Μτφρ. Δ. Λυπουρλής. 2002. Αριστοτέλης. Ρητορική Βιβλίο Πρώτο. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος.

Τρία είδη ρητορικής υπάρχουν· γιατί τόσων ειδών είναι και οι ακροατές των λόγων. Τρία είναι τα συστατικά στοιχεία ενός λόγου: ο ομιλητής, [1358b] το θέμα για το οποίο μιλάει και, τέλος, αυτός στον οποίο απευθύνεται· αυτός, δηλαδή ο ακροατής, είναι και ο τελικός στόχος του λόγου. Ο ακροατής δεν μπορεί παρά να είναι ή ένας απλός θεατής ή κριτής, κριτής μάλιστα είτε πραγμάτων που έχουν γίνει είτε πραγμάτων που πρόκειται να γίνουν. Για πράγματα που πρόκειται να γίνουν κρίνει π.χ. το μέλος της εκκλησίας του δήμου· (5) γι' αυτά που έχουν ήδη γίνει κρίνει π.χ. ο δικαστής· ο απλός θεατής κρίνει τη δεινότητα του ρήτορα. Υποχρεωτικά, επομένως, τα είδη των ρητορικών λόγων είναι τρία: ο συμβουλευτικός, ο δικανικός και ο επιδεικτικός.

Η συμβουλή είναι ή προτροπή ή αποτροπή· το ένα από αυτά τα δύο δεν κάνουν, πράγματι, (10) πάντοτε και αυτοί που συμβουλεύουν σε ιδιωτικό επίπεδο και αυτοί που μιλούν δημόσια στον λαό; Στη δίκη έχουμε ή κατηγορία ή απολογία· πραγματικά, οι διάδικοι παίζουν υποχρεωτικά ή τον έναν ή τον άλλον από τους δύο αυτούς ρόλους. Στον επιδεικτικό, τέλος, λόγο έχουμε ή έπαινο ή ψόγο.

Ο καθένας τους έχει και τον δικό του χρόνο: ο συμβουλευτικός ρήτορας τον μέλλοντα (15) (γιατί, είτε προτρέπει είτε αποτρέπει, δίνει συμβουλές για πράγματα που πρόκειται να συμβούν), ο δικανικός ρήτορας τον παρελθοντικό χρόνο (γιατί, είτε κατηγορεί είτε απολογείται, ο λόγος του είναι για πράγματα που έχουν ήδη γίνει), ο επιδεικτικός ρήτορας κατά κύριο λόγο τον ενεστώτα (γιατί ο έπαινος ή ο ψόγος όλων τους αναφέρεται σε σύγχρονα γεγονότα), δεν είναι όμως λίγοι και αυτοί που χρησιμοποιούν επίσης τον παρελθοντικό χρόνο (20) ―όταν υπενθυμίζουν πράγματα που έγιναν― ή τον μέλλοντα ― όταν προδιαγράφουν πράγματα που πρόκειται να γίνουν.

Το καθένα από τα είδη αυτά έχει και έναν ιδιαίτερο τελικό στόχο, και καθώς τα είδη είναι τρία, τρεις είναι και οι τελικοί στόχοι. Στόχος του συμβουλευτικού ρήτορα είναι το ωφέλιμο και το βλαβερό (γιατί όποιος προτρέπει, συστήνει αυτό που συστήνει με την ιδέα ότι είναι καλύτερο, και όταν αποτρέπει, αποτρέπει από κάτι που κατά τη γνώμη του είναι χειρότερο)· τους άλλους στόχους τους χρησιμοποιεί συμπληρωματικά: (25) το δίκαιο ή το άδικο, το όμορφο ή το άσχημο. Των δικανικών ρητόρων ο στόχος είναι το δίκαιο και το άδικο, και αυτοί όμως δίπλα σ' αυτόν χρησιμοποιούν συμπληρωματικά και τους άλλους στόχους. Αυτοί, τέλος, που επαινούν ή ψέγουν έχουν για στόχο τους το όμορφο και το άσχημο, και αυτοί όμως συσχετίζουν αυτόν τον στόχο και με τους άλλους στόχους.

