Μτφρ. Ι.Ν. Γρυπάρης. χ.χ. Οι τραγωδίες του Σοφοκλέους. I, Αντιγόνη, Ηλέκτρα, Αίας, Τραχίνιαι. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας.

ΤΡΙΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

[στ. 626–630:

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Μα να κι ο Αίμονας, απ' τα παιδιά σου
ο στερνός βλαστός·να 'ρχεται τάχα
για την τύχη της μελλόνυφής του
Αντιγόνης πικραμένος και βαριά
για το ταίρι του που χάνει πονεμένος;]

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Θα το ξέρωμε ευτύς κάλλιο από μάντεις.
Παιδί μου, μη τυχόν μαθαίνοντας
την αμετάκλητή μου απόφαση
για τη μελλόνυφή σου, ήρθες ίσως
με μένα τον πατέρα σου ωργισμένος;
ή μ' ό,τι και να κάνωμε, για σένα
φίλοι πάντα θα σου είμαστε;

ΑΙΜΟΝΑΣ
Πατέρα,
είμαι δικός σου κι οδηγός μου εσύ 'σαι
με τις ορθές σου συμβουλές, που πάντα
εγώ θ' ακολουθώ· γιατί για μένα
ποτέ δε θα 'ναι κανείς γάμος άξιος
να τον βάλω πιο πάνω από σένα, όταν
το σωστό συμβουλεύης.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Κι αυτή νάχης
τη γνώμη πάντα, γυιε μου, στην καρδιά σου,
πως στου πατέρα εμπρός τη θέληση όλα
πρέπει να υποχωρούν· γιατί γι' αυτό είναι
που εύχεται ν' αποχτά παιδιά κανένας
κι υπάκουα μες στα σπίτια του να τα 'χη,
και για ν' αντιπλερώνουν τους εχθρούς του
μ' ό,τι κακό, και να τιμούν τους φίλους
όσο κι αυτός· ενώ όταν κανείς φέρνη
στον κόσμο ανώφελα παιδιά, σαν τι άλλο
πως γέννησε θα πής, παρά φαρμάκια
για τον εαυτό του κι αφορμές μεγάλες
για τους εχθρούς του να γελούν μαζί του;
Αυτά λοιπόν κοίτα ποτέ μη χάσης
τα αισθήματα, παιδί μου, από λαχτάρα
για μια γυναίκα, ξέροντας πώς είναι
αγκάλιασμα ψυχρό ένας σύντροφος
στο πλευρό μας κακός, μέσα στο σπίτι·
γιατί ποια μεγαλύτερη μπορεί
πληγή να γίνη απ' τον κακό το φίλο;
Ξορκίσου την λοιπόν αυτή την κόρη
σαν εχθρό σου και στείλε την να πάη
στον Άδη, εκεί να παντρευτή όποιο θέλει·
γιατί αφού μόνη αυτή σ' όλη την πόλη
πιάστηκε φανερά να παρακούη
την προσταγή μου, δε θα βγω μπρος σ' όλους
ψεύτης εγώ, μα θα τη θανατώσω,
κι ας πάη στον ομοαίματό μας Δία
να μου ψάλλη όσο θέλει· γιατί αν θρέψω
απ' την ίδια τη γενιά μου αντάρτες,
πολύ πιότερο απ' έξω· μα όποιος είναι
καλός για τα δικά του νοικοκύρης,
θα φανή και της χώρας κυβερνήτης
άξιος· και κείνος που μ' αυθαιρεσία
παραβιάζει τους νόμους, ή εννοεί
να επιβληθή σ' αυτούς που εξουσιάζουν,
μόνο έπαινο από μένα δε θα πάρη·
μα όποιον θα εκλέξη η χώρα, σ' αυτόν πρέπει
να υπακούωμε τυφλά, και στα μεγάλα
και στα μικρά, στα δίκια και στα ενάντια.
Σε τέτοιον άντρα εγώ θα εμπιστευόμουν
πως άξιος θα 'ταν αρχηγός κι ο ίδιος
και πρόθυμος θα υπάκουε κάτω απ' άλλους
κι όπου ταχθή στην τρικυμία της μάχης
πιστός κι αντρείος θα μένη παραστάτης.
Δεν είναι άλλο κακό απ' την αναρχία·
αυτή χαλάει τα κράτη, αυτή τα σπίτια
φέρνει άνω κάτω, αυτή σε φευγιό βάζει
τα σύμμαχα κοντάρια, ενώ τα πλήθη
τα υπάκουα τα σώζει η πειθαρχία·
κι έτσι πρέπει καθείς να υπερασπίζη
με τα όλα του το νόμο και την τάξη
και με κανένα τρόπο να μη στρέξη
να νικηθή ποτέ του από γυναίκα·
γιατ' αν το φερν' η ανάγκη, κάλλιο απ' άντρα
να πέσω απ' την αρχή, κι όχι να πούνε
πως γυναίκες μάς πήρανε από κάτω.

