Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • ἴδιος
    • επίθετο
    • -α, -ον και -ος, -ον
    • ἰδίως
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • ΕΠΙΘΕΤΟ Α. 1. αυτός που ανήκει σε κπ. άτομο, ο ιδιωτικός, αντ. κοινός, δήμιος, δημόσιος, πολιτικός |φρ. ἴδιοι λόγοι=λόγος της καθημερινής ζωής, ιδιωτική συζήτηση 2. αυτός που ανήκει σε κπ., που είναι δικός του και όχι ξένος, προσωπικός, αντ. ἀλλότριος |ως ουσ. τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=οι ιδιωτικές υποθέσεις, τα ιδιωτικά συμφέροντα (αντ. τὰ κοινά) |φρ. εἰς τὸ ἴδιον=για λογαριασμό μου |ως ουσ. τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=η προσωπική περιουσία |φρ. τοὐμόν ἴδιον ή τὸ ἴδιον τὸ ἐμαυτοῦ Β. 1. ιδιαίτερος, ξεχωριστός |τὸ ἴδιον=το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, η χαρακτηριστική ιδιότητα κάποιου είδους 2. παράξενος, ασυνήθιστος Γ. |η δοτ. ως επίρρημα ἰδίᾳ=ιδιαιτέρως, χωριστά, κατ' ιδίαν (αντ. δημοσίᾳ), για προσωπικό λογαριασμό, προσωπικά |με γεν. |ΕΠΙΡΡΗΜΑ ιδιωτικά, με ιδιαίτερο τρόπο, ειδικά, χωριστά

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • ΕΠΙΘΕΤΟ Α.
    • 1. αυτός που ανήκει σε κπ. άτομο, ο ιδιωτικός, αντ. κοινός, δήμιος, δημόσιος, πολιτικός
    • ΘΟΥΚ 1.90.3 φειδομένους μήτε ἰδίου μήτε δημοσίου οἰκοδομήματος
    • ΙΣΟΚΡ 6.26 τὰς κτήσεις καὶ τὰς ἰδίας καὶ τὰς κοινὰς͵ ἂν ἐπιγένηται πολὺς χρόνος͵ κυρίας καὶ πατρῴας ἅπαντες εἶναι νομίζουσιν
    • ΞΕΝ Απομν 3.11.16 καὶ γὰρ ἴδια πράγματα πολλὰ καὶ δημόσια παρέχει μοι ἀσχολίαν
    • ΠΛ Γοργ 484d ἰδίαν ἢ πολιτικὴν πρᾶξιν
    • φρ. ἴδιοι λόγοι=λόγος της καθημερινής ζωής, ιδιωτική συζήτηση
    • ΠΛ Πολ 366e οὐδεὶς πώποτε οὔτ΄ ἐν ποιήσει οὔτ΄ ἐν ἰδίοις λόγοις ἐπεξῆλθεν ἱκανῶς τῷ λόγῳ
    • 2. αυτός που ανήκει σε κπ., που είναι δικός του και όχι ξένος, προσωπικός, αντ. ἀλλότριος
    • ΑΙΣΧ Πρ 543 ἰδίᾳ γνώμᾳ σέβῃ θνατοὺς ἄγαν͵ Προμηθεῦ
    • ΕΥΡ Ανδρ376 φίλων γὰρ οὐδὲν ἴδιον...ἀλλὰ κοινὰ χρήματα
    • ΗΡ 7.147 τὴν ἰδίην ἐλευθερίην
    • ΔΗΜ 18.255 τὴν δ΄ ἰδίαν τύχην τὴν ἐμὴν καὶ τὴν ἑνὸς ἡμῶν ἑκάστου
    • ως ουσ. τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=οι ιδιωτικές υποθέσεις, τα ιδιωτικά συμφέροντα (αντ. τὰ κοινά)
