Μτφρ. Η.Σ. Σπυρόπουλος. 1992. Πλάτωνος Πρωταγόρας. Εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση, ερμηνευτικά σχόλια. 4η έκδ. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη).

Λοιπόν, θα προσπαθήσω να σας αναπτύξω τη γνώμη μου πάνω σ' αυτή την ωδή, είπα. Δηλαδή, από τις ελληνικές χώρες η φιλοσοφία πρωτοφάνηκε στην Κρήτη και στη Σπάρτη και εκεί είναι περισσότερο απλωμένη· σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου δεν βρίσκονται τόσοι σοφιστές όσοι εκεί. Μόνο που εκείνοι δεν το παραδέχονται και κάνουν τον αμόρφωτο, για να μη μάθει όλος ο κόσμος ότι εκείνο που τους κάνει ανώτερους από όλους τους Έλληνες είναι η σοφία (κάτι τέτοιο δεν κάνουν κι οι σοφιστές που μας έλεγε ο Πρωταγόρας;), και να μείνουμε με την εντύπωση ότι η πολεμικότητα και η αντρεία είναι που τους κάνει ανώτερους· κι αυτό, επειδή πιστεύουν ότι, αν οι άλλοι μάθουν τι είναι εκείνο που τους κάνει ανώτερους, όλοι θα επιδοθούν σ' αυτό, τη σοφία. Τώρα όμως, με το να κρατήσουν μυστικό εκείνο, ξεγέλασαν όσους στις άλλες πολιτείες λακωνίζουν· κι έτσι στην προσπάθειά τους να τους μιμηθούν άλλοι σχίζουν τ' αυτιά τους και τυλίγουν τα πόδια τους με λουριά και καταπιάνονται με τη γυμναστική και φορούν κοντά πανωφόρια, με τη σκέψη πως αυτά βέβαια είναι που κάνουν τους Λακεδαιμονίους πρώτους ανάμεσα στους Έλληνες. Οι Λακεδαιμόνιοι όμως, όταν θελήσουν να συζητήσουν ελεύθερα με τους σοφιστές του τόπου τους ―βαριούνται βλέπεις πια να συζητούν μαζί τους κρυφά― διώχνουν από τη χώρα τους τούς ξένους (και τους λακωνίζοντες που αναφέραμε και κάθε άλλον ξένο που βρίσκεται στη χώρα τους) και συζητούν με τους σοφιστές, χωρίς να τους παίρνουν είδηση οι ξένοι· κοντά σ' αυτά δεν αφήνουν κανέναν νέο να κινήσει για άλλη πόλη ―το ίδιο κάνουν και οι Κρήτες― για να μην ξεμάθει την αγωγή που πήρε στην πατρίδα του. Σ' αυτές λοιπόν τις πολιτείες δεν βρίσκονται μονάχα άντρες, αλλά και γυναίκες περήφανες για τη σοφία τους. Και για να καταλάβετε ότι τα λόγια μου αυτά είναι αληθινά και ότι οι Σπαρτιάτες έχουν πάρει την καλύτερη μόρφωση πάνω στη φιλοσοφία και τη ρητορική, σας λέω τούτο: αν θελήσει κανείς να συζητήσει με τον τελευταίο από τους Σπαρτιάτες, θα διαπιστώσει πως πάνω στα περισσότερα θέματα αυτός φαίνεται ένα τίποτε· στη συνέχεια όμως, σ' ένα οποιοδήποτε σημείο της συζήτησης, γυρνά και σου πετά ξαφνικά μια εντυπωσιακή φράση, σύντομη κι όλο νεύρο, σαν φοβερός ακοντιστής, έτσι που ο συνομιλητής του να φαίνεται κοντά του σαν μωρό παιδί, τίποτε περισσότερο. Αυτό το έχουν καταλάβει αρκετοί και από τους σημερινούς και από τους παλιούς, δηλαδή ότι καλύτερα λακωνίζει κανείς φιλοσοφώντας παρά ασκώντας τη γυμναστική, αφού παρατήρησαν ότι μόνο ένας άνθρωπος με τέλεια μόρφωση μπορεί να εκφράζεται με αυτόν τον τρόπο. Σ' αυτούς ανήκει κι ο Θαλής ο Μιλήσιος κι ο Πιττακός ο Μυτιληναίος κι ο Βίας από την Πριήνη κι ο Σόλων ο συμπολίτης μας κι ο Κλεόβουλος από την Λίνδο και ο Μύσων από τις Χηνές· έβδομον μαζί τους λογαριάζουν τον Χίλωνα τον Λακεδαιμόνιο. Όλοι αυτοί ήταν φανατικοί οπαδοί και εραστές και μαθητές της σπαρτιατικής παιδείας. Απόδειξη ότι κάτι τέτοιο ήταν η σοφία τους είναι οι σύντομες φράσεις, οι αξιομνημόνευτες που έχει πει ο καθένας τους και που, αφού συγκεντρώθηκαν όλοι αυτοί, τις έκαναν κοινό αφιέρωμα στον Απόλλωνα, στο ναό του στους Δελφούς, σαν τον πρώτο καρπό της σοφίας τους, χαράζοντας τα επιγράμματα που λέει και ξαναλέει όλος ο κόσμος: «γνώρισε τον εαυτό σου» και «μακριά από τις υπερβολές». Τώρα, για ποιο λόγο τα λέω αυτά; Γιατί τον παλιό καιρό μ' αυτόν τον τρόπο φιλοσοφούσαν: με σύντομες φράσεις, σαν τους Λάκωνες.