ΧΟΡΟΣ
Εμείς, αν δε μας μώραναν τα χρόνια,
βρίσκομε να 'χης δίκιο σ' αυτά πού 'πες.

ΑΙΜΟΝΑΣ
Πατέρα μου, οι θεοί χαρίζουνε
στον άνθρωπο το νου, το πιο μεγάλο
τ' απόχτημά του απ' όλα όσα υπάρχουν.
Και γω, πως δεν τα λες σωστά όσα είπες,
δε θα μπορούσα κι είθε ούτε να μάθω
ποτέ να πω· μα όμως μπορεί να γίνη
να 'χη σωστήν ιδέα κι ένας άλλος.
Για σένα λοιπόν είμαι εγώ που πρέπει
φυσικά να προσέχω όλα όσα οι άλλοι
ή λένε ή κάνουν ή έχουν να σου ψέξουν.
Γιατί μπροστά σε σένα θα 'χε φόβο
να λέη ένας πολίτης τέτοια λόγια
που δε θα ευχαριστιόσουν να τ' ακούσης·
μα εγώ έτσι από κρυφά μπορώ ν' ακούω
πόσο θρηνούν την κόρη αυτή στην πόλη,
που ενώ πιο λίγο απ' όλες τις γυναίκες
τ' άξιζε αυτό, έτσι άτιμα πεθαίνει
για μια τόσο λαμπρή και τίμια πράξη·
γιατί τον αδερφό της που κοιτόνταν
σκοτωμένος στη μάχη άθαφτος έτσι,
δεν άφησε να τον σπαράξουν μήτε
σκυλιά αιμοβόρα, μήτε τ' άγρια τα όρνια·
δεν είν' αυτή λοιπόν άξια να τύχη
χρυσή τιμή; Τέτοιες σιγά γυρνούνε
σκεπαστές ομιλίες μες στην πόλη.
Μα εγώ, πατέρα, άλλο κανένα χτήμα
δεν έχω πιο ακριβό από τη δική σου
την ευτυχία· γιατί και ποιο στολίδι
στα παιδιά μπορεί να 'ναι πιο μεγάλο
απ' την τιμή και δόξα του πατέρα,
ή στον πατέρα πάλι απ' των παιδιών του;
Μην κρατής λοιπόν μέσα σου ένα μόνο
τρόπο να σκέπτεσαι, και να πιστεύης
πως ό,τι λες εσύ και τίποτ' άλλο
δεν είναι ορθό, γιατ' όποιοι το νομίζουν,
πως μόνοι αυτοί είναι φρόνιμοι, ή πως έχουν
ή γλώσσα ή πνεύμα που δεν έχουν άλλοι,
αυτοί αν τους ξεψαχνίσης θα βρεθούνε
ολότελ' άδειοι· μα ένας άνθρωπος
και σοφός να 'ναι, δεν είναι ντροπή του
να μαθαίνη πολλά και να μη σφίγγη
το δοξάρι πολύ· βλέπεις τα δέντρα
που πλάι στο φουσκωμένο ρέμα σκύβουν
κεφάλι, πως γλυτώνουν τα κλωνιά τους,
μα οσ' αντιστέκουν σύγκορμα χαλιούνται·
έτσι κι όταν κανείς καραβοκύρης
παρασφίξη τη σκότα και δε λέει
να λασκάρη στον άνεμο καθόλου,
θ' αναποδογυρίση και πια τότε
με προύμυτα κουβέρτα θ' αρμενίζη.
Μα δόσε τόπο στην οργή και στρέξε
απόφαση ν' αλλάξης, γιατί αν είμαι
άξιος κι εγώ, αν και νεώτερος, να κρίνω
κάτι σωστό, λέω πως πολύ πιο πάνω
απ' όλ' αξίζει να 'χη γεννηθή
κανείς μ' όλη του κόσμου τη σοφία·
μα αφού δεν συνηθά ένα τέτοιο πράμα
να γίνεται, καλό είναι και να θέλη
ν' ακούη εκείνους πού σωστά μιλούνε.

