Μτφρ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος. 2002. Πλάτων. Πολιτεία. Εισαγωγικό σημείωμα, μετάφραση, ερμηνευτικά σημειώματα. Αθήνα: Πόλις.

Τότε λοιπόν, είπε, πως είναι σωστό ότι δεν πρόκειται να έχουν τελειωμό οι συμφορές στις πολιτείες προτού να κυβερνήσουν σ' αυτές οι φιλόσοφοι, αυτοί που εμείς παραδεχόμαστε ότι είναι άχρηστοι για τις πολιτείες τους;

Θέτεις, του είπα εγώ, ένα ερώτημα που χρειάζεται να απαντηθεί με μια παραβολή.

Εσύ όμως, έχω την εντύπωση, δεν συνηθίζεις να μιλάς με παραβολές.

Μπράβο σου, είπα· με έμπλεξες σε ένα ζήτημα τόσο δύσκολο να βρεις μια απόδειξη και μου κάνεις από πάνω και πλάκα; Άκου, τότε, την παραβολή για να δεις ακόμη καλύτερα πόσο αδέξιος είμαι σ' αυτό. Είναι, βλέπεις, τόσο φοβερό αυτό που έχουν πάθει εκείνοι οι εξαιρετικοί άνθρωποι στη σχέση τους με τις πόλεις τους, ώστε το πάθημα τους να μην έχει το όμοιό του αλλά να πρέπει κανείς, για να το περιγράψει και για να τους υπερασπιστεί κι αυτούς, να μαζέψει στοιχεία από πολλές πλευρές, όπως κάνουν οι ζωγράφοι όταν ζωγραφίζουν τραγελάφους και άλλα παρόμοια συνδυάζοντας διάφορες μορφές. Βάλε έτσι με το νου σου ότι επάνω σε κάποιο πλοίο ή και σε πολλά πλοία συμβαίνει κάτι σαν και τούτο: Ένας καραβοκύρης πιο σωματώδης και πιο χεροδύναμος απ' όσο όλοι μαζί οι άλλοι, όσοι είναι πάνω στο καράβι, κάπως βαράκουος αλλά και με ελαττωματική όραση, επίσης με ανάλογα ελλιπείς γνώσεις γύρω από τη ναυτική τέχνη, και ναύτες που τσακώνονται μεταξύ τους ποιος θα πάρει στα χέρια του το τιμόνι, με τον καθένα τους να νομίζει ότι πρέπει αυτός να γίνει κυβερνήτης, παρόλο ότι ποτέ του δεν έμαθε την τέχνη αυτή ούτε κι είναι σε θέση να πει ποιον είχε δάσκαλο ούτε να προσδιορίσει το χρόνο της μαθητείας του, και επιπλέον να ισχυρίζονται ότι η ναυτική τέχνη δεν είναι κάτι που μπορεί κανείς να το διδαχθεί, έτοιμοι να κατασπαράξουν όποιον υποστηρίζει το αντίθετο· κι όλους αυτούς να συνωστίζονται διαρκώς γύρω από τον καραβοκύρη και να κάνουν τα πάντα για να τους δώσει το τιμόνι, και άμα καμιά φορά δεν τον πείσουν οι ίδιοι αλλά κάποιοι άλλοι, τότε τους άλλους αυτούς ή να τους σκοτώνουν ή να τους πετάνε στη θάλασσα· κι εκείνο τον προκομμένο τον καραβοκύρη αφού τον εξουδετερώσουν δίνοντάς του υπνωτικό ή κρασί μπόλικο ή κάτι άλλο, να τον δένουν έπειτα χεροπόδαρα και να αναλαμβάνουν οι ίδιοι να κυβερνήσουν το καράβι και να διαχειριστούν ό,τι υπάρχει επάνω σ' αυτό. Τότε πια πίνοντας και γλεντώντας, όπως είναι φυσικό για τέτοιους ανθρώπους, συνεχίζουν το ταξίδι και, σαν να μην έφθανε αυτό, επαινούν και χαρακτηρίζουν άξιο ναυτικό και κυβερνήτη και γνώστη του πλοίου οποιονδήποτε θα είναι σε θέση να τους βοηθήσει αποτελεσματικά να πάρουν στα χέρια τους το καράβι πείθοντας τον καραβοκύρη ή ασκώντας βία επάνω του, ενώ απεναντίας όποιον δεν είναι τέτοιος τον κατακρίνουν ως άχρηστο· και δεν έχουν ιδέα πώς είναι ο αληθινός κυβερνήτης, ότι χρειάζεται να έχει στραμμένο το νου του στις εναλλαγές του χρόνου, των εποχών, του ουρανού, των άστρων, των ανέμων και σε όλα όσα σχετίζονται με τη ναυτική τέχνη, αν πρόκειται στ' αλήθεια να είναι κυβερνήτης πλοίου. Δεν το πιστεύουν ότι είναι δυνατόν να σπουδάσει κανείς και να μάθει πώς να κυβερνάει ένα καράβι, άσχετα αν το θέλουν κάποιοι ή αν δεν το θέλουν, και με αυτό δεν πιστεύουν ότι είναι δυνατόν να μάθει κανείς την κυβερνητική τέχνη. Καθώς λοιπόν τέτοια πράγματα γίνονται στα πλοία, δεν νομίζεις ότι για τον αληθινό κυβερνήτη θα πουν τα πληρώματα των πλοίων, στα οποία επικρατούν τέτοιες καταστάσεις, ότι χαζεύει τα άστρα και φλυαρεί κι ότι τους είναι άχρηστος;

