Μτφρ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος. 2002. Πλάτων. Πολιτεία. Εισαγωγικό σημείωμα, μετάφραση, ερμηνευτικά σημειώματα. Αθήνα: Πόλις.

Αυτή λοιπόν την εικόνα, φίλε Γλαύκων, πρέπει να την συνδέσουμε ολόκληρη με όσα λέγαμε πρωτύτερα, και να παρομοιάσουμε την περιοχή που μας εμφανίζεται διαμέσου της όρασης με τη διαμονή στο δεσμωτήριο, και το φως της φωτιάς που υπάρχει εκεί με τη δύναμη του ήλιου· κι αν παραβάλεις το ανέβασμα προς τα πάνω, και τη θέαση των πραγμάτων του επάνω κόσμου με την άνοδο της ψυχής στον νοητό τόπο, δεν θα πέσεις μακριά από τη δική μου πίστη, μια που θέλεις να την ακούσεις. Κατά πόσο αληθεύει, το ξέρει ο θεός. Σ' εμένα πάντως το πράγμα φαίνεται να έχει ως εξής. Στη σφαίρα της γνώσης γίνεται ορατή, τελευταία και με μεγάλη δυσκολία, η ιδέα του Αγαθού και, σαν γίνει ορατή, πρέπει κανείς να την συλλογιστεί ως την αιτία κάθε σωστού και ωραίου πράγματος όσον αφορά όλα τα όντα ― αυτήν η οποία στον ορατό τόπο γέννησε το φως και τον άρχοντά του, και η οποία στον νοητό τόπο είναι η ίδια αρχόντισσα που δώρησε αλήθεια και νόηση και ότι την ιδέα αυτή του Αγαθού είναι απαραίτητο να την αντικρύσει όποιος μέλλει να πράξει με φρόνηση είτε στην ιδιωτική είτε στη δημόσια σφαίρα.

Συμφωνώ, είπε, κι εγώ μαζί σου, με τον τρόπο βέβαια που μπορώ.

Έλα τότε λοιπόν, είπα εγώ, να συμφωνήσεις μαζί μου και σε τούτο, και μην παραξενεύεσαι που όσοι έφθασαν ως εκεί δεν θέλουν να καταπιάνονται με τις συνηθισμένες ασχολίες των ανθρώπων αλλά οι ψυχές τους ποθούν να μένουν εκεί στα ψηλά· κι είναι, υποθέτω, φυσικό να συμβαίνει έτσι, αν η εικόνα που αναφέραμε πρωτύτερα είναι σωστή.

Βεβαίως είναι φυσικό, είπε.

Το νομίζεις, τότε, παράξενο, είπα εγώ, αν κάποιος, ύστερ' από εκείνη τη θέαση πραγμάτων θεϊκών, μόλις έλθει σε επαφή με τις ανθρώπινες μικρότητες, φέρεται αδέξια και φαίνεται πολύ γελοίος καθώς η όρασή του είναι ακόμη ανήμπορη να δει, και προτού συνηθίσει αρκετά στη σκοτεινιά του κόσμου, αναγκαστεί να μπλέξει σε δικαστικούς αγώνες και άλλα τέτοια για τις σκιές του δικαίου ή για τα είδωλα που ρίχνουν αυτές οι σκιές και να πολεμάει με πάθος τις δοξασίες που έχουν γι' αυτά άνθρωποι, οι οποίοι την αληθινή δικαιοσύνη δεν την έχουν αντικρύσει ποτέ τους;

Δεν το νομίζω διόλου παράξενο, είπε.

Όποιος όμως έχει νου, είπα, θα αναλογιστεί ότι δύο ειδών είναι οι συγχύσεις που συμβαίνουν στα μάτια και δύο ειδών οι αιτίες στις οποίες οφείλονται, ανάλογα με το αν περνάει κανείς από το φως στο σκοτάδι ή από το σκοτάδι στο φως. Και θεωρώντας ότι ακριβώς τα ίδια συμβαίνουν και με την ψυχή, όποτε θα βλέπει κάποια ψυχή να τα 'χει χαμένα και να μην μπορεί να διακρίνει κάτι, αυτός δεν θα βάζει τα γέλια, ασυλλόγιστα, αλλά θα προσπαθεί να διαπιστώσει τι από τα δύο συμβαίνει: Είναι άραγε τυφλωμένη επειδή έχοντας έλθει από μια ζωή φωτεινότερη δεν είναι συνηθισμένη στο σκοτάδι ή, αντιθέτως, επειδή προχωράει από την περισσή αμάθεια σε μια περιοχή φωτεινότερη, κάτι πιο λαμπερό έχει πλημμυρίσει τα μάτια της με εκτυφλωτικό φως; Κι έτσι τη μια ψυχή θα την καλοτυχίσει για το πάθημά της και για τον τρόπο της ζωής της, ενώ για την άλλη θα αισθανθεί λύπη, κι αν θα 'δειχνε τη διάθεση να την περιγελάσει, το γέλιο του αυτό θα ήταν λιγότερο καταγέλαστο απ' ότι το γέλιο για εκείνη που έχει φθάσει εδώ από ψηλά, από το φως.

