Μτφρ. Α. Τυφλόπουλος – Επιμ. Δ. Ιακώβ. 2006. Στο Ανθολόγιο Αρχαίων Ελληνικών Κειμένων. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.

Όλη η ζωή των ανθρώπων, Αθηναίοι, είτε αυτοί κατοικούν σε μεγάλη πόλη είτε σε μικρή, κυβερνάται από τη φύση και τους νόμους. Από τα προηγούμενα η φύση είναι απρόβλεπτη και χαρακτηρίζει κάθε άνθρωπο που τη διαθέτει, ενώ οι νόμοι είναι κοινοί και προβλέψιμοι και οι ίδιοι για όλους. Η φύση, αφενός, αν είναι φαύλη, πολλές φορές θέλει το κακό· για αυτό θα δείτε ότι άνθρωποι με τέτοια φύση κάνουν λάθη. Οι νόμοι, αφετέρου, θέλουν τη δικαιοσύνη και την αρετή και το ωφέλιμο, και αυτό επιδιώκουν, και όταν αυτό βρεθεί, προβάλλεται ως γενικός κανόνας, που ισχύει εξίσου και με όμοιο τρόπο για όλους, και αυτό είναι ο νόμος. Σε αυτόν αρμόζει να υπακούουν όλοι για πολλούς λόγους, και κυρίως επειδή κάθε νόμος είναι θεϊκή ανακάλυψη και δωρεά, τρόπος σκέψης των συνετών ανθρώπων, διόρθωση των εκούσιων και ακούσιων λαθών, κοινή συμφωνία της πόλης, σύμφωνα με την οποία αρμόζει να ζουν όλοι οι πολίτες. Ότι βέβαια ο Αριστογείτονας είναι ένοχος για όσα προβλέπει η δικαιοσύνη σε σχέση με την καταγγελία για παράνομη ανάληψη καθήκοντος, και απολύτως κανένα επιχείρημά του δεν αξίζει να ληφθεί υπόψη, είναι εύκολο να το πληροφορηθείτε. Γιατί καθώς οι νόμοι, Αθηναίοι, θεσπίζονται για δύο λόγους, για να μην κάνει κανείς τίποτε το οποίο δεν είναι δίκαιο και για να γίνονται οι υπόλοιποι καλύτεροι μέσω της τιμωρίας όσων δεν συμμορφώνονται με αυτούς, αυτός θα αποδειχθεί ότι είναι υπόλογος και για τους δύο αυτούς λόγους. Γιατί για όσες παραβιάσεις των νόμων έκανε αρχικά, του επιβλήθηκε πρόστιμο· και για την άρνησή του να συμμορφωθεί με αυτό, τώρα οδηγείται ενώπιόν σας για να τιμωρηθεί, ώστε να μην απομείνει καμιά δικαιολογία για την οποία κάποιος θα τον αθώωνε. Ούτε, πάλι, μπορεί να πει κανείς ότι η πόλη δεν υφίσταται κάτι κακό από αυτά. Εγώ, ασφαλώς, δεν θα επικαλεστώ επιχειρήματα όπως, ότι, αν δεχθείτε τις σοφιστείες του, θα χαθούν όλα τα πρόστιμα που χρωστάνε κάποιοι στην πόλη, και ότι, αν βέβαια πρέπει να αθωώνονται κάποιοι από όσους χρωστάνε, αυτό πρέπει να ισχύει για όσους είναι τίμιοι και ενάρετοι στον ύψιστο βαθμό και τους έχει επιβληθεί πρόστιμο για τις λιγότερο άσχημες πράξεις, και όχι για αυτόν τον απόλυτα φαύλο άνθρωπο που έχει κάνει πολλά λάθη και έχει τιμωρηθεί με πρόστιμο, όπως είναι το δικαιότερο, και για τις χειρότερες πράξεις του (γιατί τι θα ήταν χειρότερο από τη συκοφαντία και την παραβίαση των νόμων, και για τα δύο από τα οποία αυτός καταδικάστηκε σε πρόστιμο;) και ότι, ούτε, αν αρμόζει να συμβιβαστείτε με όλους τους υπόλοιπους, να πράξετε ανάλογα και με αυτόν εδώ που χρησιμοποιεί βία (γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν σίγουρα υπερβολή). Νομίζω, όμως, ότι θα παρουσιάσω με σαφήνεια σε σας, Αθηναίοι, ότι όλη η τάξη της πόλης και των νόμων διασαλεύεται και καταστρέφεται όσο περνάει από το χέρι του.

