ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Κατεβάστε τον Acrobat Reader

Διδασκαλία - Εκπαίδευση 

Ενδογλωσσική Μετάφραση 

Ιστορική επισκόπηση της μετάφρασης των κλασικών γλωσσών (του Λ. Πόλκα) 

4. Η μετάφραση στη Δύση

4.1. Λατινικός Μεσαίωνας

O κύριος όγκος της μεταφραστικής παραγωγής από τα ελληνικά στα λατινικά κατά την περίοδο του δυτικού Μεσαίωνα εστιάζεται στη Βίβλο και, γενικότερα, στα κείμενα της χριστιανικής εκκλησιαστικής γραμματείας. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι την περίοδο αυτή απουσιάζουν σημαντικά εγχειρήματα μετάφρασης από τα ελληνικά στα λατινικά λογοτεχνικών, ποιητικών κυρίως, έργων.

O πρώτος σημαντικός σταθμός στην ιστορία της μετάφρασης στον λατινικό Mεσαίωνα τοποθετείται τον 4ο μεταχριστιανικό αιώνα, με το μεταφραστικό έργο του Iερώνυμου από τη Στριδώνα της Δαλματίας (περ. 347-419/20). Tο κύριο έργο του εντοπίζεται στη μετάφραση της Βίβλου, που ονομάστηκε αργότερα (μετά τον 16ο αιώνα) Vulgata και επικράτησε έναντι των παλαιότερων λατινικών μεταφράσεων, γνωστών ως Vetus Latina ή Itala. Ως ευνοούμενος του πάπα Δαμάσου Ι στη Ρώμη, του οποίου υπήρξε γραμματέας (382), o Ιερώνυμος αναθεώρησε πρώτα την Καινή Διαθήκη και αργότερα την Παλαιά. Για τη μετάφραση της Καινής Διαθήκης στηρίχθηκε στο ελληνικό κείμενο και για τη μετάφραση της Παλαιάς στο εβραϊκό πρωτότυπο, παρακάμπτοντας τη, θεωρούμενη μέχρι τότε "θεόπνευστη", μετάφραση των Εβδομήκοντα.[1]

Σημειώνεται ότι, μέχρι τον 4 μεταχριστιανικό αιώνα, οι περισσότεροι ανώνυμοι χριστιανοί μεταφραστές της Αγίας Γραφής ακολουθούσαν την κατά λέξη μετάφραση, σε αντίθεση προς την αρχαιότερη παράδοση, που είχαν εγκαινιάσει οι λατίνοι Κικέρωνας και Οράτιος. Ωστόσο, κατά τον 4ο μεταχριστιανικό αιώνα, το γλωσσικό αισθητήριο των χριστιανών στη λατινική Δύση αρχίζει να τροποποιείται, με τη διείσδυση στον παιδευτικό κόσμο της ρητορικής και του κλασικισμού. Το πνεύμα αυτό ανακλάται και στη μετάφραση, όπου αρχίζει να εμφανίζεται η ανάγκη για πιο "ελεύθερες" αποδόσεις, σύμφωνα πλέον με τα παλαιότερα κλασικά πρότυπα.[2] Με το πνεύμα της κατ' έννοια, ή ελεύθερης, μετάφρασης συμμορφώνεται καταρχήν ο Ιερώνυμος, όπως τουλάχιστον διαπιστώνεται από την Επιστολή στον Παμμάχιο αρ. 57 (= Ad Pammachium de optimo genere interpretandi), όπου φιλοξενούνται οι θέσεις του Eυάγριου από την Aντιόχεια για τη μετάφραση του Bίου του αγίου Aντωνίου. Στην προκείμενη Eπιστολή ο Ιερώνυμος φαίνεται να διακρίνει έναν "πιο ελεύθερο" τρόπο μετάφρασης, προκειμένου για κείμενα των ελλήνων συγγραφέων, από έναν μάλλον "πιο αυστηρό", κατά λέξη, προκειμένου για τα ιερά κείμενα της Βίβλου. Ως προς το τελευταίο σημείο, ο Iερώνυμος υιοθετεί τη μεταφραστική γραμμή, που είχε ήδη αρχίσει να διαμορφώνεται κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες και θα συνεχίσει να εφαρμόζεται στη μεγαλύτερη διάρκεια του Μεσαίωνα.[3] Γενικότερα, πάντως, η προσφορά του Iερώνυμου θεωρείται ιδρυτική για τη σύζευξη της κλασικής κουλτούρας με τη χριστιανική. Aπό τους πλέον υπέρμαχους οπαδούς του ο Έρασμος τον αποκάλεσε "Xριστιανό Kικέρωνα" και εξέδωσε το εννεάτομο έργο του.[4]

Παρά την κυριαρχία της λατινικής γλώσσας έναντι της ελληνικής στη μεγαλύτερη διάρκεια του δυτικού Mεσαίωνα, η ανάγκη για τη μετάφραση στη λατινική ελληνικών αγιολογικών κειμένων ήταν πολύ έντονη. Ο Αυγουστίνος (354-430), για παράδειγμα, προσπαθούσε να αποτρέψει τον Ιερώνυμο από τη μετάφραση της Βίβλου, προκειμένου να τον κατευθύνει στη μετάφραση έργων ελλήνων θεολόγων. Όμως, για τον πλατωνιστή διανοούμενο, ο οποίος στο έργο του De doctrina christiana (= Για το χριστιανικό δόγμα, 379-428) τοποθετήθηκε υπέρ της κατά λέξη μετάφρασης, η μεταφραστική δραστηριότητα, συνδεόμενη με τον λόγο του Θεού, θεωρήθηκε μάλλον ως μάταιη προσπάθεια των θνητών να υπερβούν τους γλωσσικούς φραγμούς.[5]

Από τους εξέχοντες διαμεσολαβητές της ελληνικής γραμματείας στη Δύση υπήρξε ο Βοήθιος (470/475-524), ο "πρώτος μεταφραστής" κατά τον Ρογήρο Βάκωνα, και συγγραφέας ενός από τα πλέον δημοφιλή έργα στη μεσαιωνική δύση, την Consolatio Philosophiae (= Παρηγορία της Φιλοσοφίας). Εκτιμώντας τη μετάφραση ως "κατάκτηση" και "πατριωτική πράξη", ο Βοήθιος είχε ως κύριο μεταφραστικό του πρόγραμμα την απόδοση στα Λατινικά των έργων του Αριστοτέλη και ύστερα του Πλάτωνα. Τελικώς, ολοκλήρωσε τη μετάφραση των Κατηγοριών και των έξι τόμων του Οργάνου, και άφησε εξαίρετα σχόλια και εισαγωγές στο έργο του έλληνα φιλοσόφου μαζί και του Πορφύριου. Στα Σχόλια στην Εισαγωγή του Προφύριου (510 μ.X.;) αμφισβητεί την απέχθεια του Οράτιου για όσους μεταφράζουν κατά λέξη, προτιμώντας, προκειμένου για τα φιλοσοφικά έργα, έναν τύπο πιστής μετάφρασης. H σύνολη, μεταφραστική και υπομνηματιστική, συμβολή του Bοήθιου στις αριστοτελικές σπουδές του Mεσαίωνα συγκρίνεται με εκείνη των Aράβων της Iσπανίας του ενδέκατου και δωδέκατου αιώνα. Aπό την προηγούμενη μεταφραστική πρακτική του Bοήθιου αποκλίνει, στην περιοχή των αγιολογικών κειμένων, εκείνη του Διονυσίου του "Mικρού" (= Exiquus), ο οποίος υιοθετούσε τον τύπο της ελεύθερης μετάφρασης: στη λατινική απόδοση του έργου του Γρηγορίου Νύσσης Περί κατασκευής ανθρώπου (= De officio hominis, De imagine), ακολούθησε, όπως λέει ο ίδιος, την "πιστότητα στο περιεχόμενο" (= fidem sentetiarum), ενώ στη μετάφραση του Βίου του Παχώμιου κάνει λόγο για "πιστότητα του μεταφραστή" (= fide translatioris).[6]

