Μτφρ. Α. Τυφλόπουλος – Επιμ. Δ. Ιακώβ. 2006. Στο Ανθολόγιο Αρχαίων Ελληνικών Κειμένων. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.

Εμείς, Αθηναίοι, παραχωρήσαμε στον Χαρίδημο πολιτικά δικαιώματα, και μέσω αυτής της προσφοράς του δώσαμε τη δυνατότητα να συμμετάσχει στις θρησκευτικές και πολιτικές τελετές και στις νομικές διαδικασίες και σε όλα όσα ακριβώς παίρνουμε μέρος και εμείς. Διαθέτουμε πολλά που δεν υπάρχουν αλλού, ένα, όμως, από αυτά είναι το χαρακτηριστικότερο όλων και το πιο σεβαστό, το δικαστήριο του Αρείου πάγου, για το οποίο μπορεί κανείς να πει τόσες ωραίες παραδόσεις τόσο από τη μυθική εποχή όσο και από πράγματα που πιστοποιούνται από τη δική μας μαρτυρία, όσες για κανένα άλλο δικαστήριο· αξίζει να ακούσετε ως παράδειγμα μια ή δύο από αυτές. Aπό τα παλιά χρόνια, όπως ακούμε σύμφωνα με την παράδοση, μόνο αυτό το δικαστήριο θεώρησαν κατάλληλο οι θεοί τόσο για να τιμωρήσουν όσο και για να τιμωρηθούν οι ίδιοι για φόνο και να δικάσουν τις μεταξύ τους διαφορές, όπως λέγεται· έτσι, ο Ποσειδώνας υπερασπιζόμενος τον γιο του Αλιρρόθιο τιμώρησε τον Άρη και οι δώδεκα θεοί δίκασαν τη διαφορά των Ευμενίδων με τον Ορέστη. Και αυτά, ως προς τα παλιά χρόνια· όσον αφορά τις μεταγενέστερες εποχές, μόνο από αυτό το δικαστήριο ούτε κανένας τύραννος, ούτε καμιά ολιγαρχία, ούτε καμιά δημοκρατία δεν έχει τολμήσει να αφαιρέσει τη δικαιοδοσία στους φόνους, αλλά όλοι θεωρούν ότι το δίκαιο που θα επινοήσουν οι ίδιοι για αυτά τα ζητήματα δεν θα είναι τόσο δυνατό ισχυρό όσο το δίκαιο που θα επινοήσει αυτό το δικαστήριο. Επιπρόσθετα στα παραπάνω, μέχρι τώρα μόνο εδώ κανείς ούτε κατηγορούμενος που καταδικάστηκε ούτε κατήγορος που έχασε δεν υπέβαλε ένσταση ότι η απόφαση που εκδόθηκε ήταν άδικη. Ο συντάκτης, λοιπόν, αυτού εδώ του ψηφίσματος, αφού παρέβλεψε αυτό το προπύργιο της δικαιοσύνης και τις νόμιμες τιμωρίες που επιβάλει, εισηγήθηκε ο Χαρίδημος, όσο ζει, να κάνει ό,τι θέλει, και αν πάθει κάτι, έδωσε στους συγγενείς του το δικαίωμα να υποβάλλουν μήνυση για συκοφαντία. Συλλογιστείτε, επομένως, τα εξής. Γνωρίζετε, βέβαια, όλοι ότι στον Άρειο πάγο, όπου ο νόμος επιτρέπει και προβλέπει να δικάζονται οι φόνοι, όποιος κατηγορείται ότι έχει διαπράξει κάτι τέτοιο πρέπει πρώτα να ορκιστεί να χαθεί ο ίδιος, η γενιά του και το σπίτι του, και στη συνέχεια να δώσει όχι έναν τυχαίο όρκο αλλά έναν όρκο τον οποίο δεν έχει δώσει κανείς για τίποτε άλλο, αφού σταθεί πάνω από τα θυσιασμένα μέλη αγριογούρουνου και κριαριού και ταύρου, τα οποία έχουν σφαγεί από αυτούς που πρέπει και τις μέρες που προβλέπεται, ώστε να έχουν γίνει ως προς τον χρόνο και αυτούς που εκτελούν τις διαδικασίες όλα όσα είναι ιερά. Και ύστερα από αυτά, όποιος έχει δώσει έναν τέτοιο όρκο δεν θα έχει γίνει ακόμη πιστευτός, αλλά, αν αποδειχθεί ότι δεν λέει την αλήθεια, κληροδοτώντας το στίγμα της ψευδορκίας στα παιδιά του και τη γενιά του δεν θα έχει κανένα