Μτφρ. Ι. Συκουτρής. [1934] 1994. Πλάτωνος Συμπόσιον. Κείμενο, μετάφραση, ερμηνεία. 12η έκδ. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας.

Αυτά γενικώς μου ανέπτυσσε, κάθε φοράν που έκαμνε λόγον περί των προβλημάτων του έρωτος, κάποτε δε μου απηύθυνε το ερώτημα: «Ποία φαντάζεσαι, Σωκράτη, ειν' η αιτία του έρωτος τούτου και του πόθου; Δεν έχεις προσέξει λοιπόν τον ζωηρόν ερεθισμόν, εις τον οποίον υποπίπτουν όλα τα ζώα, όταν τα καταλάβη η επιθυμία να γεννήσουν, και τα χερσαία και τα πετεινά, πώς αρρωσταίνουν όλα και κατακυριεύονται από τον έρωτα, πρώτον μεν να ενωθούν μαζί, έπειτα δια την ανατροφήν του γεννηθέντος; Πώς είναι αποφασισμένα, προς υπεράσπισιν τούτων, και πόλεμον να διεξάγουν, και τ' ασθενέστερα ακόμη προς τα δυνατότερα, και εις τον θάνατον να βαδίσουν υπέρ αυτών, και να τα τινάξουν από την πείναν αυτά δια να εξασφαλίσουν εις εκείνα την τροφήν, και το κάθε τι να πράξουν; Καλά» είπεν «οι άνθρωποι· θα ημπορούσε να υποθέση κανείς, ότι το κάνουν από υπολογισμόν. Αλλά τα ζώα; Ποίος είναι ο λόγος της τοιαύτης ερωτικής των συγκινήσεως; Ημπορείς να μου εξήγησης;» Και εγώ ετόνιζα και πάλιν, ότι δεν ήξερα. Εκείνη τότε είπε: Έχεις λοιπόν την ιδέαν, πως θα γίνης ποτέ έμπειρος εις τα ζητήματα του έρωτος εφ' όσον δεν εννοείς αυτά;» «Μα σου το είπα, Διοτίμα, και προ ολίγου· αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που ήλθα κοντά σου, επειδή εκατάλαβα πως χρειάζομαι διδασκαλίαν. Λέγε μου λοιπόν και τούτου του φαινομένου την εξήγησιν και των άλλων των σχετιζομένων με τον έρωτα». «Λοιπόν» είπε «εφ' όσον η πεποίθησίς σου είναι ότι αντικείμενον φυσικόν του έρωτος ειν' εκείνο, το όποιον πολλάκις από κοινού διεπιστώσαμεν δεν πρέπει να εκπλήττεσαι. Διότι και εις την περίπτωσιν αυτήν, όπως και εκεί, δια τον ίδιον λόγον επιδιώκει η φύσις η θνητή, καθ' όσον είναι δυνατόν, να ειν' αιωνία και αθάνατος. Δυνατόν δε της είναι κατά τούτον μόνον τον τρόπον, δια της αναπαραγωγής, με το ν' αφήνη πάντοτε εις του παλαιού την θέσιν ένα νέον παρόμοιον.

