Μτφρ. Ι.Ν. Γρυπάρης. χ.χ. Οι τραγωδίες του Σοφοκλέους. I, Αντιγόνη, Ηλέκτρα, Αίας, Τραχίνιαι. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

[στ. 376–383:

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Θάμ' ακατανόητο, που εμπρός του
στέκεται στο ναι και στ' όχι ο νους μου·
πώς να πω, αφού τηνέ γνωρίζω,
πως αυτή δεν είναι η Αντιγόνη;
Ω δυστυχισμένη του δυστυχισμένου
κόρη Οιδίποδα, μα τι 'ναι;
γιατί βέβαια δε σε φέρνουνε πως να 'χης
τη βασιλικιά πατήση προσταγή,
και να σ' έπιασαν σε τέτοια τρέλλ' απάνω;]

ΦΥΛΑΚΑΣ
Αυτή 'ναι εκείνη πόκαμε την πράξη,
αυτή 'ναι που την πιάσαμε να θάφτη·
μα που 'ναι ο βασιλιάς;

ΧΟΡΟΣ
Να τον που βγαίνει
ξανά 'πό το παλάτι, και στην ώρα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Τι 'ναι; και για τι πράμα ήρθα στην ώρα;

ΦΥΛΑΚΑΣ
Βασιλιά μου, ποτέ κανείς δεν πρέπει
για τίποτα να ορκίζεται, γιατί άλλη
κατόπι ιδέα την πρώτη μας τη γνώμη
τη βγάζει ψεύτρα· έτσι κι εγώ εκαυχιόμουν
πως δύσκολα θα μ' έβλεπες πια μπρος σου
με κείνες τις φοβέρες σου, που πήγα
να ξεψυχήσω πριν· μα αφού καμιά άλλη
χαρά δεν είναι πιο γλυκειά από κείνη
που μήτ' ελπίζεις, μηδέ βάζει ο νους σου,
έρχομαι, μ' όλους πόκαμα τους όρκους,
μαζί μ' αυτή που πιάσαμε την κόρη
να θάφτη το νεκρό· δεν είχε κλήρο
και παρακλήρο εδώ, μα όλο δικό μου
είναι τούτο το τυχερό κι όχι άλλου.
Και τώρα, βασιλιά, πάρε την ο ίδιος
κι ανάκρινε κι εξέτασε όπως θέλεις·
όσο για μένα, δίκιο λέω πως είναι
λεύτερος πια απ' αυτά να 'χω γλυτώση.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Κι αυτή που φέρνεις, πού και σε τι απάνω
την έπιασες;

ΦΥΛΑΚΑΣ
Να θάφτη αυτή το πτώμα.
Τα έμαθες όλα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Μα καταλαβαίνεις
τι λες; Κι αυτή 'ναι η ορθή η αλήθεια;

ΦΥΛΑΚΑΣ
Αφού την είδα ο ίδιος να τον θάφτη
το νεκρό που απαγόρεψες· δεν είναι
καθαρά και σταράτα όπως τα λέω;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Και πώς την είδαν, πώς την πιάσανε
που το 'κανε;