όφελος. Αν, όμως, φανεί ότι οι καταγγελίες του είναι δίκαιες και κερδίσει τον δράστη του φόνου, ούτε με αυτόν τον τρόπο αποκτά ο ίδιος εξουσία σε σχέση με τον καταδικασμένο αλλά οι νόμοι και όσοι είναι εντεταλμένοι έχουν το δικαίωμα να τον τιμωρήσουν, ενώ ο ίδιος είναι δυνατόν να παρακολουθήσει τον κατηγορούμενο να τιμωρείται, όπως προβλέπει ο νόμος, και τίποτε άλλο πέρα από αυτό. Και για τον κατήγορο ισχύουν αυτά, ενώ για τον κατηγορούμενο όσα αφορούν τον όρκο παραμένουν τα ίδια, αλλά είναι δυνατόν να αποσυρθεί αφού πει τον πρώτο λόγο του, και ούτε ο κατήγορος, ούτε οι δικαστές ούτε κανείς άλλος άνθρωπος έχει το δικαίωμα να τον εμποδίσει. Για ποιον λόγο, Αθηναίοι, υπάρχει αυτή η πρόβλεψη; Επειδή, όσοι οργάνωσαν από την αρχή αυτούς τους νόμους, όποιοι και αν ήταν, είτε ήρωες είτε θεοί, δεν τιμώρησαν την κακή τύχη, αλλά ελάφρυναν με το ανθρώπινο μέτρο, όσο μπορούσαν, τις δυστυχίες. Όλα αυτά, λοιπόν, που είναι σωστά και σύμφωνα με το δίκαιο ο συντάκτης του ψηφίσματος αυτού φαίνεται να τα έχει παραβλέψει· γιατί το ψήφισμά του δεν περιέχει ούτε ένα, ούτε το παραμικρό από αυτά. Κατά πρώτον, λοιπόν, η εισήγηση του ψηφίσματος γίνεται κατά παράβαση τόσο της κείμενης νομοθεσίας όσο και του εθιμικού δικαίου ενός δικαστηρίου όπως αυτό.

Μτφρ. Κ.Θ. Αραπόπουλος. 1961. Δημοσθένους Κατ' Αριστοκράτους. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

[65] Ημείς, άνδρες Αθηναίοι, εκάμαμεν τον Χαρίδημον πολίτην μας και διά της ευνοίας ταύτης του εδώσαμεν το δικαίωμα να μετάσχη των ιερών πραγμάτων, των δημοσίων πραγμάτων, των νόμων μας, και όλων εν γένει των οποίων ημείς από κοινού μετέχομεν. Πολλά λοιπόν τοιαύτα αγαθά έχομεν ημείς, οποία δεν υπάρχουν εις άλλο μέρος, αλλά υπάρχει έν το οποίον, περισσότερον από κάθε άλλο, είναι ατομική μας απολύτως κτήσις, και είναι σεβαστότατον, δηλαδή το δικαστήριον του Αρείου Πάγου· υπέρ του δικαστηρίου τούτου είναι δυνατόν να είπωμεν τόσα πολλά, τα οποία μας μετεδόθησαν διά της παραδόσεως, και μυθώδη και άλλα, των οποίων ημείς οι ίδιοι είμεθα μάρτυρες, όσα δι' ουδέν άλλο δικαστήριον· έν ή δύο εκ τούτων αξίζουν να σας τα υπενθυμίσω, ως παραδείγματα. [66] Έν κατ' αρχάς από τα παλαιά, όπως εκ της παραδόσεως μας είναι γνωστόν. Είναι το μόνον δικαστήριον, εις το οποίον οι θεοί έκριναν δίκαιον να παρουσιασθούν εις δίκην φόνου και το μόνον εις το οποίον παρέστησαν ως δικασταί προς λύσιν των διαφορών που υπήρχον μεταξύ των· εδώ, όπως αναφέρεται, ο Ποσειδών εδίωξε τον Άρην διά τον φόνον του υιού του Αλιρροθίου και εδώ οι δώδεκα θεοί εξέφεραν την γνώμην των διά τας Ευμενίδας και τον Ορέστην. Και αυτά μεν είναι τα παλαιά· κατά τους μεταγενεστέρους χρόνους είναι το μόνον δικαστήριον από το οποίον, ούτε η τυραννία, ούτε η ολιγαρχία, ούτε η δημοκρατία δεν ετόλμησαν να αφαιρέσουν την εκδίκασιν των φονικών δικών· όλοι νομίζουν ότι το δίκαιον, το οποίον θα εύρουν εις παρομοίας υποθέσεις από αυτούς τους ιδίους