    • ΘΟΥΚ 2.37.3 ἀνεπαχθῶς δὲ τὰ ἴδια προσομιλοῦντες τὰ δημόσια διὰ δέος μάλιστα οὐ παρανομοῦμεν
    • ΞΕΝ Απομν 3.4.12 ἡ γὰρ τῶν ἰδίων ἐπιμέλεια πλήθει μόνον διαφέρει τῆς τῶν κοινῶν
    • φρ. εἰς τὸ ἴδιον=για λογαριασμό μου
    • ΞΕΝ ΚΑναβ 7.7.39 οὔτε ᾔτησα πώποτε εἰς τὸ ἴδιον τὰ ἐκείνων
    • ως ουσ. τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=η προσωπική περιουσία
    • ΘΟΥΚ 1.141.4 ἀπὸ τῶν ἰδίων τε ἅμα ἀπόντες καὶ ἀπὸ τῶν αὑτῶν δαπανῶντες
    • ΑΝΔΟΚ 4.42 τὰ προσταττόμενα δαπανῶ οὐκ ἀπὸ τῶν κοινῶν ἀλλ΄ ἀπὸ τῶν ἰδίων
    • ΑΡΙΣΤ Πολιτικ 1330a οὐ ῥᾴδιον δὲ τοὺς ἀπόρους ἀπὸ τῶν ἰδίων τε εἰσφέρειν τὸ συντεταγμένον
    • φρ. τοὐμόν ἴδιον ή τὸ ἴδιον τὸ ἐμαυτοῦ
    • ΑΝΔΟΚ 3.36 τὰ γὰρ ἴδια τὰ σφέτερ΄ αὐτῶν ἐκ τῆς ὑπερορίας οὐκ ἀπολαμβάνειν
    • ΙΣΟΚΡ 6.8 εἰ δεῖ τοὐμὸν ἴδιον εἰπεῖν (= την προσωπική μου γνώμη)
    • Β.
    • 1. ιδιαίτερος, ξεχωριστός
    • ΗΡ 4.22 ἔθνος πολλὸν καὶ ἴδιον
    • ΔΗΜ 18.183 πόλεις ἑώρα παραιρούμενον αὐτὸν βαρβάρους καὶ ἰδίας
    • ΠΛ Πρωτ 349b ἑκάστῳ τῶν ὀνομάτων τούτων ὑπόκειταί τις ἴδιος οὐσία { στο καθένα από τα ονόματα αυτά ανταποκρίνεται κάποια ιδιαίτερη ουσία }
    • τὸ ἴδιον=το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, η χαρακτηριστική ιδιότητα κάποιου είδους
    • ΙΣΟΚΡ 4.9 τοῖς ὀνόμασιν εὖ διαθέσθαι τῶν εὖ φρονούντων ἴδιόν ἐστιν
    • ΑΡΙΣΤ Τοπ 102a ἴδιον ἀνθρώπου τὸ γραμματικῆς εἶναι δεκτικόν
    • 2. παράξενος, ασυνήθιστος
    • ΕΥΡ Ορεστ 558 ἰδίοισιν ὑμεναίοισι κοὐχὶ σώφροσι
    • ΑΡΙΣΤ ΖΓεν 760a ὄντος δὴ περιττοῦ τοῦ γένους καὶ ἰδίου τοῦ τῶν μελιττῶν καὶ ἡ γένεσις αὐτῶν ἴδιος εἶναι φαίνεται
    • ΔΗΜ 25.20 λέξω δ΄ οὔτε καινὸν οὔτε περιττὸν οὐδὲν οὔτ΄ ἴδιον
    • Γ.
    • η δοτ. ως επίρρημα ἰδίᾳ=ιδιαιτέρως, χωριστά, κατ' ιδίαν (αντ. δημοσίᾳ), για προσωπικό λογαριασμό, προσωπικά
    • ΘΟΥΚ 2.43.2 κοινῇ γὰρ τὰ σώματα διδόντες ἰδίᾳ τὸν ἀγήρων ἔπαινον ἐλάμβανον
    • ΛΥΣ 2.61 ἐκείνων δὲ τῶν ἀνδρῶν ἄξιον καὶ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ μεμνῆσθαι
    • ΠΛ Πολ 363e ἰδίᾳ τε λεγόμενον καὶ ὑπὸ ποιητῶν (= στον καθημερινό λόγο)
    • με γεν.