Η απόδειξη ότι ο στόχος του καθενός είναι αυτός που είπαμε είναι (30) ότι μερικές φορές ούτε που νοιάζεται ο ρήτορας να συζητήσει τα άλλα αυτά σημεία. Επί παραδείγματι ο δικανικός ρήτορας μπορεί να μην αμφισβητήσει καθόλου ότι η πράξη έγινε ή ότι προκάλεσε ζημία, δεν πρόκειται όμως ποτέ να παραδεχτεί ενοχή για άδικη πράξη· αν το έκανε, δεν θα χρειαζόταν καν να γίνει δίκη. Το ίδιο και οι συμβουλευτικοί ρήτορες: για όλα τα άλλα μπορεί συχνά και να αδιαφορούν, ότι όμως δεν συμβουλεύουν χρήσιμα πράγματα (35) ή ότι αποτρέπουν από χρήσιμα πράγματα, αυτό δεν θα το δέχονταν ποτέ· συχνά δεν νοιάζονται καθόλου να αποδείξουν ότι είναι άδικο να υποδουλώνεις γειτονικούς λαούς και αυτούς που δεν σου έχουν κάνει κανένα κακό. Παρόμοια και αυτοί που επαινούν ή ψέγουν δεν εξετάζουν καθόλου αν η πράξη του τάδε ήταν ωφέλιμη γι' αυτόν ή βλαβερή· [1359a] ίσα ίσα πολλές φορές θεωρούν άξιο επαίνου το ότι, αδιαφορώντας για το προσωπικό του συμφέρον, έκανε κάτι που ήταν όμορφο· επαινούν π.χ. τον Αχιλλέα που πρόστρεξε στον φίλο του τον Πάτροκλο, μολονότι ήξερε ότι ήταν μοιραίο τότε γι' αυτόν να πεθάνει, ενώ μπορούσε να μείνει ζωντανός: (5) για τον Αχιλλέα ο θάνατος αυτού του είδους ήταν πιο ωραίος· το συμφέρον του, βέβαια, ήταν να μείνει στη ζωή.

Από αυτά που είπαμε έγινε φανερό ότι ο ρήτορας είναι ανάγκη να έχει, πρώτα πρώτα, έτοιμες τις προκείμενες προτάσεις του πάνω στα τρία αυτά σημεία. Τα τεκμήρια, τα πιθανά και οι ενδείξεις είναι οι προκείμενες προτάσεις του ρήτορα. Γενικά ο συλλογισμός βασίζεται σε προκείμενες προτάσεις, και το ενθύμημα (10) είναι ένας συλλογισμός που τον αποτελούν προκείμενες σαν αυτές που είπαμε.

Με δεδομένο τώρα ότι δεν μπορεί ούτε να έχουν γίνει στο παρελθόν ούτε να γίνουν στο μέλλον τα αδύνατα πράγματα αλλά μόνο τα δυνατά· με δεδομένο επίσης ότι αυτά που δεν έγιναν ή δεν πρόκειται να γίνουν δεν είναι δυνατό τα πρώτα να έχουν γίνει στο παρελθόν και τα δεύτερα να γίνουν στο μέλλον, υποχρεωτικά και ο συμβουλευτικός και ο δικανικός (15) και ο επιδεικτικός ρήτορας πρέπει να έχουν έτοιμες προκείμενες προτάσεις σχετικές με το δυνατό και το αδύνατο: το πράγμα μπορεί να έγινε ή δεν μπορεί να έγινε; μπορεί να γίνει ή δεν μπορεί να γίνει; Επίσης: Δεδομένου ότι όλοι οι ρήτορες, είτε επαινούν είτε ψέγουν, είτε προτρέπουν είτε αποτρέπουν, είτε κατηγορούν είτε απολογούνται, όχι μόνο προσπαθούν να αποδείξουν αυτά που είπαμε, (20) αλλά και ότι το καλό ή το κακό, το όμορφο ή το άσχημο, το δίκαιο ή το άδικο είναι μεγάλο ή μικρό ―είτε αντιμετωπίζοντας τα πράγματα καθεαυτά είτε συγκρίνοντάς τα μεταξύ τους―, είναι φανερό ότι θα πρέπει να έχουν προκείμενες προτάσεις και για το μέγεθος ή τη μικρότητα, για το μεγαλύτερο ή το μικρότερο ― φυσικά, και από τη γενική άποψη αλλά και για την κάθε επιμέρους περίπτωση· (25) π.χ. ποιο καλό, ποια άδικη ή ποια δίκαιη πράξη είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη ― το ίδιο και για τις υπόλοιπες περιπτώσεις.

Είπαμε λοιπόν ό,τι είχαμε να πούμε για τα θέματα για τα οποία ο ρήτορας είναι ανάγκη να έχει έτοιμες προκείμενες προτάσεις. Στη συνέχεια πρέπει να μιλήσουμε ξεχωριστά για το καθένα είδος ρητορικού λόγου· με τι δηλαδή ασχολούνται οι συμβουλευτικοί λόγοι, με τι οι επιδεικτικοί και, τρίτον, με τι οι λόγοι των δικαστηρίων.

Μτφρ. Η.Φ. Ηλιού. 1984. Η Ρητορική του Αριστοτέλη. Αθήνα: Κέδρος.