Πάρα πολύ μετρημένα, είπε, τα λόγια σου.

Τότε, είπα, αν τούτα 'δω είναι αληθινά, πρέπει κι εμείς να παραδεχθούμε το εξής σχετικά με αυτά: Ότι η παιδεία δεν είναι ό,τι ισχυρίζονται γι' αυτήν κάποιοι, οι οποίοι έχουν για επάγγελμά τους την εκπαίδευση. Ισχυρίζονται δηλαδή ότι μέσα στην ψυχή δεν υπάρχει γνώση κι ότι κατά κάποιον τρόπο τη γνώση την βάζουν αυτοί στην ψυχή, περίπου σαν να έβαζαν όραση σε μάτια τυφλών.

Το ισχυρίζονται πράγματι, είπε.

Απεναντίας, η τωρινή διερεύνησή μας, είπα εγώ, δείχνει αυτή τη δύναμη της γνώσης που καθένας έχει μέσα στην ψυχή του, κι επίσης το εργαλείο, με το οποίο καθένας φθάνει στη μάθηση. Όπως ακριβώς αν δεν υπήρχε άλλος τρόπος να στρέφει κανείς τα μάτια του από το σκοτάδι στο φως παρά μόνο στρέφοντας ολόκληρο το σώμα, έτσι πρέπει να στραφεί με ολόκληρη την ψυχή από την περιοχή του γίγνεσθαι προς την άλλη πλευρά, ώσπου να γίνει ικανή η ψυχή να αντέχει να αντικρύζει το ον και το πιο φωτεινό από το ον· και ισχυριζόμαστε ότι αυτό είναι το Αγαθό. Δεν είναι έτσι;

Ναι.

Επομένως η παιδεία, είπα εγώ, θα είναι η τέχνη για αυτό το πράγμα, για τη μεταστροφή της ψυχής, με ποιον τρόπο δηλαδή η μεταστροφή θα συντελεστεί όσο το δυνατόν ευκολότερα και αποτελεσματικότερα, όχι πώς θα εμφυτευθεί στο όργανο αυτό η δύναμη της όρασης, αλλά θεωρώντας δεδομένο ότι το όργανο διαθέτει αυτή τη δύναμη κι ότι απλώς δεν είναι στραμμένο στη σωστή κατεύθυνση και δεν κοιτάζει προς τα εκεί που θα έπρεπε, να μηχανευτεί η τέχνη της παιδείας έναν τρόπο ώστε αυτό να κατορθωθεί.

Έτσι φαίνεται, είπε.

Οι άλλες, τώρα, αρετές, που γενικώς χαρακτηρίζονται ως αρετές της ψυχής, φαίνεται ότι είναι κάπως κοντά στο σώμα ―γιατί στ' αλήθεια, ενώ πρωτύτερα δεν υπήρχαν στην ψυχή, ύστερα, με τον εθισμό και την άσκηση, εμφυτεύονται σ' αυτήν―, ενώ η φρόνηση κι η γνώση φαίνεται να ριζώνει σε κάτι ασυγκρίτως πιο θεϊκό που ποτέ δεν χάνει τη δύναμή του αλλά που με τη μεταστροφή γίνεται χρήσιμο και ωφέλιμο, κι άλλοτε πάλι άχρηστο και βλαβερό. Ή μήπως δεν έχεις διόλου προσέξει την ψυχή ανθρώπων, για τους οποίους λέμε ότι είναι φαύλοι αλλά πανέξυπνοι, πόσο κόβει το μάτι τους και με πόση οξυδέρκεια διακρίνουν αυτά στα οποία είναι στραμμένο το βλέμμα τους· δεν βλέπει άσχημα η ψυχή τους, είναι όμως αναγκασμένη να υπηρετεί την κακία, κι έτσι όσο καλύτερα βλέπει τόσο περισσότερα κακά απεργάζεται.

Βεβαίως, είπε.