ΧΟΡΟΣ
Δε βλάφτει, ω βασιλιά, να τον ακούσης,
αν κάτι λέη σωστό· και συ το ίδιο·
γιατί καλά τα 'χετε πη κι οι δυο σας.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Εμείς, σ' αυτή την ηλικία, να θέλη
ένα παιδί να μας διδάξη γνώση;

ΑΙΜΟΝΑΣ
Το δίκιο μόνο· κι αν εγώ είμαι νέος,
όχι τα χρόνια μα τα έργα πρέπει
να κοιτάζη κανείς.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Και το λες έργο,
τους παραβάτες να τιμάς του νόμου;

ΑΙΜΟΝΑΣ
Ούτε και θα συμβούλευα κανένα
σε τιμή να 'χη τους κακούς.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Και μήπως
δεν έχει αυτή πιαστή σε τέτοιο κρίμα;

ΑΙΜΟΝΑΣ
Όχι, φωνάζει μ' ένα στόμα ο λαός
όλος της Θήβας.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Και λοιπόν μια πόλη
θα ορίση εμένα τι έχω να διατάζω;

ΑΙΜΟΝΑΣ
Βλέπεις πως τώρα μίλησες σαν πάρα
πολύ νέος;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Γι' άλλον, κι όχι για μένα
πρέπει λοιπόν να κυβερνώ τη χώρα;

ΑΙΜΟΝΑΣ
Δεν υπάρχει χώρα καμιά που να 'ναι
ενός ανθρώπου.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Ώστε δε θεωρείται
η πόλη εκείνου που είναι ο άρχοντάς της;

ΑΙΜΟΝΑΣ
Ωραία θα κυβερνούσες τότε μόνος
μια έρημη χώρα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Καθώς βλέπω, αυτός
με τη γυναίκα συμμαχία πηγαίνει.

ΑΙΜΟΝΑΣ
Αν είσαι εσύ γυναίκα· γιατί μόνο
για το δικό σου το καλό φροντίζω.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Ω παγκάκιστε, ενώ τολμάς να βγαίνης
του πατέρα σου αντίδικος;

ΑΙΜΟΝΑΣ
Γιατί
βλέπω να πέφτης σ' όχι δίκαιες πράξεις.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Δεν έχω δίκιο, όταν υπερασπίζω
το αξίωμά μου;

ΑΙΜΟΝΑΣ
Δεν το υπερασπίζεις,
όταν καταπατάς των θεών τους νόμους.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Αχρείο πλάσμα, μιας γυναίκας δούλε!

ΑΙΜΟΝΑΣ
Δε θα με δής τουλάχιστο ποτέ μου
να γίνωμαι σε κακές πράξεις δούλος.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Μα όλα σου αυτά τα λόγια είναι για κείνη.

ΑΙΜΟΝΑΣ
Μα και για σένα επίσης και για μένα
και για τους θεούς του Κάτω κόσμου.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Βγάλ' το
από το νου σου πώς θα παντρευτής
ζωντανή αυτή ποτέ σου.

ΑΙΜΟΝΑΣ
Θα πεθάνη
λοιπόν, μα ο θάνατος της κι άλλον κάποιο
θα θανάτωση.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Ακόμα και φοβέρες
έχεις έτσι ο θάρσος να μας ρίχτης;

ΑΙΜΟΝΑΣ
Κι είναι φοβέρα, σε μια ανόητη γνώμη
ν' αντιμιλά κανείς;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Θα το πλερώσης
βαριά, που ζητάς γνώση να μου μάθης,
ενώ εισαι ο ίδιος δίχως νου.