Υπάρχουν τρία είδη ρητορικής. Γιατί και οι ακροατές είναι τριών ειδών. Και ο ρητορικός λόγος αποτελείται πάλι από τρία στοιχεία. Από το ρήτορα, [1358b] από το θέμα του λόγου και από το ακροατήριο. Και ο τελικός σκοπός του λόγου αφορά το τρίτο τούτο στοιχείο, το ακροατήριο.

Κατ' ανάγκη ο ακροατής ή είναι θεωρός (δηλ. παρευρίσκεται απλώς κατά την εκφώνηση του λόγου ο ακροατής των πανηγυρικών λόγων) ή κριτής (αρμόδιος ν' αποφασίσει για το θέμα της αγόρευσης). Αν είναι κριτής, κρίνει για τα πράγματα που έχουν ήδη γίνει ή για κείνα που πρόκειται να γίνουν. Λόγου χάρη το μέλος μιας πολιτικής συνέλευσης θα κρίνει για όσα πρόκειται να γίνουν, (5) ενώ ο δικαστής για όσα έχουν γίνει. Ο θεωρός πάλι, αυτός που απλά παρακολουθεί έναν πανηγυρικό λόγο, κρίνει για την αξία ενός προσώπου ή ενός γεγονότος.

Αναγκαστικά λοιπόν υπάρχουν τριών ειδών λόγοι, ο πολιτικός, ο δικανικός και ο πανηγυρικός. Ο πολιτικός στόχο έχει να παροτρύνει ή ν' αποτρέψει. Αλήθεια και κείνοι που συμβουλεύουν κατ' ιδίαν ένα γνωστό τους και κείνοι που δημηγορούν μπρος στο λαό, (10) κάνουν ή το ένα ή το άλλο. Η δίκη πάλι περιέχει ή την κατηγορία, ή την υπεράσπιση. Αλήθεια, οι διάδικοι κάνουν ή το ένα ή το άλλο. Τέλος, ο πανηγυρικός περιέχει άλλοτε τον έπαινο και άλλοτε την κατάκριση.

Το καθένα από τα τρία αυτά είδη αναφέρεται σε άλλη χρονική περίοδο. Ο πολιτικός λόγος αναφέρεται στο μέλλον. Αλήθεια δίνει κανείς συμβουλές πάντοτε για κείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, (15) υποστηρίζοντας ή καταπολεμώντας μια πρόταση. Ο δικανικός λόγος αφορά το παρελθόν, γιατί πάντοτε για κείνα που ήδη έχουν πραχθεί ο ένας κατηγορεί κι ο άλλος απολογείται. Ο πανηγυρικός λόγος τέλος αναφέρεται κυρίως στην παρούσα χρονική περίοδο, γιατί ο έπαινος ή η κατάκριση αποδίδονται σε επίκαιρα γεγονότα, συχνά όμως, εκτός απ' αυτά, χρησιμοποιείται για να θυμίζει κανένας το παρελθόν ή για να διατυπώνει προβλέψεις για το μέλλον.

(20) Τέλος το καθένα απ' αυτά τα είδη έχει κι έναν ιδιαίτερο σκοπό. Λοιπόν στα τρία είδη αντιστοιχούν τρεις διαφορετικοί σκοποί. Αυτός που συμβουλεύει, εξετάζει τι συμφέρει και τι φέρνει βλάβη. Γιατί όποιος παροτρύνει, παρουσιάζει την πρότασή του σαν συμφέρουσα· και κείνος που αποτρέπει, προσπαθεί να δείξει πως είναι επιζήμια. Και μόνο επικουρικά χρησιμοποιεί και επιχειρήματα που ταιριάζουν στα δυο άλλα είδη του λόγου, (25) όπως το δίκαιο και το άδικο, η αρετή και η κακία. Στις δικαστικές υποθέσεις πάλι, οι ομιλητές αποβλέπουν στο δίκαιο ή στο άδικο. Και δω όμως πάλι επιβοηθητικά χρησιμοποιούνται επιχειρήματα που ταιριάζουν και σε άλλα είδη του λόγου.

