Μτφρ. Α. Τυφλόπουλος – Επιμ. Δ. Ιακώβ. 2006. Στο Ανθολόγιο Αρχαίων Ελληνικών Κειμένων. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.

Oι συγγενείς τους, λοιπόν, που βρίσκονται στη ζωή αξίζουν τη συμπάθειά μας, καθώς έχουν χάσει τέτοιους ανθρώπους και έχουν αποχωριστεί από μια συναναστροφή συχνή και εξαιρετικά αγαπητή, και η πατρίδα έμεινε ορφανή και είναι γεμάτη δάκρυα και πένθος· αυτοί, όμως, είναι ευτυχισμένοι, αν το συλλογιστεί κανείς, όπως πρέπει. Kατά πρώτον, αντί να ζήσουν λίγο, ζουν πολύ και αφήνοντας κληρονομιά για πάντα αγέραστη δόξα, μέσα στην οποία θα ανατραφούν και τα παιδιά τους ώστε να γίνουν περίφημα και οι γονείς τους θα γηροκομηθούν απολαμβάνοντας την προσοχή, καθώς θα έχουν ανακούφιση στο πένθος τους τη δόξα των νεκρών. Kατά δεύτερον, χωρίς να παθαίνουν αρρώστιες στο σώμα και χωρίς να νιώθουν στεναχώρια στην ψυχή, τα οποία έχουν οι ζωντανοί λόγων αυτών που τους συμβαίνουν, αποκτούν τα καθιερωμένα εμπνέοντας μεγάλη τιμή και προκαλώντας πολλή άμιλλα. Aφού η πατρίδα τους προσφέρει δημόσια ταφή, και μόνο αυτοί επαινούνται από όλους, και τους λαχταρούν όχι μόνο οι συγγενείς και οι συμπολίτες τους, αλλά και όσοι πρέπει να ονομαστούν Έλληνες, ενώ πενθεί μαζί μας και το μεγαλύτερο τμήμα της οικουμένης, δεν πρέπει δικαιολογημένα να θεωρούνται ευτυχείς; Eύλογα θα έλεγε κανείς ότι θα κάθονται μαζί με τους θεούς του κάτω κόσμου, καθώς θα συμπεριληφθούν στους καλούς ανθρώπους του παρελθόντος που βρίσκονται στα νησιά των μακάρων. Γιατί κανείς δεν τα είδε με τα μάτια του ούτε μας μετέφερε αυτά που είχε ακούσει, αλλά όσους οι ζωντανοί θεωρήσαμε άξιους τιμών στον πάνω κόσμο, νομίζουμε ότι και στον άλλο κόσμο θα απολαμβάνουν τις ίδιες τιμές, καθώς μαντεύουμε με βάση υποθέσεις. Ίσως, λοιπόν, είναι δύσκολο να ανακουφίσει κανείς με τα λόγια τις παρούσες δυστυχίες· πρέπει, όμως, να προσπαθήσουμε επιπλέον να κατευθύνουμε την ψυχή στην παρηγοριά, επειδή είναι όμορφο αυτοί που γέννησαν τέτοιους ανθρώπους και γεννήθηκαν οι ίδιοι από άλλους σαν αυτούς να φαίνεται ότι υπομένουν τις συμφορές με περισσότερη ευπρέπεια από τους υπόλοιπους και, ανεξάρτητα από ό,τι τους συμβεί, να τους μοιάζουν. Γιατί αυτά τους πρέπουν και τους τιμούν σε απόλυτο βαθμό, αλλά και ολόκληρη η πόλη και οι ζωντανοί θα αποκτήσουν μεγάλη δόξα. Eίναι, βέβαια, δύσκολο να στερηθούν οι γονείς τα παιδιά τους και να μην έχουν πια τους πιο κοντινούς τους ανθρώπους για να τους γηροκομήσουν· αλλά προκαλεί περηφάνια να διαπιστώσουν ότι αποκτούν τιμές αγέραστες και δημόσια μνημείωση της αρετής και ότι θεωρούνται άξιοι αθάνατων θυσιών και αγώνων. Eίναι, βέβαια, λυπηρό να μένουν τα παιδιά ορφανά από πατέρα· αλλά είναι όμορφο να κληρονομούν την πατρική δόξα. Kαι για αυτήν τη λύπη θα αποδώσουμε την ευθύνη στον θεό, στον οποίον αναγκάζονται οι θνητοί να υποκύπτουν, για την τιμή και την ομορφιά όμως θα αποδώσουμε την ευθύνη στην επιλογή αυτών που θέλησαν να πεθάνουν ένδοξα.

Eγώ δεν αποσκοπούσα να πω πολλά αλλά την αλήθεια. Tώρα, εσείς, αφού χορτάσετε τα δάκρυα και κάνετε όπως πρέπει τα καθιερωμένα και όσα προβλέπονται, επιστρέψτε στα σπίτια σας.