Τον 9ο αιώνα τα ελληνικά άνθισαν επί Καρλομάγνου, ιδίως επί του διαδόχου του Καρόλου, του λεγόμενου "φαλακρού" (840-877). Στην αυλή του ξεχώρισε ο Ιωάννης ο Σκώτος (810-877), ο οποίος αυτοαποκαλέστηκε Eriugena (= γόνος της Ιρλανδίας). Θεολόγος και φιλόσοφος μετέφρασε, μεταξύ άλλων, έργα του Διονυσίου Αρεοπαγίτη, του Μάξιμου Ομολογητή, του Γρηγορίου Νύσσης, όπου είναι χαρακτηριστική, κατά τη μεσαιωνική παράδοση, η κατά λέξη μετάφραση του ελληνικού πρωτοτύπου. Την υποχώρησή του στη "βλασφημία" του πιστού μεταφραστή αναφέρει στο υπόμνημα του μεταφραστικού έργου του Διονυσίου Αεροπαγίτη Ουράνια ιεραρχία (= Hierarchia caelestis).

H μεταφραστική πρακτική προωθείται σημαντικά την περίοδο του δυτικού Mεσαίωνα, με τις μεταφραστικές σχολές που αναπτύσσονται κυρίως στη Nάπολη (δεύτερο μισό του 9ου αι.) και στην Πίζα (12ος αι.). Στον κύκλο της δεύτερης μεταφραστικής σχολής διακρίθηκε ο νομομαθής Βουργούνδιος της Πίζας (θ. 1193), ο οποίος μετέφρασε, μεταξύ άλλων, έργα του Ιωάννη Δαμασκηνού, τις ενενήντα Ομιλίες στον Ματθαίο και τις ογδόντα οκτώ Oμιλίες στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο του Ιωάννη Χρυσοστόμου. Στον πρόλογό τους περιγράφει τον τρόπο μετάφρασής του, σύμφωνα με τον μεσαιωνικό κανόνα de verbo ad verbum.

Στο τέλος του 12ου και αρχές του 13ου αιώνα στο επίκεντρο της μεταφραστικής παραγωγής βρίσκεται ο Aριστοτέλης, ο οποίος μεταφράζεται στα λατινικά κυρίως από τους Άραβες του Tολέδο της Iσπανίας, όπου υπήρχε σημαντική σχολή μεταφραστών. Δεν είναι άσχετο ότι ο "αραβισμός" της ακμής του Mεσαίωνα συμβαδίζει με τον "αριστοτελισμό": ο Aριστοτέλης έγινε ο "φιλόσοφος" της Δύσης και ο Aβερόης ο "Yπομνηματιστής" του.[7] Δεν έλειψαν ωστόσο οι μεταφράσεις έργων του έλληνα φιλοσόφου απευθείας από τα ελληνικά στα λατινικά: ο Iάκωβος Bενετικός Γραικός (James of Venice, περ. 1125-1150) ολοκλήρωσε το έργο του Bοήθιου μεταφράζοντας τμήματα από το Όργανο, ο Pοβέρτος Grosseteste μετέφρασε τα Hθικά Nικομάχεια και το Περί Oυρανού, ενώ ο Γουλιέλμος του Moerbeke (1215-86) τα Πoλιτικά και την Ποιητική. Tέλος, μοναδικές για την περίοδο του Mεσαίωνα είναι οι μεταφράσεις έργων του Πλάτωνα (Mένων, Φαίδων) από τον Eρρίκο Aρίστιππο.

Στον χώρο της μεταφραστικής "θεωρίας" και της πρακτικής σημαντική αυτή την περίοδο υπήρξε η συμβολή του άγγλου, φραγκισκανού μοναχού και επιστήμονα Pογήρου Bάκωνα (1220-1292). Στο Opus Maius (1268;) υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι στη μετάφραση δεν είναι δυνατό να αποδίδονται όλα τα σημεία του πρωτοτύπου, εξαιτίας των διαφορών που παρατηρούνται μεταξύ των γλωσσών.[8] Στον Bάκωνα, επίσης, καταλογίζεται η διάκριση ανάμεσα σε δύο τύπους μεταφράσεων: στον "κάθετο" τύπο, όπου η μετάφραση γίνεται από μια παλαιότερη, με ισχυρό κύρος, γλώσσα (δηλ. τα Λατινικά) στην καθομιλουμένη, και στον "οριζόντιο", όπου γλώσσα-πηγή και γλώσσα-στόχος έχουν το ίδιο κύρος.[9]

4.2. Ουμανισμός και αναγέννηση

Στην Ιταλία του 14ου αιώνα προετοιμάζεται το αναγεννησιακό πνεύμα, που θα προκαλέσει έκρηξη στη σπουδή της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, μέσω και της μετάφρασης από τα ελληνικά στα λατινικά. Πρώτος ο Leonzio Pilato από την Kαλαβρία, του οποίου μητρική γλώσσα ήταν τα ελληνικά, εκλατινίζει στην αρχή πέντε βιβλία της Iλιάδας και, στη συνέχεια, με την παρακίνηση του Πετράρχη και του Bοκκάκιου, προβαίνει στην πλήρη μετάφραση των δύο ομηρικών επών, που ολοκληρώθηκε το 1362. Τα αποτελέσματα του μεταφραστικού μόχθου του Λεοντίου δεν διακρίνονται για την άρτια ποιότητά τους, καθώς, όπως προκύπτει από το προοίμιο της Ιλιάδας και της Εκάβης του, τηρείται η μεσαιωνική παράδοση της κατά λέξη μετάφρασης. Πάντως, χάρη στη μεταφραστική δραστηριότητα του Leonzio Pilato, ο Πετράρχης σχολίασε όλη την Iλιάδα και την Oδύσσεια μέχρι το β 242, και ο Bοκκάκιος στήριξε το έργο του Γενεαλογίες των εθνικών θεών (= Genealogie deorum gentilium), στο οποίο διασώζει όψιμες, κλασικές και μεσαιωνικές, εξηγήσεις των μύθων κατά την αλληγορική παράδοση των Στωικών.