ΑΙΜΟΝΑΣ
Θες μόνος
να 'χης εσύ το λόγο και τον άλλο
να μην ακούς;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Μιανής γυναίκας σκλάβε,
πάψε με φλυαρίες να με σκοτίζης.

ΑΙΜΟΝΑΣ
Θα σου 'λεγα, αν πατέρας μου δεν ήσουν,
πως βγήκες απ' τα λογικά σου.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Αλήθεια;
όμως, μα αυτόν τον Όλυμπο, να ξέρης
πως δε θα το χαρής να ψέγης έτσι
και να βρίζης εμένα. Οδήγησέ την
εδώ τη μισημένη τη γυναίκα
για να πεθάνη αμέσως μπρος στα μάτια
και παρουσία του γαμπρού, κοντά του.

ΑΙΜΟΝΑΣ
Παρουσία μου όχι βέβαια, καθόλου
να μην το φανταστής αυτό· γιατί ούτε
μπροστά μου αυτή θενά πεθάνη, μα ούτε
και συ ποτέ πια μπρος στα μάτια σου
θενά με ξαναδής, κι αμέ να κάνης
τον τρελλό μες σε φίλους που το στρέγουν.

ΧΟΡΟΣ
Ακράτητος απ' την οργή του ο νέος
έφυγε, βασιλιά, κι η απελπισία
επίφοβη στην ηλικία του είναι.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Ας κάμη, ας πάη να κατεβάση ο νους του
ό,τι δε δύνεται άνθρωπος, μα τούτες
τις κόρες δε θα σώση από το Χάρο.

ΧΟΡΟΣ
Αλήθεια και τις δυο το 'χεις στο νου σου
να θανατώσης;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Βέβαια, όχι και κείνη
που δεν άγγιξε χέρι· κι έχεις δίκιο.

ΧΟΡΟΣ
Και με τι τρόπο σκέπτεσαι την άλλη
να θανάτωσης;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Θα την οδηγήσω
σ' έρημο δρόμο απάτητο από ανθρώπους
και ζωντανή θενά την κλείσω μέσα
σ' ένα πέτρινο υπόγειο, βάζοντάς της
τόση τροφή μον' όσο για το κρίμα,
για ν' αποφύγη το μίασμα ολ' η χώρα·
και κει τον Άδη, που μονάχ' απ' όλους
λατρεύει τους θεούς, παρακαλώντας,
ίσως πετύχη και να μην πεθάνη·
ή αλλιώς να μάθη, τότε καν, πως είναι
περιττός κόπος των νεκρών το σέβας.

Μτφρ. Στ. Μπαζάκου–Μαραγκουδάκη. 1996. Αρχαία Ελληνική Τραγωδία. Σοφοκλής. Αντιγόνη. Αθήνα: Dian Books.

ΤΡΙΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

[στ. 626630:

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Αλλά νά το στερνό το παιδί σου, ο Αίμων.
Πικραμένος να είναι
για την άραχλη μοίρα
της καλής μου Αντιγόνης;]

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Σύντομα θα το μάθουμε καλύτερα απ' τους μάντεις.
Την τελική μου απόφαση μην άκουσες, παιδί μου,
για τη μνηστή σου, κι έρχεσαι λυσσώντας στο γονιό σου;
Ή εμείς για σένα αγαπητοί, όπως κι αν ενεργούμε;

