Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • δείκνυμι
    • ρήμα
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. δείχνω, συχνά με το δάχτυλο ή το χέρι |παρουσιάζω |επισημαίνω, υποδεικνύω 2. δείχνω, επιδεικνύω 3. εξηγώ, διδάσκω 4. φανερώνω, αποκαλύπτω 5. φέρνω ως τεκμήριο, παρουσιάζω ως στοιχείο |επικαλούμαι νόμο 6. αποδεικνύω |με μτχ. Β. ΜΕΣΟ 1. δείχνω, παρουσιάζω |ΟΜ 2. δείχνω κπ., απευθύνομαι σε κπ. |ΟΜ 3. χαιρετώ, καλωσορίζω |ΟΜ Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. δείχνομαι, παρουσιάζομαι, υποδεικνύομαι 2. παρουσιάζομαι, γνωστοποιούμαι, αποκαλύπτομαι 3. αποδεικνύομαι

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ
    • 1. δείχνω, συχνά με το δάχτυλο ή το χέρι
    • ΣΟΦ Αντ 253 ὅπως δ᾽ ὁ πρῶτος ἡμῖν ἡμεροσκόπος δείκνυσι, πᾶσι θαῦμα δυσχερὲς παρῆν { αλλά, όταν μας το έδειξε ο πρώτος φύλακας της μέρας, βρεθήκαμε μπροστά σε κάτι απίστευτο, σε όλους μας δυσάρεστο }
    • ΘΟΥΚ 1.133.1 τότε δὴ οἱ ἔφοροι δείξαντος αὐτοῦ τὰ γράμματα μᾶλλον μὲν ἐπίστευσαν
    • ΞΕΝ Ελλ 7.1.39 ὁ φέρων τὰ γράμματα δείξας τὴν βασιλέως σφραγῖδα ἀνέγνω τὰ γεγραμμένα
    • παρουσιάζω
    • ΠΛ Πολ 514b ἰδὲ τειχίον παρῳκοδομημένον, ὥσπερ τοῖς θαυματοποιοῖς πρὸ τῶν ἀνθρώπων πρόκειται τὰ παραφράγματα, ὑπὲρ ὧν τὰ θαύματα δεικνύασιν { φαντάσου ένα τοιχάκι χτισμένο απέναντι, όπως ακριβώς στην περίπτωση των θαυματοποιών βρίσκονται μπροστά τους παραπετάσματα, πάνω στα οποία παρουσιάζουν τα τεχνάσματά τους }
    • ΠΛ Νομ 814c οὐδ᾽ ἔστι ῥᾴδιον ἄνευ τοῦ τῷ σώματι δεικνύντα ἅμα καὶ τῷ λόγῳ φράζειν { ούτε είναι εύκολο να το εκφράσει κανείς με λόγια χωρίς να το παρουσιάσει συγχρόνως και με κινήσεις του σώματος }
    • επισημαίνω, υποδεικνύω
    • ΠΛ Νομ 836c μάρτυρα παραγόμενος τὴν τῶν θηρίων φύσιν καὶ δεικνὺς πρὸς τὰ τοιαῦτα οὐχ ἁπτόμενον ἄρρενα ἄρρενος διὰ τὸ μὴ φύσει τοῦτο εἶναι { φέρνοντας ως μάρτυρα την φύση των θηρίων και επισημαίνοντας σχετικά μ' αυτά ότι δεν αγγίζει αρσενικό ένα άλλο αρσενικό, γιατί αυτό δεν υπαγορεύεται από τη φύση }
    • ΣΟΦ ΟιδΤ 277 οὔτ᾽ ἔκτανον γὰρ οὔτε τὸν κτανόντ᾽ ἔχω δεῖξαι. Τὸ δὲ ζήτημα τοῦ πέμψαντος ἦν Φοίβου τόδ᾽ εἰπεῖν { ούτε εγώ τον σκότωσα, ούτε και μπορώ να υποδείξω τον φονιά. Το ζήτημα είναι του Φοίβου που έστειλε το χρησμό να πει αυτό το πράγμα }
    • 2. δείχνω, επιδεικνύω
    • ΘΟΥΚ Ι.74.2 προθυμίαν δὲ καὶ πολὺ τολμηροτάτην ἐδείξαμεν