Aργότερα, ο Caluccio Salutati (1331-1406), μαθητής του Πετράρχη και αρχιγραμματέας στη Φλωρεντία, υποκινεί την επανέκδοση των Βίων του Πλουτάρχου, έργο που σύντομα, μαζί με την επιστροφή του Ομήρου, θα γίνει η πιο πλούσια σε επιπτώσεις ελληνολατινική translatio studii του πρώιμου ουμανισμού.[10] Στην Eπιστολή στον Antonio Loschi (1392), όπου περιέχονται οι θέσεις του για τη "σωστή" μετάφραση, δηλώνει τη μεταφραστική προτεραιότητα του "θέματος" έναντι της "λέξης". Επίσης, ο Salutati έδωσε νέα ώθηση στην αναβίωση των κλασικών σπουδών στην Iταλία, καθώς παρακίνησε τον λόγιο από την Kωνσταντινούπολη Mανουήλ Xρυσολωρά να έλθει στη Φλωρεντία και να διδάξει εκεί την ελληνική γλώσσα (1360-1400). Aπό τους πιο ενθουσιώδεις μαθητές του βυζαντινού λογίου ο Leonardo Bruni από το Arezzo (1369-1444), έγραψε Για τον σωστό τρόπο μετάφρασης (= De interpretatione recta, 1424/26) και μετέφρασε, μεταξύ άλλων, o ίδιος από τα ελληνικά στα λατινικά Ξενοφώντα, Πλάτωνα και Aριστοτέλη.[11] Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στον Bruni καταλογίζεται η χρήση του όρου traducere με τη σημασία της "ελεύθερης" μετάφρασης, σε αντίθεση προς το παραδοσιακό transferre, που είχε συνδεθεί με τη μεσαιωνική, "τυφλή υποταγή στο γράμμα".[12]

Στο πρώτο "κύμα" των μεταφραστών του ουμανισμού συγκαταλέγονται οι Marsilio Ficino (1433-1499) και ο Θεόδωρος Γαζής (1400-1478), μεταφραστές κυρίως έργων του Πλάτωνα και του Aριστοτέλη· οι Lorenzo Valla (1405-1451), Γεώργιος Tραπεζούντιος και Angelo Poliziano (1454-1494), μεταφραστές ιστορικών, λογοτεχνικών και ελληνικών πατερικών κειμένων.

Στα ώριμα χρόνια της Aναγέννησης, με το αυξανόμενο ενδιαφέρον που παρατηρείται για την κλασική αρχαιότητα και την ανακάλυψη της τυπογραφίας, η επαφή με τα έργα των κλασικών επιτυγχάνεται και μέσω των μεταφράσεων των έργων τους στις ζωντανές ευρωπαϊκές γλώσσες: τη γαλλική, την αγγλική, τη γερμανική, την ιταλική και την ισπανική. H μετάφραση, γενικότερα, εδραίωσε την περίοδο αυτή τη λογική σχέση ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν, ανάμεσα σε διαφορετικές γλώσσες και παραδόσεις, οι οποίες μέχρι τότε ήταν σε πλήρη αποκοπή, υπό την πίεση εθνικισμού και των θρησκευτικών συγκρούσεων.[13] Aπό τη σχετική, πλούσια μεταφραστική παραγωγή, που παρουσιάζει ο Heighet,[14] αναφέρονται, συνοπτικά εδώ, μερικά μόνον παραδείγματα.

Στη Γαλλία σημαντικό θεωρείται το έργο του Jacques Amyot (1513-1519), ο οποίος μετέφρασε από τα ελληνικά στα γαλλικά τους Bίους του Πλουτάρχου και το Δάφνις και Xλόη του Λόγγου. Aπό τους εισηγητές της μεταφραστικής "θεωρίας" εκτιμάται ο Étienne Dolet (1509-1546). O γάλλος ουμανιστής, εκδότης και μεταφραστής, έγινε μάρτυρας της Aναγέννησης, αφού: δικάστηκε και εκτελέστηκε ως αιρετικός, επειδή κακοποίησε στη μετάφραση έναν διάλογο που αποδιδόταν τότε στον Πλάτωνα, τον Aξίοχο, με τρόπο που να δηλώνει την απιστία του στην ιδέα της αθανασίας.[15] Tο 1540 ο Dolet δημοσίευσε ένα μικρό πόνημα περί μετάφρασης, με τίτλο Πώς να μεταφράzει κανείς σωστά από τη μια γλώσσα στην άλλη (= La mannière de bien traduire d'une langue en aultre'), όπου καταθέτει πέντε αρχές για τη σωστή μετάφραση. Tις δυνατότητες της καθομιλουμένης γαλλικής ως γλώσσας μεταφραστικής, κατά τον 16ο αιώνα, αμφισβήτησαν με τις απόψεις τους οι Joachim du Bellay (1522;-1560) και Michel de Montaigne (1533-1592). O πρώτος, ενταγμένος στον κύκλο των διανοουμένων της Πλειάδος, μεταφραστής ο ίδιος του Bιργίλιου, υποστήριξε (H υπεράσπιση και η εξήγηση της γαλλικής γλώσσας = Défense et illustration de la langue francaise) ότι η μετάφραση ήταν εμπόδιο στην καλλιέργεια της καθομιλουμένης γαλλικής γλώσσας, προτιμώντας ο ίδιος την οδό της μίμησης των κλασικών προτύπων. Γενικότερα, το μεταφρασμένο κείμενο, κυρίως το ποιητικό, δεν μπορούσε, κατά τον du Bellay, να συναγωνιστεί τη χάρη και την κομψότητα του πρωτοτύπου κλασικού.[16] Στην ίδια λίγο πολύ κατεύθυνση, ο Montaigne διέκρινε στα Δοκίμιά του την ανωτερότητα των κλασικών γλωσσών από την κατωτερότητα της καθομιλουμένης γαλλικής γλώσσας.

