικός κόσμος παρακάμπτοντας μάλιστα το ρυπαρό Βυζάντιο.

Τα Πατερικά Κείμενα, που διδάσκονταν στα σχολεία της Τουρκοκρατίας από την τετράτομη Εγκυκλοπαιδεία Φιλολογική του Ιωάννη Πατούσα, αντικαταστάθηκαν από τα κλασικά κείμενα των εκδόσεων Teubner της Λιψίας. Η μεταβολή αυτή, που συνιστά τον βασικό νεωτερισμό των κρατικών προγραμμάτων, έμεινε χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, αφού η διδακτική μέθοδος και οι πρακτικές που εφαρμόζονταν στα σχολεία είχαν εδραιωθεί και παρέμειναν αμετακίνητες.

Τόσο στο τριτάξιο Ελληνικό Σχολείο όσο και περισσότερο στο τετρατάξιο Γυμνάσιο η μετάφραση, προφορική και γραπτή, αποτελούσε σημαντική δραστηριότητα στη διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών. Ο νομοθέτης μάλιστα είχε την απαίτηση από τους μαθητές να διατυπώνουν τη μετάφραση σε φράση καθαρώς ελληνική και πίστευε ότι οι μεταφραστικές ασκήσεις ήταν κατάλληλο μέσο για την καλλιέργεια ύφους εις το ελληνικόν. «Η μετάφρασις εκ της αρχαίας ελληνικής εις την νεωτέραν, εκ του ελληνικού εις το λατινικόν, εκ του λατινικού εις το ελληνικόν» αποτελούσε επίσης ζητούμενο των απολυτηρίων εξετάσεων, που ήταν γραπτές και προφορικές.

2.2. Η ενδογλωσσική μετάφραση στο Πρόγραμμα του 1897

Στα μεταγενέστερα κείμενα της σχολικής νομοθεσίας, ώς το τέλος του 19ου αι. τουλάχιστον, ο όρος "μετάφραση" αντικαθίσταται από τους όρους "παράφραση" και "εξήγηση". Στο Πρόγραμμα του 1897, όπου για πρώτη φορά τα Ελληνικά χωρίζονται σε Αρχαία και Νέα και, επίσης για πρώτη φορά, προτάσσεται ο σκοπός διδασκαλίας των μαθημάτων, στο μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών ο νομοθέτης είχε υψηλές απαιτήσεις αρχαιογνωσίας από τους αποφοίτους του Γυμνασίου. Έκρινε ότι η θητεία τους στο Γυμνάσιο όφειλε να τους κάνει ικανούς να παραφράζουν τα αρχαία κείμενα που είχαν διδαχθεί και επιπλέον να μεταφέρουν στο αττικό ιδίωμα ένα νεοελληνικό κείμενο. Ο όρος "παραφράζω" αναφέρεται και στα ζητούμενα των απολυτηρίων εξετάσεων του Γυμνασίου. Στις εξετάσεις των Αρχαίων Ελληνικών υπαγορεύεται αδίδακτο πεζό κείμενο, το οποίο οι μαθητές "παραφράζουσιν εις την καθομιλουμένην".[1]

Η "παράφραση" παραπέμπει στην ορολογία και ιδεολογία των αρχαϊστών λογίων, οι οποίοι απέρριπταν τη μετάφραση ως τρόπο αντιμετώπισης των αρχαίων κειμένων μέσα στο σχολείο, την απέρριπταν όμως και ως γενικότερη παιδευτική ανάγκη για την ικανοποίηση των αναζητήσεων του παρόντος μέσα στα δημιουργήματα του παρελθόντος. Οι αρχαϊστές εκτιμούσαν ότι η μετάφραση αποτελούσε προσβολή όχι μόνο για τα κείμενα της Γραφής αλλά και για τα κείμενα της θύραθεν γραμματείας, μπροστά στα οποία αισθάνονταν απόλυτο θαυμασμό.

Η στάση αυτή των αρχαϊστών λογίων προς τα αρχαία κείμενα τους επέτρεπε να ανέχονται μόνο τον συμβιβασμό της "παράφρασης", η οποία δεν είναι παρά μεταποίηση του κειμένου, μεταπλασμός του με ταυτόσημες φράσεις, με αλλαγές στη συντακτική θέση των λέξεων, είναι μεταφορά ποιητικού κειμένου σε πεζό, κλπ. Η "παράφραση" δηλαδή στην ουσία δεν παράγει νέο κείμενο αλλά αποτελεί μία ταυτόσημη παραλλαγή του. Έχει διπλή φορά, κινείται εκ του αρχαίου εις το νέον ιδίωμα, και αντίθετα, και δεν απομακρύνει τους μαθητές από την αρχαία γλώσσα, πράγμα που φοβούνταν ότι έκανε η μετάφραση.