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Βατρ 102 ἰδίᾳ τῆς φρενός (=χωριστά, ανεξάρτητα από το νου)
    • ΕΠΙΡΡΗΜΑ ιδιωτικά, με ιδιαίτερο τρόπο, ειδικά, χωριστά
    • ΠΛ Νομ 807b ἰδίως ἅπαντ΄ ᾖ τὰ τοιαῦτα ἑκάστοις ἡμῶν κατεσκευασμένα
    • ΙΣΟΚΡ 5.108 διὰ τὸ γνῶναι περὶ τούτων αὐτὸν ἰδίως
    • ΑΡΙΣΤ Πολιτικ 1274b τοῦτ΄ ἐστὶν ἰδίως ὑπ΄ ἐκείνου νενομοθετημένον
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < *Ғhε (= ἕ, αιτ. εν. γ΄πρ. της προσ. αντων.). >
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ε2α
    • επίθετο συγκρ. ἰδιώτερος και ἰδιαίτερος, υπερθ. ἰδιώτατος και ἰδιαίτατος
    • επίρρημα συγκρ. ἰδιαιτέρως και ἰδιαίτερον, υπερθ. ἰδιαίτατα
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: ἰδιογονία 'να γεννά κανείς μόνο από το ίδιο γένος', ἰδιοθηρία, ἰδιότης 'ιδιαίτερη φύση', ἰδίωμα 'χαρακτήρας, ιδιότητα, ποιότητα', ἰδίωσις 'διάκριση, διαστολή, χώρισμα', ἰδιωτεία 'ιδιωτικός βίος ή ενασχόληση, έλλειψη ανατροφής', ἰδιώτης 'ο πολίτης ως άτομο, αυτός που δεν μετέχει στην πολιτική, ο άπειρος'
      • ρήματα: ἰδιάζω 'ζω μακριά από τους άλλους, είμαι ιδιόρρυθμος', ἰδιοβουλέω 'πράττω εκείνο το οποίο εγώ θεωρώ εύλογο', ἰδιολογέομαι 'συνδιαλέγομαι ιδιωτικά με κάποιον', ἰδιόομαι 'κάνω κάτι δικό μου, οικειοποιούμαι, κάνω κάποιον φίλο', ἰδιωτεύω 'είμαι ιδιώτης, δεν συμμετέχω στις υποθέσεις της πόλης, εξασκώ το επάγγελμά μου ιδιαίτερα, δεν είμαι εξασκημένος σε κάτι'
      • επίθετα: ἰδιογενής 'αυτός που έχει ιδιαίτερο γένος', ἰδιογνώμων 'αυτός που ενεργεί σύμφωνα με τη γνώμη του', ἰδιοθηρευτικός 'αυτός που θηρεύει μόνος του', ἰδιόκτητος, ἰδιοτρόφος 'αυτός που θρέφει κτήνη ξεχωριστά και όχι σε αγέλη', ἰδιότροφος 'αυτός που τρώει ορισμένα είδη τροφής', ἰδιωτικός
      • επιρρήματα: ἰδιωτικῶς
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: ἡ ἰδιῶτις 'κοινή, ανάξια λόγου', ἰδιωτισμός 'ο τρόπος του ιδιώτη, κοινό ιδίωμα για τη γλώσσα, ιδιωτική ζωή, ιδιωτική συνομιλία', ἰδίασις 'απομόνωση, μοναξιά', ἰδιασμός 'ιδιοτροπία', ἰδιαστής 'αναχωρητής', τά ἰδιογάμια 'χωριστοί γάμοι', ἰδιογνωμοσύνη, ἰδιοκρασία 'ιδιαίτερη κράση', ἰδιοκτημοσύνη, ἰδιολογία 'ιδιαίτερη συνομιλία', ἰδιολόγος 'ιδιαίτερος κυβερνητικός υπάλληλος υπό τον έπαρχο της Αιγύπτου', ἰδιονομία 'αυτονομία', ἰδιοξενία 'ιδιαίτερη φιλία, φιλοξενία', ἰδιοπάθεια 'να αισθάνεται κανείς κάτι μόνο για τον εαυτό του', ἰδιοποίημα 'οικειοποίηση', ἰδιοποίησις, ἰδιοπραγία, ἰδιοπροσωπία, ἰδιορρυθμία, ἰδιοσυγκρασία 'ιδιαίτερη κράση του σώματος', ἰδιοτροπία, ἰδιόφυτον 'είδος φυτού'
