Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "πολίτης"

1 εγγραφή
πολίτης
Α. 1. κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα, ελεύθερος πολίτης |με γεν. |αντ. του ἰδιώτης |αντ. του ξένος 2. συμπολίτης |φρ. ἀγαθός πολίτης, χρηστὸς πολίτης, αντ. κακὸς πολίτης, πονηρὸς πολίτης |φρ. φύσει, γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης |φρ.ποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ, δίνω σε κπ. τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β. |το ουσ. ως επίθ. αυτός που ανήκει στην πόλη
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες