Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • στρέφω
    • ρήμα
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση |προκαλώ την περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του |με σύστ. Α |μτφ. |περιστρέφομαι |με μέση διάθεση |κάνω μεταβολή 2. ανακατώνω, ανατρέπω |μετατρέπω, μεταβάλλω |με απρφ. 3. στρέφω στο νου μου, σκέπτομαι |μτφ. |εξαπατώ, προκαλώ |μτφ. 4. συστρέφω, προκαλώ πόνο, βασανίζω Β. ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση |στρέφομαι εδώ και εκεί |περιστρέφομαι |για ουράνια σώματα |επιστρέφω |η μτχ. ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2. μεταστρέφομαι, μεταβάλλομαι 3. περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον αντίπαλο, επιχειρώ να εξαπατήσω |με σύστ. Α 4. περιφέρομαι, συχνάζω |περιφέρω μαζί μου |με ενεργητική διάθεση 5. εξαρθρώνομαι

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ
    • 1. στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση
    • ΑΡΙΣΤ ΖΙστ 503a στρέφει δὲ τὸν ὀφθαλμὸν κύκλῳ τὴν ὄψιν ἐπὶ πάντας τοὺς τόπους μεταβάλλει, καὶ οὕτως ὁρᾷ ὃ βούλεται
    • ΕΥΡ Ηρακλ 1406 Θησεῦ, πάλιν με στρέψον ὡς ἴδω τέκνα
    • ΞΕΝ ΛακΠολ 11.9.6 στρέψαντες τὸ ἄγημα ἐπὶ κέρας ἐξελίττουσι τὴν φάλαγγα
    • προκαλώ την περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του
    • ΠΛ Πολιτ 269e αὐτὸ δὲ ἑαυτὸ στρέφειν ἀεὶ σχεδὸν οὐδενὶ δυνατὸν πλὴν τῷ τῶν κινουμένων αὖ πάντων ἡγουμένῳ
    • ΑΡΙΣΤ ΖΚιν 699a οἱ δὲ μυθικῶς τὸν Ἄτλαντα ποιοῦντες ἐπὶ τῆς γῆς ἔχοντα τοὺς πόδας δόξαιεν ἂν ἀπὸ διανοίας εἰρηκέναι τὸν μῦθον, ὡς τοῦτον ὥσπερ διάμετρον ὄντα καὶ στρέφοντα τὸν οὐρανὸν περὶ τοὺς πόλους
    • με σύστ. Α
    • ΠΛ Τιμ 43d ἐπειδὴ παντελῶς λυταὶ οὐκ ἦσαν πλὴν ὑπὸ τοῦ συνδήσαντος, πάσας μὲν στρέψαι στροφάς
    • μτφ.
    • ΕΥΡ Ανδρ 1148 ὦρσε δὲ στρατὸν στρέψας πρὸς ἀλκήν
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Νεφ 1454 αὐτὸς μὲν οὖν σαυτῷ σὺ τούτων αἴτιος, στρέψας σεαυτὸν εἰς πονηρὰ πράγματα
    • περιστρέφομαι
    • με μέση διάθεση
    • ΣΟΦ απ 738.2 πᾶς προσκυνεῖ δὲ τὸν στρέφοντα κύκλον ἡλίου
    • ΠΛ Πολ 518c σὺν ὅλῳ τῷ σώματι στρέφειν πρὸς τὸ φανὸν ἐκ τοῦ σκοτώδους
    • κάνω μεταβολή
    • ΞΕΝ Ελλ 4.3.5 οἱ μὲν Θετταλοὶ νομίσαντες οὐκ ἐν καλῷ εἶναι πρὸς τοὺς ὁπλίτας ἱππομαχεῖν, στρέψαντες βάδην ἀπεχώρουν
    • ΞΕΝ ΚΑναβ 4.3.32 οἱ δὲ Ἕλληνες τἀναντία στρέψαντες ἔφευγον διὰ τοῦ ποταμοῦ ὅτι τάχιστα
    • 2. ανακατώνω, ανατρέπω
    • ΕΥΡ ΙΤαυ 92 ἀμφὶ δίνας ἃς θάμ᾽ Εὔριπος πυκναῖς αὔραις ἑλίσσων κυανέαν ἅλα στρέφει
    • ΞΕΝ Οικ 16.15.3 τὴν μέν γε ὕλην, ἔφην ἐγώ, καταβάλλειν, ὡς αὐαίνηται, ἐπιπολῆς, τὴν δὲ γῆν στρέφειν, ὡς ἡ ὠμὴ αὐτῆς ὀπτᾶται
    • μετατρέπω, μεταβάλλω
    • ΕΥΡ απ 152.1 τὸ δαιμόνιον οὐχ ὁρᾷς ὅπῃ μοίρας διεξέρχεται; στρέφει δ᾽ ἄλλους ἄλλως εἰς ἁμέραν
    • ΘΕΟΓΝ ελεγ 2.1323 σκέδασον δὲ μερίμνας θυμοβόρους, στρέψον δ᾽ αὖθις ἐς εὐφροσύνας
    • με απρφ.