ΑΙΜΟΝΑΣ
Δικός σου είμαι, πατέρα μου, κι εσύ με την καλή σου
τη γνώμη πάντα με κρατάς ορθό κι ακολουθάω.
Κανένας γάμος άξιος δε θα κρίθει από μένα
μπροστά σε σε, όταν ορθά εσύ με συμβουλεύεις.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Και έτσι πρέπει, τέκνο μου, να νιώθει η καρδιά σου:
Πάντα να στέκεσαι κοντά στη γνώμη του πατέρα.
Γι' αυτό κι υπάκουα παιδιά εύχονται οι άνδρες όλοι
να αποχτούν και νά 'χουνε στο σπίτι τους καμάρι.
Ν' αντιπληρώνουν τον εχθρό για το κακό που κάνει
και να τιμούν το φίλο τους ίδια με το γονιό τους.
Μα όποιος δίχως διάφορο γεννάει τα παιδιά του,
τι άλλο θά 'λεγαν γι' αυτόν, αν όχι μαύρους πόνους
πως για τον ίδιο γέννησε, για τους εχθρούς του γέλιο;
Τα φρένα σου, γιε μου, αυτά ποτέ να μην τα χάσεις
από γυναίκας ηδονή· να ξέρεις ότι πάντα
κατάψυχρο αγκάλιασμα γίνεται κάτι τέτοιο,
κακή γυναίκα σύντροφος μέσα στο σπίτι· υπάρχει
δα μεγαλύτερη πληγή απ' τον κακό το φίλο;
Φτύσε και ξόρκισε αυτήν την κόρη σαν εχθρό σου
και άσ' την πια να παντρευτεί στον Άδη κάποιον άλλο.
Την έπιασα ξεκάθαρα εγώ αυτήν μονάχα
να θέλει να μην πειθαρχεί σ' ολόκληρη την πόλη,
και ψεύτης δε θα βγώ εγώ στης χώρας τους πολίτες·
θα τη σκοτώσω. Και γι' αυτό ας καλεστεί το Δία
που προστατεύει συγγενείς· αντάρτες άμα θρέψω
το σόι μου, σαν τι μπορώ να κάνω με τους άλλους;
Όποιος σωστά και δίκαια φέρεται στους δικούς του,
αυτός στην πόλη δίκαιος θα δείξει ότι είναι.
Κι εκείνος που αυθαιρετεί, παραβιάζει νόμους
ή βάζει στο κεφάλι του άρχοντες να προστάζει,
έπαινο βέβαια ποτέ δε θά 'χει από μένα.
Όποιον η πόλη όρισε, αυτόν πρέπει ν' ακούμε
στα δίκαια κι ασήμαντα και στα αντίθετά τους.
Αυτός, θα πίστευα εγώ, καλά θα κυβερνούσε,
μα και καλά θα ήθελε να κυβερνιέται πάντα·
κι αν τύχει και βρισκότανε στη θύελλα της μάχης,
θά 'μενε πάντα δίκαιος, γενναίος παραστάτης.
Υπάρχει μεγαλύτερο κακό απ' την αναρχία;
Αυτή και πόλεις καταλεί, αυτή αναστατώνει
τα σπιτικά, αυτή σκορπάει τον πανικό στη μάχη
μες στις συμμαχικές γραμμές· μα στους πειθαρχημένους
η πειθαρχία πιο πολύ θα σώσει τη ζωή τους.
Έτσι πρέπει ν' αμύνονται όσοι κρατούν την τάξη,
παιγνίδια να μη γίνονται στα χέρια μιας γυναίκας.
Καλύτερα, αν χρειαστεί, να πέσουμε από άνδρα
παρά να πουν πως γίναμε των γυναικών οι δούλοι.

ΧΟΡΟΣ
Αν απ' τα χρόνια πια εμείς δεν έχουμε φυράνει,
θαρρούμε ότι γνωστικά μιλάς με όσα είπες.

