Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- ἀξία
- ουσιαστικό
- -ας
- ἡ
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
1. η τιμή, η αξία ενός πράγματος, το αντίτιμο της αξίας ενός προϊόντος |το μέγεθος της αξίας, αποτίμηση χρέους 2. αυτό που αξίζει κπ. ανάλογα με τις πράξεις του, ανταμοιβή ή ποινή 3. αξιοπρέπεια, υπόληψη, φήμη, αξίωμα |για πρόσωπα |φρ. κατ'ἀξίαν=όπως αξίζει, όπως αρμόζει |φρ. ὑπὲρ τὴν ἀξίαν=περισσότερο απ' όσο αξίζει κπ. |φρ. παρὰ τὴν ἀξίαν=χωρίς να το αξίζει κπ.
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- 1. η τιμή, η αξία ενός πράγματος, το αντίτιμο της αξίας ενός προϊόντος
- ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1119b χρήματα δὲ λέγομεν πάντα ὅσων ἡ ἀξία νομίσματι μετρεῖται
- ΗΡ 4.196 οὔτε γὰρ αὐτοὺς τοῦ χρυσοῦ ἅπτεσθαι πρὶν ἄν σφι ἀπισωθῇ τῇ ἀξίῃ τῶν φορτίων { δεν αγγίζουν τον χρυσό, προτού αυτός εξισωθεί με την αξία των φορτίων }
- ΠΛ Νομ 845e τὴν ἀξίαν τῆς βλάβης ἀπογραφόμενος
- το μέγεθος της αξίας, αποτίμηση χρέους
- ΗΡ 1.100 κατ΄ ἀξίην ἑκάστου ἀδικήματος ἐδικαίου { τιμωρούσε ανάλογα κάθε φορά με το αδίκημα }
- ΞΕΝ ΚΠαιδ 8.4.29 καὶ τοῖς περὶ αὑτὸν ὑπηρέταις ἐξαίρετα ἐδίδου πρὸς τὴν ἀξίαν ἑκάστῳ
- ΠΛ Φαιδ 113e τῶν τε εὐεργεσιῶν τιμὰς φέρονται κατὰ τὴν ἀξίαν ἕκαστος
- 2. αυτό που αξίζει κπ. ανάλογα με τις πράξεις του, ανταμοιβή ή ποινή
- ΠΛ Νομ 876d προσάπτειν ἑκάστῳ τῶν ἁμαρτημάτων τὴν ἀξίαν τοῦ πάθους τε καὶ πράξεως
- 3. αξιοπρέπεια, υπόληψη, φήμη, αξίωμα
- για πρόσωπα
- ΘΟΥΚ 6.68.4 τῆς τε οὖν ὑμετέρας αὐτῶν ἀξίας μνησθέντες ἐπέλθετε τοῖς ἐναντίοις προθύμως
- ΠΛ Νομ 744b τὴν τῆς ἀξίας ἑκάστοις τιμὴν μὴ κατ΄ ἀρετὴν μόνον τήν τε προγόνων
- φρ. κατ'ἀξίαν=όπως αξίζει, όπως αρμόζει
- ΠΛ Πολ 496a τί δέ; τοὺς ἀναξίους παιδεύσεως͵ ὅταν αὐτῇ πλησιάζοντες ὁμιλῶσι μὴ κατ΄ ἀξίαν
- φρ. ὑπὲρ τὴν ἀξίαν=περισσότερο απ' όσο αξίζει κπ.
- ΔΗΜ 2.3 ὁ μὲν γὰρ ὅσῳ πλείον΄ ὑπὲρ τὴν ἀξίαν πεποίηκε τὴν αὑτοῦ
- φρ. παρὰ τὴν ἀξίαν=χωρίς να το αξίζει κπ.
- ΘΟΥΚ 7.77.1 μήτε ταῖς παρὰ τὴν ἀξίαν νῦν κακοπαθίαις
- ΔΗΜ 1.23.6 τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ΑΞΙΟΣ >
- Από: ἀξι- + -ία.
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ο 2.1
- ιων. ἀξίη
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: ἀξία, ἀναξία, ἀξίωμα, ἀξίωσις, ἀξιοθέατα
- ρήματα: ἀξιόω
- επίθετα: ἄξιος, ἀνάξιος, ἀξιοεργός, ἀξιοθαύμαστος, ἀξιοθέατος, ἀξιόθρηνος, ἀξιοκοινώνητος, ἀξιόλογος, ἀξιόμαχος, ἀξιόμισος, ἀξιομνημόνευτος, ἀξιόνικος, ἀξιοπενθής, ἀξιόπιστος, ἀξιότιμος, ἀξιοφίλητος, ἀξιοσπούδαστος
- επιρρήματα: ἀξίως, ἀναξίως, ἀξιοπίστως
- ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- λεσβ. ἀξιάω
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: ἀξιόγραφον, ἀξιοπρέπεια
- ρήματα: ἀξιοπαθῶ
- επίθετα: ἀξιωματικός, ἀξιόαγνος, ἀξιοδάκρυτος, ἀξιοδιήγητος, ἀξιόζηλος, ἀξιοζήλωτος, ἀξιοθάνατος, ἀξιόθεος, ἀξιοκαταφρόνητος, ἀξιόκλεος, ἀξιόκτητος, ἀξιόληπτος 'επαινετός', ἀξιομακάριστος, ἀξιομάχητος, ἀξιομίμητον, ἀξιομίσητον, ἀξιοπρεπής, ἀξιοτίμητος, ἀξιοσπούδαστον
- επιρρήματα: ἀξιοζήλως, ἀξιομάχως
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- αξιανάγνωστος, αξιογέλαστος, αξιόγραπτος, αξιοζήλευτος, αξιοθρήνητος, αξιοκαταγέλαστος, αξιοκατάπληκτον, αξιολάτρευτος, αξιολύπητος, αξιομαθής, αξιόμεμπτος, αξιόμισθος, αξιοπαρατήρητος, αξιοπερίεργος, αξιοπεριφρόνητος, αξιοπίστευτος, αξιοπρόσεκτος, αξιοσήμαντος, αξιοτιμώρητος, αξιοφύλακτος, αξιοχρεωσύνη, αναξιόμεμπτος, αναξιομισθία, αναξιοπάθημα, αναξιοπιστία, αναξιοπρέπεια, αναξιόχρεος
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- Ήπ. Καππ. Κύπ. αξιάζω 'αξίζω', Ζαγορά αξιάζου, Πόντ. αξάζω, Κρ. Θήρα αξάζω
- Η λέξη ἄξιος ως πρώτο συνθετικό δίνει μια πολύ πλούσια παραγωγή λέξεων στην κλασική, ελληνιστική και μεταγενέστερη ελληνική γλώσσα. Πολλές από αυτές τις λέξεις βρίσκονται σε χρήση μέχρι σήμερα.
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