    • ΑΝΤΙΦ 5.76 ἔργῳ τὴν εὔνοιαν ἐδείκνυε τὴν εἰς ὑμᾶς
    • 3. εξηγώ, διδάσκω
    • ΑΙΣΧ Πρ 457 ἀντολὰς ἐγὼ ἄστρων ἔδειξα τάς τε δυσκρίτους δύσεις
    • ΕΥΡ απ 861 δείξας γὰρ ἄστρων τὴν ἐναντίαν ὁδὸν δήμους τ᾽ ἔσῳσα καὶ τύραννος ἱζόμην
    • 4. φανερώνω, αποκαλύπτω
    • ΠΙΝΔ υμν 42 καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν ἐς μέσον χρὴ παντὶ λαῷ δεικνύναι { ό,τι καλό και ευχάριστο μας τύχει πρέπει να το φανερώνουμε μπροστά σ' όλον τον κόσμο }
    • ΕΥΡ απ 865.1 φήμη τὸν ἐσθλὸν κἀν μυχοῖς δείκνυσι γῆς { η φήμη αποκαλύπτει τον καλό άνθρωπο, ακόμη κι αν αυτός βρίσκεται στα βάθη της γης }
    • προοίμ 48.2 "ἀρχὴ ἄνδρα δείκνυσιν" { η εξουσία φανερώνει το ποιόν του ανθρώπου }
    • 5. φέρνω ως τεκμήριο, παρουσιάζω ως στοιχείο
    • ΔΗΜ 22.22 ἔστι τοίνυν ἀνάγκη τοὺς ἐλέγχοντας ἢ τεκμήρια δεικνύναι δι᾽ ὧν ἐμφανιοῦσι τὸ πιστὸν ὑμῖν, ἢ τὰ εἰκότα φράζειν, ἢ μάρτυρας παρέχεσθαι
    • ΞΕΝ ΚΠαιδ 5.3.14 πιστὰ δὲ αὐτῷ οὐκ ἂν μείζω οὔτ᾽ εἴποις οὔτε δείξαις ὧν αὐτὸς σὺ τυγχάνεις παρ᾽ ἡμῶν εἰληφώς { αποδείξεις της αξιοπιστίας μας δεν θα μπορούσες ούτε να αναφέρεις ούτε να παρουσιάσεις μεγαλύτερες από αυτές που εσύ ο ίδιος συμβαίνει να έχεις πάρει από μας }
    • επικαλούμαι νόμο
    • ΔΗΜ 24.35 ἀξιοίη δ᾽ ἑκάτερος νικᾶν μὴ τὸν αὐτὸν δεικνύων νόμον { αν κάποιος είχε την αξίωση να κερδίσει τη δίκη, χωρίς να επικαλείται τον ίδιο νόμο }
    • ΙΣΑΙΟΣ 10.11 νόμον ἕξουσι δεῖξαι καθ᾽ ὃν ἐξῆν αὐτῷ ταῦτα πρᾶξαι
    • 6. αποδεικνύω
    • ΑΡΙΣΤ ΑναλΥ 76a τὰς μὲν ἀρχὰς ἀνάγκη λαμβάνειν, τὰ δ᾽ ἄλλα δεικνύναι { είναι ανάγκη άλλα να τα αποδεχόμαστε ως αξιώματα κι άλλα να τα αποδεικνύουμε }
    • ΞΕΝ Ελλ 1.6.11 ἀλλὰ σὺν τοῖς θεοῖς δείξωμεν τοῖς βαρβάροις ὅτι καὶ ἄνευ τοῦ ἐκείνους θαυμάζειν δυνάμεθα τοὺς ἐχθροὺς τιμωρεῖσθαι
    • με μτχ.
    • ΞΕΝ Απομν 3.8.2 ὁ μὲν γὰρ αὐτὸν ἤρετο εἴ τι εἰδείη ἀγαθόν, ἵνα, εἴ τι εἴποι τῶν τοιούτων, οἷον ἢ σιτίον ἢ ποτὸν ἢ χρήματα ἢ ὑγίειαν ἢ ῥώμην ἢ τόλμαν, δεικνύοι δὴ τοῦτο κακὸν ἐνίοτε ὄν { αυτός λοιπόν τον ρώτησε αν ήξερε κάποιο αγαθό, για να του αποδείξει, αν εκείνος έλεγε κάτι από αυτά, όπως τροφή ή ποτό ή χρήματα ή υγεία ή σωματική δύναμη ή τόλμη, ότι μερικές φορές αυτό είναι κακό }
    • Β. ΜΕΣΟ
    • 1. δείχνω, παρουσιάζω
    • ΟΜ
    • ΟΜ Ιλ 23.700 Πηλεΐδης δ᾽ αἶψ᾽ ἄλλα κατὰ τρίτα θῆκεν ἄεθλα δεικνύμενος Δαναοῖσι
    • 2. δείχνω κπ., απευθύνομαι σε κπ.
