Μτφρ. Β. Κάλφας. 1995. Πλάτων. Τίμαιος. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Πόλις.

Όμως σε κάθε θέμα το σπουδαιότερο είναι να αρχίζει κανείς από τη σωστή αφετηρία. Πρόκειται να αναφερθούμε στην εικόνα και στο υπόδειγμά της και πρέπει να διευκρινίσουμε το εξής: οι προτάσεις που θα διατυπώσουμε για να τα εξηγήσουμε θα είναι της ίδιας τάξης με αυτά που τείνουν να εξηγήσουν. Οι προτάσεις λοιπόν που αναφέρονται σε αυτό που είναι σταθερό, βέβαιο και προσιτό στη νόηση θα είναι και αυτές σταθερές και ακλόνητες ― αφού βέβαια αποδεχόμαστε ότι υπάρχουν προτάσεις αδιάψευστες και ανίκητες, πρέπει να αποδεχθούμε και ότι δεν θα τους λείπει τίποτε. Ενώ οι προτάσεις που αναφέρονται στην απεικόνιση του υποδείγματος, καθώς αναφέρονται σε μια εικόνα, θα είναι σε σχέση με τις προηγούμενες απλώς εύλογες. Η σχέση του είναι προς το γίγνεσθαι είναι ανάλογη με τη σχέση της αλήθειας προς τη γνώμη. Αν λοιπόν, Σωκράτη, δεν καταφέρουμε να διατυπώσουμε απολύτως συνεπείς από κάθε πλευρά και ακριβείς συλλογισμούς για πολλά και ποικίλα ζητήματα ―για τους θεούς και τη γέννηση του σύμπαντος―, μην εκπλαγείς. Μάλλον πρέπει να είμαστε ικανοποιημένοι αν καταλήξουμε στις πιο εύλογες εξηγήσεις, όταν αναλογιστούμε ότι τόσο εγώ που μιλώ όσο κι εσείς που κρίνετε έχουμε ανθρώπινη φύση· συνεπώς, πρέπει να αποδεχόμαστε για όλα αυτά την εύλογη εξιστόρηση και να μην επιδιώκουμε τίποτε περισσότερο.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Θαυμάσια, Τίμαιε. Αποδεχόμαστε πλήρως τα όσα λες. Αφού λοιπόν δεχθήκαμε ευχαρίστως την εισαγωγή σου είναι καιρός να περάσεις στο κυρίως θέμα.

ΤΙΜΑΙΟΣ: Ας δούμε λοιπόν για ποια αιτία ο Δημιουργός συνέθεσε το γίγνεσθαι και όλο αυτό το σύμπαν. Ήταν αγαθός, και στον αγαθό δεν γεννιέται ποτέ κανένας φθόνος για οτιδήποτε. Καθώς λοιπόν δεν είχε φθόνο, θέλησε να γίνουν τα πάντα όσο το δυνατόν παρόμοια με τον ίδιο. Αυτή είναι η πιο έγκυρη αρχή για το γίγνεσθαι και τον κόσμο που μπορεί κανείς να αποδεχθεί, αν συμβουλευθεί ανθρώπους με φρόνηση, θέλοντας επομένως ο Θεός να είναι τα πάντα αγαθά και να μην υπάρχει κατά το δυνατόν τίποτε ατελές, παρέλαβε όλα όσα ήταν ορατά ―και βρίσκονταν όχι σε ηρεμία αλλά σε άρρυθμη και άτακτη κίνηση― και τα έφερε από την αταξία στην τάξη, θεωρώντας ότι η τάξη είναι από κάθε πλευρά καλύτερη.

Στον άριστο δεν ήταν ούτε είναι επιτρεπτό να κάνει τίποτε άλλο από το κάλλιστο. Αφού λοιπόν συλλογίστηκε, αντιλήφθηκε ότι, στη φυσική τάξη των ορατών πραγμάτων, δεν θα μπορούσε ποτέ να προκύψει ένα σύνολο χωρίς νου που να είναι ωραιότερο από ένα σύνολο με νου· από την άλλη, νους χωρίς ψυχή είναι αδύνατον να υπάρξει. Αποφάσισε λοιπόν να συνθέσει το σύμπαν τοποθετώντας νου στην ψυχή και ψυχή στο σώμα, με την πεποίθηση ότι το έργο του θα ήταν το ωραιότερο και το καλύτερο στη φύση. Ακολουθώντας την εύλογη υπόθεση πρέπει επομένως να πούμε ότι αυτός ο κόσμος είναι έμβιο ον, προικισμένο με ψυχή και νου· και η αλήθεια είναι ότι γεννήθηκε από την πρόνοια του Θεού.

