Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • ψιλός
    • επίθετο
    • -ή, -όν
    • ψιλῶς
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • ΕΠΙΘΕΤΟ Α. ακάλυπτος, εκτεθειμένος |χωρίς τρίχωμα, χωρίς μαλλιά, φτερά |για άνθρωπο ή ζώα |γυμνός από βλάστηση, ακάλυπτος |για έδαφος Β. |μτφ. 1. ο στερημένος από κτ, αυτός που αποχωρίζεται κτ., αδύναμος |απλός, μόνος, απαλλαγμένος 2. ο ελαφρά οπλισμένος |στρατιωτικός όρος |φρ. οἱ ψιλοί=οι τοξότες, οι σφενδονίτες |άοπλος, ανυπεράσπιστος Γ. λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ. λεπτός, καθαρός, απλός |για φθόγγους, ποίηση ή μουσική |πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική |για λόγους |μουσική μόνο με όργανα |ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά, μόνο

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • ΕΠΙΘΕΤΟ Α. ακάλυπτος, εκτεθειμένος
    • ΣΟΦ Αντ 426 ψιλὸν ὡς ὁρᾷ νέκυν
    • ΞΕΝ ΚΑναβ 1.8.6 Κῦρος δὲ ψιλὴν ἔχων τὴν κεφαλὴν εἰς τὴν μάχην καθίστατο
    • χωρίς τρίχωμα, χωρίς μαλλιά, φτερά
    • για άνθρωπο ή ζώα
    • ΛΥΣ απ 369 καὶ τὴν μὲν κόμην ψιλὴν ἔχεις͵ τὰς δὲ μασχάλας δασείας
    • ΑΡΙΣΤ ΖΜορ 697b καὶ ψιλός ἐστι τὰ περὶ τὴν κεφαλὴν καὶ τὰ ἄνω τοῦ αὐχένος
    • ΗΡ 2.76 ψιλὴ τὴν κεφαλὴν καὶ τὴν δειρὴν πᾶσαν
    • γυμνός από βλάστηση, ακάλυπτος
    • για έδαφος
    • ΗΡ 4.19 ψιλὴ δὲ δενδρέων ἡ πᾶσα αὕτη πλὴν τῆς Ὑλαίης
    • ΞΕΝ ΚΑναβ 1.5.5 ἀλλὰ ψιλὴ ἦν ἅπασα ἡ χώρα
    • ΔΗΜ 20.115 ἑκατὸν μὲν ἐν Εὐβοίᾳ πλέθρα γῆς πεφυτευμένης ἔδοσαν͵ ἑκατὸν δὲ ψιλῆς
    • Β.
    • μτφ.
    • 1. ο στερημένος από κτ, αυτός που αποχωρίζεται κτ., αδύναμος
    • ΠΛ Πολιτ 258d τέχναι ψιλαὶ τῶν πράξεών εἰσι
    • απλός, μόνος, απαλλαγμένος
    • ΠΛ Πολιτ 268b μετά τε ὀργάνων καὶ ψιλῷ τῷ στόματι τὴν τῆς αὑτοῦ ποίμνης ἄριστα μεταχειριζόμενος μουσικήν { ...μόνο με τη φωνή του... }
    • 2. ο ελαφρά οπλισμένος
    • στρατιωτικός όρος
    • ΘΟΥΚ 1.60.1 τοὺς πάντας ὁπλίτας καὶ ψιλοὺς τετρακοσίους
    • ΛΥΣ 14.18 οἱ δὲ ψιλοὶ ἐστρατεύοντο
    • ΔΗΜ 23.166 ἱππέας ἔχων καὶ ψιλούς τινας
    • φρ. οἱ ψιλοί=οι τοξότες, οι σφενδονίτες
    • ΞΕΝ Ελλ 2.4.33 καὶ οἱ μὲν ψιλοὶ εὐθὺς ἐκδραμόντες ἠκόντιζον͵ ἔβαλλον͵ ἐτόξευον͵ ἐσφενδόνων
    • άοπλος, ανυπεράσπιστος
    • ΣΟΦ Αι 1123 κἂν ψιλὸς ἀρκέσαιμι σοί γ΄ ὡπλισμένῳ
    • ΘΟΥΚ 3.27.2 ὁπλίζει τὸν δῆμον πρότερον ψιλὸν ὄντα
    • ΠΛ Νομ 865a ποιουμένων ἄσκησιν (τῶν ἀρχόντων) ψιλοῖς σώμασιν ἢ μετά τινων ὅπλων
    • ΑΡΙΣΤ Πολιτικ 1321a ἔτι μὲν ὄντας νέους τοὺς αὐτῶν υἱεῖς διδάσκεσθαι τὰς κούφας καὶ τὰς ψιλὰς ἐργασίας { ...καθήκοντα των ελαφρά οπλισμένων }
    • Γ. λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ
    • ΠΛ Θεαιτ 165a ἐκ τῶν ψιλῶν λόγων πρὸς τὴν γεωμετρίαν ἀπενεύσαμεν
    • ΔΗΜ 22.22 ὅταν τις ψιλῷ χρησάμενος λόγῳ μὴ παράσχηται πίστιν ὧν λέγει
    • Δ. λεπτός, καθαρός, απλός
    • για φθόγγους, ποίηση ή μουσική
