Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • αἰδέομαι
    • ρήμα
    • αποθετικό
    • αἰδοῦμαι
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • 1. σέβομαι, ευλαβούμαι, δείχνω θρησκευτικό σεβασμό |για θεούς, τάφους, όρκους, νεκρούς |σέβομαι |για ασθενείς ομάδες πληθυσμού: νεαρές παρθένες, γέροντες, ικέτες 2. ντρέπομαι |με απρφ. |με κτγ. μτχ. 3. συμπονώ, δείχνω επιείκεια προς υπόλογους στη δικαιοσύνη, συγχωρώ

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • 1. σέβομαι, ευλαβούμαι, δείχνω θρησκευτικό σεβασμό
    • για θεούς, τάφους, όρκους, νεκρούς
    • ΟΜ Ιλ 24.503 ἀλλ΄ αἰδεῖο θεοὺς Ἀχιλεῦ͵ αὐτόν τ΄ ἐλέησον μνησάμενος σοῦ πατρός
    • ΑΙΣΧ Ευμ 709 καὶ ψῆφον αἴρειν καὶ διαγνῶναι δίκην αἰδουμένους τὸν ὅρκον
    • ΞΕΝ ΚΠαιδ 8.7.23 μετὰ μέντοι θεοὺς καὶ ἀνθρώπων τὸ πᾶν γένος τὸ ἀεὶ ἐπιγιγνόμενον αἰδεῖσθε { ύστερα από τους θεούς να σέβεστε όλο το ανθρώπινο γένος που σώζεται με αέναη διαδοχή }
    • σέβομαι
    • για ασθενείς ομάδες πληθυσμού: νεαρές παρθένες, γέροντες, ικέτες
    • ΟΜ Ιλ 22.419 ἡλικίην αἰδέσσεται ἠδ΄ ἐλεήσῃ γῆρας { να σεβαστεί τα χρόνια μου και τα γηρατειά μου }
    • ΕΥΡ Ηρακλ 43 νέας γὰρ παρθένους αἰδούμεθα ὄχλῳ πελάζειν κἀπιβωμιοστατεῖν
    • ΑΙΣΧ Ικ 641 αἰδοῦνται δ΄ ἱκέτας Διός
    • 2. ντρέπομαι
    • ΟΜ Ιλ 6.441 ἀλλὰ μάλ΄ αἰνῶς αἰδέομαι Τρῶας καὶ Τρῳάδας ἑλκεσιπέπλους
    • ΗΡ 1.5.2 ἐπεὶ δὲ ἔμαθε ἔγκυος ἐοῦσα͵ αἰδεομένη τοὺς τοκέας͵ οὕτω δὴ ἐθελοντὴν αὐτὴν τοῖσι Φοίνιξι συνεκπλῶσαι͵ ὡς ἂν μὴ κατάδηλος γένηται
    • με απρφ.
    • ΟΜ Οδ 6.221 αἰδέομαι γὰρ γυμνοῦσθαι κούρῃσιν ἐϋπλοκάμοισι μετελθών
    • ΑΙΣΧ Χοηφ 899 Πυλάδη͵ τί δράσω; μητέρ΄ αἰδεσθῶ κτανεῖν; { Πυλάδη τι να κάνω; τη μητέρα να ντραπώ να σκοτώσω; }
    • με κτγ. μτχ.
    • ΣΟΦ Αι506 αἴδεσαι μὲν πατέρα τὸν σὸν ἐν λυγρῷ γήρᾳ προλείπων
    • ΕΥΡ ΙΑυλ 839 αἰδεῖσθαι φίλους καινοὺς ὁρῶσι καὶ γάμων μεμνημένους { ντρέπονται όλοι όταν καινούριους βλέπουν συγγενείς κι όταν σκέπτονται για γάμο }
    • 3. συμπονώ, δείχνω επιείκεια προς υπόλογους στη δικαιοσύνη, συγχωρώ
    • ΠΛ Νομ 876e τὸν διανοηθέντα τε καὶ τρώσαντα οὕτως οὐκ ἄξιον ἐλεεῖν͵ οὐδὲ αἰδούμενον ἄλλως ἢ καθάπερ ἀποκτείναντα
    • ΔΗΜ 37.59 ὥστ΄ ἐὰν ἑλών τις ἀκουσίου φόνου καὶ σαφῶς ἐπιδείξας μὴ καθαρόν͵ μετὰ ταῦτ΄ αἰδέσηται καὶ ἀφῇ
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΑΙΔΩΣ >
    • Από: θέμα αἰδ- + -έομαι.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ρ3
    • αἰδέομαι -οῦμαι, ᾐδούμην, αἰδέσομαι, ᾐδεσάμην, ᾔδεσμαι
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: αἰδώς, αἴδεσις 'σεβασμός, συμπάθεια', αἰδοῖον 'απόκρυφο μέρος του σώματος', ἀναίδεια
      • ρήματα: ἀνταιδέομαι 'δείχνω σεβασμό αντί σεβασμού', ἐπαιδέομαι 'αισχύνομαι', καταιδέομαι 'ντρέπομαι, φοβάμαι', προαιδέομαι 'έχω υποχρέωση σε κάποιον', ὑπαιδέομαι 'δείχνω ντροπή, σεβασμό', ἀναιδεύομαι 'φέρομαι αναιδώς'
      • επίθετα: αἰδοῖος 'σεβαστός', ἀναιδής, αἰδήμων 'συγκρατημένος', ἀναιδομάχας 'άφοβος στη μάχη'
      • επιρρήματα: αἰδοίως, ἀναιδῶς
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • ιων. αἴδομαι
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: αἰδώ, αἰδημοσύνη, αἰδεσιμότης
      • ρήματα: ὑπεραιδέομαι 'αισθάνομαι πολλή αιδώ'
      • επίθετα: αἰδοιϊκός, αἰδοιώδης, αἰδεστός 'αξιοσέβαστος', αἰδεστέον, αἰδεστικός, αἰδημονικός, αἰδέσιμος 'αυτός που προκαλεί σεβασμό', αἰδήφρων 'ντροπαλός', αἰδόφρων 'αυτός που δείχνει σεβασμό', αἰδημονικός 'αυτός που έχει κοσμιότητα', ἀναιδήμων
      • επιρρήματα: αἰδεσίμως, ἀναιδημόνως
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • αιδεσιμολογιότης, αιδεσιμολογιώτατοι 'πρεσβύτεροι', αιδεσιμοσοφολογιότης
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Λεξικό Γεωργακά αιδ%, αναιδ%
      • Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής αιδ%, αναιδ%
      • Το αιδεσιμότατος, υπερθετικός του αιδέσιμος, χρησιμοποιείται ως τίτλος εγγάμων ιερέων.