ΦΥΛΑΚΑΣ
Έτσι γένηκε το πράμα:
όταν γυρίσαμε έπειτα από κείνες
τις τρομερές φοβέρες σου, αφού πρώτα
σαρώσαμε καλά καλά τη σκόνη
που σκέπαζε όλο το νεκρό και τέλεια
γυμνώσαμε το πτώμα που 'χε αρχίση
να σαπίζη, καθίσαμε σε κάτι
βράχους ψηλά και που είχαμε από πίσω
τον άνεμο, έτσι που να μη μας φέρνη
τη βρωμ' απ' το νεκρό· κι ο ένας τον άλλο
κεντούσε με κακές φοβέρες να 'χη
τα μάτια του ανοιχτά, μην τύχη πάρη
στ' αψήφιστα κανείς αυτό τον κόπο.
Έτσι το πράμα πήγαινε, ως που ο ήλιος
λαμπερός ήρθε στ' ουρανού τη μέση
κι έκαψε λάβρα· μα να ξάφνου τότε
μια ρουφαλιά απ' τη γη σηκώνοντας
θεϊκό κακό, ένα σίφουνα, γιομίζει
τον κάμπο, αλύπητα σουρομαδώντας
τις φυλλωσιές των δέντρων μες στο λόγγο.
Ο ουρανός όλος φούντωσε απ' τη σκόνη,
και μεις πια με τα μάτια μας κλεισμένα
τη θεϊκιά υπομέναμε κατάρα·
μα όταν μετά καιρό λούφαξε τέλος,
φάνηκε η κόρη εκεί. Βάζει τους θρήνους
σαν το πικρό πουλί τις στριγγιές κλάψες
που την άδεια φωλιά του ορφανεμένη
θα βρη από τα μικρά του· έτσι και τούτη
σαν είδε το νεκρό ξεγυμνωμένο,
να σκούζη αρχίζει και να καταριέται
μ' άγριες κατάρες κείνους που το κάμαν·
και φέρνει μες στα χέρια της αμέσως
χώμα στεγνό και μ' ένα ροδοκάνι
από κρουστό χαλκό χύνει από πάνω
στο νεκρό τρίσπονδες χοές· μα ευτύς
κι εμείς μόλις την είδαμε όλοι ορμούμε
μαζί και την αρπάζουμε, χωρίς
καθόλου αυτή να δείξη ταραγμένη,
και για ό,τι έκαμε πριν και για αυτά τώρα
την ξετάζαμε· αυτή τίποτ' απ' όλα
δεν αρνιόντανε, πράμα που για μένα
μου 'φερνε και χαρά μαζί και θλίψη·
γιατ' άλλο πιο γλυκό δεν είναι, ή νάχης
γλυτώση ο ίδιος, μα είναι πάλι πόνος
τους φίλους να οδηγάς στη συφορά τους·
μα όπως και να 'χη, τίποτα δε βάζω
μπρος στη δικιά μου εγώ τη σωτηρία.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Εσύ, σε σένα λέγω, που μας σκύβεις
το κεφάλι στη γης, ομολογείς
ή αρνείσαι πως δεν το 'χεις εσύ κάμη;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Και ομολογώ και διόλου δεν αρνούμαι
πως δεν το 'καμα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Εσύ μπορείς να παίρνης
τώρα τα πόδια σου απ' εδώ, όπου θέλεις,
λεύτερος απ' την κάθε πια υποψία.
Λέγ' εσύ τώρα, κι όχι πολλά λόγια
μα σύντομα· ήξερες το κήρυγμα
που πρόσταζε μην κάμη αυτό κανένας;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Το ήξερα, πώς να μη; Γνωστό ηταν σ' όλους.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Και τόλμησες λοιπόν να παραβής
αυτό το νόμο;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ναι, γιατί δεν ήταν
ο Δίας, που μου τα 'χε αυτά κηρύξη,
ούτε η συγκάτοικη με τους θεούς
του Κάτω κόσμου, η Δίκη, αυτούς τους νόμους
μες στους ανθρώπους όρισαν· και μήτε
πίστευα τόση δύναμη πως νάχουν
τα δικά σου κηρύγματα, ώστ' ενώ είσαι
θνητός να μπορής των θεών τους νόμους
τους άγραφτους κι ασάλευτους να βιάζης·
γιατί όχι σήμερα και χτες, μα αιώνια
ζουν αυτοί, και κανείς δεν το γνωρίζει
από πότε φανήκανε· κι εγώ
ποτέ δε θα μπορούσα να τρομάξω
θέλημ' ανθρώπου κανενός και δώσω
στους θεούς δίκη, παραβαίνοντάς τους·
πως θα πεθάνω το 'ξερα· πώς όχι;
και δίχως τα κηρύγματά σου εσένα·
κι αν θα πεθάνω πριν της ώρας μου,
κέρδος εγώ το λέω αυτό, γιατ' όποιος
ζη μες σε τόση όση εγώ δυστυχία,
πώς να μην του είναι ο θάνατός του κέρδος ;
έτσι κι εγώ τίποτα δεν τον έχω
τον πόνο του θανάτου αυτού· μα αν ήταν
και το ανεχόμουν άταφος να μείνη
της μητέρας μου ο γυιός στο θάνατό του,
αυτό θα μου ήταν πόνος· γι' αυτά τ' άλλα
καθόλου δεν πονώ· κι αν τώρα εσύ
για άμυαλη με περνάς γι' αυτά που κάνω,
ο άμυαλος ίσως γι' άμυαλη με παίρνει.

