Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • ἐλεύθερος
    • επίθετο
    • -α, -ον ή -ος, -ον
    • ἐλευθέρως
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • ΕΠΙΘΕΤΟ Α. 1. αυτός που δεν είναι υποδουλωμένος, που δε βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου, ο εθνικά ανεξάρτητος, αντ. δοῦλος 2. αυτός που δεν υποτάσσεται στη θέληση άλλου, που έχει ελεύθερο φρόνημα, που εκφράζεται και ενεργεί σύμφωνα με τη δική του βούληση, που δεν εξαναγκάζεται |με γεν.=απαλλαγμένος από κτ. |αυτός που έχει την ιδιότητα του ελεύθερου πολίτη, έντιμος, μεγαλόψυχος, ευγενής, συν. ἐλευθέριος 3. σύζυγος ή θυγατέρα ελεύθερου πολίτη |για γυναίκα Β. αυτός που προσφέρεται για χρήση σε όλους, προσιτός |για πράγματα |αυτά που δεν είναι υποθηκευμένα |για κτήματα |ως ουσ. τὸ ἐλεύθερον =η ελευθερία |ΕΠΙΡΡΗΜΑ χωρίς εξαναγκασμό, ανεξάρτητα, με ελεύθερη βούληση

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • ΕΠΙΘΕΤΟ Α.
    • 1. αυτός που δεν είναι υποδουλωμένος, που δε βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου, ο εθνικά ανεξάρτητος, αντ. δοῦλος
    • ΛΥΣ 2.55 ἐλευθέραν μὲν ἐποίησαν τὴν Ἑλλάδα
    • ΙΣΟΚΡ 17.51 ἔλεγεν ὅτι ἐλεύθερος εἴη καὶ τὸ γένος Μιλήσιος
    • ΘΟΥΚ 2.36.1 τὴν γὰρ χώραν οἱ αὐτοὶ αἰεὶ οἰκοῦντες...ἐλευθέραν δι΄ ἀρετὴν παρέδοσαν
    • ΕΥΡ ΙΑυλ 1271 ἀλλ΄ Ἑλλάς...ἐλευθέραν γὰρ δεῖ νιν ὅσον ἐν σοί͵ τέκνον͵ κἀμοὶ γενέσθαι
    • ΠΛ Λυσις 208c ἦ δεινόν͵ ἦν δ΄ ἐγώ͵ ἐλεύθερον ὄντα ὑπὸ δούλου ἄρχεσθαι
    • 2. αυτός που δεν υποτάσσεται στη θέληση άλλου, που έχει ελεύθερο φρόνημα, που εκφράζεται και ενεργεί σύμφωνα με τη δική του βούληση, που δεν εξαναγκάζεται
    • ΛΥΣ 2.18 ἐλευθέραις ταῖς ψυχαῖς ἐπολιτεύοντο
    • ΑΙΣΧ Πρ 50 ἐλεύθερος γὰρ οὔτις ἐστὶ πλὴν Διός
    • ΑΡΙΣΤ Μεταφ 982b ἀλλ΄ ὥσπερ ἄνθρωπος͵ φαμέν͵ ἐλεύθερος ὁ αὑτοῦ ἕνεκα καὶ μὴ ἄλλου ὤν
    • ΑΡΙΣΤ Μεταφ 982b καὶ αὐτὴν (ενν. τὴν σοφίαν) ὡς μόνην οὖσαν ἐλευθέραν τῶν ἐπιστημῶν
    • με γεν.=απαλλαγμένος από κτ.
