Μτφρ. Ι.Ν. Γρυπάρης. χ.χ. Οι τραγωδίες του Σοφοκλέους. I, Αντιγόνη, Ηλέκτρα, Αίας, Τραχίνιαι. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας.

ΠΕΜΠΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Άρχοντες των Θηβών, τον ίδιο δρόμο
ήρθαμε δυο μαζί, που με τα μάτια
βλέπουν του ενός· γιατ' αυτός είναι ο δρόμος
του τυφλού, να 'χη απ' οδηγόν ανάγκη.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Τι τρέχει, γέροντά μου Τειρεσία;

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Θα σου το μάθω κι άκουε εσύ το μάντη.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Μα ούτε και πριν απ' τη δική σου γνώμη
ξεμάκραινα.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Γι' αυτό κι αυτή την πόλη
τιμόνευες απ' το σωστό το δρόμο.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Έχω να μαρτυρώ το καλό που είδα.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Μα τώρα μάθε πως η τύχη σου
από μια τρίχα κρέμεται.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Τι τρέχει;
Τρομάρ' απ' τα λόγια σου με πιάνει.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Θα το μάθης ακούοντας τα σημάδια
που θα σου πω της τέχνης μου: Καθόμουν
στου ορνιθοσκόπου τον αρχαίο το θρόνο,
που ήταν για μένα κάθε οιωνού λιμάνι,
όταν άξαφν' ακούω παράξενες
κραξιές πουλιών, που σκλήριζαν με μια άγρια
παραφορά κι ακατανόητο τρόπο·
κατάλαβα πως με τα φονικά τους
τ' αρπάγια σπαραζότανε, γιατ' ήταν
όχι κουφός ο φτεροσάλαγός των·
και τρομαγμένος δοκιμάζω αμέσως
πάνω σε ολόφλογους βωμούς να πάρω
μαντεία απ' τη φωτιά, μα ο Ήφαιστος
δεν έλαμπε απ' τα θύματα κι απάνω
στη στάχτη απ' τα μεριά αχνιστό το πάχος
ανάλυωνε και κάπνιζε και σκούσε
και σκόρπιες οι χολές ψηλά πετιόνταν·
μα τα μεριά, μια που έρεψε όλη γύρω
η σκέπη που τα τύλιγε, έξω εμείναν.
Τέτοιο χαμένο τέλος τα σημάδια
της σκοτεινής αυτής θυσίας πως πήραν
απ' το παιδί αυτό μάθαινα, που μου είναι
οδηγός μου, καθώς εγώ των άλλων·
γιατ' οι βωμοί και των θεών οι εστίες
έχουν γιομίση απ' τα σκυλιά και τα όρνια
με τ' αποφάγια από του σκοτωμένου
άμοιρου γυιου του Οιδίποδα τις σάρκες·
και γι' αυτό πια οι θεοί δε δέχουνται
από μας ούτε προσευχές θυσίας,
ούτε τη φλόγα από μεριά κομένα,
κι ουδέ πουλί κανένα πια δεν κράζει
με καλοσήμαδες φωνές, γιατ' έχουν
γευτή πηγμένο γαίμα πεθαμένου.
Αυτά λοιπόν βάλε, γυιε μου, στο νου σου·
κοινό είναι βέβαια σ' όλους τους ανθρώπους
να σφάλουνε, μα όταν κανένας σφάλη,
δεν είναι ανόητος πια και δυστυχής
όποιος το κακό πόκαμε γιατρεύει
και δε μένει μ' αγύριστο κεφάλι·
με αναποδιές πλερώνεται το πείσμα·
μα στο νεκρό υποχώρησε και πάψε
να κεντάς ένα πτώμα· είναι αντρεία
τον πεθαμένο να ξανασκοτώνης;
Εγώ καθώς σου θέλω το καλό σου,
έτσι και σου μιλώ· κι άλλο δεν είναι
καλύτερο, παρά ν' ακούη κανείς
σαν του μιλούν καλά για ωφέλειά του.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Γέροντα, βλέπω κι όλοι σαν τοξότες
με βάλατε σημάδι εμένα κι ούτε
κι η μαντική σας άγγιχτο μ' αφήνει·
όσο γι' αυτούς απ' τή γενιά μας, είναι
τώρα καιρός που μ' έχουνε πουλήση
και μέ φορτώση για έξω. Καλά κέρδη
λοιπόν, εμπορευτήτε κι αγοράστε
αν θέλετε το ήλεκτρο απ' τις Σάρδεις
και το χρυσάφι το ινδικό, μα εκείνον
σε τάφο δε θα θάψετε, ουδέ αν θέλουν
του Δία οι αετοί ν' αρπάξουν και να πάνε
τις σάρκες του στους θρόνους του, και πάλι
μη βάλη ο νους σας, πως εγώ από φόβο
για ένα μόλυσμα τέτοιο, θα επιτρέψω
εκείνος να ταφή, γιατί το ξέρω
πολύ καλά, πως άνθρωπος κανένας
τους θεούς δε μπορεί να τους μολύνη·
μα πέφτουνε, γέροντα Τειρεσία,
πολύ άσκημα κι οι πιο πονηρεμένοι,
όταν με λόγους όμορφους στολίζουν
τα κακά σχέδιά τους για το κέρδος.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Αλλίμονο,
να ξέρη τάχα, νοιώθει τάχα κάποιος ―