Μτφρ. Κ.Θ. Αραπόπουλος. 1965. Δημοσθένους Λόγοι. Επιτάφιος, Προς Ευβουλίδην, Ερωτικός. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

[32] Οι μεν λοιπόν ζώντες οικείοι τούτων είναι άξιοι λύπης στερηθέντες τοιούτων ανδρών, βλέποντες να θραύωνται τόσον στενοί και προσφιλείς δεσμοί, η δε πατρίς είναι πλέον έρημος, γεμάτη από δάκρυα και πένθος· αλλ' ούτοι είναι ευτυχείς, αν σκεφθή κανείς δικαίως. Πρώτον, διότι εις αντάλλαγμα της βραχείας ταύτης ζωής, αφίνουν οπίσω των δόξαν, η οποία πάντοτε νέα θα υπάρχη εις τους αιώνας και θα αποτελή την παρηγορίαν των δοξασμένων από αυτήν τέκνων των και ανατραφέντων υπό της πολιτείας, και των γονέων των, των οποίων το γήρας, περιβαλλόμενον από τιμάς, θα γίνη αντικείμενον περιποιήσεων υπό της πόλεως. [33] Έπειτα απρόσβλητοι από νόσους κατά τα σώματα και άπειροι λύπης κατά τας ψυχάς, πράγματα τα οποία έν τυχαίον γεγονός δύναται να προκαλέση εις τους ζώντας, τυγχάνουσι πομπώδους και μεγαλοπρεπούς ταφής. Διότι εκείνους τους οποίους όλη μεν η πατρίς θάπτει δημοσία, μόνους δε τούτους κρίνουν αξίους κοινών επαίνων, ποθούν δε όχι μόνον οι συγγενείς και πολίται αλλά και όλη πρέπει να είπη τις η Ελλάς, πενθεί δε το πλείστον μέρος της οικουμένης, τούτους πώς δεν πρέπει να θεωρή τις ευτυχείς; [34] Ευλόγως δε ήθελε τις είπει, ότι οι νεκροί ούτοι κάθηνται πλησίον των κάτω θεών, ευρισκόμενοι εις την ιδίαν σειράν εις την νήσον των μακάρων με εκείνους που πρότερον ανεδείχθησαν αγαθοί. Διότι βεβαίως κανείς δεν μας ανήγγειλε τίποτε περί των τιμών τούτων, αφού τας είδε, αλλ' εκείνους τους οποίους ημείς ζώντες ενομίσαμεν αξίους των ανωτέρω τιμών, ούτοι συμπεραίνομεν με τον νουν μας ότι και εκεί θα τυγχάνουν των αυτών τιμών. [35] Είναι μεν λοιπόν δύσκολον ίσως να ανακουφίση κανείς με λόγους τας παρούσας συμφοράς· πρέπει όμως να προσπαθώμεν να τρέπωμεν τας ψυχάς προς τας ιδέας που παρηγορούν, ότι δηλαδή οι αναδειχθέντες, αυτοί οι ίδιοι, τοιούτοι άνδρες και καταγόμενοι από άλλους τοιούτους, είναι καλόν να φαίνωνται, ότι υποφέρουν ευπρεπέστερον από τους άλλους τα δεινά και ότι είναι σταθεροί και εις την μίαν και εις την άλλην τύχην. [36] Διότι τοιαύτα συναισθήματα αποτελούν εξαιρετικόν στόλισμα και τιμήν δι' εκείνους και εις όλην την πόλιν και εις τους ζώντας ήθελον φέρει μεγάλην δόξαν. Είναι λυπηρόν διά τον πατέρα και την μητέρα να στερηθούν τα παιδιά των και να είναι έρημοι των πλησιεστάτων συγγενών που θα τους περιποιηθούν εις τα γηρατειά των· αλλά είναι ευγενής ικανοποίησις να βλέπουν τα παιδιά των να λαμβάνουν παρά της πατρίδος αιωνίας τιμάς και να τιμώνται με θυσίας και εορτάς, ωσάν αθάνατοι. [37] Είναι λυπηρόν αφ' ετέρου τα παιδιά να μείνουν ορφανά πατρός, αλλά είναι καλόν να κληρονομήσουν την πατρικήν δόξαν. Και του μεν λυπηρού τούτου θα εύρωμεν ότι αιτία είναι η τύχη, εις την οποίαν πρέπει να υποκύπτωμεν, εφ' όσον είμεθα άνθρωποι, εκείνο όμως που είναι τίμιον και καλόν προέρχεται από την εκλογήν ανθρώπων που θέλουν να αποθνήσκουν ενδόξως.

Εγώ μεν λοιπόν δεν επεζήτησα να είπω πολλά, αλλά την αλήθειαν, σεις δε, αφού κλαύσετε και αφού εκτελέσετε όσα είναι δίκαια και νόμιμα, αποσυρθήτε.