    • ΕΥΡ Μηδ 415 τὰν δ᾽ ἐμὰν εὔκλειαν ἔχειν βιοτὰν στρέψουσι φᾶμαι
    • 3. στρέφω στο νου μου, σκέπτομαι
    • μτφ.
    • ΕΥΡ Εκ 750 τί στρέφω τάδε; τολμᾶν ἀνάγκη, κἂν τύχω κἂν μὴ τύχω
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Βατρ 958 νοεῖν, ὁρᾶν, ξυνιέναι, στρέφειν ἐρᾶν, τεχνάζειν
    • εξαπατώ, προκαλώ
    • μτφ.
    • ΠΛ Πολ 330d οἵ τε γὰρ λεγόμενοι μῦθοι περὶ τῶν ἐν Ἅιδου, ὡς τὸν ἐνθάδε ἀδικήσαντα δεῖ ἐκεῖ διδόναι δίκην, καταγελώμενοι τέως, τότε δὴ στρέφουσιν αὐτοῦ τὴν ψυχὴν μὴ ἀληθεῖς ὦσιν
    • 4. συστρέφω, προκαλώ πόνο, βασανίζω
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Πλουτ 1131 ὀδύνη σε περὶ τὰ σπλάγχν᾽ ἔοικέ τις στρέφειν
    • Β. ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ
    • 1. στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση
    • ΟΜ Ιλ 5.40 πρώτῳ γὰρ στρεφθέντι μεταφρένῳ ἐν δόρυ πῆξεν ὤμων μεσσηγύς
    • ΕΥΡ απ 139.1 αἰαῖ, τί δράσω; πρὸς τίνας στρεφθῶ λόγους;
    • ΞΕΝ ΚΠαιδ 6.3.27 ἢν δέ τις στρέφηται προδιδόναι θέλων, θανάτῳ ζημιοῦν
    • στρέφομαι εδώ και εκεί
    • ΟΜ Ιλ 24.4 οὐδέ μιν ὕπνος ᾕρει πανδαμάτωρ, ἀλλ᾽ ἐστρέφετ᾽ ἔνθα καὶ ἔνθα
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Νεφ 104 ἐτεόν, ὦ πάτερ, τί δυσκολαίνεις καὶ στρέφει τὴν νύχθ᾽ ὅλην;
    • ΠΛ Θεαιτ 194b ἐν αὐτοῖς τούτοις στρέφεται καὶ ἑλίττεται ἡ δόξα ψευδὴς καὶ ἀληθὴς γιγνομένη
    • ΑΡΙΣΤ Μετε 370b διὰ δὲ πυκνότητα οὐ δυνάμενον ἐκκριθῆναι τὸ πνεῦμα ἐκ τοῦ νέφους στρέφεται μὲν κύκλῳ
    • περιστρέφομαι
    • για ουράνια σώματα
    • ΟΜ Ιλ 18.486 τό τε σθένος Ὠρίωνος Ἄρκτόν θ᾽, ἣν καὶ Ἄμαξαν ἐπίκλησιν καλέουσιν, ἥ τ᾽ αὐτοῦ στρέφεται καί τ᾽ Ὠρίωνα δοκεύει
    • ΠΛ Πολιτ 269e μήτ᾽ αὖ ὅλον ἀεὶ ὑπὸ θεοῦ στρέφεσθαι διττὰς καὶ ἐνανίας περιαγωγάς
    • ΑΡΙΣΤ Ουρ 272b ὅ γ᾽ οὐρανὸς περιέρχεται καὶ στρέφεται ὅλος κύκλῳ ἐν πεπερασμένῳ χρόνῳ
    • επιστρέφω