ΑΙΜΟΝΑΣ
Μυαλό, πατέρα, οι θεοί χαρίζουν στους ανθρώπους,
το μεγαλύτερο αγαθό απ' όλα που υπάρχουν.
Εγώ πως δε μιλάς σωστά για όσα λες, ποτέ μου
δε θα μπορούσα να το πω, μήτε και να μπορέσω.
Μα κι άλλος θά 'ταν δυνατόν νά 'χει ορθές ιδέες.
Για σένα είναι φυσικό εγώ να τα προσέχω
όλα που λεν ή κάνουνε ή έχουν να σου ψέξουν.
Νιώθει το μάτι σου βαρύ πάντοτε ο πολίτης,
αν είναι τέτοια να σου πει που δε θα σε γλυκάνουν.
Ενώ εγώ στα σκοτεινά μπορώ να το ακούω
το πώς θρηνούν την κόρη αυτή όλοι μέσα στην πόλη·
λένε πως πιο ανάξια απ' όλες τις γυναίκες
για πράξη αξιέπαινη παγκάκιστα πεθαίνει:
Δεν άφησε τον αδελφό, που έπεσε στη μάχη,
άθαφτο κι απροστάτευτο, να τον καταξεσκίσουν
τα σαρκοβόρα τα σκυλιά, τ' αγριεμένα όρνια.
Δεν είναι, λένε, άξια χρυσή τιμή να έβρει;
Τέτοια μια φήμη σιγανή σέρνεται στο σκοτάδι.
Για με, πατέρα μου, από σε, αν το καλό συντρέχεις,
τίποτα πιο πολύτιμο δε γίνεται να υπάρξει.
Ποια μεγαλύτερη χαρά για τα παιδιά απ' τη δόξα
του τιμημένου τους γονιού; Ή του γονιού απ' τα τέκνα;
Μην έχεις μονοκόμματη μονάχα αυτή τη σκέψη,
πως ό,τι λες είναι σωστό και τίποτα πια άλλο.
Όποιος θαρρεί πως μόνο αυτός τη φρόνηση κατέχει
ή έχει γλώσσα ή ψυχή που δεν την έχει άλλος,
άμα τον ψάξεις πιο βαθιά, θα δεις πως είναι κούφιος.
Για έναν άνδρα, και σοφό, διόλου ντροπή δεν είναι
το να μαθαίνει το σχοινί να μην παρατεντώνει.
Κοίτα στις ακροποταμιές τα δέντρα που λυγάνε
πώς σώζουν τα κλωνάρια τους κι όρθια παραμένουν·
μα όσα αντιστέκονται χάνονται απ' τη ρίζα.
Έτσι τη σκότα καραβιού όποιος γερά τραβάει
και δε λασκάρει το σκοινί, αναποδογυρίζει
και αρμενίζει στο εξής με ανάποδη καρίνα.
Μα δώσε τόπο στην οργή κι άλλαξε την καρδιά σου.
Αν, έστω και νεότερος, μπορώ να έχω γνώμη,
θα έλεγα τουλάχιστο πως στέκει πάνω απ' όλα
να γεννηθεί κανείς σοφός, τα πάντα να τα ξέρει·
κι αφού αυτό δε γίνεται, το πιο σωστό πια είναι
ν' ακούς καλοπροαίρετα όσους ορθά μιλάνε.

ΧΟΡΟΣ
Κι εσύ καλό 'ναι, βασιλιά, ν' ακούσεις, αν σου λέει
κάτι σωστό, κι εσύ αυτόν· κι οι δυο ορθά μιλάτε.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Στα γεροντάματα λοιπόν εμείς θα διδαχτούμε
νά 'χουμε γνώση από νιο μιας τέτοιας ηλικίας;

ΑΙΜΟΝΑΣ
Δεν είπα κάτι άδικο· κι αν ίσως είμαι νέος,
πρέπει τα έργα να κοιτάς κι όχι την ηλικία.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Έργο λοιπόν να σέβεσαι τους παραβάτες είναι;

ΑΙΜΟΝΑΣ
Ποτέ δε θα συμβούλευα να σέβεσαι τον άθλιο.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Δεν πιάστηκε λοιπόν αυτή σε μια αρρώστια τέτοια;

ΑΙΜΟΝΑΣ
Ποτέ δε θα το πουν αυτό της Θήβας οι πολίτες.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Κι η πόλη είναι που θα πει σ' εμένα τι να κάνω;

ΑΙΜΟΝΑΣ
Βλέπεις ότι σου ξέφυγε αυτό σαν νά 'σουν νέος;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Μα άλλος ή μονάχα εγώ θα κυβερνώ την πόλη;

ΙΜΟΝΑΣ
Μα πόλη δε θα βρεις καμιά που να ανήκει σ' έναν.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Στον άρχοντά της το λοιπόν η πόλη δεν ανήκει;

ΑΙΜΟΝΑΣ
Όμορφα θα βασίλευες σε χώρα ερημωμένη…

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Γυναίκας μοιάζει σύμμαχος να γίνεται ετούτος.