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Τι πράμα; Τι να λες αόριστα έτσι;

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Πόσο είναι η γνώση το πιο πρώτο απ' όλα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Όσο, φαντάζομαι, η ανεμυαλιά
το πιο χειρότερο είναι.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Κι όμως είσαι
απ' αυτή την αρρώστεια εσύ γεμάτος.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Δε θέλω σ' ένα μάντη ν' απαντήσω
κι εγώ μ' άσκημη γλώσσα.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Όμως το κάνεις
όταν μου λες πως ψέματα μαντεύω.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Γιατ' είναι φιλοχρήματη όλη η φάρα
των μάντηδων.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Μα και των βασιλιάδων
τ' αδιάντροπ' αγαπά τα κέρδη.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Ξέρεις
πως όσα λες τα λες σε βασιλιάδες;

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Το ξέρω, αφού την πόλη έχεις σώση
χάρη σε μένα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Σοφός μάντης είσαι
μα τ' άδικ' αγαπάς.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Θα μ' αναγκάσης
να βγάλω όσα στο νου φυλάω κλεισμένα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Βγάλε τα, φτάνει μην τα λες για κέρδος.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Ώστε εγώ τέτοιος φαίνομαι για σένα;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Μάθε πως την ιδέα μου δε θ' αλλάξης.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Μάθε λοιπόν κι εσύ πως δε θα δης
πολλούς του ήλιου γοργόδρομους ακόμα,
δίχως μ' έναν απ' τα δικά σου σπλάχνα
κι εσύ νεκρό νεκρούς ν' αντιπλερώσης·
γιατ' έχεις έναν απ' τους επάνω ρίξη
στον Κάτω κόσμο κι άνομα έχεις κλείση
μια ζωντανή ψυχή μέσα σε τάφο·
κι έναν πάλι νεκρό μακρυά απ' τους Κάτω
θεούς κρατάς, χωρίς ταφή και δίχως
τις νόμιμες τιμές, ενώ δεν έχεις
δικαίωμα, μήτε εσύ μήτε και οι επάνω
θεοί, μα με τη βία τους αναγκάζεις.
Για όλ' αυτά κι οι εκδικήτρες στερνοφθόρες
του Άδη και των θεών οι Ερινύες
σόχουν στήση καρτέρι, για να πέσης
κι ο ίδιος μες στις συμφορές τις ίδιες·
και κοίτα αν πλερωμένος με χρυσάφι
σου τα λέω αυτά· γιατί δε θα περάση
πολύς καιρός που αντρίκεια και γυναίκεια
στα σπίτια σου θ' ανάψουν μοιρολόγια.
Εχτρές σου όλες ταράζουνται κι οι χώρες
που στων νεκρών τους τα ξεσκλίδια έδωσαν
τις επιτάφιες τις τιμές οι σκύλοι,
ή αγρίμια, ή κάποιο γοργοφτέρουγο όρνιο,
φέρνοντας μιαν ανόσια οσμή στην πόλη,
που είχε την πατρική τους την εστία.
Τέτοια, αφού μ' ερεθίζεις, σαν τοξότης
σου 'ριξα στο θυμό μου κι εγώ βέλη
αλάθευτα, ίσα στην καρδιά, που εσύ
δε θα γλυτώσης το ζεμάτισμά τους.
Μα έλα, παιδί, κι οδήγα με στο σπίτι
για ν' αφήσωμε αυτόν να ξεθυμάνη
πάνω σ' άλλους νεώτερους και μάθη
να 'χη γλώσσα ησυχώτερη και γνώση
του μυαλού του καλύτερη από τώρα.