Άλλωστε και εις ό,τι ονομάζομεν ενότητα ατομικής ζωής και υπάρξεως εκάστου εμψύχου όντος ― π.χ. ένας άνθρωπος από της παιδικής του ηλικίας μέχρις ότου γίνη γέρων, θεωρείται πως είναι ο ίδιος· ουχ ήττον αυτός, μολονότι δεν έχει ποτέ τα ίδια συστατικά εις τον οργανισμόν του, εν τούτοις λέγομεν πως είναι ο ίδιος, ενώ διαρκώς ανανεώνεται και αποβάλλει μερικά, εις τας τρίχας, την σάρκα, τα οστά, το αίμα εις ολόκληρον γενικώς το σώμα. Και όχι μόνον εις το σώμα· αλλά και εις την ψυχήν, οι τρόποι, τα ήθη, αι αντιλήψεις, αι επιθυμίαι, αι ηδοναί, αι λύπαι, οι φόβοι, τίποτε απ' αυτά δεν παραμένει αναλλοίωτον εις κάθε άτομον, αλλά γεννώνται μεν άλλα, άλλα δε χάνονται. Πολύ δε περισσότερον παράδοξον είναι ακόμη, ότι και αι γνώσεις, όχι μόνον άλλαι μας έρχονται και άλλαι μας αφήνουν, και ποτέ δεν είμεθα οι ίδιοι ούτε ως προς τας γνώσεις, αλλά και μία και μόνη γνώσις έχει την ιδίαν τύχην. Διότι αυτό που ονομάζομεν μελέτην, γίνεται με την προϋπόθεσιν ότι η γνώσις εξαφανίζεται· άλλωστε η λησμοσύνη ειν' εξαφανισμός γνώσεως, ενώ αφ' ετέρου η μελέτη, εισάγουσα νέαν παράστασιν αντί της αποχωρούσης, διατηρεί την γνώσιν, ώστε να φαίνεται πως παραμένει η ιδία. Πράγματι μ' αυτό μόνον το μέσον διατηρείται κάθε θνητή ύπαρξις, όχι με το να παραμένη αιωνίως αναλλοίωτος καθ' όλα, όπως το θείον, αλλά με το ν' αφήνη κάθε τι που φεύγει και παλαιώνει, ένα άλλο νέον εις την θέσιν του, όμοιον όπως αυτό. Μ' αυτό το τέχνασμα» είπε «Σωκράτη, έχει μέρος εις την αθανασίαν η θνητή ύπαρξις, και ως προς το σώμα, και ως προς όλα τ' άλλα· η αθάνατος πάλιν με άλλο. Μη σου φαίνεται λοιπόν παράξενον, ότι κάθε ύπαρξις εμφύτως αποδίδει σημασίαν εις το αποβλάστημά της·χάριν της αθανασίας συνοδεύει τα όντα όλα ο ζήλος αυτός και ο έρως».

Μτφρ. Β. Δεδούσης. [1939] χ.χ. Πλάτων. Συμπόσιον. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Προλεγόμενα Κ. Γεωργούλης. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

― «Όλα αυτά λοιπόν μου τα μάθαινε η Διοτίμα, όσες φορές έκανα λόγο για τα ερωτικά ζητήματα, και κάποτε μάλιστα με ρώτησε: ― «Ποια νομίζεις, Σωκράτη, πως είναι η αιτία τούτου του έρωτα και της επιθυμίας; ή μήπως δε βλέπεις τι αλλόκοτη διάθεση δείχνουν όλα τ' αγρίμια και τα περπατιστά και τα πετούμενα, όταν ποθήσουν να γεννήσουν, που παθαίνονται και αισθάνονται ορμή ερωτική, πρώτα για να σμίξουν το ένα με τ' άλλο για τη γονιμοποίηση κι έπειτα για να θρέψουν το γεννημένο, και είναι έτοιμα προς χάρη του τα πιο αδύνατα να κάμουν μάχη με τα πιο δυνατά και να πεθάνουν ακόμα υπερασπίζοντας τα νεογνά τους, και είναι δυνατόν ακόμα να βασανίζωνται εκείνα από την πείνα για να δώσουν χορταστική τροφή σ' αυτά, κι ό,τι άλλο, τα κάνουν; Όσο για