Η μεταφραστική θεωρία των αρχαϊστών είχε προσδεθεί στην επιθυμία τους να αναστήσουν την αρχαία γλώσσα. Σε αυτό τους οδηγούσε, μεταξύ άλλων, και η πίστη τους ότι η νέα γλώσσα παρουσιάζει δυσδιάκριτες διαφορές με την αρχαία, όπως υπογραμμίζει και ο Νεόφ. Δούκας. Συνεπώς στο σχολείο, σύμφωνα με τις διδακτικές οδηγίες του Κομμητά, «η εξήγησις γενέσθω κατά το αττικόν ιδίωμα, κοινότερον, τουτέστιν, κατά παράφρασιν».[2]

Η σχολική μεταφραστική πρακτική φυσικά δεν μπορούσε να ξεφύγει από το θεωρητικό πλαίσιο των αρχαϊστών. Το πλαίσιο, βεβαίως, δεν έμεινε με το πέρασμα του χρόνου αμετάβλητο αλλά σημείωσε κάποιες υποχωρήσεις και αποκλίσεις ανάλογα με την έξαρση ή την ύφεση του γλωσσικού ζητήματος και με τις μεταμορφώσεις της καθαρεύουσας. Οι υποχωρήσεις ωστόσο δεν επιτρέπονταν να υπερβούν κάποια όρια. Ενέργειες, που εκτιμήθηκε ότι ξεπέρασαν τα όρια αυτά, θεωρήθηκαν επικίνδυνες και αντιμετωπίστηκαν με βίαιες επεμβάσεις (Ευαγγελικά 1901, Ορεστειακά 1903).

Το ερώτημα πώς ακριβώς γινόταν στις σχολικές τάξεις η μετάφραση των αρχαίων κειμένων δεν είναι εύκολο να απαντηθεί. Η μεταφραστική εργασία, όπως είναι γνωστό, περιλαμβάνει την προφορική φάση που, φυσικά, χάνεται και το γραπτό αποτέλεσμα, που συνήθως καταγράφεται στα μαθητικά τετράδια. Τα τετράδια θα έδιναν την ακριβέστερη ίσως απάντηση στο ερώτημα, αλλά σπάνια διατηρούνται. Η απάντηση συνεπώς οφείλει να στηριχθεί στα Αναλυτικά Προγράμματα και στις εντολές του Υπουργείου, στις οποίες συμμορφώνονται οι φιλόλογοι. Είναι γνωστό όμως ότι τα κείμενα της σχολικής νομοθεσίας ζητούν πάντοτε το "δέον γενέσθαι", το οποίο απέχει, συχνά πολύ, από τα πράγματα. Διότι η διδασκαλία ενέχει το στοιχείο της αυθαιρεσίας, που, σε κάποιο βαθμό, επιτρέπει στον κάθε δάσκαλο να γίνεται ο ίδιος ένα μυστικό αναλυτικό πρόγραμμα (hidden curriculum), να έχει συνεπώς διαφορετική αντίληψη και να αντιμετωπίζει διαφορετικά, πάντοτε σε κάποιο βαθμό, τη μετάφραση των αρχαίων κειμένων μέσα στη σχολική τάξη.

Μπορεί παρά ταύτα να καταγραφεί η δεσπόζουσα γραμμή, με βάση τις μαρτυρίες ή την κριτική ανθρώπων, που είναι βέβαιο ότι γνώριζαν τη σχολική πραγματικότητα ή μελέτησαν τη μετάφραση ως δραστηριότητα του ευρύτερου ή του σχολικού χώρου. Σημαντική εξάλλου βοήθεια στη γνώση του θέματος αυτού μπορούν να προσφέρουν τα παρασχολικά βοηθήματα, η συμβολή των οποίων στη διαμόρφωση της διδακτικής εργασίας δεν πρέπει να υποτιμηθεί.

Η "παράφραση" ξεκινούσε από την πρώτη τάξη του Ελληνικού Σχολείου και διαρκούσε ώς την τελευταία τάξη του Γυμνασίου. Όταν οι μαθητές άρχιζαν να αποστηθίζουν τη γραμματική (το τυπικό, το φθογγολογικό, το ετυμολογικό) που διδασκόταν και στο Δημοτικό έως το 1917 και το συντακτικό της αρχαίας γλώσσας, έπρεπε να ασκούνται, κατά το Πρόγραμμα του 1906, και στην "παράφραση", προφορική και γραπτή, από τη νέα προς την αρχαία και τανάπαλιν: «Προφορικαί παραφράσεις εις το αρχαίον ιδίωμα προς επανάληψιν δυσκόλων μάλιστα μερών του συντακτικού, άπαξ δε της εβδομάδος γραπτή εν τω σχολείω παράφρασις εναλλάξ εκ του αρχαίου εις το νέον ιδίωμα και τανάπαλιν».