ΧΟΡΟΣ
Έφυγε ο μάντης, βασιλιά, αφού είπε
φοβερές προφητείες, και ξέρομε όλοι,
από τότε που αυτές φορώ τις άσπρες
αντί τις μαύρες τρίχες, πως ως τώρα
ψέμα ποτέ δεν είπε αυτός στην πόλη.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Κι εγώ το ξέρω και ταράζεται
ο νους μου· γιατί και να υποχωρήσω
τρομερό θα 'ταν, μα κι αν επιμείνω,
είναι φόβος σε συφορά μην πέσω.

ΧΟΡΟΣ
Χρειάζεται γνώση, γυιε του Μενοικέα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Και τι πρέπει λοιπόν να κάμω; Πε μου
και θα σ' ακούσω εγώ.

ΧΟΡΟΣ
Να πας να βγάλης
την κόρη απ' την υπόγεια φυλακή της,
και τον άταφο θάψε ευτύς σε μνήμα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Έτσι το εγκρίνεις κι είσαι της ιδέας
να υποχωρήσω;

ΧΟΡΟΣ
Κι όσο, βασιλιά μου,
πιο γρήγορα μπορείς, γιατί προφταίνουν
τους άμυαλους γοργές των θεών οι Βλάβες.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Αλλίμονο, με κόπο, μα όμως το κάνω
κι απ' την απόφαση μου παραιτούμαι,
γιατί κανείς δεν πρέπει να τα βάζη
με την ανάγκη.

ΧΟΡΟΣ
Λοιπόν τρέξε ο ίδιος
και μην τ' αφήσης αυτά πάνω σ' άλλους.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Έτσι όπως είμαι φεύγω· τρέχτε, δούλοι,
οσ' είστε και δεν είστε, πάρτε αξίνες
στα χέρια και τραβάτε ευτύς στο μέρος
που βλέπετ' εκεί πέρα· κι εγώ τώρα
μια που έτσι άλλαξα γνώμη, πάω ο ίδιος
να τη βγάλω από κει· γιατί φοβούμαι
μη δεν είν' το καλύτερο να ζούμε
φυλάγοντας τους νόμους που 'ναι για όλους.

Μτφρ. Στ. Μπαζάκου–Μαραγκουδάκη. 1996. Αρχαία Ελληνική Τραγωδία. Σοφοκλής. Αντιγόνη. Αθήνα: Dian Books.

ΠΕΜΠΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Της Θήβας άρχοντες εσείς, κοινό πήραμε δρόμο
οι δυο με μάτια του ενός· γιατί μια τέτοια στράτα
μόνο με οδηγό μπορεί για τους τυφλούς να γίνει.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Μα, Τειρεσία γέροντα, τι νέο να συμβαίνει;