Ναι, ασφαλώς, είπε ο Αδείμαντος.

Δεν φαντάζομαι λοιπόν ότι θα χρειαστεί να εξετάσεις εξονυχιστικά την παραβολή αυτή για να διαπιστώσεις ότι απεικονίζει τις διαθέσεις που έχουν οι πόλεις απέναντι στους αληθινούς φιλοσόφους αλλά αντιλαμβάνεσαι, πιστεύω, τι εννοώ.

Και πολύ μάλιστα, είπε.

Εξήγησε, τότε, πρώτα–πρώτα σε εκείνον ο οποίος απορεί που οι φιλόσοφοι δεν έχουν στις πόλεις εκτίμηση, και προσπάθησε να τον πείσεις ότι θα ήταν πολύ μεγαλύτερης απορίας άξιο αν θα είχαν εκτίμηση.

Ναι, θα του το εξηγήσω, είπε.

Κι ότι είναι σωστό αυτό που λες, ότι για τον πολύ κόσμο οι πιο αξιόλογοι απ' όσους ασχολούνται με τη φιλοσοφία είναι άχρηστοι· γι' αυτήν όμως την αχρηστία πες του ότι υπεύθυνους πρέπει να θεωρεί εκείνους οι οποίοι αφήνουν τους φιλοσόφους αχρησιμοποίητους κι όχι τους ίδιους τους άξιους φιλοσόφους. Γιατί είναι αφύσικο ο κυβερνήτης να παρακαλεί τους ναύτες να τον κάνουν αρχηγό τους κι οι σοφοί να πηγαίνουν να χτυπούν τις πόρτες των πλουσίων· κι εκείνος που είπε αυτή την εξυπνάδα δεν ήξερε τι έλεγε, αφού από τη φύση των πραγμάτων το σωστό είναι ότι κατανάγκην ο άρρωστος ―είτε για πλούσιο πρόκειται είτε για φτωχό― θα πάει ο ίδιος να χτυπήσει τις πόρτες των γιατρών, και παρομοίως όποιος χρειάζεται να κυβερνηθεί θα χτυπήσει ο ίδιος τις πόρτες εκείνου που έχει τη δύναμη να είναι κυβερνήτης κι όχι να παρακαλάει ο κυβερνήτης τους κυβερνώμενους να κάτσουν να τους κυβερνήσει ― και μιλάμε βέβαια για έναν κυβερνήτη από τον όποιο θα μπορούσε στ' αλήθεια να προκύψει κάποιο όφελος. Δεν θα 'χες, έτσι, άδικο να παρομοιάσεις τους τωρινούς άρχοντες της πολιτικής με τους ναύτες για τους οποίους μιλούσαμε μόλις πριν, κι εκείνους τους άλλους, που τούτοι εδώ τους χαρακτηρίζουν άχρηστους και λένε γι' αυτούς ότι χαζεύουν τα άστρα, να τους παρομοιάσεις με τους αληθινούς κυβερνήτες.

Πάρα πολύ σωστά, είπε.

Για αυτούς λοιπόν τους λόγους και υπό αυτές τις συνθήκες δεν είναι εύκολο να έχουν εκτίμηση για το καλύτερο απ' όλα τα επαγγέλματα αυτοί, οι οποίοι επαγγέλλονται τα εντελώς αντίθετα· ωστόσο η κατά πολύ μεγαλύτερη και καταλυτικότερη δυσφήμηση της φιλοσοφίας προκαλείται εξαιτίας εκείνων που ισχυρίζονται ότι ασχολούνται με αυτήν, εκείνων ακριβώς, τους οποίους, όπως υποστηρίζεις, ένας κατήγορος της φιλοσοφίας τους χαρακτηρίζει, τους περισσότερους από αυτούς, ως τρισάθλιους και τους σχετικά καλύτερους ως άχρηστους ― κάτι που εγώ συμφώνησα ότι το λες σωστά. Έτσι δεν είναι;

Ναι.