Έτσι και το ρητό αυτό του Πιττακού περνούσε από στόμα σε στόμα και το εκτιμούσαν ιδιαίτερα, και οι σοφοί το επαινούσαν, δηλαδή το «να 'ναι κανείς καλός είναι δύσκολο». Λοιπόν ο Σιμωνίδης, καθώς είχε τη φιλοδοξία να γίνει ξακουστός για τη σοφία του, έκανε τη σκέψη πως θ' αποχτούσε φήμη ανάμεσα στους ανθρώπους του καιρού του, αν έβαζε κάτω, σαν φημισμένον παλαιστή, αυτό το ρητό κι έβγαινε νικητής. Η γνώμη μου είναι ότι την ωδή αυτή ολόκληρη τη σύνθεσε γι' αυτή την αιτία και με στόχο του αυτό το ρητό: βάλθηκε να το ταπεινώσει.

Μτφρ. Κ.Ν. Πετρόπουλος. 1981. Πλάτωνα Πρωταγόρας. Κείμενο, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Πατάκης.

― «Θα προσπαθήσω τώρα» τους είπα «να σας αναπτύξω τι νομίζω εγώ γι' αυτό το τραγούδι. Ξέρετε, αγάπη για τη μάθηση πιο παλιά και πιο διαδομένη από όλο το Πανελλήνιο υπάρχει στην Κρήτη και στη Λακεδαίμονα. Εκεί υπάρχουν και οι πιο πολλοί σοφιστές του κόσμου. Αλλά οι ίδιοι το αρνούνται και παριστάνουν τους αμαθείς. Ο σκοπός τους είναι να μην αποκαλυφθούν ότι στη μάθηση έχουν την υπεροχή ανάμεσα στους Έλληνες. Δηλαδή κάνουν σαν τους σοφιστές εκείνους που έλεγε ο Πρωταγόρας. Αλλά θέλουν να φαίνονται πως υπερέχουν στον πόλεμο και στην αντρεία. Γιατί πιστεύουν ότι άμα γίνει γνωστό το σημείο της υπεροχής τους, η γνώση, θ' αρχίσουν τότε να την καλλιεργούν όλοι. Τώρα όμως που συγκαλύπτουν αυτό το σημείο, παραπλανούν τους θαυμαστές του λακωνικού τρόπου στις ελληνικές πολιτείες. Κι αυτοί για να μιμηθούν τα πρότυπά τους πάνε και αφαιρούν το χόνδρο των αυτιών τους, φορούν στα χέρια τους λουριά, γίνονται λάτρεις της γυμναστικής και βάζουν τους ανάριχτους κοντούς μανδύες, αφού δήθεν αυτά κάνουν τους Λακεδαιμόνιους να υπερτερούν από τους άλλους Έλληνες. Κι όταν οι Λακεδαιμόνιοι θελήσουν ανοιχτά να πλησιάσουν τους σοφιστές τους, αφού βαρεθούν πια κάποτε να τους συναντούν λαθραία, προβαίνουν σε απέλαση των ξένων, είτε είναι οι φιλολάκωνες είτε όποιος άλλος ξένος επισκέπτης βρεθεί, και συναντιώνται με τους σοφιστές χωρίς να πάρουν είδηση οι ξένοι. Ούτε επιτρέπουν σε κανένα δικό τους νέο να βγει σε ξένες πολιτείες, όπως κάνουν και οι Κρητικοί. Ο σκοπός είναι να μην ξεμάθουν οι νέοι αυτά που τους διδάσκουν. Και υπάρχουν στις πολιτείες τους όχι μόνο άντρες αλλά και γυναίκες που έχουν να καυχηθούν για τη μόρφωσή τους.