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Εγώ πρέπει να σου τα πω, κι εσύ άκου το μάντη.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Ούτε και πριν ξεστράτισα απ' τη δική σου γνώμη.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Γι' αυτό και την τιμόνευες ορθά αυτήν την πόλη.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Πως ωφελήθηκα θα πω από την πείρα πού 'χω.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Μάθε πως τώρα έφτασες στους ξυραφιού την κόψη.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Τι τρέχει; Και το στόμα σου μου προκαλεί τη φρίκη.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Θα μάθεις πια ακούγοντας της τέχνης τα σημάδια:
Καθώς καθόμουν στον παλιό ορνιθοσκόπο θρόνο,
πού 'ναι για με κάθε πουλιού πάντοτε το λιμάνι,
παράξενη ακούω κραυγή πουλιών, που με μανία
άγρια κι ακατάληπτη έκρωζαν και σκληρίζαν,
κι ένιωσα πως ξεσκίζονταν με φονικά νυχάρια,
γιατί το φτεροκόπημα έδειχνε κάτι τέτοιο.
Τρόμαξα και δοκίμασα τη μαντική μου τέχνη
πάνω στη φλόγα των βωμών· μα απ' τα θύματά μου
καμιά λάμψη δεν έβγαζε ο Ήφαιστος· το ξύγκι
απ' τα μεριά ανάλιωνε και κάπνιζε στη στάχτη,
εξακοντίζονταν ψηλά τα λίπη στον αέρα
και οι χολές σκορπίζανε μετέωρες και χάμω
έμεναν τα μεριά γυμνά πια χάνοντας το λίπος.
Αυτό πληροφορήθηκα απ' το παιδί ετούτο,
πως οι μαντείες έσβηναν χωρίς θεία σημάδια·
είναι για μένα οδηγός αυτό, κι εγώ για άλλους.
Αυτά η πόλη τα τραβάει απ' τα δικά σου φρένα·
γιατί οι βωμοί κι οι ιερές εστίες των θεών μας
γιόμισαν με σπαράγματα, από σκυλιά και όρνια,
του τέκνου του Οιδίποδα, που έπεσε πανάθλια.
Κι έτσι δε δέχονται οι θεοί θυσίες κι ικεσίες
πια από μας και των μεριών τη φλόγα δεν τη θέλουν·
ούτε και καλοσήμαδες φωνές τα όρνια βγάζουν,
αφού το αίμα φάγανε ανθρώπου σκοτωμένου.
Αυτά, παιδί μου, σκέψου τα· γιατί για τους ανθρώπους
όλους τα λάθη είναι κοινά, κανένας δεν ξεφεύγει·
μα όταν σφάλμα γίνεται, αστόχαστος δεν είναι
ούτε και άμυαλος αυτός που, αφού το έχει κάνει,
βρίσκει τον τρόπο γιατρειάς, δε μένει με το πείσμα.
Σκληρό και βλάκα θεωρούν όλοι τον πεισματάρη.
Δείξε το σέβας στο νεκρό και μην κεντάς το πτώμα·
και ποια παλικαριά νεκρό ξανά να τον σκοτώνεις;
Για το καλό σου σκέφτομαι και για καλό μιλάω·
καλό σου τον καλόγνωμο ν' ακούς, αν έχεις κέρδος.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Όλοι με σημαδεύετε, γέροντα, σαν τοξότες
που στόχο σημαδεύουνε· κι από τη μαντική σας
δεν είμαι διόλου άπραγος, αφού απ' αυτή τη φάρα
από καιρό φορτώθηκα, πουλήθηκα πραμάτεια.
Κερδίζετε, πουλάτε πια το ήλεκτρο απ' τις Σάρδεις,
αν θέλετε, και το ινδικό χρυσάφι· αλλά όμως
εκείνον δε θα κρύψετε ποτέ μέσα σε τάφο,
ούτε κι αν θέλουν οι αετοί του Δία να τον πάνε
βορά στο θρόνο του Διός καταξεσκίζοντάς τον.
Ούτε και πως θα φοβηθώ το μίασμά του, ώστε
ν' αφήσω να τον θάψουνε· γιατί καλά το ξέρω
πως δεν μπορεί ο άνθρωπος θεούς να τους μιάνει.
Ακόμα κι οι πιο πονηροί, γέροντα Τειρεσία,
πέφτουνε πτώματα αισχρά, αν της ντροπής τα λόγια
τα λέν με τρόπο όμορφο, για να κερδοσκοπήσουν.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Αλίμονο!
Άραγε άνθρωπος κανείς το ξέρει, λογαριάζει…

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Να ξέρει ποιο; Τι εννοείς με τις κοινοτοπίες;

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Πόσο μεγάλο απόχτημα είναι η σωφροσύνη;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Όσο, θαρρώ, η αμυαλιά είναι μεγάλη βλάβη.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Κι όμως απ' την αρρώστια αυτή εσύ έχεις φλομώσει.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Δε θέλω να αντιμιλώ σε μάντη βρίζοντάς τον.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Το κάνεις όμως βγάζοντας ψεύτικες τις μαντείες.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Γιατί 'ναι φιλοχρήματη των μάντεων η φάρα.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Και θέλει κέρδη της ντροπής η φάρα των τυράννων.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Το ξέρεις ότι όσα λες τα λες σε βασιλιάδες;