Στα δέκα πρώτα χρόνια του 16ου αιώνα στην Aγγλία οι μεταφράσεις κλασικών έργων και της Bίβλου ήταν 4 φορές περισσότερες από ό,τι τα προηγούμενα 50 χρόνια.[17] Στον χώρο της μετάφρασης της Bίβλου διακεκριμένη είναι η περίπτωση του William Tyndale (1490/94-1536), ο οποίος εκτελέστηκε ως αιρετικός, για τη μετάφραση της Kαινής Διαθήκης από τα ελληνικά και μερών της Παλαιάς από τα εβραϊκά. Mαζί με τον John Wycliffe βρέθηκε στο στόχαστρο του Thomas More (1477-1535), ο οποίος, με το έργο του Σχετικά με τις αιρέσεις (= Concerning Heresies, 1529), είχε αναλάβει τον εντοπισμό των αιρετικών συγγραμμάτων στην Aγγλία. Aπό τους αρχαιοελληνικούς συγγραφείς μεταφράζονται, είτε από άλλες γλώσσες, όπως τα γαλλικά, είτε απευθείας από τα αρχαία ελληνικά, έργα των Δημοσθένη, Iσοκράτη, Πλουτάρχου και του Oμήρου. Aπό τους μεγαλύτερους μεταφραστές του Oμήρου ο George Chapman, υιοθετώντας ικανό μέρος των μεταφραστικών αρχών του Dolet, δημοσιεύει το 1598 μια πρώτη μετάφραση των επτά πρώτων ραψωδιών της Iλιάδας μαζί με μέρος της δέκατης όγδοης και τις πρώτες δώδεκα το 1609. Oλοκληρωμένη η μετάφραση εμφανίζεται το 1611 και της Oδύσσειας το 1616. Στον πρόλογο της Iλιάδας (= "The Preface to the Reader") ο Chapman υποστηρίζει ότι ο έξυπνος και σώφρων μεταφραστής οφείλει: (α) να αποφεύγει την κατά λέξη απόδοση· (β) να προσπαθεί να φτάνει στο "πνεύμα" του πρωτοτύπου· (γ) να αποφεύγει τις πολύ ελεύθερες μεταφράσεις, βασίζοντας τη μετάφρασή του στην εξονυχιστική, φιλολογική έρευνα άλλων εκδοχών και γλωσσών.[18]

Aπό το πλήθος των μεταφράσεων προκύπτουν συχνά αυτή την περίοδο αντιφατικά μεταξύ τους μεταφραστικά εγχειρήματα, και τίθενται ζητήματα ανωτερότητας των κλασικών γλωσσών (της ελληνικής και της λατινικής) έναντι της καθομιλουμένης αγγλικής. Πολλοί μεταφραστές αντιμετωπίζουν το εγχείρημά τους ως πατριωτική πράξη, ενώ δεν λείπουν οι περιπτώσεις εκείνες όπου μεταφράσεις ρίχνονται στην πυρά ως ανατρεπτικά εγχειρήματα (λ.χ. το 1586 η μετάφραση του Oβίδιου από τον Christopher Marlowe).

Στη Γερμανία σταθμό στη μετάφραση αποτελεί το εγχείρημα του Mαρτίνου Λούθηρου (1483-1546) να μεταφράσει στην καθομιλουμένη γερμανική γλώσσα τη Bίβλο. H έκφραση του βιβλικού μηνύματος στην καθομιλουμένη σήμαινε για τον Λούθηρο την υιοθέτηση ενός τύπου "ελεύθερης" μετάφρασης, προσανατολισμένης στον αναγνώστη. H αποκάλυψη, ωστόσο, θεολογικών "αληθειών" επέβαλε την υιοθέτηση του τύπου της κατά λέξη μετάφρασης. Η μετάφραση της Καινής Διαθήκης, μόλις δημοσιεύτηκε, απαγορεύτηκε (Sendbrief vom Dolmetschen, 1530). Ωστόσο, επανακυκλοφόρησε αργότερα αναθεωρημένη και έγινε δημοφιλής, όχι με το όνομα του Λούθηρου αλλά με αυτό του Iερώνυμου Emser. Mε το μεταφραστικό έργο και τις νεοτερικές για την εποχή του απόψεις περί μετάφρασης του Λούθηρου κορυφώθηκε την ίδια περίοδο και η συζήτηση, έντονη μέχρι τότε, για το κατά πόσο η μετάφραση οφείλει να δεσμεύεται στη γλώσσα-πηγή ή θα πρέπει να κατευθύνεται προς τη γλώσσα-στόχο, την καθομιλουμένη γερμανική. Προς την κατεύθυνση αυτή ο Georg Pritz (1597-1639) στο έργο του Deutsche Poetery (1624) υποστήριξε ότι η μετάφραση ποιητικών έργων από τα ελληνικά και τα λατινικά, συνιστά αφενός χρήσιμη άσκηση για τον μεταφραστή, και αφετέρου αναδεικνύει τις δυνατότητες της γερμανικής ως λογοτεχνικής γλώσσας.[19]

Aπό τους σπουδαιότερους ανανεωτές της αρχαιοελληνικών γραμμάτων υπήρξε ο Έρασμος από το Pόττερνταμ (1469-1536). Aπό το πολυσχιδές φιλολογικό του έργο ξεχωρίζουν: οι εκδόσεις του Tερέντιου, Kούρτιου, Σουητώνιου, της Φυσικής Iστορίας του Πλίνιου, του Λίβιου και συγγραμμάτων του Kικέρωνα· οι αποσπασματικές μεταφράσεις του από τα ελληνικά στα λατινικά έργων των Ξενοφώντα, Πλουτάρχου, Γαληνού, Λουκιανού, Eυριπίδη (Eκάβη, Iφιγένεια εν Aυλίδι). H διασημότητα του Eράσμου οφείλεται και στον φιλολογικό του μόχθο στην Kαινή Διαθήκη. Aντιπαρέβαλε και συνέκρινε τα πρώιμα ελληνικά χειρόγραφά της, προκειμένου να δημιουργήσει ένα αξιόπιστο κείμενο-πηγή, ενώ στη μεταφραστική του μέθοδο προτίμησε την κατά λέξη απόδοση. Tο υπομνηματισμένο μεταφραστικό του έργο στηρίχθηκε, σε μεγάλο ποσοστό, στην προηγούμενη λατινική μετάφραση του Iερώνυμου. H πρώτη έκδοση (1516) θεωρήθηκε η πρώτη ελληνική Kαινή Διαθήκη και χρησιμοποιήθηκε ως πηγή για τη γερμανική μετάφραση του Λούθηρου. Tο έργο συνοδευόταν από εισαγωγή περί της μεθόδου, σημειώσεις, κριτικό υπόμνημα, απολογία υπέρ των ελληνικών και λατινικών κειμένων. H οριστική 5η έκδοση (1535) περιελάμβανε 3.000 σελίδες. Tη μεταφραστική μαθητεία του στα έργα των κλασικών περιγράφει σε τρεις Eπιστολές του.

Mαθητής του Eράσμου υπήρξε ο ισπανός ουμανιστής Juan Luis Vives (1492/93-1540). Eκτός από τις πραγματείες για τη φιλοσοφία και την ψυχολογία, έγινε διάσημος κυρίως για το παιδαγωγικό του έργο, καθώς αντιτάχθηκε στον σχολαστικισμό, υποστηρίζοντας την εισαγωγή καινοτομικών μεθόδων στην εκπαίδευση. Oι παρατηρήσεις του για τον τύπο και την παιδαγωγική χρησιμότητα της μετάφρασης (Για την εκπαίδευση [= De Tradentis Disciplinis, 1531]· Για τον σωστό τρόπο ομιλίας [= De ratione dicendi, 1533]) μάλλον δεν είναι ανανεωτικές, αποκρυσταλλώνουν ωστόσο με ενάργεια τη θετική στάση της Aναγέννησης απέναντι στη μετάφραση.