ΑΙΜΟΝΑΣ
Αν η γυναίκα είσαι εσύ· εσένα προστατεύω.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Αντιμαχώντας, άθλιε, έτσι με τον πατέρα;

ΑΙΜΟΝΑΣ
Βλέπω πως κάνεις κρίματα χωρίς κανένα δίκιο.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Κρίμα το λες να σέβομαι την εξουσία πού 'χω;

ΑΙΜΟΝΑΣ
Μα δε τη σέβεσαι τιμές θεών καταπατώντας.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Αχρείο πλάσμα, μιαρό, ο δούλος μιας γυναίκας!

ΑΙΜΟΝΑΣ
Ωστόσο δούλο στις ντροπές δε θα με βρεις ποτέ σου.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Μα όλη η ευφράδεια είναι για κείνην μόνο.

ΑΙΜΟΝΑΣ
Μα και για σένα και για με και τους θεούς του Άδη.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Ποτέ δε θα την παντρευτείς πια ζωντανή ετούτη.

ΑΙΜΟΝΑΣ
Ο θάνατός της σίγουρα κι άλλον θα αφανίσει.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Έχεις το θράσος κι απειλές τώρα να εκτοξεύεις;

ΑΙΜΟΝΑΣ
Τι απειλές να πει κανείς σε τέτοια άδεια φρένα;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Φρένα θα βάλεις κλαίγοντας· η κεφαλή σου άδεια.

ΑΙΜΟΝΑΣ
Τρελός πως είσαι θά 'λεγα, πατέρας αν δεν ήσουν.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Μη μ' εξοργίζεις, άθλιε, τσιράκι μιας γυναίκας.

ΑΙΜΟΝΑΣ
Θέλεις μονάχα να μιλάς; Να μην ακούς ποτέ σου;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Αλήθεια λες; Στον Όλυμπο ορκίζομαι, να ξέρεις,
πως δε θα βρίζεις άθλια χωρίς να το πληρώσεις.
Φέρτε μου εδώ τη μισητή, ώστε μπροστά στα μάτια,
κοντά, στο πλάι του γαμπρού, αμέσως να πεθάνει.

ΑΙΜΟΝΑΣ
Όχι μπροστά μου βέβαια, στο νου σου μην το βάζεις·
ούτε αυτή θα σκοτωθεί ούτε κι εσύ ποτέ σου
το πρόσωπό μου θα το δεις μπρος στα δικά σου μάτια,
για να φρενιάζεις παλαβός στους φίλους που σ' αντέχουν.

ΧΟΡΟΣ
Όρμησε ο νέος, βασιλιά, καταναστατωμένος·
κι ο νους στην ηλικία αυτή βαραίνει όταν πονέσει.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Ας πάει, ας κορδώνεται πιότερο απ' τον καθένα,
μ' απ' το χαμό αυτές τις δυο δεν πρόκειται να σώσει.

ΧΟΡΟΣ
Έχεις στο νου σου και τις δυο να τις σκοτώσεις τώρα;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Εκείνη πού 'ναι αμέτοχη όχι, καλά το είπες.

ΧΟΡΟΣ
Την άλλη με ποιο θάνατο σκέφτεσαι ν' αφανίσεις;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Θα πάω σε απάτητο από ανθρώπους τόπο
και θα την κλείσω ζωντανή μες σε σπηλιά του βράχου,
βάζοντας λιγοστή τροφή, μονάχα για το ξόρκι,
για ν' αποφύγει η πόλη μας το μίασμα από τούτη.
Κι εκεί τον Άδη, το θεό που μόνο λογαριάζει,
ας τον θερμοπαρακαλεί να μην τη βρει ο Χάρος·
ή και θα μάθει στο εξής, αργά πολύ μονάχα,
πως σεβασμός πια στους νεκρούς είναι περίσσιος κόπος.