    • ΟΜ
    • ΟΜΥΜΝ 4.367 Ἑρμῆς δ' αὖθ' ἑτέρωθεν ἀμειβόμενος ἔπος ηὔδα δείξατο δ᾽ εἰς Κρονίωνα θεῶν σημάντορα πάντων
    • 3. χαιρετώ, καλωσορίζω
    • ΟΜ
    • ΟΜ Ιλ 9.196 τὼ καὶ δεικνύμενος προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς { καλωσορίζοντας αυτούς τους δυο ο γοργοπόδαρος Αχιλλέας τους είπε }
    • Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ
    • 1. δείχνομαι, παρουσιάζομαι, υποδεικνύομαι
    • ΙΣΟΚΡ 15.265 συνεθιζόμενοι μένειν καὶ πονεῖν ἐπὶ τοῖς λεγομένοις καὶ δεικνυμένοις
    • ΞΕΝ ΚΠαιδ 2.3.9 ἡμῖν καὶ δείκνυται μάχη, ἣν ἐγὼ ὁρῶ πάντας ἀνθρώπους φύσει ἐπισταμένους { μας δείχνεται τρόπος μάχης που εγώ βλέπω ότι τον ξέρουν όλοι οι άνθρωποι καλά από τη φύση τους }
    • 2. παρουσιάζομαι, γνωστοποιούμαι, αποκαλύπτομαι
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Θεσμ 628 σὺ δ᾽ εἰπέ μοι ὅ τι πρῶτον ἡμῖν τῶν ἱερῶν ἐδείκνυτο { πες μου λοιπόν ποιο μέρος της τελετουργίας μας αποκαλύφθηκε πρώτο }
    • 3. αποδεικνύομαι
    • ΘΟΥΚ 6.34.9 τὸ μὲν καταφρονεῖν τοὺς ἐπιόντας ἐν τῶν ἔργων τῇ ἀλκῇ δείκνυσθαι
    • ΠΛ Πολιτ 278b μέχριπερ ἂν πᾶσι τοῖς ἀγνοουμένοις τὰ δοξαζόμενα ἀληθῶς παρατιθέμενα δειχθῇ { μέχρι να αποδειχθούν πραγματικά σ' αυτούς που έχουν άγνοια όσα είναι εικασίες }
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΔΕΙΚΝΥΜΙ >
    • Το ρήμα ανήκει σε μια οικογένεια λέξεων που προέρχεται από ρίζα ιε. προέλευσης *deik-, η οποία εμφανίζει σε μερικές περιπτώσεις και την αποφωνηεντισμένη βαθμίδα *dik-, όπως για παράδειγμα στον σχηματισμό των λέξεων δίκνυτι (κρητ.), δικεῖν. Πβ. λατ. dico.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ρ15
    • δείκνυμι-δεικνύω, ἐδείκνυν-ἐδείκνυον, δείξω, ἔδειξα, δέδειχα
    • δείκνυμαι, ἐδεικνύμην, δείξομαι, ἐδειξάμην, δέδειγμαι, ἐδεδείγμην
    • παθ. μέλλ. δειχθήσομαι, παθ. αόρ. ἐδείχθην
    • ιων. ενεστ. δέκνυμι
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: δεῖξις, δεῖγμα, ἐπίδειγμα 'δείγμα, υπόδειγμα, παράδειγμα'
      • ρήματα: δείκνυμι, δεικνύω, ἐπιδείκνυμι, ἐπιδεικτιάω, δακτυλοδεικτέω
      • επίθετα: δεικτικός, ἐπιδεικτικός, ἐπιδείξιος, ἀνεπίδεικτος
      • επιρρήματα: δεικτικῶς, ἐπιδεικτικῶς, δακτυλοδεικτί
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: δείκτης, δειγματισμός 'επιβεβαίωση', δεικτήριον 'τόπος όπου δείχνεται ένα θέαμα', ἐπίδειξις
      • ρήματα: δειγματίζω 'δείχνω με το δάκτυλο', ἐπιδεικτιάω 'επιθυμώ να επιδείξω τον εαυτό μου'
      • επίθετα: φιλεπιδεικτικός, ἄδεικτος, ἐπίδεικτος
      • επιρρήματα: ἀνεπιδείκτως
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • δειγματολόγιον, δειγματοφόρος, επιδειξιομανία, επιδείξιμος
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Ποντ. δεικνύω, δεικνύζω, δεχνύζω, δείκνω, δείκινω, Θήρα επιδείχνω