    • ΟΜ Ιλ 16.351 ὅτ᾽ ἄρ᾽ Ἀμφίνομος ἴδε νῆα, στρεφθεὶς ἐκ χώρης, λιμένος πολυβενθέος ἐντός
    • η μτχ. ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση
    • ΑΡΙΣΤ Χρωμ 795a καὶ μάλιστα αὐτῶν τὰ πρὸς τὸν ἥλιον ἐστραμμένα καὶ τὴν ἀλέαν
    • ΑΡΙΣΤ Μετε 374b τοιοῦτον χωρίον ὃ τὴν θέσιν πρὸς τὸν ἥλιον ἐστραμμένον ἐστί
    • 2. μεταστρέφομαι, μεταβάλλομαι
    • ΠΛ Φαιδ 90c πάντα τὰ ὄντα ἀτεχνῶς ὥσπερ ἐν Εὐρίπῳ ἄνω κάτω στρέφεται καὶ χρόνον οὐδένα ἐν οὐδενὶ μένει
    • ΠΛ Παρμ 162d οὐκ ἄρα τὸ ἕν γε μὴ ὂν στρέφεσθαι ἂν δύναιτο ἐν ἐκείνῳ ἐν ᾧ μὴ ἔστιν
    • ΕΥΡ Μηδ 411 καὶ δίκα καὶ πάντα πάλιν στρέφεται
    • 3. περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον αντίπαλο, επιχειρώ να εξαπατήσω
    • ΣΟΦ απ 314.371 στρέφου λυγίζου τε μύθοις, ὁποίαν θέλεις βάξιν εὕρισκ᾽ ἀπόψηκτον· οὐ γάρ με ταῦτα πείσεις
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Αχ 385 τί ταῦτα στρέφει τεχνάζεις τε καὶ πορίζει τριβάς;
    • ΠΛ Λαχ 196a ἐμοὶ μὲν οὖν φαίνεται Νικίας οὐκ ἐθέλειν γενναίως ὁμολογεῖν ὅτι οὐδὲν λέγει, ἀλλὰ στρέφεται ἄνω καὶ κάτω ἐπικρυπτόμενος τὴν αὑτοῦ ἀπορίαν
    • με σύστ. Α
    • ΠΛ Πολ 405b ὡς δεινὸς ὢν περὶ τὸ ἀδικεῖν καὶ ἱκανὸς πάσας μὲν στροφὰς στρέφεσθαι
    • 4. περιφέρομαι, συχνάζω
    • ΣΟΦ Ηλ 516 ἀνειμένη μέν, ὡς ἔοικας, αὖ στρέφῃ
    • ΣΟΛΩΝ απ 4.23 ταῦτα μὲν ἐν δήμωι στρέφεται κακά
    • περιφέρω μαζί μου
    • με ενεργητική διάθεση
    • ΣΟΦ ΟιδΚ 1416 στρέψαι στράτευμ᾽ ἐς Ἄργος ὡς τάχιστά γε, καὶ μὴ σέ τ᾽ αὐτὸν καὶ πόλιν διεργάσῃ
    • 5. εξαρθρώνομαι
    • ΠΛ Νομ 789e διευλαβουμένας ἔτι νέων ὄντων μή πῃ βίᾳ ἐπερειδομένων στρέφηται τὰ κῶλα
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΣΤΡΕΦΩ >
    • Η λέξη είναι άγνωστης ετυμολογίας, από τη συνεσταλμένη βαθμίδα του θέματος στρεφ- προκύπτει ο πρκ. ἔστραμμαι και ο παθ. αόρ. β΄ ἐστράφην.