όλα τους ανθρώπους ―είπε― θα μπορούσε να νομίση κανείς πως αυτό το κάνουν, γιατί έτσι τους οδηγεί το λογικό τους, με τ' αγρίμια ποια η αιτία ν' αποχτούν τόσο δυνατή ερωτική διάθεση; Έχεις τίποτα ν' απαντήσεις;» Κι εγώ πάλι έλεγα πως δεν ήξαιρα. Τοτ' εκείνη είπε: ― «Φαντάζεσαι λοιπόν πως θα γίνης ποτέ σπουδαίος στα ερωτικά ζητήματα, αν δε τα νιώθεις αυτά τα πράματα;» ― «Αμ' γι' αυτό ακριβώς, Διοτίμα ―είπα― έχω έρθει κοντά σου, όπως σου είπα πρωτύτερα, γιατί κατάλαβα ότι έχω ακόμα ανάγκη από διδασκάλους. Εγώ δεν την ξαίρω, παρά εσύ λέγε μού την και αυτουνών την αιτία και των άλλων που έχουνε σχέση με τα ερωτικά προβλήματα». ― «Λοιπόν, αν πιστεύης ―είπε― πως από φυσικού του ο έρωτας έχει ως αντικείμενο εκείνο που πολλές φορές έχουμε παραδεχθή, δεν πρέπει ν' απορής. Γιατί κι εδώ, για τον ίδιο λόγο ―όπως εκεί― η θνητή φύση ζητάει να είναι όσο το δυνατό παντοτινή και αθάνατη. Και το κατορθώνει αυτό μονάχα με την αναπαραγωγή, γιατί μ' αυτήν αφήνει πάντα στη θέση του παλιού κάποιο άλλο καινούργιο, αφού το ίδιο γίνεται και στο λεγόμενο ότι κάθε ζωντανό πλάσμα ζη και είναι διαρκώς το ίδιο: όπως λόγου χάρη από μικρό παιδί ωσότου γίνεται γέρος λέμε πως είναι ο ίδιος άνθρωπος. Αυτός όμως αν και δεν έχει μέσα του τα ίδια συστατικά, όμως λέμε πως είναι ο ίδιος, ενώ ανανεώνεται αδιάκοπα χάνοντας συνάμα διάφορα συστατικά, και σε τρίχες και σε σάρκες και σε κόκκαλα και σε αίμα και γενικώς σ' ολόκληρο το σώμα. Κι όχι μόνο στο σώμα, αλλά και στην ψυχή, οι τρόποι, τα ήθη, οι δοξασίες, οι επιθυμίες, οι χαρές, οι λύπες, οι φόβοι ―καθένα απ' αυτά― ποτέ δεν παραμένουν τα ίδια στον καθένα, παρά άλλα γεννιώνται κι άλλα χάνονται. Αλλ' ακόμα πιο παράξενο απ' αυτά είναι ότι και οι γνώσεις μας οι καθαρές, όχι μόνον άλλες γεννώνται μέσα μας κι άλλες χάνονται και γι' αυτό δεν είμαστε ποτέ οι ίδιοι στις γνώσεις, αλλά και κάθε μια γνώση το ίδιο παθαίνει. Εκείνο δηλαδή που λέμε μελέτη γίνεται εξ αιτίας που η γνώση πάει να μας ξεφύγη. Γιατί η λησμονιά δεν είναι παρά διαφυγή της γνώσης, ενώ η μελέτη προκαλεί καινούργια ανάμνηση στη θέση της φευγάτης γνώσης κι έτσι τη γλυτώνει τη γνώση, ώστε να φαίνεται πως είναι η ίδια. Με τον τρόπον αυτό, που λες, το κάθε θνητόν λυτρώνεται, κι όχι με το να είναι το ίδιο κι απαράλλαχτο αιώνιο, όπως είναι το θείον, αλλά κάθε τι που παλιώνει και φεύγει ν' αφήνη άλλο καινούργιο, όμοιο με τον εαυτό του. Μ' αυτό το μηχανισμό, Σωκράτη, το θνητόν ―και το σώμα και όλα τ' άλλα― μετέχει της αθανασίας ενώ το αθάνατον μετέχει με άλλον. Μην απορείς, λοιπόν αν το κάθε τι από φυσικού του λατρεύει το δικό του βλαστάρι· είναι η αθανασία που προς χάρη της το κάθε πλάσμα αισθάνεται αυτόν τον έρωτα και τη στοργή».