»Θα μπορούσατε και να πιστοποιήσετε ότι είναι αληθινά όσα λέω κι ότι στους Λακεδαιμόνιους υπάρχει άριστη αγωγή φιλοσοφημένης σκέψης και έκφρασης, με τον ακόλουθο τρόπο:

»Αν κανείς σας έχει τη διάθεση να κάνει συντροφιά και με τον πιο ασήμαντο Λακεδαιμόνιο, την πιο πολλή ώρα που θα του μιλάει θα καταλήξει να τον βλέπει για έναν άξεστο άνθρωπο. Τελικά όμως εκείνος σε κάποια τυχαία στιγμή της συζήτησης σας πετάει μια φράση με σπουδαία σημασία, σύντομη και σφιχτοδεμένη, σαν ακοντιστής τόσο επιδέξιος, που εσείς πια ο συνομιλητής του να στέκεστε μπροστά του ένα παιδί και τίποτε άλλο. Υπάρχουν λοιπόν μερικοί από τους σύγχρονούς μας, αλλά κι από τους πιο παλιούς, που το 'χουν καταλάβει ακριβώς, ότι ο θαυμασμός για τους Λάκωνες πολύ περισσότερο είναι η φιλοσοφική διάθεση παρά η λατρεία της γυμναστικής. Γιατί ξέρουν πως η ικανότητα να μιλάς με τέτοιον τρόπο είναι γνώρισμα ανθρώπου με ολοκληρωμένη μόρφωση. Τέτοιος ήταν ο Θαλής ο Μιλήσιος, τέτοιος κι ο Πιττακός ο Μυτιληναίος, κι ο Βίας από την Πριήνη, κι ο δικός μας ο Σόλωνας, κι από τη Λίνδο ο Κλεόβουλος, κι από τις Χηνές ο Μύσωνας. Σ' αυτούς εβδομος συγκαταλεγόταν κι ο Λακεδαιμόνιος Χίλωνας. Όλοι τους ήταν ζηλωτές και θαυμαστές και μαθητές της λακωνικής αγωγής. Εύκολα θα το ανακάλυπτε κανείς πως η σοφία όλων αυτών ήταν τέτοια. Έχουμε εκείνα τα βραχυλογικά ρητά, κατάλληλα και για απομνημόνευση, που οι ίδιοι τα συγκέντρωσαν, καθένας τα δικά του, και μαζί τα αφιέρωσαν πρωτόφαντο καρπό σοφίας στο ναό των Δελφών, τιμή για τον Απόλλωνα, με τις επιγραφές που χάραξαν κι από κει τα ξέρουν όλοι απ' έξω: "Μάθε τον εαυτό σον" ή "Πουθενά υπερβολή" και τέτοια.

»Γιατί τα λέω τώρα αυτά; Για να σας πω ότι αυτός ο τρόπος φιλοσοφίας υπήρχε στους παλιούς, ένα είδος λακωνικής βραχυλογίας. Από εκεί λοιπόν κυκλοφορούσε και χωριστά το απόφθεγμα του Πιττακού αυτό εδώ που πολύ το τιμούσαν οι σοφοί: "Φοβερό άξιος να 'σαι". Έτσι ο Σιμωνίδης, με τη ζηλοτυπία που ένιωθε για τη σοφία, συνέλαβε ότι, αν αυτό το απόφθεγμα το βάλει κάτω, όπως θα 'βαζε έναν αθλητή αναγνωρισμένο, και μπορέσει να το επισκιάσει, θα κερδίσει αυτός την αναγνώριση όλων των ανθρώπων του καιρού του. Ώστε πάνω σ' αυτό το απόφθεγμα και από αυτό το κίνητρο, με ό,τι σχεδίαζε εναντίον του για να το καταρρίψει, σύνθεσε ολόκληρο αυτό το τραγούδι, έτσι όπως το βλέπω εγώ.

Μτφρ. Β.Ν. Τατάκης. χ.χ. Πλάτων. Πρωταγόρας. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