Αν το δεχθούμε αυτό, πρέπει να απαντήσουμε στο ερώτημα που ακολουθεί: με ποιο από τα Έμβια Όντα θέλησε ο Δημιουργός να εξομοιώσει τον κόσμο; Θα αποκλείσουμε οπωσδήποτε όσα αποτελούν μέρη ενός όλου ― γιατί από ένα ατελές υπόδειγμα δεν θα προέκυπτε ποτέ κάτι ωραίο. Άρα πρέπει να θεωρήσουμε ότι ο κόσμος προσομοιάζει με εκείνο το Έμβιο Ον, μέρη του οποίου είναι τα άλλα Έμβια Όντα, είτε εκληφθούν ένα προς ένα είτε κατά γένη. Γιατί το υπόδειγμα θα περιλαμβάνει το σύνολο των νοητών Εμβίων όντων, όπως ακριβώς ο υπαρκτός κόσμος περιέχει εμάς και όλα τα άλλα ορατά πλάσματα. Ο Θεός λοιπόν, θέλοντας να εξομοιώσει το δημιούργημά του με το ωραιότερο νοητό, την πληρέστερη από κάθε πλευρά οντότητα, συνέθεσε ένα ορατό έμβιο ον που περιλαμβάνει στο εσωτερικό του όλα τα έμβια όντα της ίδιας φυσικής τάξης.

Είχαμε όμως δίκιο όταν κάναμε λόγο για έναν ουρανό ή μήπως θα ήταν πιο σωστό να μιλήσουμε για πολλούς και άπειρους; Ο ουρανός είναι όντως ένας, αφού έχει πλαστεί σύμφωνα με το υπόδειγμα. Γιατί αυτό που περιέχει το σύνολο των νοητών εμβίων όντων δεν θα μπορούσε ποτέ να αποτελεί μέλος μιας δυάδας· στην περίπτωση αυτή, εκτός από τα δύο θα υπήρχε κατ' ανάγκην και ένα τρίτο, μέρη του οποίου θα ήταν τα δύο πρώτα, οπότε πιο σωστό θα ήταν να πούμε ότι ο κόσμος μας προσομοιάζει προς εκείνο το τρίτο που περιέχει τα πάντα και όχι προς τα άλλα δύο. Αν θέλουμε επομένως αυτός ο κόσμος να είναι όμοιος ως προς τη μοναδικότητα με το τέλειο Έμβιο Ον, πρέπει να παραδεχθούμε ότι ο Δημιουργός δεν έφτιαξε ούτε δύο ούτε άπειρους κόσμους· ο ουρανός έγινε, είναι και θα συνεχίσει να είναι ένας και μονογενής.

Μτφρ. Α. Παπαθεοδώρου. 1956. Πλάτωνος Τίμαιος. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

Βασικωτάτην σημασίαν έχει δια κάθε τι το ν' αρχίζη κανείς από την φυσικήν του αρχήν. Διά την εικόνα λοιπόν και διά το πρότυπόν της πρέπει να καθορίσωμεν ότι τα επιχειρήματά μας πρέπει να είναι συγγενή προς τα πράγματα που εξηγούν. Προκειμένου δε να εξηγήσωμεν το μόνιμον, το σταθερόν, το διά της σκέψεως μόνον αντιληπτόν, πρέπει να στηριχθώμεν εις συλλογισμούς μονίμους και σταθερούς που να μη είναι δυνατόν ν' αποδειχθούν εσφαλμένοι ή να κλονισθούν, εφ' όσον τούτο είναι κατορθωτόν, όπως αρμόζει να είναι οι περί του «είναι» συλλογισμοί· ως προς αυτό να μη υστερούν καθόλου. Ως προς τους συλλογισμούς που αφορούν το πράγμα εκείνο, το οποίον έγινε με πρότυπον το αμετάβλητον και επομένως είναι εικών εκείνου, πρέπει να είναι πιθανοφανείς και ανάλογοι προς τους πρώτους· όποια σχέσις υπάρχει μεταξύ γενέσεως και ουσίας, όντος, η αυτή υπάρχει .μεταξύ πίστεως και αληθείας. Να μη σου φανή λοιπόν παράδοξον, Σωκράτη, εάν, ενώ πολλοί έχουν ειπεί πολλά περί των θεών και της προελεύσεως του σύμπαντος, και ημείς δεν δυνηθώμεν να παρατάξωμεν συλλογισμούς από πάσης πλευράς τελείως αποδεδειγμένους και συνεπείς προς τον εαυτόν τους· εάν όμως σου παρουσιάσωμεν συλλογισμούς όχι ολιγώτερον πιθανούς από κανένα άλλον, πρέπει να μείνωμεν ευχαριστημένοι, λαμβάνοντες υπ' όψιν ότι και εγώ ο ομιλητής και σεις οι κριταί είμεθα άνθρωποι, ώστε, εάν δεχθώμεν περί αυτών των ζητημάτων μίαν πιθανήν ερμηνείαν, δεν πρέπει να ζητώμεν τίποτε άλλο περισσότερον απ' αυτό.

ΣΩ. Πολύ καλά, Τίμαιε· πρέπει να παραδεχθώμεν αυτά που μας ζητείς. Το προοίμιον λοιπόν της ομιλίας σου το εδέχθημεν με θαυμασμόν∙ εν συνεχεία τώρα, ανάπτυξέ μας και τον νόμον.