Μτφρ. Κ.Θ. Αραπόπουλος. 1962. Δημοσθένους Κατ' Αριστοκράτους (τέλος), Κατ' Αριστογείτονος Α΄–Β΄. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

[15] Όλος ο βίος των ανθρώπων, άνδρες Αθηναίοι, είτε μεγάλην πόλιν, είτε μικράν κατοικούσι, κανονίζεται από την φύσιν και τους νόμους. Εκ των δύο δε τούτων στοιχείων, η μεν φύσις είναι κάτι ακανόνιστον και δι' έκαστον άτομον ανάλογον προς εκείνον που το έχει, οι δε νόμοι είναι στοιχείον κοινόν, κεκανονισμένον και το ίδιον δι' όλους. Η μεν λοιπόν φύσις, αν είναι κακή, πολλάκις επιδιώκει το κακόν· διά τούτο θα ίδετε, ότι οι άνθρωποι του είδους τούτου διαπράττουν αμαρτήματα. [16] Οι δε νόμοι το δίκαιον και το καλόν και το ωφέλιμον θέλουν και επιδιώκουν και, όταν τούτο ευρεθή, γίνεται κανών γενικός, ίσος και όμοιος δι' όλους και αυτός είναι ο νόμος. Εις τούτον όλοι πρέπει να υπακούουν διά πολλούς λόγους και προ πάντων διότι πας νόμος είναι μεν εύρημα και δώρον των θεών, απόφασις δε σωφρόνων ανθρώπων, επανόρθωσις δε των εκουσίων και ακουσίων αμαρτημάτων, συμφωνία δε κοινή της πόλεως, σύμφωνα προς την οποίαν πρέπει να ζώσι όλοι οι εν τη πόλει. [17] Αλλ' εξ άλλου ότι ήδη ο Αριστογείτων έχει αποδειχθή ότι ηδίκησεν, σύμφωνα προς όλας τας απόψεις του δικαίου, τας οποίας αναφέρει η καταγγελία και ότι δεν του υπολείπεται πλέον κανέν επιχείρημα υποφερτόν, περί τούτου είναι εύκολον να σας διαφωτίσω. Ενώ δηλαδή υπάρχουν δύο σκοποί, διά τους οποίους τίθενται οι νόμοι, δηλαδή να μη πράττη κανείς τίποτε, το οποίον δεν είναι δίκαιον και να γίνωνται καλύτεροι οι άλλοι, όταν βλέπουν να τιμωρώνται οι παραβαίνοντες ταύτα, θα φανή ότι ούτος είναι ένοχος και διά τα δύο ταύτα. Διότι τα (εν λόγω) πρόστιμα επεβλήθησαν εις αυτόν διά τας πράξεις, διά τας οποίας ευθύς εξ αρχής παρέβη τους νόμους· διά την περιφρόνησίν του δε προς τας τιμωρίας ταύτας, τώρα έχει αχθή εις το δικαστήριον διά να τιμωρηθή από σας, ώστε να μη υπάρχη κανείς λόγος, ο οποίος να επιτρέπη την αθώωσίν του. [18] Εξ άλλου ουδέ τούτο δεν δύναται να είπη τις, ότι δηλαδή η πόλις δεν βλάπτεται καθόλου από αυτά. Δι' εμέ, ότι μεν όλα τα πρόστιμα τα επιβληθέντα υπό της πόλεως χάνονται, αν παραδεχθήτε τα σοφίσματα τούτου, ότι, εάν πρέπει να απαλλάξητε ωρισμένους οφειλέτας, ούτοι πρέπει να είναι οι πλέον έντιμοι και καλοί και εκείνοι, των οποίων το πρόστιμον οφείλεται εις πράξεις ελάχιστα σκανδαλώδεις και όχι ο μέγιστος εγκληματίας, ο οποίος διέπραξε τα μεγαλύτερα αδικήματα, και του οποίου το πρόστιμον είναι το πλέον δικαιολογημένον και προελθόν από τας πλέον σκανδαλώδεις πράξεις [19] (διότι τι δύναται να υπάρξη χειρότερον της συκοφαντίας και παρανομίας, διά τα οποία και τα δύο συγχρόνως επεβλήθησαν εις αυτόν τα πρόστιμα;) ότι, και αν ακόμη πρέπη να χορηγήσετε χάριν εις όλους τους άλλους, αλλά δεν αρμόζει να δώσετε ταύτην εις εκείνον που μεταχειρίζεται βίαν (διότι τούτο υπερβαίνει παν μέτρον), αυτά και άλλα παρόμοια επιχειρήματα θα αφήσω κατά μέρος· αλλ' ότι και πάσα τάξις της πόλεως και των νόμων, άνδρες Αθηναίοι, ανατρέπεται και καταστρέφεται εξ αιτίας τούτου και αυτό νομίζω ότι δύναμαι να σας δείξω σαφώς.