Στην ερμηνεία των πρώτων κειμένων, που ήταν συνήθως οι Μύθοι του Αισώπου και περιλαμβάνονταν σε χρηστομάθειες, ο δάσκαλος υπαγόρευε τη μετάφραση ενός μύθου και οι μαθητές την έγραφαν στο τετράδιό τους. Αυτό ήταν η "παλαιά εξήγησις", την οποία οι μαθητές με τη βοήθεια του δασκάλου διόρθωναν ορθογραφικά και παρουσίαζαν την άλλη μέρα γραμμένη μαζί με το κείμενο σε ειδικό τετράδιο. Αυτό λεγόταν "καθαρά εξήγησις". Υποτίθεται ότι ο μαθητής στο σπίτι του προσπάθησε να βρει στην "εξήγηση" πώς μεταφράζει την κάθε αρχαία λέξη ο δάσκαλος. Έπρεπε λοιπόν εξεταζόμενος, μετά την "τεχνολογία" των λέξεων του κειμένου, να μεταφράζει κατά λέξη λέγοντας εναλλάξ την αρχαία και τη νέα λέξη.[3]

Τον Νοέμβρη του 1896 το Υπουργείο Παιδείας έστειλε για πρώτη φορά στα Ελληνικά Σχολεία και Γυμνάσια Εγκύκλιο με οδηγίες για τη διδασκαλία των μαθημάτων. Στο τμήμα που αναφέρεται στη διδασκαλία των Ελληνικών υπάρχει και η σύσταση στους φιλολόγους να καταργήσουν τη μηχανική εξήγηση και να βοηθούν τους μαθητές να μεταφράζουν εκείνοι το κείμενο. Οι οδηγίες αυτές βελτιώνουν το πλαίσιο της μετάφρασης και είναι η πρώτη επίσημη παρέμβαση προς μια ορθολογικότερη διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών.

2.3. Η ενδογλωσσική μετάφραση στο Πρόγραμμα του 1914

Την πιο σημαντική απόκλιση από την προηγούμενη πορεία συνιστούν οι μεθοδικές παρατηρήσεις που συνόδευαν το Πρόγραμμα Μαθημάτων του 1914. Οι οδηγίες αυτές αντιμετωπίζουν τη σχολική μετάφραση με νέο πνεύμα. Η εργασία ονομάζεται "μετάφραση" -και έτσι θα λέγεται εφεξής στα Προγράμματα- γίνεται στο νέο ελληνικό ιδίωμα, όφειλε να είναι απαλλαγμένη ξενισμών, χυδαϊσμών αλλά και αρχαϊσμών, να είναι πιστή στα νοήματα αλλά ελεύθερη στη γλωσσική έκφραση, κλπ. Τα περί απαλλαγής από αρχαϊσμούς γράφονται για πρώτη φορά σε κείμενο εκπαιδευτικής νομοθεσίας από Υπουργό Παιδείας και αναμφίβολα συνιστούν ανατροπή της παράδοσης. Είναι φανερό ότι το πολιτικό κλίμα της πρώτης κυβέρνησης του Ελευθερίου Βενιζέλου είχε διαμορφώσει νέο εκπαιδευτικό πλαίσιο. Το Υπουργείο Παιδείας είχε αναλάβει ο Ιωάννης Τσιριμώκος, εισηγητής των νομοσχεδίων του 1913, τα οποία είχε συντάξει ο Δημήτριος Γληνός, που ήταν διευθυντής του Διδασκαλείου Μ. Εκπαιδεύσεως από το 1912.

Οι μεθοδικές αυτές οδηγίες δεν άλλαξαν βέβαια αμέσως τις συνήθειες των φιλολόγων. Οι μαρτυρίες βεβαιώνουν ότι και τα επόμενα χρόνια η μετάφραση στη σχολική τάξη εξακολούθησε να γίνεται με τους γνωστούς από παλαιότερα τρόπους, αφού η εκπαίδευση των φιλολόγων στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών παρέμεινε προσανατολισμένη στον αρχαϊσμό και τα παρασχολικά βοηθήματα κατηύθυναν τη διδακτική πράξη εμπεδώνοντας την παραδοσιακή αντίληψη.[4]

1 "Διάταγμα περί εξετάσεων εν τη Μέση εκπαιδεύσει της 28 Αυγούστου 1897". Είναι αξιοσημείωτο ότι οι όροι "παραφράζω" και "παράφραση" αναφέρονται στο πρόγραμμα μόνο για τα Αρχαία Ελληνικά. Για τα Λατινικά και τα Γαλλικά χρησιμοποιούνται στο ίδιο διάταγμα οι όροι "μετάφραση" και "μεταφράζω".

2 Στέφ. Κομμητάς, Γραμματική, Πέστη 1828, σ.299.

3 Βλ. Κων. Παπαϊωάννου, "Περί του καταλληλοτέρου τρόπου και χρόνου προς έναρξιν της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών", Αγωγή 1 (1915-16), σ.282 .

4 Μαρτυρίες των Αχ. Τζαρτζάνου, Παν. Λορεντζάτου, Ι.Θ. Κακριδή.

Τελευταία Ενημέρωση: 12 Φεβ 2009, 12:57