    • ΣΟΦ Αντ 445 ἔξω βαρείας αἰτίας ἐλεύθερον { απαλλαγμένος από βαριά κατηγορία }
    • ΑΙΣΧ Χο 1060 ἐλεύθερόν σε τῶνδε πημάτων κτίσει { θα σε απαλλάξει από αυτά τα βάσανα }
    • αυτός που έχει την ιδιότητα του ελεύθερου πολίτη, έντιμος, μεγαλόψυχος, ευγενής, συν. ἐλευθέριος
    • ΑΙΣΧΙΝ 1.7 ἃ χρὴ τὸν παῖδα τὸν ἐλεύθερον ἐπιτηδεύειν
    • ΘΟΥΚ 2.103.1 τούς τε ἐλευθέρους τῶν αἰχμαλώτων ἐκ τῶν ναυμαχιῶν ἄγοντες
    • ΑΡΙΣΤ Πολιτικ 1255b οὐδὲ πᾶσαι ἀλλήλαις αἱ ἀρχαί͵ ὥσπερ τινές φασιν. ἡ μὲν γὰρ ἐλευθέρων φύσει ἡ δὲ δούλων ἐστίν
    • 3. σύζυγος ή θυγατέρα ελεύθερου πολίτη
    • για γυναίκα
    • ΛΥΣ 3.23 νύκτωρ εἰσιὼν ἐπὶ γυναῖκας ἐλευθέρας
    • ΔΗΜ 59.113 τὸ δὲ τῶν ἐλευθέρων γυναικῶν ἀξίωμα εἰς τὰς ἑταίρας
    • ΠΛ Συμπ 182a ὥσπερ καὶ τῶν ἐλευθέρων γυναικῶν προσαναγκάζομεν αὐτοὺς καθ΄ ὅσον δυνάμεθα μὴ ἐρᾶν
    • Β. αυτός που προσφέρεται για χρήση σε όλους, προσιτός
    • για πράγματα
    • ΔΗΜ 35.21 ὅτι ὑποτιθέασιν ταῦτα ἐλεύθερα καὶ οὐδενὶ οὐδὲν ὀφείλοντες
    • ΞΕΝ ΚΠαιδ 1.2.3 ἔστιν αὐτοῖς ἐλευθέρα ἀγορὰ καλουμένη
    • αυτά που δεν είναι υποθηκευμένα
    • για κτήματα
    • ΑΡΙΣΤ ΑθΠολ 4.2 στρατηγοὺς δὲ καὶ ἱππάρχους οὐσίαν ἀποφαίνοντας οὐκ ἔλαττον ἢ ἑκατὸν μνῶν ἐλευθέραν { ...περιουσία μη υποθηκευμένη όχι λιγότερη από δέκα μνες }
    • ΑΡΙΣΤ ΑθΠολ 12.4 γῆ μέλαινα...πρόσθεν δὲ δουλεύουσα͵ νῦν ἐλευθέρα
    • ως ουσ. τὸ ἐλεύθερον =η ελευθερία
    • ΑΡΙΣΤ Πολιτικ 1328a καὶ τὸ ἄρχον δὲ καὶ τὸ ἐλεύθερον ἀπὸ τῆς δυνάμεως ταύτης ὑπάρχει πᾶσιν
    • ΕΠΙΡΡΗΜΑ χωρίς εξαναγκασμό, ανεξάρτητα, με ελεύθερη βούληση
    • ΑΙΣΧΙΝ 2.70 ἐλευθέρως ἅμα καὶ τἀληθῆ εἰπὼν σῴζεσθαι
    • ΘΟΥΚ 2.37.2 ἐλευθέρως δὲ τά τε πρὸς τὸ κοινὸν πολιτεύομεν
    • ΠΛ Συμπ 218c.2 ἀλλ΄ ἐλευθέρως εἰπεῖν ἅ μοι ἐδόκει
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ >
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ε2α
    • επίθετο συγκρ. ἐλευθερώτερος, υπερθ. ἐλευθερώτατος
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: ἐλευθερία, ἐλευθεριότης 'χαρακτήρας που ταιριάζει σε άνθρωπο ελεύθερο', Ἐλευθεριών ΄όνομα μήνα στην Αλικαρνασσό', ἐλευθέρωσις, ἀπελευθέρωσις, ἀπελεύθερος
      • ρήματα: ἐλευθερῶ, ἀπελευθερῶ, ἐλευθεριάζω 'συμπεριφέρομαι ως ελεύθερος άνθρωπος'
      • επίθετα: ἐλεύθερος, ἀνελεύθερος, ἐλευθέριος 'που ταιριάζει σε άνθρωπο ελεύθερο', ἐλευθερικός 'που ανήκει σε άνθρωπο ελεύθερο'
      • επιρρήματα: ἐλευθέρως, ἀνελευθέρως
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Δελφοί ἐλαύθερος, ἐλεύθαρος, Κρήτ. ἐλούθερος
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: ἐλευθέρωμα, ἐλευθερώτης, ἀπελευθερία, ἀπελευθερισμός, ἀπελευθερίωσις
      • ρήματα: ἀπελευθεριάζω
      • επίθετα: ἐλευθεριωτικός
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • ελευθεριασμοί, ελευθεριοδότειρα, ελευθεριοκτόνος, ελευθεριολόγοι, ελευθεριοπραγία, ελευθεριοτέχνης, ελευθεροβουλία, ελευθερογνωμία, ελευθεροθρησκεία, ελευθερολογία, ελευθεροπιστία, ελευθεροτυπία, ελευθεροφροσύνη, ελευθερωτικός, απελευθερώσιμος, απελευθερωτήριον, απελευθερωτικός, απελευθερώτρια
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ Κύπ. πολευτερώνω