    • Το ρήμα στρέφω αντικατέστησε σημασιολογικά τα αρχαιότερα ρήματα εἰλύω και εἰλέω.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ρ5
    • στρέφω, ἔστρεφον, στρέψω, ἔστρεψα, ἔστροφα
    • στρέφομαι, ἐστρεφόμην, στρέψομαι, ἐστρεψάμην, ἔστραμμαι, ἐστράμμην
    • παθ. μέλλ. στραφήσομαι, παθ. αόρ. ἐστρέφθην, παθ. αόρ. β΄ ἐστράφην
    • δωρ. ενεστ. στράφω, αιολ. ενεστ. στροφῶ (και στρόφω), ιων. και δωρ. παθ. αόρ. ἐστράφθην
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: ρίζα στρεφ- στρεπτόλυτον 'γραμματικό σχήμα με διαπεπλεγμένες προτάσεις', στρέμμα 'κλωστή, στροφή, ελιγμός, εξαρθρωμένο μέλος', στρέψις 'στροφή, μεταβολή, απάτη (μτφ.)', στρεψοδικοπανουργία 'η πανουργία κατά τη διαστροφή του δικαίου', σύστρεμμα 'κάθε πράγμα περιτυλιγμένο μαζί με κάτι άλλο, πλήθος ανθρώπων, οίδημα', διάστρεμμα, παράστρεμμα 'διαστροφή'/ ρίζα στροφ- στρόφος 'περιτυλιγμένος ιμάντας ή σχοινί, ύφασμα που χρησιμεύει στα σπάργανα, πόνος της κοιλιάς', στροφίς, στρόφιον 'ταινία την οποία φορούσαν οι γυναίκες γύρω από το στήθος ή γύρω από το κεφάλι οι ιερείς', στρόφιγξ 'ο άξονας ή το σημείο πάνω στο οποίο περιστρέφεται κάτι', στροφή, στροφεύς 'ένας από τους σπονδύλους του τραχήλου, θήκη μέσα στην οποία περιστρέφεται ο στρόφιγγας της πόρτας', στροφεῖον 'περιτυλιγμένος βρόχος, θηλιά', στροφάλιγξ 'δίνη, περιστροφή', ἀναστροφή, ἀντιστροφή, ἀποστροφή, διαστροφή, ἐπιστροφή, καταστροφή, μεταστροφή, περιστροφή, συστροφή 'στρίψιμο', ὑποστροφή 'στροφή προς το αντίθετο μέρος'
      • ρήματα: ρίζα στρεφ- ἀναστρέφω, ἀντιστρέφω, ἀποστρέφω, διαστρέφω 'στρέφω σε διάφορες κατευθύνσεις, διαφθείρω (μτφ.)', ἐνστρέφω 'στρέφω μέσα σε κάτι', ἐπιστρέφω, ἐκστρέφω, ἐπαναστρέφω 'στρέφομαι εναντίον κάποιου, επανέρχομαι', καταστρέφω, μεταστρέφω, παραστρέφω 'στρέφω πλάγια, μεταβάλλω', περιστρέφω, συστρέφω 'στρέφω μαζί, στριφογυρίζω', συμπεριστρέφω, ὑποστρέφω 'στρέφω γύρω ή πίσω', στρεφεδινέω 'περιστρέφω κάτι', στρεψοδικέω 'διαστρέφω, μεταβάλλω το ορθό'/ ρίζα στροφ- στροφοδινέομαι, στροφέω 'έχω πόνους στην κοιλιά', στροφαλίζω, οἰακοστροφέω 'διοικώ, οδηγώ, κατευθύνω'/ ρίζα στρωφ- στρωφάω, ἀναστρωφάω, ἐπιστρωφάω, μεταστρωφάω, περιστρωφάω
      • επίθετα: ρίζα στρεφ- στρεπτός 'αυτός που στρέφεται εύκολα, εύκαμπτος', ἐπίστρεπτος 'αυτός προς τον οποίον στρέφεται κάποιος, εύστροφος', ἐπιστρεφής 'προσεκτικός, άγρυπνος', εὐστρεφής 'ευλύγιστος', εὔστρεπτος 'ο καλά τυλιγμένος, ο ευκίνητος', στρεπτοφόρος 'αυτός που φορά περιδέραιο', στρεπτικός 'αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στη στροφή', στρέπταιγλος 'αυτός που περιστρέφει τη λάμψη', μεταστρεπτικός, συστρεπτικός/ ρίζα στροφ- στροφώδης 'κωλικός πόνος', στροφάς 'αυτός που περιστρέφεται ολόγυρα, που περιφέρεται κυκλικά', στροφαῖος 'αυτός που στέκεται, όπως ο θυρωρός, στους στροφείς της πόρτας, αυτός που περιστρέφεται εύκολα, ο πανούργος', ἄστροφος 'αυτός που δε στρέφεται ολόγυρα ή πίσω, ο ακίνητος', ἀδιάστροφος 'αυτός που δεν επιδέχεται στροφή, ο μη διεφθαρμένος', ἀγχίστροφος 'αυτός που στρέφεται κοντά ή γρήγορα', ἀντίστροφος, ἀμετάστροφος 'αμετάβλητος', ἀπόστροφος, εὔστροφος, διάστροφος, νεόστροφος, οἰακοστρόφος, πολύστροφος, χρυσόστροφος/ ρίζα στραφ- ἀστραφής