ως δικαστάς, θα είναι ασθενέστερον του δικαίου, το οποίο εύρον από το δικαστήριον τούτο. Εκτός δε των τόσο σημαντικών τούτων τίτλων, είναι το μόνον δικαστήριον, το οποίον ουδείς, ούτε κατηγορούμενος καταδικασθείς, ούτε κατήγορος ηττηθείς, δεν κατηγόρησαν ποτέ, ότι εξέδωκεν εσφαλμένην απόφασιν. [67] Τούτο λοιπόν το εχέγγυον ασφαλείας των πολιτών και τας εις αυτό περιεχομένας νομίμους τιμωρίας παραβάς ο προτείνων το ψήφισμα τούτο, εις τον Χαρίδημον, εφ' όσον ζη, δίδει το δικαίωμα να πράττη ό,τι θέλει, εάν δε πάθη κάτι, έδωκε το δικαίωμα εις τους οικείους του να διώκουν αυτοβούλως. Πράγματι, σκεφθήτε ως εξής: γνωρίζετε βέβαια όλοι τούτο, ότι εις τον Άρειον Πάγον, όπου επιτρέπει ο νόμος και διατάσσει να δικάζεται ο φονεύς, πρώτον μεν ο κατηγορών τινά ότι έχει διαπράξει φόνον, θα λάβη όρκον περί εξαφανισμού εαυτού και πάντων των ανιόντων και κατιόντων συγγενών αυτού και της οικίας του, [68] έπειτα ουδέ κατά τον τυχόντα τρόπον θα ορκισθή, αλλά καθ' ον τρόπον δεν ορκίζεται τις διά τίποτε άλλο, δηλαδή, σταθείς πλησίον, θα θέση την χείρα του επί των τομίων κάπρου και κριού και ταύρου, οι οποίοι έχουν σφαγή υπό των προς τούτο τεταγμένων και κατά τας ωρισμένας ημέρας, ώστε όλοι οι κανόνες της θρησκείας να τηρηθούν και όσον αφορά εις τον χρόνον και όσον αφορά εις το πρόσωπον των αρμοδίων προς τούτο λειτουργών. Μετά ταύτα, αυτός, ο οποίος έχει ορκισθή τοιούτον όρκον, δεν γίνεται ακόμη πιστευτός, αλλ' εάν αποδειχθή ότι δεν λέγει την αλήθειαν, μόνον θα έχη ως κέρδος να συντελέση να επιπέση η επιορκία του επί των τέκνων του και των απογόνων του. [69] Αν δε αποδειχθή, ότι είναι δικαία η κατηγορία του και καταδικασθή ο δράστης του φόνου, και τότε ακόμη δεν έχει κανέν δικαίωμα επί του καταδικασθέντος, αλλ' εκείνον μεν αρμόδιοι είναι οι νόμοι να τον τιμωρήσουν και οι αρμόδιοι άρχοντες, εκείνο δε το οποίον είναι επιτετραμμένον εις τον διώκοντα είναι να παραστή εις την εκτέλεσιν της ποινής και ουδέν επί πλέον. Και ταύτα μεν όσον αφορά τον μηνυτήν, όσον αφορά δε τον κατηγορούμενον, η διάταξις περί του όρκου είναι η ιδία, έχει όμως το δικαίωμα μετά την πρώτην αγόρευσιν να αυτοεξορισθή και ούτε ο κατήγορος, ούτε οι δικασταί, ούτε κανείς άλλος δεν δύναται να τον εμποδίση. [70] Διατί λοιπόν, άνδρες Αθηναίοι, η διάταξις αύτη; Διότι εκείνοι, οι οποίοι εξ αρχής έθεσαν τους νόμους τούτους, οποιοιδήποτε και αν ήσαν, είτε ήρωες, είτε θεοί, δεν ενόμισαν ότι έπρεπε να φανούν σκληροί εναντίον των ατυχημάτων, αλλά με αίσθημα φιλανθρωπίας προσεπάθησαν να ανακουφίσουν, όσον η δικαιοσύνη το επέτρεπε, τας συμφοράς. Όλας όμως αυτάς τας διατάξεις, αι οποίαι είναι τόσον ωραίαι και σοφαί, ο εισηγητής του ψηφίσματος τούτου αποδεικνύεται ότι τας έχει παραβή· διότι ουδεμία των διατάξεων τούτων, οιαδήποτε, υπάρχει εις το ψήφισμα τούτο. Έν μεν λοιπόν είναι το δικαστήριον τούτο παρά τους νόμους του οποίου και τα άγραφα νόμιμα έχει προταθή το ψήφισμα τούτο.