Albert Debrunner 

O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική 

 

α) Τα ρήματα σε -ύζειν

§ 234. Ξεπερνώντας τα αρχικά του όρια το -ύζειν (ιδίως με υπερωικό θεματικό χαρακτήρα) επεκτάθηκε σε ονοματοποιίες. Πάντως το υπόβαθρο αποτελούν παράγωγα από ονοματικά υπερωικά θέματα, όπως π.χ. κοκκύζειν 'κρώζω σαν κούκος' (Ησίοδος) από το κόκκυξ, -υγος, ή ὀλολύζειν 'σπαράζω στο κλάμα' (Όμ.) από το ὀλολῡγή 'ολολυγμός'. Σε τέτοιες περιπτώσεις συνδέθηκε με το -ύζειν η παράσταση ενός ήχου, και με αυτή την έννοια το -ύζειν προχώρησε στη συνέχεια σε κατακτήσεις: π.χ. κατά το κόκκυ (η φωνή του κούκου) - κόκκυξ - κοκκύζειν[99] σχηματίστηκε από το βαῦ[100] 'γαβ' ένα βαΰζειν 'γαβγίζω' (μετά τον Ηράκλειτο), από το γρῦ ένα γρύζειν 'γκρινιάζω' (κλασ.), από το βάμβαλα (χειμερινὰ ἱμάτια) βαμβάλλειν (τρέμειν, ψοφεῖν τοῖς χείλεσιν 'τρέμω, κροτούν τα χείλια μου') ένα βαμβαλύζειν 'χτυπούν τα δόντια μου [από το κρύο]' (λεξικογράφοι· Ιππώνακτας;). Και άλλα επιφωνήματα δέχονται μερικές φορές ένα τέτοιο -ζειν· π.χ. ὤζειν (Αισχύλ., Αριστοφ.) 'φωνάζω ' (πρβ. οἴμοι - οἰμώζειν (Όμ.) - οἰμωγή), φεύζειν (Αισχύλ.) 'φωνάζω φεῦ [αλοίμονο]', οἴζειν (δυσ- τραγικοί) 'φωνάζω οἴ ', ψιττάζειν (Ησύχιος) 'οδηγώ ένα ζώο φωνάζοντας ψίττα '.[101]

99 Σ.τ.ε. κόκκυ (με μακρό υ και διπλό κ), κοκκύζειν: Αρχικά, το γράμμα υ δήλωνε το φωνήεν [u], που αργότερα τράπηκε σε [y], και τελικά σε [i]. Σήμερα, καθώς η προφορά της αρχαίας λέξης έχει αλλάξει, χρησιμοποιούμε μια παρόμοια ηχομιμητική γι' αυτό το πουλί: κούκος.

100 Σ.τ.ε. βαῦ: Προφανώς κατά την αρχική δημιουργία της ηχομιμητικής λέξης η προφορά της ήτανε περίπου [baw]. (Δες στο Παράρτημα για την προφορά, καθώς και στο ΛΚΝ την ετυμολογία της λέξης γάβ.)

101 Σ.τ.ε. Σήμερα το επιφώνημα ψίτ συνηθίζεται κυρίως για τη γάτα.

Τελευταία Ενημέρωση: 12 Δεκ 2008, 13:40