Μτφρ. Ι.Ν. Γρυπάρης. χ.χ. Οι τραγωδίες του Σοφοκλέους. I, Αντιγόνη, Ηλέκτρα, Αίας, Τραχίνιαι. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ω αγαπημένη αυταδερφή μου Ισμήνη,
ξέρεις ποιο τάχ' απ' τα κακά, που ο Οιδίπους
μας άφησε κληρονομιά, να μένη
που ο Δίας να μην το 'στειλε στις δυο μας
που είμαστε ακόμα στη ζωή; Γιατί
κανένα πόνο και καμιά κατάρα,
καμιά ντροπή κι ούτε καμιά ατιμία
δεν είδα εγώ να λείψη απ' τις δικές σου
κι απ' τις δικές μου συφορές. Και τώρα
τί 'ναι αυτή πάλι η προσταγή, που λένε
πως ότι και διαλάλησε στη χώρα
και σ' όλους τους πολίτες ο άρχοντάς μας;
Ξέρεις κι άκουσες τίποτα; ή δεν έχεις
είδηση πάρη πως κακό ετοιμάζουν
για τους αγαπημένους μας οι εχθροί μας;

ΙΣΜΗΝΗ
Για μένα κανείς λόγος, Αντιγόνη,
μήτε καλός μήτε κακός δεν ήρθε
για φίλους μας, απ' όταν σε μια μέρα
χάσαμε οι δυο τούς δυο τούς αδερφούς μας,
που πέσανε απ' το χέρι ο ένας του άλλου·
κι αφού του Άργους σκορπίστηκε και πάει
τη νύχτ' αυτή ο στρατός, εγώ, δεν ξέρω
τίποτα παραπάνω, είτε αν πως είμαι
πιο ευτυχισμένη, ή πιο συφοριασμένη.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ήμουνα βέβαιη και γι' αυτό ίσα ίσα
σ' έφερα εδώ έξω απ' της αυλής τις πύλες
για να τ' ακούσης μόνη.

ΙΣΜΗΝΗ
Μα τι τρέχει;
Δείχνεις πως κάτι βράζει μες στο νου σου.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Και μη δεν έχει ο Κρέοντας τον ένα
τον αδερφό μας με ταφή τιμήση,
ενώ άταφο καταφρονά τον άλλο;
Τον Έτεοκλή, όπως λεν, και με το δίκιο,
πρόσταξε να τον θάψουν, για να πάη
με τιμή στους νεκρούς του Κάτω κόσμου·
μα το άθλιο το κορμί του Πολυνείκη
στους πολίτες διαλάλησε, κανένας
στη γης να μη το κρύψη ούτε το κλάψη,
μα αθρήνητο και άταφο να τ' αφήσουν,
γλυκό για τα όρνια θησαυρό, που γύρω
καρτερούν λιμασμένα για θροφή τους.
Τέτοια ο καλός μας Κρέοντας για σένα
και για μένα ―ναι, λέω και για μένα―
διαλάλησε· και θά 'ρθη, λέγουν, τώρα
ξάστερα εδώ στη μέση να κηρύξη
για όσους δεν το 'χουν μάθη· και το πράμα
το παίρνει όχι έτσι αψήφιστα, μα αν κάποιος
τολμήση κάτι τέτοιο, θάνατος
απ' του λάου τις πέτρες μες στην πόλη
τον περιμένει. Έτσι λοιπόν αυτά ειναι.
Μα τώρα εσύ θα δείξης, αν εισ' άξιο
της γενιάς σου βλαστάρι, ή αν ενώ εισαι
από τέτοιους προγόνους, τους ντροπιάζεις.

ΙΣΜΗΝΗ
Μ' αν έτσι είναι, ώ ταλαίπωρη, το πράμα,
τί παραπάνω εγώ θενά προστέσω
αν βάλω ή αν δε βάλω χέρι;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Σκέψου
μαζί μου αν θα ενεργήσης και συμπράξης.

ΙΣΜΗΝΗ
Σε ποιο κίνδυνο λες; που πάει ο νους σου;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Αν το χέρι αυτό μου εδώ βοηθήσης
το νεκρό να σηκώσωμε.

ΙΣΜΗΝΗ
Μα αλήθεια
να θάψης σκέφθηκες αυτόν, που η πόλη
απαγορεύει;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ναι, τον αδερφό μου
και τον δικό σου, αν εσύ δε θέλης·
γιατί κανένας δε θα πή για μένα
πως τον πρόδωσα εγώ.

ΙΣΜΗΝΗ
Δυστυχισμένη,
μ' όλο που το' χει ο Κρέοντας εμποδίση;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Κανέν' αυτός δικαίωμα δεν έχει
να με χωρίση απ' τους δικούς μου.