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Το ξέρω· και σ' εμέ χρωστάς που έσωσες την πόλη.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Μάντης σοφός είσαι εσύ, μα τ' άδικο σ' αρέσει.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Μη μ' εξωθείς να σου τα πω όσα στο νου φυλάω.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Και δεν τα λες; Να μην τα πεις μονάχα για το κέρδος.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Τέτοια εντύπωση λοιπόν έχεις εσύ για μένα;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Να ξέρεις πως τα φρένα μου εγώ δεν τα πουλάω.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Μάθε κι εσύ πολύ καλά ότι του ήλιου κύκλοι
δε θα διαβούνε και πολλοί, καθώς γοργογυρίζουν,
κι ένα από τα σπλάχνα σου μέσα σ' αυτούς θα δώσεις
νεκρό στη θέση των νεκρών, σαν πληρωμή σου άξια,
γιατί κρατάς μια ζωντανή κάτω απ' της γης το χώμα
με την ψυχή που έριξες ανίερα σε τάφο,
και κάποιον από τους νεκρούς κρατάς στον πάνω κόσμο
ατίμητο κι ακτέριστον, ανόσιο πια πτώμα.
Ούτε εσύ ούτε οι θεοί του πάνω κόσμου έχουν
δικαίωμα σ' αυτά· κι εσύ παραβιάζεις τ' άγια.
Για όλα αυτά οι τρομερές του Άδη οι Ερινύες
και των θεών παραφυλάν με πάθος να σου δώσουν
στερνή πληγή, για να πιαστείς σε συμφορές παρόμοιες.
Και κοίτα αν τα λέω αυτά ακριβοπληρωμένος:
Δε θα διαβεί χρόνος πολύς και θα ξεσπάσουν θρήνοι
τότε ανδρών και γυναικών μέσα στο σπιτικό σου.
Θα συνταράσσονται εχθρικά όλες μαζί οι πόλεις
όσων τ' αγρίμια ή τα σκυλιά ή τα γοργόφτερα όρνια
κάναν το χρέος της ταφής τρώγοντας τα ξεσκλίδια
κι έφεραν την ανόσια οσμή μες στους βωμούς τους.
Τέτοιες, γιατί με πόνεσες, σαΐτες σαν τοξότης
σού 'ριξα μέσα στην καρδιά, αλάθευτες στ' αλήθεια,
που τη φωτιά τους δεν μπορείς εσύ να την ξεφύγεις.
Πάρε με πια στο σπίτι μου, παιδί μου, για να μάθει
σ' άλλους, πιο νέους, την οργή αυτός να ξεθυμαίνει·
να μάθει ακόμα η γλώσσα του νά 'ναι πιο μετρημένη
κι η σκέψη του πιο φρόνιμη απ' τα μυαλά που έχει.

ΧΟΡΟΣ
Πριν φύγει ο μάντης, βασιλιά, είπε φριχτές μαντείες·
κι εμείς το ξέρουμε καλά, αφού πια τα μαλλιά μας,
που ήταν μαύρα κάποτε, κατάλευκα έχουν γίνει,
ότι δεν είπε ψέματα ποτέ αυτός στην πόλη.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Κι εγώ το ξέρω· ταραχή μεγάλη έχει ο νους μου:
Να κάνω πίσω, τρομερό· αν όμως επιμείνω,
υπάρχει ο φόβος συμφορά να πλήξει την ψυχή μου.

ΧΟΡΟΣ
Σκέψη ορθή χρειάζεται, τέκνο του Μενοικέα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Και πώς θα πρέπει να φερθώ; Πες μου, και θα σ' ακούσω.

ΧΟΡΟΣ
Πήγαινε στον υπόγειο τον τάφο και την κόρη
βγάλε, και χτίσε στο νεκρό τον άταφο πια μνήμα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Κι αυτό το θεωρείς σωστό και λες να υποκύψω;

ΧΟΡΟΣ
Το γρηγορότερο, άρχοντα· γιατί τους προλαβαίνουν
τους άμυαλους βλάβες θεών γοργές και εκδικήτρες.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Αλίμονό μου! Δύσκολο, μα πνίγω την καρδιά μου
και θα το κάνω· πόλεμο να στήσω με ανάγκη;

ΧΟΡΟΣ
Πήγαινε μόνος σου λοιπόν· μην τ' αναθέτεις σ' άλλους.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Πηγαίνω όπως βρίσκομαι. Δούλοι, γοργά τρεχάτε,
όσοι εδώ κι όσοι αλλού, κι αξίνες με τα χέρια
αρπάζοντας να ορμήσετε στο ύψωμα απάνω.
Κι εγώ, αφού μου γύρισε έτσι ο νους, ο ίδιος,
που μόνος μου την έδεσα, μόνος και θα τη λύσω.
Φοβούμαι πως το πιο σωστό για τη ζωή σου είναι
να έχεις σέβας στις αρχές τις καθιερωμένες.