Εξηγήσαμε λοιπόν για ποιο λόγο οι καλοί φιλόσοφοι είναι άχρηστοι;

Βεβαίως.

Μτφρ. Ι.Ν. Γρυπάρης. χ.χ. Πλάτων. Πολιτεία. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Πρόλογος Ε. Παπανούτσος. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

Πώς λοιπόν είναι σωστό να υποστηρίζης, πως δε θ' απαλλαχτούν πριν από την κακή κατάντια τους οι πολιτείες, παρ' αφού πάρουν στα χέρια τους την εξουσία οι φιλόσοφοι, που παραδεχόμαστε πως είναι ολότελα άχρηστοι γι' αυτές;

Μου κάνεις μια ερώτηση, που έχει ανάγκη να σου απαντήσω με μια παραβολή.

Μα εσύ, νομίζω, δε συνηθίζεις να μιλάς με παραβολές.

Πολύ καλά· με κοροϊδεύεις, βλέπω, τώρα, αφού μ' έρριξες μες σ' ένα τόσο δυσκολοαπόδεικτο ζήτημα· άκουσε οπωσδήποτε την παρομοίωση μου, για να δης ακόμα καλύτερα πόσο λίγο επιδέξιος είμαι σ' αυτό το είδος. Αυτό, λέγω. που παθαίνουν οι ξεχωριστοί εκείνοι άνθρωποι από τις πόλεις των είναι τόσο βαρύ, που δεν υπάρχει κανένα άλλο πάθημα να το συγκρίνης και για να δώση την εικόνα του ένας που θα αναλάβη και την απολογία τους, πρέπει να την συνθέση από πολλά πράγματα, όπως κάνουν οι ζωγράφοι που ζωγραφίζουν τους τραγελάφους και τα παρόμοια. Φαντάσου λοιπόν το ίδιο να γίνεται με ένα ή με περισσότερα πλοία: ο καραβοκύρης πρώτα να είναι πιο σωματώδης και πιο δυνατός απ' όλους που είναι μες στο καράβι, μα να είναι μαζί και κάπως κουφός, να μη βλέπη και πολύ καλά και να μη καταλαβαίνη και πάρα πολλά πράματα από τη ναυτική τέχνη· οι ναύτες να μαλώνουν μεταξύ τους για την κυβέρνηση του πλοίου και να έχη ο καθένας την αξίωση να την πάρη αυτός απάνω του, χωρίς ποτέ του να έχη μάθει την τέχνη, κι ούτε να μπορή να πη μήτε με ποιο δάσκαλο μήτε ποιον καιρό την έμαθε, αλλά μάλιστα και να υποστηρίζη πως αυτό δεν είναι πράγμα που διδάσκεται, κι αν κανείς λέη το εναντίον, να είναι έτοιμοι να τον κομματιάσουν· φαντάσου τους ακόμα να κρέμουνται όλοι τους απάνω στον καραβοκύρη και να τον παρακαλούν και να κάνουν το παν για να τους δώση στο χέρι το τιμόνι, κι αν δεν το επιτύχουν και προτιμηθούν άλλοι, να τους σκοτώνουν και να τους ρίχτουν στη θάλασσα, έπειτα να μεθύσουν τον καλό μας τον καραβοκύρη ή να τον ποτίσουν με κανένα ναρκωτικό, ή να τον ξεφορτωθούν με όποιον άλλο τρόπο, και τότε πια να γίνουν αυτοί κύριοι του καραβιού, να ριχτούν στις προμήθειές του και να το στρώσουν στο φαγοπότι και στο γλέντι, ενώ το καράβι θα πηγαίνη όπως φαντάζεται πια κανείς πως θα πηγαίνη· κ' εκτός απ' αυτά, να επαινούν και να ονομάζουν άξιο ναυτικό και κυβερνήτη και έμπειρο σ' όλα τα ζητήματα της τέχνης εκείνον που τα καταφέρνει μια χαρά να τους βοηθήση να πάρουν με το καλό ή με το κακό τη διοίκηση από τα χέρια του καραβοκύρη, ενώ κάθε άλλον που δεν είναι τέτοιος, τον κατηγορούν γι' άχρηστο, χωρίς να είναι σε θέση να καταλάβουν πως ο αληθινός κυβερνήτης πρέπει να το 'χη δουλειά του να ξέρη τα γυρίσματα της χρονιάς, τις ώρες και τις εποχές, τον ουρανό, τ' άστρα, τους ανέμους και ό,τι άλλο σχετίζεται με την τέχνη, αν πρόκειται να είναι στ' αλήθεια κυβερνήτης του καραβιού· πως όμως θα το κυβερνήση, είτε θέλουν είτε δεν θέλουν μερικοί από το πλήρωμα, αυτό νομίζουν πως δεν χρειάζεται καμιά ιδιαίτερη μάθηση ή τέχνη που να μπορή να την αποκτήση κανείς εκτός από την καθαυτό κυβερνητική· σ' ένα λοιπόν καράβι που συμβαίνουν όλ' αυτά, και βρίσκονται σ' αυτή την κατάσταση τα πληρώματα, ποιαν ιδέα νομίζεις πως θα είχαν οι ναύτες για έναν αληθινό κυβερνήτη; δε θα τον ωνόμαζαν πραγματικά μωρολόγο άνθρωπο και μετεωροσκόπο και άχρηστο γι' αυτούς;