ΙΣΜΗΝΗ
Ωιμένα,
σκέψου, αδερφή μου, πόσο μισημένος
και γιομάτος ντροπές μάς χάθηκε ο
πατέρας μας, αφού απ' τις ανομίες του
που ήρθαν στο φως, ξερίζωσε μονάχος
με το ίδιο του το χέρι τις δυο του όψες.
Έπειτα εκείνη, που 'χε το διπλό
τ' όνομα μάννας και γυναίκας του,
με θηλειά στο λαιμό πήε ντροπιασμένη·
τέλος οι δυο αδερφοί μας σε μια μέρα
σκοτώθηκαν οι δόλιοι μεταξύ τους
δίνοντας θάνατο κοινό με χέρια
επάνω επανωτά ο ένας στον άλλο.
Και τώρα οι δυο μας πόχουμε απομείνη
σκέψου τι τέλος πιο κακό θα βρούμε,
αν το νόμο αψηφώντας πάμε ενάντια
σ' ό,τι έχει αποφασίση η εξουσία.
Κι απ' τ' άλλο, να ξεχνάς αυτό δεν πρέπει,
πρώτα, πως γεννηθήκαμε γυναίκες
να μην μπορή να τα βάζουμε με άντρες·
έπειτα, πως αυτοί που εξουσιάζουν
πιο δύναμη έχουν από μας, κι ανάγκη
να τους ακούμε και σ' αυτά και σ' άλλα
πιο σκληρότερ' ακόμα και από τούτα.
Εγώ λοιπόν αφού παρακαλέσω
τους κάτω απ' τη γη να συχωρήσουν,
αν υποτάσσωμαι έτσι στην ανάγκη,
θα υπακούσω σ' αυτούς που εξουσιάζουν,
γιατί να θέλης ό,τι ξεπερνά
τη δύναμη σου, καθαρή 'ναι τρέλλα.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ούτε θα σε παρακαλούσα, μα ούτε
κι αν το' θελες ακόμα θα δεχόμουν
μ' ευχαρίστηση εγώ τη σύμπραξή σου·
μείνε με τις ιδέες σου εσύ, μα εκείνον
θα θάψω εγώ· γλυκός για μένα θα 'ναι,
σαν θα το κάμω, ο θάνατος· μαζί του,
σ' αγαπημένον πλάι αγαπημένη
θα κοίτωμαι, για τ' άγιο αυτό μου κρίμα·
γιατ' ειν' ο χρόνος πιο πολύς που πρέπει
στους κάτω πάρα στους εδώ ν' αρέσω,
αφού με κείνους θα 'μαι αιώνια· εσύ
μπορείς, αν θέλης, να περιφρονής
τα τίμια των θεών.

ΙΣΜΗΝΗ
Εγώ καθόλου
δεν τα περιφρονώ, μα και δε βλέπω,
πώς ενάντια μπορώ να πάω στην πόλη.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Φέρν' εσύ αυτές τις πρόφασες, μα εγώ
να σκάψω τάφο του ακριβού αδερφού μου
πηγαίνω.

ΙΣΜΗΝΗ
Ω δυστυχία, τι φόβο πόχω
για σένα.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ησύχασε και μη φοβάσαι
για μένα, τη δικιά σου να φροντίσης
ζωή να εξασφαλίσης.

ΙΣΜΗΝΗ
Κοίτα καν
μην πας κι αλλού το πής, μα κράτα
κρυφό το σχέδιό σου, και 'γώ το ίδιο.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Σκοτιά μου! πρόδωσέ το· πιο θα μού εισαι
εχθρή αν σωπάσης, παρ' αν το κηρύξης
σ' όλον τον κόσμο.

ΙΣΜΗΝΗ
Έχεις καρδιά θερμή
για πράματα ψυχρά.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Φτάνει που ξέρω
πώς σε κείνους που πρέπει θε ν' αρέσω.

ΙΣΜΗΝΗ
Ανίσως και πετύχης· μα ζητάς
τ' αδύνατα.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Λοιπόν μόνο αν δε θα' χω
δύναμη πια, τότε κι εγώ θα πάψω.

ΙΣΜΗΝΗ
Μα κι απαρχής να κυνηγά δεν πρέπει
τ' αδύνατα κανείς.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Αν μιλάς έτσι,
και το μίσος θε να' χης το δικό μου
και μισημένη απ' τον νεκρό θενά εισαι
πλάι του, σαν πεθάνης, με το δίκιο.
Μ' άφις κι εμέ και την ανεμυαλιά μου
το κακό αυτό να πάθωμε· γιατί, όχι,
δεν έχω τέτοιο τίποτα να πάθω
που εγώ να μην πεθάνω τιμημένα.