      • επιρρήματα: ρίζα στρεφ- ἀμεταστρεπτί 'εμπρός, κατευθείαν'/ ρίζα στροφ- περιστροφάδην
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • δωρ. στράφω, αιολ. στρόφω
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: ρίζα στρεφ- στρεπτήρ (αρσ.) 'όργανο που χρησιμεύει στο στρίψιμο', ἐπίστρεψις 'συστροφή', περίστρεμμα 'διάστρεμμα', συστρεμματάρχης 'στρατιωτικός τίτλος, έκτακτος προσκολλημένος σε επίταγμα ελαφρά οπλισμένων'/ ρίζα στροφ- στροφίσκος, στρόφαλος 'στρόβιλος', στρόφωμα 'στρόφιγγας', στροφωμάτιον, ἀναστροφίη, ἐπαναστροφή 'επιστροφή', εὐστροφία, ἐκστροφή, παραστροφή, συστροφία, διαστροφεύς, πολυστροφίη, πολυστροφάς, πολυστροφάλιγξ, κλινοστρόφιον 'όργανο βασανισμού'
      • ρήματα: ρίζα στρεφ- ἀνθυποστρέφω, στρεφεδινέω, συστρεμματαρχέω/ ρίζα στροφ- στροφόομαι, στροφάω/ ρίζα στρωφ- στρωφέομαι
      • επίθετα: ρίζα στρεφ- στρεπτίκιος 'στριφτός', στρεψαύχην 'αυτός που στρέφει τον αυχένα', στρεψίκερως 'ονομασία αντιλόπης με στριμμένα κέρατα', στρεψίμαλλος 'αυτός που έχει περιτυλιγμένα μαλλιά', ἀειστρεφής, ἀείστροφος, ἀντίστρεπτος, ἀμετάστρεπτος, ἀποστρεφικός, ἀπόστρεπτος 'αυτός που είναι στραμμένος προς τα πίσω', ἀποστρεπτικός, ἄστρεπτος, ἀνεπίστρεπτος, ἀνεπιστρεφής, ἐπιστρεπτικός, συστρεπτικός 'αυτός που έχει την ιδιότητα να συμπήζει'/ ρίζα στροφ- στροφωτός 'αυτός που είναι εφοδιασμένος με στρόφιγγες', ἀναστρόφιος, ἀλλοιόστροφος, ἀνεπίστροφος, ἰσόστροφος, μονόστροφος, μονοστροφικός, παλίνστροφος, περίστροφος, ὑπόστροφος, ὑποστροφώδης/ ρίζα στραφ- ἐπιστραφής, ἀμφιστραφής
      • επιρρήματα: ρίζα στρεφ- στρεπτίνδα 'είδος παιχνιδιού', καταστρεπτικῶς, ἀστρεπτεί/ ρίζα στροφ- καταστροφικῶς, στροφάδην 'περιστροφικά', ἀναστροφάδην, ἀναστροφίως, ἀδιαστρόφως, εὐστρόφως
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • στρεμματικός 'έγγειος φόρος', στρεψοδίκης, στρεψοδικία, στρεψόδικος, στρεψολογία, στρεψολόγος, στρεπτόκοκκος, στρεπτοβακτηρίδιον, στροφηδόν 'όρος της μετρικής', στροφοδίνημα, στροφιοειδές, στροφοπυροβόλον, αντιστρεπτικός, αντιστρεπτοκοκκικός, αντιστρεπτόκοκκος, καταστρεπτικός, καταστρεπτικότης, παραστροφή 'πλάγια στροφή', περιστροφικός, περιστροφοβόλον 'είδος όπλου', περίστροφον
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Πόντ. στρεφτάριν, στρεφτάρ᾽, στραφτάρ᾽ 'καπάκι κατσαρόλας', Ήπ. στρουφουλίδα 'η σβούρα', Κάρπαθ. στρουφούγγι, Κρ. στρόφιgας, στρούφιgας, Νίσ. αστρόφεgας, Εύβ. στρίφιγγας, στρίφαγγας 'στρόφιγγα', Θήρα ανεστρέφω, Πόντ. αναστρέβω 'ανοίγω βίαια, αποσφραγίζω, κάνω εμετό', Αμορ. Χίος Κύπ. Ρόδ. Σύμη ᾽ποστρέφω 'αναστρέφω', Πελοπ. αποστρέφουμαι, Σκόπε. Θράκ. απουστρέφουμι 'αποστρέφομαι', Τσακων. διαστρέφου 'διαστρέφω', Πόντ. διεστραμμένος, διαστραμμένος, Τσακων. διαστρεφτέ 'ο ελαφρόμυαλος, ο μη ευθύς ή ειλικρινής χαρακτήρας', Χίος ᾿ξεστρεφτή 'η ανάποδη'