      • ρήματα: ἰδιογνωμονέω 'έχω τη δική μου γνώμη', ἰδιοθανέω 'πεθαίνω με ιδιαίτερο τρόπο', ἰδιοθρονέω 'είμαι πάνω στο δικό μου θρόνο', ἰδιοπαθέω, ἰδιοποιέω 'κάνω κάτι ιδιαιτέρως', ἰδιοποιέομαι 'οικειοποιούμαι', ἰδιοπραγέω, ἰδιοπροσωπέω 'έχω ιδιαίτερη έκφραση προσώπου', ἰδιοτροπέω, ἰδιωνυμέω 'ονομάζω με το ίδιο όνομα', ἰδιωτίζω 'μετατρέπω κάποια λέξη στο κοινό ιδίωμα της γλώσσας'
      • επίθετα: ἰδιόβιος, ἰδιαστικός, ἰδιόγλωσσος, ἰδιόγραφος 'γραμμένος με το χέρι', ἰδιοθάνατος, ἰδιόκριτος 'ιδιόρρυθμος', ἰδιοκτήμων 'αυτός που έχει δικά του κτήματα', ἰδιομήκης, ἰδιόμορφος, ἰδιόξενος, ἰδιοπαθής, ἰδιοπεριγνώριμος 'περίφημος', ἰδιοπεριόριστος 'αυτός που έχει διακεκριμένα όρια', ἰδιόπλαστος 'αυτόπλαστος', ἰδιοποιός, ἰδιοπράγμων 'αυτός που φροντίζει για τις δικές του υποθέσεις', ἰδιοπρόσωπος, ἰδιόρρυθμος, ἰδιόσημος 'αυτός που έχει τη δική του σημασία', ἰδιόστολος 'εξοπλισμένος με δική του δαπάνη', ἰδιοσύγκριτος 'συντεθειμένος με δικό του τρόπο', ἰδιοσύστατος, ἰδιότροπος, ἰδιότυπος, ἰδιοϋπόστατος 'αυτός που υπάρχει από μόνος του', ἰδιοφεγγής, ἰδιοφυής, ἰδιόφωνος 'αυτός που λέγεται με τη φωνή κάποιου', ἰδιόχειρος, ἰδιόχρωμος, ἰδιωματικός, ἰδιώνυμος 'αυτός που ονομάζεται με το ίδιο όνομα', ἰδιωφελής 'ατομικά ωφέλιμος'
      • επιρρήματα: ἰδιοθελῶς, ἰδιοπαθῶς, ἰδιοπεριορίστως
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • ιδιαισθησία, ιδιαρέσκως, ιδιοβλαβής, ιδιόβλαστος, ιδιοβουλία, ιδιοβούλως, ιδιογνωμία, ιδιογραφικός, ιδιοδίαιτος, ιδιοδιδάσκαλος, ιδιοδίδακτος, ιδιοδικία, ιδιοδύναμος, ιδιοηλεκτρικός, ιδιόηχος, ιδιοθελής, ιδιόκλιτος, ιδιοκτημοσύνη, ιδιοκτησία, ιδιοκτήτης, ιδιόνομος, ιδιόπλευρος, ιδιοπολιτεία, ιδιοπόνητος, ιδιοπροσώπως, ιδιόστιχα (τραγούδια), ιδιοσυντήρησις, ιδιοτέλεια, ιδιοτελής, ιδιότεχνος, ιδιοτυπία, ιδιοφιλία, ιδιοφροσύνη, ιδιοφυία, ιδιοχειρί, ιδιωματικώς, ιδιωνυμικώς, ιδιωτικότης, ιδιωφέλεια, ιδιώτισμα
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Κεφαλλ. ιδιώτης 'αμαθής, αμόρφωτος'