ΙΣΜΗΝΗ
Αφού έτσι κρίνεις, πήγαινε· μα ξέρε
πως δίχως νου πηγαίνεις, όμως βέβαια
μ' αγάπη αληθινή στους φίλους φίλη.

Μτφρ. Στ. Μπαζάκου–Μαραγκουδάκη. 1996. Αρχαία Ελληνική Τραγωδία. Σοφοκλής. Αντιγόνη. Αθήνα: Dian Books.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Καλή μου, αγαπημένη μου Ισμήνη, αδελφή μου,
ποιο τάχα απ' τον Οιδίποδα κακό δε ρίχνει ο Δίας
στις δυο μας που απομείναμε μες στη ζωή μονάχες;
Τίποτα δεν υπάρχει πια, κατάρα και οδύνη,
ντροπή ή και ατίμωση, που εγώ να μην το βλέπω
μες στις δικές σου συμφορές και μέσα στις δικές μου.
Και τί 'ναι πάλι η προσταγή που λεν πως μόλις τώρα
ο στρατηγός μας έβγαλε για τους πολίτες όλους;
Ξέρεις; Το έχεις ακουστά; Ή δεν καταλαβαίνεις
πως συμφορές ορμήσανε απ' τους εχθρούς στους φίλους;

ΙΣΜΗΝΗ
Όσο για με, λόγος κανείς για φίλους, Αντιγόνη,
ούτε γλυκός ούτε πικρός, δεν έφτασε αφότου
οι δυο μας στερηθήκαμε τα δυο μας τα αδέλφια,
που αλληλοσκοτώθηκαν μέσα στην ίδια μέρα.
Απ' τη στιγμή που έφυγε πια ο στρατός του Άργους
τη νύχτα που μας πέρασε, τίποτα πιο σπουδαίο
δεν είδα, μεγαλύτερη χαρά ή λύπη νά 'χω.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ήμουνα σίγουρη, γι' αυτό σε φώναξα εδώ έξω
από τις πύλες της αυλής, μόνη σου, να μ' ακούσεις.

ΙΣΜΗΝΗ
Μα τι συμβαίνει; Ταραχή ο λόγος σου δηλώνει.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Μήπως δεν έχει ο Κρέοντας τα δυο μας τα αδέλφια
το 'να θαμμένο με τιμές και τ' άλλο ατιμασμένο;
Λένε πως τον Ετεοκλή, σύμφωνα με το δίκιο
και με το νόμο που κρατεί, τον έθαψε στο χώμα,
ώστε να πάει στους νεκρούς με τις τιμές που πρέπει.
Το κακοθάνατο κορμί όμως του Πολυνείκη
εβγήκε, λέει, διαταγή κανείς να μην το θάψει
κι ούτε κανείς στην πόλη αυτή πρέπει να το θρηνήσει,
μα να τ' αφήσουν άκλαυτο κι άταφο, για τα όρνια
γλυκιά τρυφή, που ψάχνουνε να φάνε λιμασμένα.
Αυτά, λένε, ο Κρέοντας για σένα και για μένα,
για μένα, ναι, ο αγαθός, έχει διακηρύξει·
και πως θα 'ρθει σε λίγο εδώ για όσους δεν τα ξέρουν
να τους τα πει ξεκάθαρα· και θεωρεί το θέμα
όχι ως κάτι αψήφιστο, μα όποιος το τολμήσει
θα βρει με λιθοβολισμό θάνατο απ' την πόλη.
Έτσι έχουν τα πράγματα για σένα· και θα δείξεις
αν είσαι από ευγενική γενιά ή την ντροπιάζεις.

ΙΣΜΗΝΗ
Τι παραπάνω δύστυχη, αν όντως έχουν έτσι,
λύνοντας είτε δένοντας, θα ήταν να προσθέσω;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Σκέψου αν θα συνεργαστείς και θα με βοηθήσεις.

ΙΣΜΗΝΗ
Σε ποια πράξη παράτολμη; Πού πάει το μυαλό σου;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Αν θα σηκώσεις το νεκρό μαζί μ' αυτό το χέρι.

ΙΣΜΗΝΗ
Μα να τον θάψεις σκέφτηκες τον αποκηρυγμένο;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Τον αδερφό μου βέβαια μαζί και το δικό σου,
άμα εσύ δεν το δεχτείς· και δε θα τον προδώσω.

ΙΣΜΗΝΗ
Ω δύστυχη! Ο Κρέοντας το έχει απαγορεύσει!