Τα ακόλουθα αποδείχνουν ότι αλήθεια το κάθε είδος του λόγου έχει τον ιδιαίτερο σκοπό που εκθέσαμε. (30) Συμβαίνει συχνά οι ρήτορες να μη αμφισβητήσουν καθόλου μερικά σημεία ξένα προς το σκοπό τους. Μπορεί, λόγου χάρη, ο δικανικός ρήτορας να παραδεχθεί ότι το δείνα γεγονός δεν έλαβε χώραν ή ότι δεν προξένησε ζημία. Ποτέ όμως δεν θα ομολογήσει πως διέπραξε αδίκημα. Γιατί τότε δεν θα χρειαζότανε καν να γίνει δίκη. Κατά τον ίδιο τρόπο ο πολιτικός ρήτορας μπορεί να αδιαφορήσει για άλλα σημεία, (35) ποτέ όμως δεν θα παραδεχτεί πως εκείνα που συμβουλεύει δεν συμφέρουν στην πολιτεία ή ότι η πρόταση που καταπολεμεί συμφέρει. Πολλές φορές όμως καθόλου δεν φροντίζει να εξετάσει αν δεν είναι άδικο να επιχειρηθεί η υποδούλωση ενός γειτονικού λαού για τον οποίο δεν υπάρχει παράπονο. Επίσης εκείνος που εκφωνεί πανηγυρικό λόγο για να επαινέσει ή για να ψέξει, δεν εξετάζει αν εκείνος, για τον οποίο μιλάει, έκανε ωφέλιμες ή βλαβερές πράξεις. [1359a] Απεναντίας, ενώ τον επαινεί, αποδείχνει πως εξετέλεσε μιαν ωραία πράξη παραβλέποντας το προσωπικό του συμφέρον. Επαινούν, παραδείγματος χάρη, τον Αχιλλέα γιατί εκδικήθηκε το φίλο του Πάτροκλο, μόλο που γνώριζε ότι όταν το κάνει αυτό θα πεθάνει, ενώ μπορούσε να σώσει τη ζωή του. (5) Ήταν πιο ωραίο για τον Αχιλλέα να πεθάνει μ' αυτόν τον τρόπο. Το συμφέρον του όμως ήταν να διατηρήσει τη ζωή του.

Απ' όσα έχουν εκτεθεί γίνεται φανερό πως οι προτάσεις πρέπει να αφορούν αυτά τα σημεία (δηλ. το τι συμφέρει, το δίκαιο, το ωραίο). Γιατί τα τεκμήρια και οι δυνατότητες και οι ενδείξεις είναι προτάσεις καθαρά ρητορικές. Και γενικά ο συλλογισμός αποτελείται από προτάσεις, (10) και το ενθύμημα είναι συλλογισμός που αποτελείται από προτάσεις του είδους που πιο πάνω έχουμε εκθέσει.

Επειδή δεν μπορεί να έχουν γίνει ή να πρόκειται στο μέλλον να γίνουν πράγματα αδύνατα, παρά μονάχα τα δυνατά, επίσης είναι αδύνατο να έχουν (στο παρελθόν) συμβεί όσα δεν έχουν συμβεί ή να πρόκειται να συμβούν (στο μέλλον) εκείνα που αναγκαστικά δεν πρόκειται να συμβούν, πρέπει και ο πολιτικός και ο δικανικός και (15) ο πανηγυρικός ρήτορας να έχουν στη διάθεσή τους προτάσεις που να αφορούν εκείνο που είναι δυνατόν να γίνει και κείνο που είναι αδύνατον, σε τρόπο που να μπορούν να συναχθούν συμπεράσματα αν κάτι τι έχει γίνει ή όχι, πρόκειται να γίνει ή δεν πρόκειται.

Ακόμα, αφού όλοι οι ρήτορες, είτε πρόκειται για έπαινο ή για ψόγο, είτε πρόκειται για προτροπή ή για αποτροπή, είτε πρόκειται για κατηγoρία ή για υπεράσπιση, προσπαθούν όχι μόνο να αποδείξουν αυτά που έχουμε ήδη εκθέσει, αλλά ακόμα και να εξάρουν (20) ή να σμικρύνουν τη σημασία του καλού ή του κακού, του ωραίου ή του άσκημου, του δικαίου ή του άδικου (που περιέχουν όσα πράγματα έχουν αποδειχθεί), είτε τα εξετάζουν αυτά καθ' εαυτά είτε σε σύγκριση μεταξύ τους, είναι φανερό πως ο ρήτορας πρέπει να προβάλει και προτάσεις για τη μικρή ή τη μεγάλη έκταση και σημασία και από τη γενική άποψη και για το κάθε ζήτημα ιδιαίτερα. Να εξετάσει, (25) παραδείγματος χάρη, ποιο αγαθό ή ποιο αδίκημα ή ποιο δικαίωμα είναι μεγαλύτερο ή μικρότερο κ.ο.κ. [Ο μεταφραστής δε μεταφράζει τμήμα του αρχαίου κειμένου] Εκθέσαμε πιο πάνω σε ποιο σημείο πρέπει υποχρεωτικά να βασίζονται οι προτάσεις του ρήτορα. Ύστερ' απ' αυτό πρέπει να διακρίνουμε το καθένα από τα είδη του ρητορικού λόγου, δηλ. σε ποιες περιπτώσεις υπάρχει συμβουλή, ή πανηγυρικός λόγος ή, τέλος, δικαστική υπόθεση.