    • ΑΡΙΣΤ Ακουσ 804b δασεῖαι δ΄ εἰσὶ τῶν φωνῶν ὅσαις ... ψιλαὶ δ΄ εἰσὶ τοὐναντίον ὅσαι γίγνονται χωρὶς τῆς τοῦ πνεύματος ἐκβολῆς
    • ΑΡΙΣΤ Προβλ 922a οἱ δὲ τῆς λύρας φθόγγοι ὄντες ψιλοὶ καὶ ἀμικτότεροι τῇ φωνῇ
    • πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική
    • για λόγους
    • ΑΡΙΣΤ Ποιητ 1447a ἡ δὲ (ἐποποιία) μόνον τοῖς λόγοις ψιλοῖς (καὶ) ἡ τοῖς μέτροις καὶ τούτοις
    • ΠΛ Συμπ 215c ὅτι ἄνευ ὀργάνων ψιλοῖς λόγοις ταὐτὸν τοῦτο ποιεῖς { ότι χωρίς όργανα με γυμνές τις λέξεις προκαλείς το ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα }
    • ΠΛ Φαιδρ 278c καὶ εἴ τις ἄλλος αὖ ποίησιν ψιλὴν ἢ ἐν ᾠδῇ συντέθηκε
    • μουσική μόνο με όργανα
    • ΑΡΙΣΤ Πολιτικ 1339b τὴν δὲ μουσικὴν πάντες εἶναί φαμεν τῶν ἡδίστων͵ καὶ ψιλὴν οὖσαν καὶ μετὰ μελῳδίας
    • ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά, μόνο
    • ΠΛ Νομ 811e ἢ καὶ ψιλῶς οὕτως ἄνευ τοῦ γεγράφθαι λεγόμενα
    • ΑΡΙΣΤ απ 3.24.170 νῦν οὖν τὸ "κέρασσε δὲ νέκταρ ἐρυθρόν" οὐ τὸ μῖξαι δηλοῖ ἀλλὰ ψιλῶς ἐγχέαι
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΨΙΛΟΣ >
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ε1
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: ψίλαξ 'ψιλός', ψιλής (αρσ.) 'ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης', ψιλότης 'η ιδιότητα να είναι κανείς γυμνός, φαλακρός ή λείος', ψίλωμα 'μέρος απογυμνωμένο από τρίχες ή σάρκα', ψίλωσις 'απογύμνωση, αποτρίχωση', ψιλομετρία 'η επική ποίηση που δε συνοδεύεται από μουσική'
      • ρήματα: ψίω, ψιλόω, ἀποψιλόω 'κάνω κάποιον άτριχο, απογυμνώνω, αποστερώ', περιψιλόω 'απογυμνώνω'
      • επιρρήματα: ψιλῶς
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: ψιλέθειρον 'φάρμακο αποτρίχωσης', ψιλεύς 'αυτός που χορεύει τελευταίος', ψιλήτης 'ψιλός', ψίλωθρον 'φάρμακο αποτρίχωσης', ψιλωτής, ψιλαγία 'η αρχηγία των ελαφρώς οπλισμένων στρατευμάτων', ψιλοκιθαριστής 'ο κιθαριστής που παίζει κιθάρα χωρίς τη συνοδεία τραγουδιού', ψιλοκόρσης 'φαλακρός', ψιλόταπις 'λείος τάπης', ἀποψίλωσις 'κλάδεμα'
      • ρήματα: ψιλίζομαι, ψιλογραφέω 'γράφω με απλό φωνήεν και όχι με δίφθογγο', ψιλοκορρέω 'είμαι φαλακρός', καταψιλόω
      • επίθετα: ψιλικός 'αυτός που αναφέρεται σε ελαφρώς οπλισμένο στρατιώτη', ψιλωτικός 'αυτός που συντελεί στην αποψίλωση', ψιλοκιθαριστικός, ψιλοκράνος 'φαλακρός', ἀκρόψιλος 'ο γυμνός ή φαλακρός στην κορυφή', διάψιλος 'ακαλλιέργητος, χέρσος', ὑπόψιλος 'φαλακρός'
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Επιτομή Λεξικού Κριαρά %ψιλ%
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • ψιλογραφέω 'γράφω με ψιλά και λεπτά γράμματα', ψιλογραφία, ψιλογράφος, ψιλικοπωλεία, ψιλόκοκκος, ψιλολογήματα, ψιλοτυπωμένη, ψιλωτήριον 'όργανο γραφέων'
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Λεξικό Γεωργακά %ψιλ%
      • Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής %ψιλ%
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Κέρκ. ψιλώνω 'απογυμνώνω με κλάδεμα'