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Να εμποδίσει χρέος μου δικαίωμα δεν έχει.

ΙΣΜΗΝΗ
Αλίμονο! Σκέψου, αδελφή, πόσο πια μισημένος
και ντροπιασμένος χάθηκε ο δόλιος μας πατέρας,
που ρήμαξε τα μάτια του με το δικό του χέρι,
σαν έφερε μόνος στο φως τα μαύρα κρίματά του.
Ύστερα η γυναίκα του και μάνα του, πια ένα,
με την πολύπλεχτη θηλειά ρημάζει τη ζωή της.
Τρίτωσαν τα αδέλφια μας τα δυο, που σε μια μέρα
τα μαύρα αλληλοσφάχτηκαν, κι ο ένας απ' το χέρι
του άλλου βρήκε θάνατο πικρό, καταραμένο.
Και τώρα εμείς, που μείναμε έρμες και μόνες, σκέψου
πόσο φρικτότερα κι οι δυο θ' αφανιστούμε, αν ίσως
παράνομα αψηφήσουμε τη δύναμη τυράννου.
Βάλε καλά μές στο μυαλό πως είμαστε γυναίκες
και πόλεμο ν' ανοίξουμε με άνδρες δεν μπορούμε.
Κι έπειτα, αφού μας κυβερνούν πιο δυνατοί στ' αλήθεια,
κι αυτά πρέπει ν' ακούσουμε και πιο σκληρά ακόμα.
Γι' αυτό κι εγώ γυρεύοντας απ' τους νεκρούς συγγνώμη,
που αναγκάζομαι σ' αυτό παρά τη θέλησή μου,
θα υποταχτώ στους άρχοντες· είναι καθάρια τρέλα
να θέλεις ό,τι ξεπερνάει τη δύναμη που έχεις.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ούτε και σε παρακαλώ ούτε, κι αν το θελήσεις
μαζί μου να συνεργαστείς τώρα πια, θα χαιρόμουν.
Έχε τη γνώση που κρατείς· εκείνον θα τον θάψω
εγώ· τιμή μου ο θάνατος κάνοντας τέτοια πράξη.
Αγαπημένη απ' αυτόν πλάι σ' αγαπημένον
θα κείτομαι για ιερό κρίμα· πιότερο χρόνο
πρέπει ν' αρέσω στους νεκρούς παρά σε όσους ζούνε.
Εκεί θά 'μαι αιώνια· κι εσύ, αν το νομίζεις,
ατίμαζε ό,τι οι θεοί τίμιο θεωρούνε.

ΙΣΜΗΝΗ
Δεν τ' ατιμάζω· δύναμη μονάχα που δεν έχω
αντίθετα στη θέληση των πολιτών να πάω.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Αυτά να προφασίζεσαι· εγώ όμως στον τάφο
τον ακριβό μου αδελφό θα πάω να τον βάλω.

ΙΣΜΗΝΗ
Αλίμονό σου, δύστυχη! Για σένα πόσο τρέμω!

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Όχι να τρέμεις και για με· βόλεψε τη ζωή σου!

ΙΣΜΗΝΗ
Τα σχέδιά σου πουθενά να μην τα φανερώσεις·
κρύψου, κινήσου μυστικά· έτσι κι εγώ θα κάνω.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Φώναξε και διαλάλησε· πιο μισητή θα είσαι
τη γλώσσα σου άμα κρατάς, αν δεν τα πεις σε όλους.

ΙΣΜΗΝΗ
Θερμή για πράγματα ψυχρά που είναι η καρδιά σου!…

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Μα ξέρω νά 'μαι αρεστή σ' όσους κυρίως πρέπει.

ΙΣΜΗΝΗ
Αν το μπορέσεις βέβαια· τ' αδύνατα γυρεύεις.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Όταν θα δω πως δεν μπορώ, τότε θα σταματήσω.

ΙΣΜΗΝΗ
Απ' την αρχή τ' αδύνατα να κυνηγάς δεν πρέπει.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Αν συνεχίσεις να τα λες, κι εγώ θα σε μισήσω,
θα σε μισήσει κι ο νεκρός, όταν θα πας κοντά του.
Άσε με εμέ και την τρελή, την άμυαλή μου γνώση
να πάθουμε τη συμφορά που λες· μα δε θα πάθω
τίποτα το φρικτότερο, να μην πεθάνω τίμια.

ΙΣΜΗΝΗ
Αν το νομίζεις, πήγαινε· να ξέρεις όμως ότι
χωρίς το νου τραβάς μπροστά, μα φίλη για τους φίλους.