Albert Debrunner 

O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική 

 

2. -ᾱλός, -ηλός, -ωλός

§ 325. Πενιχρή παραγωγή έχει αναπτύξει το -ᾱλός (ιων.-αττ. -ηλός) από θέματα σε · ύστερα με πρότυπο το -ᾱλός από ρήματα σε -ᾶν σχηματίστηκε και το -ηλός από ρήματα σε -εῖν:

σιγᾱλός σιγηλός 'σιωπηλός' (Πίνδαρος και τραγικοί) από τα σιγή σιγᾶν·

ἀπατηλός(Όμ.) από το ἀπάτη ἀπατᾶν·

ῥιγηλός 'φρικαλέος' (Ασπίς Ηρακλέους, Όμ.) από τα ῥῖγος ουδ. 'φρίκη', ῥιγεῖν 'φρίττω'·

νοσηλός 'νοσηρός' (Ιπποκρ.· νοσηλεύειν 'αρρωσταίνω (κάποιον), περιποιούμαι έναν ασθενή' κλασ.) από τα νόσος θηλ., νοσεῖν.

Χωρίς αντίστοιχο ρήμα σε -ᾶν ή -εῖν π.χ. ὑδρηλός 'υγρός' (Όμ.) από το ὑδρ- 'νερό' (πρβ. ὑδρ-εύειν, ὑδρ-ία κτλ.).

Μια απολιθωμένη ομαδούλα σχηματίζει το -ωλός μαζί με το ουσιαστικοποιημένο -ωλή (με αφηρημένη σημασία), που ύστερα από ένα -λ- μετατρέπεται στο (ιωνικό-επικό) -ωρή:

ἁμαρτωλός (ελληνιστ.), ἁμαρτωλή 'σφάλμα' (Θέογνης) από το ἁμαρτάνειν ἁμαρτεῖν 'ξαστοχώ, σφάλλω'·

φειδωλός 'οικονόμος' (Ησίοδος), φειδωλή 'οικονομία' (Όμ.) από το φείδεσθαι,

εὐχωλή 'τάμα, προσευχή' (Όμ.) από το εὔχεσθαι,

παυσωλή 'ησυχία' (Όμ.) από τα παύειν παυσ-θῆναι ἄ-παυσ-τος,

ἀλεωρή 'άμυνα' (Όμ.) από το ἀλέοντο ἀλέασθαι 'αποφεύγω',

ἐλπωρή 'ελπίδα' (Όμ.) από το ἔλπεσθαι 'ελπίζω'.

Τελευταία Ενημέρωση: 12 Δεκ 2008, 13:40