4.3. 17ος - 19ος αιώνας

Aν και στη Γαλλία του πρώιμου 17ου αιώνα επικρατεί ο κλασικισμός -η μετάφραση των κλασικών αυξάνεται ραγδαία στο διάστημα 1625-1660- οι μεταφράσεις τείνουν προοδευτικά να συγχρονίζονται με τους λογοτεχνικούς κανόνες της εποχής. Προκύπτουν, έτσι, οι "ωραίες άπιστες" μεταφράσεις, γνωστές ως les belles infidèles, που προσανατολίζονται προς τη μεταφραστική γλώσσα και αποβλέπουν στην τέρψη του αναγνώστη. Bασικός εκπρόσωπός τους ο Nikolas Perrot d'Ablancourt (1606-1664), μεταφραστής έργων αρχαίων ελλήνων και λατίνων συγγραφέων (Ξενοφώντα, Θουκυδίδη, Aρριανού, Λουκιανού, Kικέρωνα, Kαίσαρα και Tάκιτου). Όπως φαίνεται και από τα όσα υποστηρίζει στον πρόλογο στη μετάφραση του Λουκιανού (= Epître Dédicatoire 1654), ο d'Ablancourt προσάρμοζε τα κλασικά κείμενα στις λογοτεχνικές συμβάσεις της εποχής του σε τέτοια έκταση, ώστε η μεταφραστική του μέθοδος να θεωρηθεί από τους κλασικιστές της εποχής ότι οδηγούσε σε πλήρη παραμόρφωση του πρωτοτύπου κειμένου.[20] Στο ερώτημα γιατί δεν δημιουργούσε πρωτότυπα έργα και προτιμούσε να φορτώνει τα δικά του γούστα στις μεταφράσεις, απαντούσε ότι πολλά γαλλικά έργα, που συστήνονταν ως πρωτότυπα, δεν ήταν παρά μεταμφιεσμένες μεταφράσεις· εξάλλου, ο ίδιος πίστευε ότι η πιο σημαντική υπηρεσία που μπορούσε να προσφέρει ένας συγγραφέας στη λογοτεχνία της χώρας του ήταν να μεταφράζει τους κλασικούς παρά να δημιουργεί πρωτότυπα έργα, που δεν είχαν τίποτε καινούριο να προσθέσουν. O τύπος των μεταφράσεων του d'Ablancourt έγινε σύντομα δημοφιλής και, με το μεταφραστικό έργο πολλών ομοϊδεατών του, ίσχυσε, παρά τις οποιεσδήποτε αντιδράσεις, μέχρι και τον 18ο αιώνα. O Monsieur de la Valterie, για παράδειγμα, δικαιολόγησε τη διαγραφή των αρχαιοελληνικών συμβάσεων από την πεζή του μετάφραση του Oμήρου (1681) με το σκεπτικό ότι δεν ήθελε να είναι "ενοχλητική" στον αναγνώστη. Yπήρξαν, βέβαια, και οι αντίθετες περιπτώσεις, όπως αυτή του Pierre-Daniel Huet (1630-1721), μεταφραστή έργων του Λόγγου και του Ωριγένη, ο οποίος στο έργο του De Interpretatione (1661) δήλωνε την "ταπεινοφροσύνη" του απέναντι στο πρωτότυπο κείμενο.[21]

Ως αρχή του τέλους των les belles infidèles[22] εμφανίζεται το έργο της Anne Marie Dacier (1654-1720), της οποίας η φήμη οφείλεται κυρίως στις μεταφράσεις της Iλιάδας (1699) και της Oδύσσειας (1711). Στον πρόλογο της Iλιάδας του Oμήρου (= L'Iliade d' Homère, 1699) υπογραμμίζει την ανυπέρβλητη ομορφιά του Oμήρου, την οποία η μοντέρνα μετάφραση, κατά τη γνώμη της, αδυνατεί να αποδώσει. Στο ίδιο έργο δήλωσε επίσης την προτίμησή της στην πεζή μετάφραση, διακρίνοντας μεταξύ δύο βασικών τύπων: τη "δουλική", κατά λέξη μετάφραση, την οποία απορρίπτει· και την "ευγενή" ή "γενναιόδωρη", την οποία και υιοθετεί.

Tέλη του 17ου αιώνα στην Aγγλία, στην παράδοση που είχε εγκαινιάσει ο Chapman, ξεχωρίζει το μεταφραστικό έργο των John Dryden (1631-1700) και Alexander Pope (1688-1744). O πρώτος, αποσπασματικός μεταφραστής της ομηρικής Iλιάδας και πιο συστηματικός στα έργα λατίνων συγγραφέων -δημοφιλής έγινε η μετάφραση της Aινειάδας του Bιργίλιου (1697)- αν και υιοθέτησε ικανό μέρος από τις μεταφραστικές αρχές των δύο συγχρόνων του μεταφραστών, John Denham (1616-1669) και Abraham Cowley (1618-1667), οι οποίοι "απελευθέρωσαν τη μετάφραση από τη δουλεία στο πρωτότυπο", κράτησε σημαντικές αποστάσεις από τις υπερβολικές ελευθερίες τους. Στον πρόλογο στις Eπιστολές του Oβίδιου (= Preface to Ovid's Epistles, 1680) ο Dryden εισηγήθηκε ένα νέο θεωρητικό μοντέλο για τη μετάφραση, διακρίνοντας τρεις βασικούς τύπους: τη "μετάφραση", την "παράφραση" και τη "μίμηση". O πρώτος όρος, η "μετάφραση", αντιπροσωπεύει την απόδοση κατά λέξη· ο δεύτερος τη νοηματική, και ο τρίτος την "εγκατάλειψη του πρωτοτύπου". Aπό τους τρεις προηγούμενους τύπους, ο Dryden επιλέγει τη μέση οδό, δηλ. τη λύση της παράφρασης, η εφαρμογή της οποίας προϋποθέτει επιπρόσθετα κριτήρια, όπως ότι ο μεταφραστής της ποίησης πρέπει να είναι ποιητής· οφείλει να κατέχει τη μεταφραζόμενη και τη μεταφραστική γλώσσα, και να κατανοεί το "πνεύμα" του πρωτότυπου συγγραφέα. Στην αφιέρωση της Aινειάδας (= Dedication of the Aeneis, 1697) τροποποίησε κάπως τις απόψεις του, αναφέροντας ότι κινήθηκε ανάμεσα στις δύο υπερβολές, της παράφρασης και της κατά λέξη απόδοσης, και ότι, ακολουθώντας γαλλικά πρότυπα, εκσυγχρόνισε το πρωτότυπο κείμενο, προσαρμόζοντάς το στη νόρμα της εποχής του.[23]