Βεβαιότατα, είπε ο Αδείμαντος.

Δεν πιστεύω λοιπόν πως είναι ανάγκη να επιμείνω περισσότερο στην παρομοίωσή μου, για να δης πως μοιάζει απαράλλαχτα με τη διάθεση που έχουν οι πόλεις απέναντι στους αληθινούς φιλοσόφους, γιατί και μόνος σου καταλαβαίνεις βέβαια αυτό που θέλω να πω.

Και πολύ μάλιστα.

Εξήγησε λοιπόν πρώτα αυτή την παρομοίωση σε κείνον που παραξενεύεται γιατί δεν έχουν καμιά υπόληψη οι φιλόσοφοι μέσα στις πολιτείες και προσπάθησε να τον πείσης, πως θα ήταν πολύ πιο παράξενο αν τους είχαν σε τιμή.

Μάλιστα, θα το κάμω.

Και πως έχει λοιπόν δίκιο να λέη, πως είναι άχρηστοι για τους πολλούς αυτοί που πραγματικά ξεχωρίζουν ανάμεσα στους φιλοσόφους· μπάσε τους όμως και μες στο κεφάλι τους πως υπεύθυνοι για την αχρηστία τους δεν είναι οι ξεχωριστοί αυτοί φιλόσοφοι, αλλά εκείνοι που δεν τους χρησιμοποιούν. Γιατί δεν είναι πράγμα φυσικό να παρακαλή ο κυβερνήτης τους ναύτες να τον κάμουν αρχηγό τους, ούτε οι σοφοί να πηγαίνουν στις πόρτες των πλουσίων να τους παρακαλούν· είναι γελασμένος εκείνος που το είπε αυτό το αστείο, ενώ η αλήθεια είναι, είτε πλούσιος είτε φτωχός αρρωστήση, αυτός να πηγαίνη στους γιατρούς, και όσοι έχουν ανάγκη από έναν άλλο για να κυβερνηθούν, να πηγαίνουν στους ικανούς να κυβερνήσουν και όχι ο άρχοντας, που αληθινά αξίζει αυτό το όνομα, να παρακαλή τους άλλους να δεχτούν να τους διοικήση. Όπως όμως είναι τώρα τα πράματα, δε θα γελαστής αν παρομοιάσης τους σημερινούς πολιτικούς άρχοντες με τους ναύτες που λέγαμε κι αυτούς που τους έλεγαν φλύαρους, μετεωροσκόπους και άχρηστους, με αληθινούς κυβερνήτες.

Πολύ σωστά.

Μέσα λοιπόν σε μια τέτοια κατάσταση και μέσα σε τέτοιους ανθρώπους καθόλου εύκολο δεν είναι να έχη καμιά πέραση το καλύτερο επάγγελμα από μέρους εκείνων που ακολουθούν όλως διόλου αντίθετο δρόμο· κι οι μεγαλύτερες και χειρότερες συκοφαντίες που ακούει η φιλοσοφία, τις χρωστά σε κείνους που λένε πως έχουν τάχα επάγγελμα τους τη φιλοσοφία και που δίνουν αφορμή σε κείνον τον κατήγορό της να λέη πως οι περισσότεροι που καταγίνονται μ' αυτήν είναι πανάθλιοι, και οι καλύτεροι μεταξύ τους άχρηστοι, πράγμα που κ' εγώ συμφώνησα μαζί σου να το παραδεχτώ. Ή όχι;

Μάλιστα.

Δεν αναπτύξαμε λοιπόν την αιτία της αχρηστίας των αληθινών φιλοσόφων;

Και πολύ αρκετά.