Σ' αυτήν όμως τη φτιαξιά, είπα εγώ, αν έπαιρνε κάποιος ένα μαχαίρι κι άρχιζε από την παιδική κιόλας ηλικία να της κόβει ολόγυρα τα μέρη που συγγενεύουν με τον κόσμο του γίγνεσθαι και που με την πολυφαγία και τη λαγνεία και τις άλλες ηδονές έχουν προσκολληθεί επάνω της και σαν κομμάτια μολύβι της γυρίζουν την όψη προς τα κάτω ― αυτά που αν τα ξεφορτωνόταν, θα στρεφόταν στα αληθινά όντα και τότε η ίδια αυτή δύναμη των ίδιων ανθρώπων θα έβλεπε τα αληθινά τόσο ξεκάθαρα όσο κι αυτά στα οποία είναι τώρα στραμμένη.

Φυσικά, είπε.

Μτφρ. Ι.Ν. Γρυπάρης. χ.χ. Πλάτων. Πολιτεία. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Πρόλογος Ε. Παπανούτσος. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

Αυτή λοιπόν την εικόνα, φίλε μου Γλαύκων, πρέπει να την εφαρμόσης σ' όλα που λέγαμε πρωτύτερα και να παρομοιάσης αυτό τον κόσμο, που βλέπομε, με την δράση, με την κατοικία του δεσμωτηρίου, και την αντιλαμπή της φωτιάς μες σ' αυτήν με τη δύναμη του ήλιου· αν ακόμα δεχτής, πως εκείνος ο δεσμώτης που ανεβαίνει εδώ πάνω και βλέπει όσα βλέπει, παρασταίνει το ανέβασμα της ψυχής από τον ορατό στο νοητό κόσμο, θα είσαι μέσα σε κείνο που πιστεύω εγώ τουλάχιστο, αφού αυτό επιθυμούσες νακούσης. Κι ο θεός πια το ξέρει, αν τυχαίνη να είναι αληθινή η ιδέα μου. Οπωσδήποτε για μένα έτσι φαίνονται πως είναι αυτά: πως μέσα στο νοητό κόσμο τελευταία που παρουσιάζεται είναι η ιδέα του αγαθού, μόλις και μετά βίας ορατή· όταν όμως μια φορά τη δη κανείς, δεν μπορεί να μη συμπεράνη πως αυτή είναι γενικώς η αιτία του κάθε καλού και ωραίου, πως αυτή είναι που γέννησε και μέσα στον ορατό κόσμο το φως και τον κύριο του φωτός, και μέσα στον νοητό αυτή είναι η δέσποινα που χαρίζει την αλήθεια και το νου, και ότι σ' αυτήν πρέπει να αποβλέπη όποιος το έχει σκοπό με φρόνηση να κυβερνηθή και στον ιδιωτικό του και στο δημόσιο βίο.

Συμμερίζομαι κ' εγώ τη γνώμη σου, με τον τρόπο τουλάχιστο που μπορώ.

Έλα τώρα λοιπόν να συμμεριστής κι αυτήν ακόμα τη γνώμη και να μην παραξενεύεσαι, αν όσοι έφτασαν ως εδώ δε βρίσκουν πια ευχαρίστηση να καταγίνουνται με τις συνηθισμένες ανθρώπινες ασχολίες, αλλά αισθάνονται την ανάγκη να ζουν πάντα εκεί επάνω οι ψυχές των· και είναι φυσικό να γίνεται έτσι, αν πάλι είναι σύμφωνο κι αυτό με την εικόνα που είπαμε πριν. Είναι βέβαια φυσικό.

Τί λοιπόν; σου φαίνεται τίποτα παράξενο, αν ένας που κατεβαίνει από εκείνη τη θεϊκιά θεωρία στις ανθρώπινες αθλιότητες, δε γνωρίζει πώς να φερθή και φαίνεται φοβερά γελοίος, καθώς δεν βλέπει ακόμη καλά πριν συνηθίση οπωσδήποτε με το σκοτάδι αυτού του κόσμου, και αναγκάζεται, ή στα δικαστήρια ή όπου αλλού, να υποστηρίξη την ιδέα του για τις σκιές του δικαίου και για τα είδωλα που παρασταίνουν οι σκιές και να πολεμά τις δοξασίες που έχουν για τη δικαιοσύνη όπου ποτέ του ποτέ δεν την είδαν;

Μα καθόλου βέβαια παράξενο.

Αλλ' αν έχη κανείς νου, θα μπορούσε να θυμηθή, πως είναι δυο ειδών και από δυο αφορμές προέρχεται η διατάραξη της δράσης: όταν μεταβαίνη κανείς από το σκοτάδι στο φως, και όταν από το φως στο σκοτάδι. Το ίδιο λοιπόν πρέπει να παραδεχτή πως γίνεται και με την ψυχή και όταν δη καμιά να τα χάνη και να μη μπορή να διακρίνη κάτι καθαρά, να μη γελά χωρίς λόγο, αλλά να εξετάζη τι από τα δυο συμβαίνει, τάχα επειδή ήρθε από φωτεινότερη ζωή έχουν σκοτισθή τα μάτια της που δεν ήταν συνηθισμένα στο σκοτάδι, ή μήπως, αμάθητη στο περισσότερο, έφτασε σε πολύ δυνατώτερο φως και έχουν γεμίσει τα μάτια της από ζωηρότερη φεγγοβολή; Και τότε βέβαια τη μια θα τη μακαρίση για το πάθημά της και τη ζωή της και την άλλη θα την ελεεινολογήση, κι αν είχε τη διάθεση να γελά μαζί της, το γέλοιο του θα ήταν λιγώτερο καταγέλαστο, παρά αν γελούσε με την ψυχή που έχει φτάσει από το επάνω εκεί φως.

Πολύ λογικά τα λες.

Πρέπει λοιπόν, αν είν' αυτά αληθινά, να παραδεχτούμε πως η παιδεία δεν είναι τέτοια όπως την λένε πως είναι μερικοί που την έχουν επάγγελμα τους. Γιατί ισχυρίζονται πως επιστήμη δεν υπάρχει μέσα στην ψυχή, αλλά αυτοί την βάζουν, όπως σαν να βάζουν σε τυφλούς την όραση.

Αυτό πραγματικώς λένε.

Ενώ ο δικός μας τώρα ο λόγος θέλει να πη, πως ο καθένας έχει μέσα στην ψυχή του τη δύναμη να μαθαίνη και το κατάλληλο για τη μάθηση όργανο· και όπως, αν δεν ήταν δυνατό να γίνη διαφορετικά, θα έπρεπε να στρέφη κανείς το μάτι του με όλο μαζί το σώμα του από το σκοτεινό στο φωτεινό, έτσι πρέπει να στρέφη γύρω κι αυτή τη δύναμη και το όργανό της με όλη μαζί την ψυχή του από εκείνο που γίνεται προς το καθαυτό ον, ώσπου να κατορθώση επί τέλους να ατενίζη, χωρίς να υποφέρη, το φωτεινότατο του όντος, που εμείς λέμε πως αυτό είναι το αγαθό· δεν είν' έτσι;

Ναι.

Αυτής λοιπόν της περιστροφής θα ήταν τέχνη η παιδεία, με ποιο τρόπο να καταφέρη να μεταστραφή όσο μπορεί ευκολώτερα και ωφελιμώτερα η ψυχή, όχι για να της βάλη κανείς μέσα της τη δύναμη να βλέπη, γιατί αυτή την έχει, άλλα για να διορθώση την κατεύθυνσή της, που δεν είναι σωστά στραμμένη ούτε βλέπει εκεί που έπρεπε.

Έτσι φαίνεται.

Οι άλλες λοιπόν αρετές που λένε της ψυχής φαίνεται να είναι επάνω κάτω όχι πολύ διαφορετικές από του σώματος· γιατί, ενώ πραγματικώς δεν υπάρχουν από μιας αρχής, τις αποκτά κανείς ύστερα με το συνηθισμό και με την άσκηση· ενώ η αρετή της φρόνησης φαίνεται πως έχει κάποια θεϊκώτερη απ' όλα τ' άλλα φύση, που ποτέ δε χάνει τη δύναμή της και που αναλόγως της περιαγωγής της άλλοτε γίνεται ωφέλιμη και χρήσιμη και άλλοτε απεναντίας άχρηστη και βλαβερή. Ή δεν έχεις προσέξει ακόμα, αυτών των ανθρώπων, που τους λένε πονηρούς μα και έξυπνους μαζί, με πόσο διαπεραστική ματιά η μικρή τους η ψυχή και με τι φωτιά μάτι βλέπει όσα την ενδιαφέρουν, γιατί δεν έχει αδύνατη όραση, μα επειδή είναι αναγκασμένη να υπηρετή την κακία τους, όσο μεγαλύτερη είναι η οξυδέρκειά τους τόσο και μεγαλύτερο κακό κάνουν;

Βέβαια το 'χω παρατηρήσει.

Av όμως στις τέτοιες φύσεις, ευθύς από την παιδική τους ηλικία ήθελε κανείς κόψει σύριζα τις έμφυτες από γενετής κακίες των, που σαν τα μολυβένια βαρίδια των διχτυών, είναι πια κολλημένες επάνω τους και με τις πολυφαγίες και τις παρόμοιες απολαύσεις και καταχρήσεις τραβούν προς τα κάτω την όραση της ψυχής· αν, λέγω, ήθελαν απαλλαχθή απ' όλ' αυτά και στραφή προς τα αληθινά, θα τα 'βλεπαν βέβαια κι αυτά με την ίδια οξυδέρκεια, όπως και τώρα εκείνα που τους ενδιαφέρουν.

Πολύ φυσικά.