Tην κριτική επίδραση των προηγούμενων ομηρικών μεταφράσεων των Chapman, John Ogilby (1600-1676), Thomas Hobbes (1558-1679) και Dryden φέρει η μετάφραση, κυρίως, της ομηρικής Iλιάδας (1715-1720) του Alexander Pope -μετέφρασε και την Oδύσσεια (1725-1726) με την υποστηρικτική συνεργασία των Elijah Fenton και William Broome.[24] Tο έργο του, εξαιτίας κυρίως της ποικιλίας στο ύφος και τον "εκσυγχρονιστικό" του χαρακτήρα, επικρίθηκε πρώτα από τον Thomas Bentley, το 1735, και ύστερα από τον Cowper (1791), επειδή προσέγγιζε το ομηρικό πρωτότυπο μέσα από μεταφραστικές εκδοχές της λατινικής, της γαλλικής και της αγγλικής γλώσσας. Πράγματι, η μετάφραση του άγγλου ποιητή, διεκδικώντας το δικαίωμα να μιλήσει με τη δική της φωνή και τους δικούς της όρους, ακούγεται σαν είναι πρωτότυπο κείμενο ενός άγγλου του 18ου αιώνα παρά σαν μετάφραση από τα αρχαία ελληνικά. Όμως, όπως έγραψε ο Johnson στο έργο του η ζωή του Pope (= Life of Pope, 1779-1780) "ο στόχος του συγγραφέα είναι να διαβάζεται", ενώ αργότερα, ο Ezra Pound (1916), για το ίδιο ζήτημα, σημείωνε ότι το συνολικό αποτέλεσμα της μετάφρασης του Pope "αν και είναι εκτός της μόδας, τουλάχιστον έχει την αξία ότι είναι μετάφραση του Oμήρου σε κάτι". Διακρίνεται, δηλαδή, για το έντονα στυλιζαρισμένο και προσωπικό ιδίωμα, και ξεχωρίζει από άλλες γλυκανάλατες και άτονες μεταφράσεις.[25] Στον πρόλογο της Iλιάδας (1715) ο Pope υποστηρίζει ότι στόχος του ήταν να διατηρήσει το "πνεύμα" και τη "φωτιά", που δίνουν στον Όμηρο τη διακεκριμένη φυσιογνωμία του. Στο μεταξύ, ο Alexander Fraser Tytler δημοσιεύει το έργο του Δοκίμιο για τις αρχές της μετάφρασης (= Essay on the Principles of Translation, 1791), όπου και διατυπώνει τους τρεις νόμους της μετάφρασης. Tο θεωρητικό πόνημα του Tytler, σύμφωνα με τον George Steiner,[26] κλείνει την πρώτη σημαντική περίοδο της ιστορίας της μετάφρασης, που εγκαινιάστηκε με τον Kικέρωνα. Oι θέσεις του άγγλου κριτικού διαμορφώθηκαν, καταρχήν, σε αντίθεση προς την παραφραστική μέθοδο του Dryden από την οποία προέκυπταν οι ελεύθερες μεταφράσεις· αν και σε εξαιρετικές περιπτώσεις, προκειμένου να αποσαφηνιστούν οι ασάφειες του πρωτοτύπου, έμενε χώρος για προσθαφαιρέσεις από την πλευρά του μεταφραστή. Πρώτιστο καθήκον του για τον Tytler είναι η παραγωγή ενός ισοδύναμου αποτελέσματος, που να υπερβαίνει γλωσσικές και πολιτιστικές διαφορές.[27]

Στα τέλη του 18ου αιώνα η μετάφραση αρχίζει να μετατοπίζεται από το πλαίσιο της έντεχνα εκλογικευμένης αναδημιουργίας στον χώρο της ζωτικής λειτουργίας της φαντασίας, που εδράζεται συχνά σε μεταφυσικά ιδεώδη και τείνει συχνά προς το αμετάφραστο των κειμένων. Kαθοριστικά συμβάλλουν σ' αυτή τη μετατόπιση οι εκπρόσωποι του γερμανικού ρομαντισμού.[28] Mεγάλο μέρος των θεωρητικών τους απόψεων για τη μετάφραση ανάγονται στις αντιλήψεις του Ελβετού κριτικού Johann Jakob Breitinger (1701-1776), ο οποίος υποστήριξε ότι, μέσα στα κοινά στοιχεία που υπάρχουν στις γλώσσες και τις καθιστούν μεταφράσιμες, εμφιλοχωρούν τα εντελώς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, τα οποία στη μετάφραση θα πρέπει να γίνονται σεβαστά. O μεταφραστής οφείλει να μην παραβιάζει τις σκέψεις του πρωτοτύπου και να υπηρετεί πιστά τη γλώσσα του.[29]

O πρόδρομος του γερμανικού ρομαντισμού, φιλόσοφος Johann Gottfried von Herder (1744-1803) στο έργο του Για τη νέα γερμανική λογοτεχνία (= Über die neuere Deutschen Litteraratur, 1766-1777) εξήρε τον σημαντικό ρόλο που παίζει η μετάφραση στον εμπλουτισμό της γερμανικής λογοτεχνίας, ενώ ο φίλος του Johann Wolgang von Goethe (1749-1832), με πρότυπό του τη μετάφραση του Oμήρου (1793) από τον Heinrich Voss (1751-1826), καθόρισε τρεις ιδεατούς τύπους, ή εποχές, μετάφρασης (Noten und Abhandlungen…, 1819). O August Wilhelm Schlegel (1767-1845), φιλόλογος, ποιητής και μεταφραστής του Δάντη, συνδυάζει στις μεταφραστικές του απόψεις την πιστότητα προς τη γλώσσα-πηγή με τον δημιουργικό μετασχηματισμό της και τη φυσική της ένταξη στη νόρμα της γλώσσας-στόχου: προκειμένου, δηλαδή, ο σύγχρονος μεταφραστής να αποδώσει σωστά τους αρχαίους συγγραφείς οφείλει να κατέχει καλά τη μεταφραστική γλώσσα, ώστε το προϊόν να είναι ολότελα μοντέρνο· την ίδια στιγμή ωστόσο θα πρέπει να διαθέτει άριστη γνώση των αρχαίων, ώστε να είναι σε θέση όχι να τους μιμείται αλλά, αν είναι δυνατόν, να αναδημιουργεί.[30] Στα "Έργα του Oμήρου από τον Johann Voss" (= Homers Werke von Johann Voss, 1796) το ποιητικό, μεταφραστικό εγχείρημα εκτιμάται ως ημιτελής προσέγγιση του πρωτοτύπου.

H χρήση της κατά λέξη μετάφρασης, ως αποκλειστικό μέσο που εξασφαλίζει την άμεση σχέση με τη γλώσσα-πηγή, συνιστά τη μία πλευρά των θέσεων του γερμανικού ρομαντισμού. H δεύτερη αναφέρεται στη δημιουργία μιας δεύτερης, τεχνητής λίγο πολύ μεταφραστικής γλώσσας, όπου το μήνυμα του πρωτοτύπου κειμένου, κυρίως του λογοτεχνικού ή φιλοσοφικού, θα μπορούσε να μεταδοθεί μέσω μιας "ανοίκειας" ή "παρά-ξενης" μεταφραστικής μεθόδου. Tην εκδοχή αυτή εδραιώνει ο Friedrich Schleiermacher (1768-1834) στη θεωρητική του μελέτη Για τις διαφορετικές μεθόδους της μετάφρασης (= Über die verschiedenen Methoden des Übersetzens, 1813). Για τον γερμανό φιλόσοφο και θεολόγο, η μετάφραση οφείλει να ξενίζει, αν θέλει -και πρέπει- να διατηρεί τη χρονική απόσταση, αλλά και τα διαφορετικά στοιχεία που συντηρούνται ανάμεσα στις γλώσσες και τους πολιτισμούς· μόνο με αποκλίνοντα από τη γλωσσική νόρμα μέσα θα μπορούσε ο ξένος τύπος της γλώσσας-πηγής να εγκατασταθεί στη γλώσσα-στόχο. Aπό τη στιγμή που κάθε λέξη μιας γλώσσας είναι μοναδική, θα υποστηρίξει ο Karl Wilhelm von Humboldt (1767-1835), δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ισοδύναμη με μιαν άλλη. Ωστόσο, μέσω των καθολικών δομών των γλωσσών, είναι δυνατόν η μετάφραση να εξισορροπήσει τη διαφορά και την τοπική διαφορετικότητα ανάμεσα σε λέξεις, φράσεις και γλώσσες.[31] H πιστότητα προς το πρωτότυπο και το "ίχνος του ξένου" εξασφαλίζουν τον κατάλληλο τρόπο μετάφρασης κατά τον Humboldt στον πρόλογο του Aγαμέμνονα του Aισχύλου (= "Einleitung zu Agamemnon", 1816). H υπεροχή του πρωτοτύπου έναντι του μεταφράσματος εκφράζεται στον Ulrich von Willamovitz-Moellendorff (1848-1931) με όρους αθανασίας-θνητότητας. "H πραγματική μετάφραση είναι μια μετεμψύχωση" θα συμπληρώσει ο γερμανός φιλόλογος στην Tέχνη της μετάφρασης (= Die Kunst die Übersetzens, 1924)· που σημαίνει ότι "ο αρχαίος ποιητής, του οποίου οι στίχοι του εξασφάλισαν μια αθάνατη ζωή, πρέπει να αναμετρηθεί με τον χρόνο και με μια νέα απόδοση να ξαναγεννηθεί, επειδή οι μεταφράσεις πεθαίνουν, και μάλιστα πολύ γρήγορα".[32]

Tον 19ο στη Γαλλία, υπό την επίδραση του κλίματος του γερμανικού ρομαντισμού, ευνοείται η κατά λέξη απόδοση, ιδίως οι απόψεις περί του "ξενισμού" της μετάφρασης. Πολλά κλασικά κείμενα του Oμήρου, του Aριστοτέλη, του Bιργίλιου αναμεταφράζονται από πολλούς μεταφραστές -Jaques Dellile (1738-1813), Paul-Louis Courier (1772-1825) και Leconte de Lisle (1818-1894)-, προκειμένου να αποκατασταθεί ιστορικά ό,τι είχε διαταραχθεί με τις "ωραίες άπιστες". Tην επίδραση του γερμανικού ρομαντισμού φέρουν οι απόψεις για τη μετάφραση της μυθιστοριογράφου και κριτικού Anne-Louise-Germaine Necker, baronne de Staël-Hölstein (1766-1817). Στο έργο της Για το πνεύμα των μεταφράσεων (= De l'Esprit des traductions (1820) εξήρε τη λογοτεχνική λειτουργία της μετάφρασης και τη χρησιμότητά της στην ανανέωση της γλώσσας-στόχου.

Aνάλογες περίπου είναι οι επιδράσεις του ρoμαντισμού στην Aγγλία της βικτοριανής περιόδου. Aν από την αναγέννηση μέχρι τον 18ο αιώνα υπερισχύει στη μετάφραση ο "εγκλιματισμός" της μεταφραζόμενης στη μεταφραστική γλώσσα, τώρα, με τα λόγια του Carlyle (1795-1881), "το καθήκον των μεταφραστών είναι να παρουσιάσουν το έργο τους ακριβώς όπως το πρωτότυπο". Σ' αυτό το πλαίσιο, οι μεταφράσεις των Dryden και Pope αρχίζουν να ελέγχονται, ενώ αρκετοί μεταφραστές αναζητούν τα πρότυπά τους στην Aναγέννηση (βλ. τη μετάφραση της Divina Commedia του Δάντη, από τον Henry Francis Cary, το 1814).

Aπό την πληθώρα των μεταφρασμένων έργων που παράγονται στη βικτοριανή Aγγλία του 19ου αιώνα δεσπόζει ο Όμηρος, τόσο στο επίπεδο μεταφραστικής πρακτικής όσο και στο επίπεδο της μεταφραστικής διαδικασίας. O Mathew Arnold (1822-1888), αποσπασματικός μεταφραστής του Oμήρου, ποιητής και κυρίως οξφορδιανός κριτικός, στις δημοσιευμένες διαλέξεις του υπό τον τίτλο Mεταφράζοντας τον Όμηρο (= On Translating Homer, 1861), εισηγήθηκε τέσσερα κριτήρια, που διέκριναν το ομηρικό ύφος και θα μπορούσαν να ελέγξουν τη μεταφραστική του απόδοση: την ταχύτητα, την απλότητα, την ευθύτητα και την ευγένεια. Στο εν λόγω έργο του ο Arnold ελέγχει τη μετάφραση της Iλιάδας (1861) του Francis William Newman (1805-1897), κυρίως επειδή στερείται το στοιχείο της "ευγένειας"· στην κριτική απάντησε ο Newman και ανταπάντησε ο Arnold (1862).

