Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • καταλείπω
    • ρήμα
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. αφήνω, αφήνω πίσω, εγκαταλείπω (ιδίως για πρόσωπα που έχουν πεθάνει ή αποδημήσει) |αφήνω κτ. να πέσει, παραμελώ 2. αφήνω ως κληρονομιά, κληροδοτώ Β. ΜΕΣΟ 1. αφήνω πίσω μου 2. αφήνω υπόλοιπο Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. αφήνομαι πίσω, εγκαταλείπομαι |μένω, απομένω |μτφ. 2. κληρονομούμαι |μτφ.

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ
    • 1. αφήνω, αφήνω πίσω, εγκαταλείπω (ιδίως για πρόσωπα που έχουν πεθάνει ή αποδημήσει)
    • ΘΟΥΚ 2.16.2 χαλεπῶς ἔφερον οἰκίας τε καταλείποντες καὶ ἱερὰ
    • ΙΣΟΚΡ 19.9 Θράσυλλος μὲν οὖν τούτους μόνους παῖδας γνησίους καταλιπὼν καὶ κληρονόμους τῶν αὑτοῦ καταστήσας τὸν βίον ἐτελεύτησεν
    • ΠΛ Νομ 930b γυνὴ καταλείπουσα παῖδας θηλείας τε καὶ ἄρρενας
    • ΣΟΦ Φιλ 809 ἀλλ΄ ἀντιάζω͵ μή με καταλίπῃς μόνον
    • αφήνω κτ. να πέσει, παραμελώ
    • ΞΕΝ Κυν 3.10 καταλείπουσαι τὰ αὑτῶν ἔργα ἀπρονοήτως
    • 2. αφήνω ως κληρονομιά, κληροδοτώ
    • ΙΣΟΚΡ 6.105 τοῖς ἐπιγιγνομένοις οὐδεμίαν ὑπερβολὴν ἀνδραγαθίας καταλείψομεν
    • Β. ΜΕΣΟ
    • 1. αφήνω πίσω μου
    • ΠΛ Συμπ 209d Λυκοῦργος παῖδας κατελίπετο ἐν Λακεδαίμονι σωτῆρας τῆς Λακεδαίμονος
    • 2. αφήνω υπόλοιπο
    • ΛΥΣ 2.71 τίς...αὐτοῖς...ἡδονὴ καταλείπεται τοιούτων ἀνδρῶν θαπτομένων;
    • ΞΕΝ Ελλ 3.5.11 τίς γὰρ ἤδη καταλείπεται αὐτοῖς εὐμενής;
    • ΠΛ Τιμ 73e ταύτῃ δὲ στενὴν διέξοδον κατελείπετο
    • Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ
    • 1. αφήνομαι πίσω, εγκαταλείπομαι
    • ΘΟΥΚ 7.75.3 οἱ ζῶντες καταλειπόμενοι τραυματίαι τε καὶ ἀσθενεῖς πολὺ τῶν τεθνεώτων...λυπηρότεροι ἦσαν
    • μένω, απομένω
    • ΞΕΝ Αγησ 1.22 τοῖς δ΄ αὖ διὰ γῆρας καταλειπομένοις αἰχμαλώτοις προσέταττεν ἐπιμελεῖσθαι αὐτῶν
    • ΗΡ 1.209 οὗτος κατελέλειπτο ἐν Πέρσῃσι
    • μτφ.
    • ΑΝΔΟΚ 4.8 ἔστι δὲ περὶ τῆς μισοδημίας καὶ τῆς στασιωτείας βραχύς μοι λόγος καταλελειμμένος
    • 2. κληρονομούμαι
    • ΙΣΑΙΟΣ 11.47 τοσαύτης οὐσίας καταλελειμμένης
    • ΔΗΜ 27.12 τὸ μὲν πλῆθος τῆς οὐσίας τοῦτ΄ ἦν τὸ καταλειφθέν
    • μτφ.
