Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "βουλεύω"
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βουλεύω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. σκέφτομαι |σχεδιάζω, μηχανεύομαι |με αιτ. πράγμ. 2. αποφασίζω να κάνω κτ. 3. δίνω γνώμη, συμβουλεύω 4. είμαι μέλος βουλής, είμαι βουλευτής Β.ΜΕΣΟ 1.σκέφτομαι, μελετώ για να αποφασίσω |απόλ. 2. συσκέπτομαι ως μέλος συμβουλίου για λήψη απόφασης 3. αποφασίζω να κάνω κτ. Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ κτ. ορίζεται ή αποφασίζεται μετά από σκέψη |φρ. τά βεβουλευμένα=οι αποφάσεις