ΧΟΡΟΣ
Δείχνει τ' ωμό το φυσικό της κόρης
πως είναι από πατέρα ωμό· δεν ξέρει
να γέρνη μες στις δυστυχίες κεφάλι.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Μα ξέρε πως οι πιο σκληρές οι γνώμες
αυτές είναι που πιότερο και πέφτουν,
κι όσο γερό το σίδερο και να 'ναι
όταν στην πύρα της φωτιάς σκληρύνη,
τότε θα δης πώς σπάνει και ραγίζει·
και τ' άλογα τα πιο βαρβάτα, ξέρω,
ένα μικρό χαλινάρι τα σιάζει·
γιατί δεν πάει να μεγαλοφέρνη
όταν είναι κανείς δούλος των άλλων.
Κι αυτή ήξερε το θράσος της να δείξη
και τότε που τους νόμους μας πατούσε,
και δεύτερο αυτό θράσος της, αφού έχει
κάμη την πράξη και να την καυχιέται
και να γελά με το κατόρθωμά της.
Δεν είμαι εγώ, αυτή 'ναι τώρα ο άντρας,
αν ατιμώρητα έτσι την κρατήση
την εξουσία αυτή· μ' ας πάη να 'ναι
παιδί της αδερφής μου, ας πάη να 'ναι
η πιο στενή από αίμα συγγενής μου
μες σ' όλους που τον ίδιο Εφέστιο Δία
λατρεύομε, μα αυτή και η αδερφή της
δε θα γλυτώσουν απ' τον πιο κακό
το θάνατο· γιατί το ίδιο και κείνην
κατηγορώ, πως είχε μελετήση
την ταφή του νεκρού. Φωνάξετέ την
ευτύς εδώ· την είδα τώρα μέσα
πόκανε σαν τρελλή κι αλλοπαρμένη·
γιατ' η ψυχή εκεινών που σχεδιάζουν
στα σκοτεινά μιαν όχι καλή πράξη,
προδίνεται συχνά και πριν την κάμουν·
μα όχι πιο λίγο εχτρεύομαι όταν ένας
ζητά, σαν θα πιαστή στο κακό επάνω,
με ωραία να το στολίζη έπειτα λόγια.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Σκότωσέ με λοιπόν, θες τίποτ' άλλο;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Εγώ; μα τίποτα· έχω αυτό, όλα τα 'χω.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Τι αργείς λοιπόν; γιατί καμιά δε βρίσκω
στα λόγια σου ευχαρίστηση, μήτε είθε
να βρω ποτέ μου εγώ· το ίδιο και σένα
ευχάριστες οι πράξεις μου δε σου είναι.
Αν και από πού θε να 'χα πιο μεγάλη
δόξα αποχτήση, παρά θάβοντας
τον ίδιο μου αδερφό; Θα ομολογούσαν
κι όλοι αυτοί εδώ πως μ' επιδοκιμάζουν,
αν φόβος δεν τους έκλεινε τη γλώσσα·
μα οι βασιλείες, εχτός από άλλα τόσα
πόχουν να χαίρουνται αγαθά, μπορούνε
να λένε και να κάνουν ό,τι θέλουν.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Αυτό εσύ μόνη απ' όλους αυτούς βλέπεις.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Βλέπουν κι αυτοί· μα εμπρός σου κλειούν τη γλώσσα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Και δεν ντρέπεσαι εσύ χωριστή να 'χης
γνώμη απ' αυτούς;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Όχι, ντροπή δεν το 'χω
να τιμώ αυτούς που είμαστε απ' το ίδιο σπλάχνο.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Και απ' το ίδιο σπλάχνο δεν ήταν και κείνος
πόπεσε πολεμώντας μπρος στον άλλο;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Απ' το ίδιο, από μια μάννα και πατέρα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Πώς λοιπόν πρόσφερες τιμές οπού είναι
ασέβεια για κείνον;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Τέτοιο πράμα
δε θα το μαρτυρήση ο πεθαμένος.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Αφού όμοια τον τιμάς με τον ανόσιο;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Σκοτώθηκε όχι σκλάβος, μα αδερφός του.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Κουρσεύοντας τη χώρα του, ενώ εκείνος
υπερασπίζοντάς την.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Όμως ο Άδης
ίσους για όλους ποθεί τους νόμους που έχει.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Μα όμοιος με τον καλό ο κακός δεν είναι
για να 'χουν ίσο κλήρο.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ποιος ξέρει
αν έχουν αυτά πέραση εκεί κάτω.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Ποτέ μου εχθρός δε θενά γίνη φίλος
ούτε κι αφού πεθάνη.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Εγώ δεν είμαι
για να μοιράζωμαι έχθρες, αλλ' αγάπη.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Σαν πας λοιπόν κάτω απ' τη γη, αφού πρέπει
και καλά ν' αγαπάς, αγάπα εκείνους
που 'ναι εκεί κάτω· μα όσο εγώ θε να 'μαι
στη ζωή, γυναίκα δε θα εξουσιάση.

ΧΟΡΟΣ
Αλλά να, στις πύλες μπρος η Ισμήνη
χύνοντας φιλάδερφο απ' τα μάτια δάκρυ,
ένα σύννεφο στα φρύδια της απάνω
το αναμμένο πρόσωπό της παραλλάζει
βρέχοντας τα ωραία τα μάγουλά της.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Και συ, που στο παλάτι, σμουλωγμένη
σαν οχιά μου 'πινες κρυφά το αίμα,
ουδ' ήξερα πως θρέφω δυο κατάρες
και των θρόνων μου αναποδογυρίστρες,
έλα εδώ πε μας, θενά ομολογήσης
πως έλαβες και συ στην ταφή μέρος,
ή θα ορκιστής πως τίποτα δεν ξέρεις;

ΙΣΜΗΝΗ
Ναι, το 'καμα, αν τ' ομολογή κι αυτή,
κι απάνω μου την ίδια ευθύνη παίρνω.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Μα αυτό δε θα σου το επιτρέψη η Δίκη,
γιατί ούτε συ το θέλησες, μα κι ούτε
βοηθό μου εγώ σε πήρα.

ΙΣΜΗΝΗ
Μα σ' αυτές σου
τις φουρτούνες δεν ντρέπομαι να κάμω
της συφοράς μαζί σου το ταξίδι.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ποιοι κάμανε την πράξη, αυτό το ξέρουν
ο Άδης κι οι κάτω εκεί· και γώ δε στρέγω
μια φίλη π' αγαπά με λόγια μόνο.

ΙΣΜΗΝΗ
Μη μ' αρνηστής καν την τιμή, αδερφή μου,
μαζί σου ν' αποθάνω και ξοφλήσω
το χρέος μου στο νεκρό.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Δεν έχω ανάγκη
να πεθάνης με μένα και μη θέλης
δικά σου όσα δεν άγγιξες να κάνης·
φτάνει ο δικός μου ο θάνατος.

ΙΣΜΗΝΗ
Μα ποια
θα 'χη η ζωή μου χάρη, αν θα σε χάσω;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Τον Κρέοντα ρώτα, γιατί αυτού μονάχα
την έγνοια έχεις.

ΙΣΜΗΝΗ
Μα γιατί θέλεις έτσι
να με πικραίνης, δίχως όφελός σου;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Με πόνο μου γελώ, αν γελώ με σένα.

ΙΣΜΗΝΗ
Μα τουλάχιστο τώρα τι μπορούσα
να σ' ωφελήσω;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Σωσ' τον εαυτό σου·
δε σε ζηλεύω να γλυτώσης.

ΙΣΜΗΝΗ
Ώιμε
της άμοιρης, και να μη μεραστούμε
την ίδια τύχη;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Γιατί διάλεξες
εσύ να ζήσης, κι εγώ να πεθάνω.

ΙΣΜΗΝΗ
Μα όχι και δίχως να σου πω τους λόγους
που είχα.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Εσύ νόμιζες πως είχες
δίκιο μ' αυτούς, κι εγώ με τους δικούς μου.

ΙΣΜΗΝΗ
Κι όμως είναι το φταίξιμό μας ίσο.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Έννοια σου, εσύ 'σαι ζωντανή, μα εμένα
από καιρό η ψυχή μου έχει πεθάνη,
για να κάμη το χρέος της στους νεκρούς μας.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Οι κόρες λέω αυτές, η μια των τώρα
μας φανερώνεται τρελή, και η άλλη
αφού πρωτογεννήθηκε.

ΙΣΜΗΝΗ
Γιατί
μήτ' ο νους, βασιλιά, πόχει κανένας,
του μένει, αν του έρθουν συφορές, μα φεύγει.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Εσένα σου έφυγε, όταν διάλεξες
να σμίξης με κακούς για κακές πράξεις.

ΙΣΜΗΝΗ
Μόνη χωρίς αυτήν και πώς να ζήσω;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Αυτή ― ούτε να τη λες, πια δεν υπάρχει.

ΙΣΜΗΝΗ
Μα του γυιού σου τη νύφη θα σκοτώσης;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Βρίσκουνται κι άλλα για σπορά χωράφια.

ΙΣΜΗΝΗ
Μα έτσι δεν τα 'χαν ταιριασμένα οι δυο τους.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Αποστρέφομαι εγώ κακές γυναίκες
για τα παιδιά μου.

ΙΣΜΗΝΗ
Αίμον' αγαπημένε,
τι προσβολή ο πατέρας σου σου κάνει.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Με παρασκάς και συ κι αυτός σου ο γάμος.

ΧΟΡΟΣ
Αλήθεια θέλεις να του την στερήσης
αυτήν του γυιου σου;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Ο Άδης είν' εκείνος,
που θα βάλη σ' αυτούς τους γάμους τέλος.

ΧΟΡΟΣ
Ωστ' έχεις φαίνεται αποφασισμένο
το θάνατό της.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Και με τη δική σας
μαζί την ψήφο. Μα ας τελειώνωμε, έλα,
πάρτε τις, δούλοι, μέσα κι από τώρα
πρέπει δεμένες κι όχι απολυμένες
να 'ναι αυτές οι γυναίκες– γιατί μ' όλο
το θράσος του κανείς, σα δη το Χάρο
να στέκεται κοντά, ζητά να φύγη.

Μτφρ. Στ. Μπαζάκου–Μαραγκουδάκη. 1996. Αρχαία Ελληνική Τραγωδία. Σοφοκλής. Αντιγόνη. Αθήνα: Dian Books.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

[στ.376383:

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Διχάζεται ο νους μου κοιτώντας ετούτο
το αξήγητο θάμα· πώς ν' αντιλογήσω,
που ξέρω η κόρη πως είν' η Αντιγόνη;
Ω κόρη του Οιδίποδα μαύρη,
βαριόμοιρο τέκνο, τι τρέχει;
Στην τρέλα σε πιάσανε τάχα
ν' αρνιέσαι εντολές του τυράννου;]

ΦΥΛΑΚΑΣ
Ετούτη είναι πού 'καμε τα πράματα εκείνα·
την πιάσαμε που έθαβε· ο Κρέοντας πού είναι;

ΧΟΡΟΣ
Πάνω στην ώρα έφτασε, βγαίνει απ' το παλάτι.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Μα τι συμβαίνει; Έφτασα σε τι πάνω στην ώρα;

ΦΥΛΑΚΑΣ
Δεν είναι, βασιλιά, να πεις τίποτα με τον όρκο·
γιατί η γνώμη η στερνή βγάζει την πρώτη ψεύτρα.
Κάποτε το καυχήθηκα πως δύσκολα θα 'ρχομουν
ξανά, με τις φοβέρες σου που μού 'κοψαν το αίμα.
Όμως η ξαφνική χαρά που δεν την περιμένεις
δε μοιάζει μ' άλλη ηδονή, τόσο γλυκιά που είναι.
Κι ήρθα, κι ας με τον όρκο μου το είχα ξεγραμμένο,
να φέρω την κοπέλα αυτή που πιάσαμε στον τάφο
να τον στολίζει. Κι όχι πως εδώ έπεσε κλήρος·
δικό μου αυτό το τυχερό, μάλιστα, κι όχι άλλου.
Και, βασιλιά μου, τώρα εσύ αυτήν, όπως θελήσεις,
κράτα την και ανάκριση κάνε και δίκασέ την·
όμως εγώ, που γλίτωσα, ελεύθερος θα φύγω.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Με ποιον τρόπο την έπιασες και πού και μας τη φέρνεις;

ΦΥΛΑΚΑΣ
Αυτή το πτώμα έθαβε· τώρα τα ξέρεις όλα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Καταλαβαίνεις τι μας λες; Τα λες με τα σωστά σου;

ΦΥΛΑΚΑΣ
Μ' αφού την είδα το νεκρό να θάβει που η αφεντιά σου
το απαγόρεψε… Τα λέω ξάστερα και καθάρια;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Και πώς την πήρατε είδηση και πιάστηκε στην ώρα;

ΦΥΛΑΚΑΣ
Το πράγμα έχει ως εξής: Καθώς είχαμε φτάσει,
μ' εκείνες σου τις απειλές τις φοβερές στη ράχη,
σκουπίσαμε καλά καλά τη σκόνη απ' το πτώμα,
γυμνώσαμε το σώμα του π' άρχισε να σαπίζει
κι απάνεμοι καθόμασταν στην άκρη στα βραχάκια,
μη μας χτυπήσει η μυρουδιά πού 'βγαζε το κορμί του.
Κι ένας τον άλλο κένταγε με άγριες κουβέντες,
μην τύχει και αψήφιστα έπαιρνε το καθήκον.
Κράτησε αυτό τόσο πολύ, ώσπου πια στον αιθέρα
στη μέση ο δίσκος στάθηκε ο λαμπερός του ήλιου
και το λιοπύρι έβραζε· κι από τη γη αξάφνου
θύελλα ανεμορούφουλα σήκωσε, θιομηνία,
την πεδιάδα γέμισε και ρήμαξε τα φύλλα
όλων των δέντρων γύρω εκεί κι αντάριασε ο αέρας.
Θαμπώσαμε, λουφάξαμε στη θεϊκή μανία.
Κι αυτό πια καταλάγιασε ύστερα από ώρα·
και είδαμε την κοπελιά πικρό να βγάζει θρήνο,
όπως το έρμο το πουλί, που τη φωλιά του άδεια,
απ' τα πουλάκια ορφανή, το μαύρο αντικρίζει.
Έτσι κι αυτή, καθώς κοιτά το πτώμα γυμνωμένο,
σήκωσε θρήνο άγριο, και με βαριές κατάρες
όλο και καταριότανε τους δράστες η καημένη…
Και φέρνει με τα χέρια της χώμα στεγνό αμέσως
κι από κανάτα πλουμιστή χαλκωματένια χύνει
από ψηλά τις τρίσπονδες χοές πάνω στο πτώμα.
Εμείς, μόλις την είδαμε, ορμήσαμε κι αμέσως,
χωρίς καθόλου να σκιαχτεί, τη βάλαμε στο χέρι
και για τις πρώτες πράξεις της και για τις τωρινές της
την ανακρίναμε· μ' αυτή τίποτα δεν αρνιόταν,
κι αυτό ήταν που μού 'δωσε χαρά μαζί και λύπη:
Ανάμεσα στις συμφορές να ξεγλιστράς ο ίδιος
είναι για σε τρανή χαρά· όμως να σέρνεις φίλους
στα βάσανα, πολύ πικρό· αλλ' από φυσικού μου
πιο κάτω βάζω όλα αυτά από τη σωτηρία.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Εσύ, που το κεφάλι σου μας κατεβάζεις κάτω·
ομολογείς ή θα μας πεις πως δεν τα έχεις κάνει;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Κι ομολογώ και δε σας λέω πως δεν τα έχω κάνει.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Πάρε τα πόδια σου εσύ και τράβα όπου θέλεις,
λεύτερος από τις βαριές κατηγορίες· φύγε.
Τώρα εσύ: Πες σύντομα, μην το τραβάς σε μάκρος:
Τη γνώριζες την προσταγή που τό 'χε απαγορεύσει;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Τη γνώριζα· μα πώς αλλιώς; Ξεκάθαρη πια ήταν.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Παρ' όλα αυτά το τόλμησες να παραβείς το νόμο;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Γιατί δε μου το πρόσταξε αυτό ο μέγας Δίας
ούτε και η συγκάτοικος με τους θεούς του Άδη,
η Δίκη, είναι που όρισε στον κόσμο τέτοιους νόμους.
Ούτε και νόμιζα ποτέ πως έχουν τέτοιο κύρος
πια οι δικές σου προσταγές, ώστε, θνητός που είσαι,
τους άγραφους κι ασάλευτους νόμους να ξεπεράσεις.
Όχι μονάχα σήμερα και χθές, μα αιώνια ζούνε,
κι ούτε που έμαθε κανείς ποια είναι η πηγή τους.
Γι' αυτό και δεν εσκόπευα, μόνο γιατί φοβάμαι
μια θέληση ανθρώπινη, στα θεία ν' αμαρτήσω.
Πως θα πεθάνω τό 'ξερα –και πώς να μην το ξέρω;–
χωρίς κι αυτή την προσταγή· αν τώρα πριν της ώρας
χαθώ, για κέρδος μου αυτό εγώ το λογαριάζω.
Όποιος μέσα στα βάσανα, όπως εγώ, παλεύει,
πώς κέρδος απ' το θάνατο αυτός δεν προσκομίζει;
Έτσι για μένα να με βρει η μοίρα του θανάτου
δεν είναι διόλου λυπηρό· μ' αν ίσως ανεχόμουν
το γιο της μάνας μου άθαφτο, κακοθανατισμένο,
εκείνο θα με πλήγωνε· αυτά δε με πικραίνουν.
Κι αν ίσως άμυαλα αυτά σου φαίνονται που κάνω,
περίπου ένας άμυαλος άμυαλη θα με κρίνει.

ΧΟΡΟΣ
Δείχνει σκληρό το φυσικό κι από σκληρό πατέρα
αυτής της κόρης· στα δεινά δε σκύβει το κεφάλι.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Να ξέρεις πως κι οι πιο σκληροί οι χαρακτήρες πέφτουν,
συντρίβονται· το σίδερο, όσο γερό και νά 'ναι,
όταν το ψήσεις στη φωτιά, πολλές φορές το βλέπεις
να σπάει και να ραγίζεται, να γίνεται κομμάτια.
Και τα βαρβάτα άλογα με κάποιο χαλινάρι
μικρό πια τιθασεύονται· δε γίνεται ένας δούλος
των άλλων με θρασύτητα κεφάλι να σηκώνει.
Αυτή και πρώτα ήξερε το θράσος της να δείχνει,
τότε που παραβίαζε τους θεσπισμένους νόμους·
και τώρα θράσος δεύτερο: Αφού τα έχει κάνει,
να καμαρώνει, να γελάει με τα καμώματά της.
Δε θά 'μαι άνδρας πια εγώ, αυτή θα είναι άνδρας,
αν ατιμώρητα αψηφάει τη δύναμη που έχω.
Κόρη ξεκόρη αδελφής είτε συγγένισσά μου
πιο κοντινή στο σπίτι μας που προστατεύει ο Δίας,
αυτή κι η ομογάλακτη το Χάρο δεν ξεφεύγουν,
το μαύρο και τον άραχλο· κατηγορώ κι εκείνην
εξίσου πως μαγείρεψε το θάψιμο ετούτο.
Και φέρτε την έξω γοργά· την είδα προ ολίγου
στο σπίτι να λυσσομανάει με φρένα σαλεμένα.
Το συνηθίζει η καρδιά αυτών που στο σκοτάδι
τ' άθλια μηχανεύονται να τους προδίδει πάντα.
Μισώ και όταν πιάνεται κανείς εκεί που κάνει
βρόμικη πράξη, με παχιά λόγια να τη στολίζει.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Γυρεύεις κάτι πιο πολύ απ' το να με σκοτώσεις;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Τίποτε άλλο πιο πολύ· μ' αυτό τα έχω όλα.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Γιατί χασομεράς λοιπόν; Απ' τα δικά σου λόγια
δε μου αρέσει τίποτα και μήτε να μ' αρέσει.
Το ίδιο και οι πράξεις μου σ' εσένα δεν αρέσουν.
Κι όμως πού μεγαλύτερη θά 'βρισκα δόξα τάχα
απ' την ταφή του αδελφού, πού 'χε την ίδια μάνα;
Και όλοι αυτοί θα λέγανε πως συμφωνούν, αν ίσως
ο φόβος δεν τους έδενε τη γλώσσα ο δικός σου.
Η τυραννία σε πολλά έχει χαρές μεγάλες
κι είναι στο χέρι της να λέει, να κάνει ό,τι θέλει.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Το βλέπεις μοναχά εσύ αυτό απ' τους Καδμείους.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Κι αυτοί το βλέπουν, μα μπροστά σ' εσέ κλείνουν το στόμα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Του λόγου σου δεν ντρέπεσαι να έχεις άλλη γνώμη;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Να σέβομαι το αίμα μου καμιά ντροπή δεν είναι.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Δεν είναι αίμα σου κι αυτό που σκότωσε εκείνος;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Αίμα μου, από μάνα μια κι από πατέρα έναν.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Και πώς σ' αυτόν ασέβεια τόσο μεγάλη δείχνεις;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Μα ο νεκρός δε συμφωνεί με θεωρίες τέτοιες.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Το ίδιο με τον ασεβή δεν τον τιμάς κι εκείνον;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ο αδελφός μου χάθηκε, δεν ήτανε και δούλος.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Τη χώρα αφανίζοντας· κι ο άλλος πολεμώντας.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Όμως ο Άδης τους μετράει όλους με μέτρο ίδιο.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Την ίδια τύχη ο καλός με τον κακό δεν έχει.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ποιος ξέρει αν το δέχεται αυτό ο κάτω κόσμος;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Και πεθαμένος ο νεκρός φίλος ποτέ δε θά 'ναι.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Για την αγάπη πλάστηκα και όχι για το μίσος.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Στον κάτω κόσμο που θα πας, αν θέλεις την αγάπη,
αγάπα τον· μα όσο ζω δεν κυβερνάει γυναίκα.

ΧΟΡΟΣ
Μα νά η Ισμήνη που φτάνει στις πύλες
και δάκρυα χύνει για την αδελφή της·
το μαύρο το σύννεφο πάν' απ' τα φρύδια
την όψη της ξαναμμένη ασχημίζει
τις όμορφες βρέχοντας τις παρειές της.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Εσύ, που μες στο σπίτι μου οχιά φαρμακωμένη
κρυφά το αίμα μού 'πινες και είδηση δεν πήρα
πως δυο κατάρες έτρεφα, του θρόνου μου αρπάχτρες,
για έλα εδώ και λέγε μου: θα πεις πως πήρες μέρος
κι εσύ σ' ετούτη την ταφή ή θ' αρνηθείς με όρκο;

ΙΣΜΗΝΗ
Την έκανα την πράξη αυτή, αν συμφωνεί κι ετούτη,
επήρα μέρος στην ταφή και έχω την ευθύνη.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Δε θα το επιτρέψει αυτό η Δίκη· γιατί ούτε
κι εσύ το θέλησες να 'ρθεις ούτε κι εγώ σε πήρα.

ΙΣΜΗΝΗ
Μες στη δική σου συμφορά δεν ντρέπομαι καθόλου
να μοιραστώ τη μοίρα σου μαζί σου, αδελφή μου.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ξέρουν ο Άδης κι οι νεκροί ποιανών είναι πράξη·
όποια με λόγια αγαπάει για φίλη δεν τη θέλω.

ΙΣΜΗΝΗ
Μη μου στερήσεις, αδελφή, τη χάρη να πεθάνω
μαζί σου και τον αδελφό κι εγώ να τον τιμήσω.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Μαζί μου όχι θάνατο· μην οικειοποιείσαι
ό,τι ποτέ δεν άγγιξες· αρκεί που εγώ θα σβήσω.

ΙΣΜΗΝΗ
Και τι τη θέλω τη ζωή, εσένα όταν χάσω;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ρώτα τον Κρέοντα· γι' αυτόν δεν είχες τόση έγνοια;

ΙΣΜΗΝΗ
Γιατί να με πονάς μ' αυτά δίχως δικό σου κέρδος;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Πονάω κι εγώ, άμα θαρρείς ότι γελώ μ' εσένα.

ΙΣΜΗΝΗ
Και πώς αλλιώς μπορώ εγώ να βοηθήσω τώρα;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Τον εαυτό σου γλίτωσε· γι' αυτό δε σε ζηλεύω.

ΙΣΜΗΝΗ
Αλίμονό μου η άμοιρη! Να μη χαθώ μαζί σου;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Διάλεξες τη ζωή εσύ, κι εγώ το θάνατό μου.

ΙΣΜΗΝΗ
Όχι χωρίς και να σου πω τους σοβαρούς μου λόγους.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Η γνώμη σου γι' άλλους σωστή και γι' άλλους η δική μου.

ΙΣΜΗΝΗ
Είναι κι εμέ το σφάλμα μου ίδιο με το δικό σου.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Άσε τους φόβους· εσύ ζεις, μα η ψυχή η δική μου
είναι καιρός που πέθανε, χρέος για τους νεκρούς μου.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Ομολογώ πως και οι δυο, η μια πριν από λίγο
φάνηκε πως τρελάθηκε κι η άλλη από κούνια.

ΙΣΜΗΝΗ
Είναι που, βασιλιά, ποτέ ο νους δε μένει ο ίδιος,
όταν πλακώσουν συμφορές· κάνει φτερά και φεύγει.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Σ' εσένα, όταν διάλεξες τ' άθλια με τους αθλίους.

ΙΣΜΗΝΗ
Τι νόημα θά 'χει η ζωή χωρίς αυτήν για μένα;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Μη λες αυτή· ξεγράφτηκε, αυτή πια δεν υπάρχει.

ΙΣΜΗΝΗ
Μα του παιδιού σου πράγματι το ταίρι θα σκοτώσεις;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Υπάρχουνε για όργωμα κι άλλα πολλά χωράφια.

ΙΣΜΗΝΗ
Δε θά 'ναι όμως ταιριαστά, όπως αυτή μ' εκείνον.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Σιχαίνομαι τις άθλιες γυναίκες για τους γιους μου.

ΙΣΜΗΝΗ
Αχ, Αίμονα! Τι προσβολή σου κάνει ο γονιός σου!

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Πολύ με παρασκότισες κι εσύ κι οι παντρειές σου.

ΧΟΡΟΣ
Να τη στερήσεις σκέφτεσαι απ' το δικό σου τέκνο;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Ο θάνατος είναι γραφτό να σπάσει αυτό το γάμο.

ΧΟΡΟΣ
Αποφασίστηκε λοιπόν η κόρη να πεθάνει.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Και από σένα κι από εμέ· μα μην καθυστερείτε·
πάρτε τες μέσα, δούλοι εσείς, και από εδώ και πέρα
θα πρέπει να τις δέσετε, να μην αμολυθούνε·
γιατί ακόμα κι οι θρασείς το βάζουνε στα πόδια,
όταν θα δουν το θάνατο να φτάνει στη ζωή τους.