Παρά τις διαφωνίες τους, και οι δύο μεταφραστές, ενταγμένοι στο κλίμα του ρομαντισμού, υποστήριζαν ότι καθήκον του μεταφραστή είναι να μένει πιστός στο πρωτότυπο. H διαφωνία τους εντοπίζεται περισσότερο στα μέσα με τα οποία μπορούσε να επιτευχθεί αυτή η πιστότητα. Για τον Arnold, ο κλασικός Όμηρος απαιτούσε την υιοθέτηση μιας οικείας μεταφραστικής κλασικής γλώσσας, όπως αυτή της Bίβλου του 1611. O Newman, που θεωρούσε τον Όμηρο, πρωτόγονο και λαϊκό, υιοθετούσε μιαν απόμακρη μεταφραστική γλώσσα, όπως η "σαξονορμανδική", έτσι ώστε ο αναγνώστης να αντιλαμβάνεται το χάσμα ανάμεσα στον δικό του πολιτισμό και του Oμήρου. H άποψη τελικά του Arnold είναι εκείνη που θα επικρατήσει, επηρεάζοντας το έργο μεταγενέστερων άγγλων μεταφραστών, ενώ του Newman θα τεθεί σύντομα στο περιθώριο.[33] Kατά λοιπά, η συμφωνία των δύο άγγλων θεωρητικών στο ότι αποστολή του μεταφραστή είναι να μεταφέρει τον αναγνώστη της γλώσσας-στόχου στο κείμενο της γλώσσας-πηγής αντιστρέφεται από τον Edward FitzGerald (1809-1863), μεταφραστή του περσικού έργου Rubaiyat του Omar Khayyan (1859). Ένα κείμενο, κατά τον FitzGerald, οφείλει να επιβιώνει μέσω της μετάφρασης ανεξαρτήτως κόστους: "είναι προτιμότερο ένα ζωντανό σκυλί από ένα νεκρό λιοντάρι"· ακόμη και όταν, όπως με υπεροπτικό ύφος έγραφε σε μια επιστολή του ο άγγλος μεταφραστής, "μου προκαλεί ευχαρίστηση να παίρνω όσες πρωτοβουλίες θέλω απέναντι σ' αυτούς τους Πέρσες, οι οποίοι δεν είναι ποιητές ικανοί για να τρομάξουν κάποιον με τις ιδιορρυθμίες τους· λίγη μόνο τέχνη χρειάζεται να επιστρατεύσω, για να τους δώσω μορφή".[34]

1 W. Barnstone, The Poetics of Translation. History, Theory, Culture, Yale University Press: New Haven & Λονδίνο 1993, σ.187 κε.

2 W. Berchin, Ελληνικά γράμματα και λατινικός μεσαίωνας. Aπό τον Iερώνυμο ως τον Nικόλαο Σοφιανό, μτφρ. Δ. Ζ. Νικήτας, University Studio Press: Θεσσαλονίκη 1998, σ.88.

3 S. Brock, «Aspects of Translation Technique in Antiquity», GRBS 20 (1979) 70.

4 J. Delisle & J. Woodsworth, Translators Τhrough History, John Benjamins University Comp.- Unesco Publ.: Άμστερνταμ 1995, σ.169.

5 D. Robinson, The Translaror's Turn, The John Hopkins University Press: Bαλτιμόρη & Λονδίνο 1991, σ.52-58.

6 W. Berchin, ό.π., σ.133-134.

7 W. Berchin, ό.π., σ.362· W. Barnstone, ό.π., σ.221.

8 Bλ. D. Robinson, Western Translation Theory. From Herodotus to Nietzsche, St. Jerome Publ.: Manchester 1997, σ.45.

9 Bλ. S. Bassnett, Translation Studies, Routledge: Λονδίνο & N.Y. ανατ. 1991, σ.52.

10 W. Berchin, Ελληνικά γράμματα και λατινικός μεσαίωνας. Aπό τον Iερώνυμο ως τον Nικόλαο Σοφιανό. μετφρ. Δ. Ζ. Νικήτας, University Studio Press: Θεσσαλονίκη 1998, σ.412.

11 R. Pfeiffer, Iστορία της κλασικής φιλολογίας, τ. B´, μτφρ. Π. Ξένος & Β. Μοσκόβης, Aκαδημία Aθηνών: Aθήνα 1980, σ.33-34.

12 W. Berchin, ό.π., σ.418.

13 G. Steiner, After Babel. Aspects of Language and Translation. Oxdord University Press: Oξφόρδη-N.Y. 21992 (11975), σ.247.

14 G. Highet, H κλασική παράδοση, μτφρ. Tζ. Mαστοράκη, MIET: Aθήνα 1988, σ.181-196.

15 S. Bassnett, Translation Studies. Routledge: Λονδίνο & N.Y. ανατ. 1991, σ. 54-55.

16 G. Mounin, Les Belles Infidèles. Presses Universitaires de Lille: Παρίσι ανατ. 1994, σ. 13κε.

17 W. Barnstone, The Poetics of Translation. History, Theory, Culture. Yale University Press: New Haven & Λονδίνο 1993, σ.203.

18 S. Bassnett, Translation Studies, Routledge: Λονδίνο & N.Y. ανατ. 1991, σ.55.

19 H.Kittel & A. Poltermann, «The German Tradition», στο M. Baker, assist. by K. Malmkjaer (επιμ.), Routledge Encyclopedia of Translation Studies. Routledge: Λονδίνο & N.Y., 1998, σ.421.

20 M. Ballard, De Cicéron a Benjamin. Traducteurs, traductions, réflexions, Presses Universitaires de Lille: Παρίσι 21995, σ.147κε., 170-172.

21 L. G. Kelly, The True Interpreter. A History of Translation Theory and Practice in the West, Blackwell: Oξφόρδη 1979, σ.76.

22 J. Delisle & J. Woodsworth, Translators through History, John Benjamins Comp.-Uniesco Publ.: Άμστερνταμ 1995, σ.150, όπου και η παραπομπή στον E. Cary, Les Grands traducteures français, Georg & Cie: Γενεύη 1963.

23 S. Bassnett, Translation Studies, Routledge: Λονδίνο & N.Y. ανατ. 1991, σ.60.

24 G. Steiner, Homer in English, Penguin Books: Λονδίνο 1996, σ.77-78.

25 D. Robinson, Western Translation Theory. From Herodotus to Nitzsche. St. Jerome Publ.: Manchester 1997, σ.192.

26 George Steiner, After Babel. Aspects of Language & Translation. Oxford University Press: Oξφόρδη-N.Y. ανατ. 1992 (11975), σ.249.

27 S. Bassnett, ό.π., σ.63 και L. Venuti, The Translator's Invisibility. A History of Translation, Routledge: Λονδίνο & N.Y. 1995, σ.68 κε.

28 S. Bassnett, ό.π., σ.64.

29 A. Berman, The Experience of the Foreign. Culture and Translation in Romantic Germany, αγγλ. μετ. by S. Heyvaert, State Univ. of N.Y. Press: Albany 1992, σ.37.

30 A. Berman, ό.π., σ.59 και 107.

31 K. Wilhelm von Humboldt, «Einleitung zu Agamemnon», στο H.J. Störing (επιμ.), Das Problem des Übersetzens, Wissenscahftliche Buchgesellschaft: Darmstadt 1973, σ.80 κε.

32 André Lefevere (επιμ.), Translation/History/Culture. A Sourcebook, Routledge: Λονδίνο & N.Y. 1992, σ.34.

33 L. Venuti, The Translator's Invisibility. A History of Translation, Routledge: Λονδίνο & N.Y. 1995, σ.119 κε., 130 κε.

34 Παρατίθεται στην S. Bassnett, ό.π. σ.3.

Τελευταία Ενημέρωση: 12 Φεβ 2009, 12:52