    • ΘΟΥΚ 2.64.5 μῖσος μὲν γὰρ οὐκ ἐπὶ πολὺ ἀντέχει͵ ἡ δὲ παραυτίκα τε λαμπρότης καὶ ἐς τὸ ἔπειτα δόξα αἰείμνηστος καταλείπεται
    • ΛΥΚΟΥΡ Λεωκ 9 ἀναγκαῖον τὴν ὑμετέραν κρίσιν καταλείπεσθαι παράδειγμα τοῖς ἐπιγιγνομένοις
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • Από: κατά + λείπω.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • καταλείπω, κατέλειπον, καταλείψω, (μτγν. κατέλειψα), κατέλιπον, καταλέλοιπα, κατελελοίπειν και καταλελοιπὼς ἧν
    • καταλείπομαι, κατελειπόμην, καταλείψομαι (παθ. σημασία), (μτγν. κατελειψάμην), κατελιπόμην, καταλέλειμμαι, κατελελείμμην, καταλελείψομαι
    • παθ. μέλλ. καταλειφθήσομαι, παθ. αόρ. κατελείφθην
    • επικ. ενεστ. καλλείπω, μέλλ. καλλείψω, αόρ. κάλλιπον
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: λεῖμμα 'υπόλειμμα, λείψανον', ἔλλειμμα, ἔλλειψις, λείψανον, κατάλειμμα 'υπόλειμμα, υπόλοιπο', ἐγκατάλειμμα, κατάλειψις, λιποθυμίη, λιπομαρτύριον 'η μη παρουσία σε δίκη ως μάρτυρας', λιποστρατία 'εγκατάλειψη στρατού', (γραφή) λιποστρατίου, (γραφή) λιποταξίου
      • ρήματα: λείπω, καταλείπω, λιποθυμέω, λιποψυχέω
      • επίθετα: λοιπός, ὑπόλοιπος, λιπόναυς 'αυτός που εγκαταλείπει το πλοίο, τον στόλο', λιπεσάνωρ 'αυτή που εγκαταλείπει τον άντρα της', ἐκλιπής
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: λεῖψις, παράλειψις, ἐξάλειψις, διάλειψις, ἐγκατάλειψις, λιποθυμία, λιποτάκτης, λιποταξία, λιποψυχία, λιπανδρία, λειψανδρία, λειψυδρία, (γραφή) λιποναυτίου, (δίκη) λιπομαρτυρίου 'δίκη εναντίον κάποιου που δεν εμφανίστηκε σε δίκη ως μάρτυρας'
      • ρήματα: λιποσαρκέω, λιποτακτέω , λιποστρατέω
      • επίθετα: ἐλλείψιος, ἐπίλοιπος, περίλοιπος 'αυτός που απομένει', κατάλοιπος 'αυτός που απομένει τελευταίος, υπόλοιπος', ἀδιάλειπτος, ἄλειπτος 'αυτός που δεν υπολείπεται, αήττητος', ἀπαράλειπτος, ἐκλειπτικός, ἐλλειπτικός, παραλειπτικός, λιπόβιος, λιπογνώμων 'αυτός που στερείται τα δόντια που δείχνουν την ηλικία, απροσδιορίστου ηλικίας', λιπόγυιος 'χωλός', λιπόδερμος, λιπόπατρις, λιπόσαρκος, λιπόπνοος (λιπόπνους) 'χωρίς πνοή, άψυχος', λιποθυμικός
      • επιρρήματα: ἐλλιπῶς, ἐλλειπῶς, ἀνελλιπῶς, ἀνελλειπῶς, ἐλλειπόντως
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Επιτομή Λεξικού Κριαρά %λειπ%
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • λειπόδικος, λειποζωία, λειπόθυμος, λειποτακτήσεις, λειποταξία, λειπόφωτος, λειποψύχως, λιποβαρής, λιπόθυμος, λιποναυτέω, λιποτροφείν, λιπόφωτος, λιπόχρεως, λιπόψηφοι, λιποψυχίσματα
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Χίος καταλιμπάνω (συνώνυμο του καταλείπω) 'κηρύσσω μια διαθήκη άκυρη', Πόντ. λειφτός 'ελλειπτικός, ανεπιθύμητος', Πόντ. λειφτάζω 'λείπει, υπάρχει έλλειψη από κάτι', Πόντ. λειφτασία, λειφτασέα 'ελάττωμα, έλλειψη'