― Τι λοιπόν νομίζω για το ποίημα τούτο, θα προσπαθήσω, είπα εγώ, να σας αναπτύξω. Στους Έλληνες αλήθεια η παλαιότερη και αφθονώτερη φιλοσοφία βρίσκεται στην Κρήτη και στη Λακεδαίμονα, εκεί βρίσκονται οι περισσότεροι σοφιστές· το αρνιούνται όμως εκείνοι και προσποιούνται τους αμαθείς, για να μη γίνη φανερό πως ξεπερνούν τους άλλους Έλληνες στη σοφία· κάνουν σαν εκείνους τους σοφιστάς που ανέφερεν ο Πρωταγόρας ― αλλά να φαίνωνται πως είναι ανώτεροι στον πόλεμο και στην ανδρεία· γιατί πιστεύουν, πως, αν γίνη γνωστό σε τι είναι ανώτεροι, όλοι θα επιδοθούν σ' αυτό, στη σοφία. Μα τώρα με το να έχουν αποκρύψει την πραγματικότητα έχουν εξαπατήσει όσους λακωνίζουν στις άλλες πόλεις· τούτοι για να τους μιμηθούν ξεσκίζουν τ' αφτιά τους, τυλίγουν τα πόδια τους με ιμάντες, επιδίδονται στη γυμναστική, φορούν κοντά ρούχα, νομίζοντας πως με αυτά υπερέχουν οι Λακεδαιμόνιοι τους Έλληνες. Οι Λακεδαιμόνιοι όμως, όταν θελήσουν να συναναστραφούν ελεύθερα με τους σοφιστές των, και έχουν πια βαρεθή να τους συναναστρέφωνται κρυφά, διώχνουν από τον τόπο τους τούτους τους λακωνίζοντες και όποιον άλλο ξένο βρίσκεται εκεί, και τότε συναναστρέφονται με τους σοφιστές των χωρίς να το πάρουν είδηση οι ξένοι· έπειτα δεν αφήνουν αυτοί κανένα δικό τους νέο να πάη σε άλλες πόλεις, όπως ούτε οι Κρήτες, για να μη ξεμάθουν όσα οι ίδιοι τους διδάσκουν. Ακόμη σ' αυτά τα μέρη, δεν είναι μόνο άντρες, που έχουν μεγάλη ιδέα για τη μόρφωσή τους, αλλά και γυναίκες, θα ήταν δυνατό να καταλάβετε ότι αλήθεια είναι όσα λέγω και ότι οι Λακεδαιμόνιοι έχουν άριστη παίδευση στη φιλοσοφία και τους λόγους, από τούτο δω: αν θελήση κανείς να κουβεντιάση με τον πιο άσημο Λακεδαιμόνιο, τις περισσότερες φορές θα τον βρη να είναι στις συζητήσεις μέτριος, κοινός άνθρωπος, έπειτα όμως, κάποια στιγμή στη συζήτηση, πετά μια κουβέντα αξιόλογη, σύντομη και γεμάτη νόημα σαν ικανός ακοντιστής, κουβέντα που δείχνει τον συνομιλητή του καθόλου καλύτερο από μικρό παιδί. Τούτο ακριβώς το πράγμα και αρκετοί σύγχρονοί μας το έχουν κατανοήσει και παλαιότεροι, ότι δηλαδή το να μιμήται κανείς τους Λάκωνες πολύ περισσότερο σημαίνει να φιλοσοφή παρά να επιδίδεται στη γυμναστική, γιατί είδαν πως τέτοιες κουβέντες μόνο άνθρωπος με τέλεια παιδεία μπορεί να τις πη. Απ' αυτούς ήταν και ο Θαλής ο Μιλήσιος και ο Πιττακός ο Μυτιληναίος και ο Βίας από την Πριήνη και ο δικός μας ο Σόλων και ο Κλεόβουλος ο Λίνδιος και ο Μύσων ο Χηνεύς· έβδομος σ' αυτούς έλεγαν ότι είναι ο Χίλων ο Λακεδαιμόνιος. Όλοι αυτοί ήταν γεμάτοι ζήλο για την παιδεία των Λακεδαιμονίων, ήταν ερασταί της και μαθηταί της. Και ότι τέτοια ήταν η σοφία τους, μπορεί κανείς να το δη από τις σύντομες και αξιομνημόνευτες γνώμες που ο καθένας τους έχει διατυπώσει· απ' αυτές τις γνώμες, αφού συνήλθαν όλοι, αφιέρωσαν στον Απόλλωνα στο ναό του των Δελφών ως πρώτη συγκομιδή από τη σοφία τους, γράφοντας τις γνωστές δα και που όλοι υμνούν επιγραφές, το «γνώριζε τον εαυτό σου» και το «τίποτε το υπερβολικό».

Μα για ποιο λόγο σάς τα λέγω αυτά; Γιατί μ' αυτό τον τρόπο φιλοσοφούσαν οι παλαιοί, με μια Λακωνική βραχυλογία· και του Πιττακού μάλιστα τούτη δω τη γνώμη μετέδιδαν ένας στον άλλον οι αμύητοι και την εγκωμίαζαν οι σοφοί, το «δύσκολο καλός να' ναι κανείς». Ο Σιμωνίδης λοιπόν, άνθρωπος φιλόδοξος για σοφία, σκέφτηκε ότι, αν κατάφερνε να καταβάλη αυτή τη γνώμη, σαν έναν διάσημο αθλητή, και να φανή ανώτερος, θα αποκτούσεν ο ίδιος δόξα μέσα στους ανθρώπους του καιρού του. Έχοντας λοιπόν στο νου του αυτή τη γνώμη και αυτές τις προθέσεις εναντίον της, για το λόγο που είπα, έφτιασεν όλο το ποίημα, νομίζω, για να την ανατρέψη.