ΤΙ. Ας ίδωμεν λοιπόν δια ποίον λόγον εδημιούργησεν ο δημιουργός την γένεσιν και ολόκληρον αυτό το σύμπαν. Ήτο αγαθός· ο αγαθός δεν έχει ποτέ μέσα του κανένα φθόνον δια κανένα πράγμα· και αφού δεν είχε κανένα φθόνον, ηθέλησε να γίνουν τα πάντα όσον ήτο δυνατόν όμοια με τον εαυτόν του. Όποιος λοιπόν παραδέχεται ότι αυτή είναι η σπουδαιοτέρα αρχή της γενέσεως και του κόσμου, αφού το ακούει από φρονίμους ανθρώπους, θα κάμη πολύ καλά. Διότι ο θεός, επειδή ηθέλησε να είναι όλα τα πράγματα καλά και να μην είναι κανένα ανάξιον λόγου, όσον τούτο ήτο δυνατόν, αφού παρέλαβεν όλην την ορατήν ύλην, η οποία δεν παρέμενεν ήσυχος αλλά εκινείτο εσφαλμένως και ατάκτως, την έβαλε από την αταξίαν εις την τάξιν, νομίσας ότι η τάξις οπωσδήποτε ήτο καλυτέρα της αταξίας. Εις τον άριστον ούτε ήτο ούτε είναι επιτετραμμένον να κάμη τίποτε άλλο εκτός από το ωραιότατον. Αφού λοιπόν εσκέφθη καλά, είπεν ότι από τα εκ φύσεως ορατά πράγματα, αν κάτι δεν έχει νουν, δεν θα είναι ποτέ, ως σύνολον, έργον καλύτερον από ένα άλλο σύνολον που έχει νουν, αλλά και ότι νους χωρίς ψυχήν είναι αδύνατον να υπάρξη εις τίποτε. Ύστερα απ' αυτήν την σκέψιν, αφού έβαλε νουν εις την ψυχήν και την ψυχήν εις σώμα, κατεσκεύασε το σύμπαν δια να κατορθώση ένα έργον που να είναι όσον το δυνατόν ωραιότερον και άριστον κατά την φύσιν του. Έτσι λοιπόν πρέπει να παραδεχώμεθα, σύμφωνα με την λογικήν, ότι αυτός ο κόσμος, ο ζωντανός, ο έμψυχος, ο νουνεχής, εδημιουργήθη, πραγματικώς ένεκα της θείας προνοίας. Και αφού το πράγμα είναι έτσι, πρέπει εν συνεχεία να εξετάσωμεν το εξής: ο δημιουργός, που εδημιούργησεν αυτόν τον κόσμον, ποίον άλλον ζωντανόν κόσμον είχεν υπ' όψιν του και τον έκαμεν όμοιον προς εκείνον.

Δεν πρέπει να τον θεωρήσωμεν, ότι είναι όμοιος με κανένα κόσμον που εκ φύσεως είναι μέρος ενός άλλου· διότι, αν ομοιάζει με κάτι το ατελές, δεν είναι δυνατόν ποτέ να είναι καλός∙ ας παραδεχθώμεν λοιπόν ότι αυτός είναι ομοιότατος, περισσότερον από κάθε άλλον, με εκείνον τον ζωντανόν κόσμον, του οποίου είναι μέρος όλα τα άλλα ζωντανά όντα και ως άτομα και ως σύνολον. Διότι εκείνος ο κόσμος περιέχει μέσα του όλα τα άλλα νοητά ζώα, όπως αυτός εδώ ο κόσμος περιέχει ημάς και όλα τα άλλα ζωντανά όντα που βλέπομεν. Διότι ο θεός, θελήσας να εξομοιώση τον κόσμον αυτόν με τον καλύτερον και τελειότερον καθ' όλα από όλους τους νοητούς, εδημιούργησεν ένα ζωντανόν κόσμον ορατόν που περιέχει μέσα του όλα τα συγγενικά προς τον εαυτόν του ζώα. Είχαμεν δίκαιον λοιπόν που παρεδέχθημεν ένα ουρανόν, ή θα ήτο καλύτερον να δεχθώμεν ότι είναι πολλοί και άπειροι; Ένας βέβαια θα είναι, αν πραγματικά έχει δημιουργηθή κατά το πρότυπον. Διότι εκείνο που περιλαμβάνει όλα τα νοητά ζώα που υπάρχουν δεν είναι δυνατόν να είναι δεύτερον μαζί με κάτι άλλο∙ διότι, εν τοιαύτη περιπτώσει, θα εχρειάζετο να υπάρχη κάποιο άλλο ζωντανόν όν που να περιλαμβάνη τα δύο άλλα, τα οποία θα ήσαν τότε μέρη εκείνου, και τότε θα ήτο σωστότερο να λέγωμεν, ότι αυτός ο κόσμος δεν είναι όμοιος με εκείνα τα δύο άλλα με το ένα, που περιέχει και τα δύο εκείνα. Διά να είναι λοιπόν ο κόσμος αυτός μόνος του όμοιος με το υπερτέλειον ζωντανόν ον, ο δημιουργός δεν έπλασεν ούτε δύο ούτε απείρους κόσμους· ένας και μοναδικός είναι αυτός εδώ ο ουρανός και πάντοτε έτσι θα είναι.