Μτφρ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος. 2002. Πλάτων. Πολιτεία. Εισαγωγικό σημείωμα, μετάφραση, ερμηνευτικά σημειώματα. Αθήνα: Πόλις.

Συνεπώς σε ό,τι αφορά τους ανθρώπους θα συμφωνήσουμε ότι τέτοιου είδους λόγοι πρέπει να λέγονται αφού πρώτα βρούμε τι είδους πράγμα είναι η δικαιοσύνη, και ότι η δικαιοσύνη είναι ωφέλιμη για όποιον την έχει, αδιάφορο αν ο ίδιος θεωρείται δίκαιος ή όχι·σωστά;

Σωστότατα, είπε.

Σχετικά λοιπόν με το περιεχόμενο των λόγων ας βάλουμε εδώ τελεία. Μετά από αυτό όμως πρέπει κατά τη γνώμη μου να εξετάσουμε με ποιον τρόπο θα το λέμε, και έτσι θα έχουμε ολοκληρώσει την εξέταση για το τι πρέπει να λέγεται και με ποιον τρόπο.

Δεν καταλαβαίνω, είπε ο Αδείμαντος, τι θέλεις να πεις τώρα.

Πρέπει όμως, είπα· ίσως θα το καταλάβεις αν το διατυπώσω έτσι. Άραγε όλα όσα λένε οι μυθοπλάστες και οι ποιητές δεν αποτελούν μιαν αφήγηση για πράγματα που είτε έχουν γίνει στο παρελθόν είτε συμβαίνουν τώρα είτε πρόκειται να συμβούν στο μέλλον;

Τι άλλο θα μπορούσε να ήταν;

Κι αυτή την αφήγηση δεν την ξεδιπλώνουν είτε με μια σκέτη διήγηση είτε διαμέσου μιας μίμησης είτε και με τα δύο αυτά;

Και αυτό, είπε, χρειάζεται να μου το δώσεις να το καταλάβω καλύτερα.

Φαίνεται, είπα, είμαι αστείος δάσκαλος και δεν γίνομαι σαφής· όπως κάνουν λοιπόν κι εκείνοι που δεν έχουν ευχέρεια στο να εκφράζονται, δεν θα το πω αφηρημένα αλλά θα ξεχωρίσω κάτι συγκεκριμένο και θα προσπαθήσω να σου εξηγήσω τι θέλω να πω με βάση αυτό το παράδειγμα. Για πες μου. Ξέρεις τους πρώτους στίχους της Ιλιάδας, εκεί όπου σύμφωνα με τον ποιητή ο Χρύσης παρακαλεί τον Αγαμέμνονα να αφήσει ελεύθερη τη θυγατέρα του κι εκείνος γίνεται έξω φρενών και τότε ο Χρύσης, επειδή η παράκλησή του δεν βρίσκει ανταπόκριση, καταριέται τους Αχαιούς;

Ναι, τους ξέρω.

Ξέρεις λοιπόν ότι ίσαμε τους στίχους αυτούς

«και πρόσπεφτε μπρος στους Αργίτες όλους
ξεχωριστά στους δυο πολέμαρχους υγιούς του Ατρέα γυρνώντας»

μιλάει ο ίδιος ο ποιητής και δεν επιχειρεί να μας κάνει να νομίσουμε ότι κάποιος άλλος είναι που μιλάει και όχι αυτός· τα απο 'κει κι έπειτα όμως τα λέει σαν ο ίδιος ο ποιητής να ήταν ο Χρύσης και προσπαθεί με κάθε τρόπο να μας κάνει να πιστέψουμε ότι αυτός που μιλάει δεν είναι ο Όμηρος αλλά ο ιερέας, ένας γέροντας. Και έτσι έχει ιστορήσει όλη σχεδόν την άλλη διήγηση, όσα έγιναν στο Ίλιο και όσα στην Ιθάκη και σε όλη την Οδύσσεια.

Ακριβώς έτσι, είπε.

Επομένως πρόκειται για διήγηση και όταν παρουσιάζει τις διαφορετικές κάθε φορά ρήσεις των άλλων και όταν παρουσιάζει τα ενδιάμεσα αφηγηματικά μέρη· έτσι δεν είναι;

Φυσικά.

Όταν όμως αναφέρει μια φράση σαν να ήταν κάποιος άλλος, άραγε δεν πρέπει να πούμε ότι τότε εξομοιώνει τον τρόπο της έκφρασής του με την έκφραση εκείνου τον οποίο έχει κάθε φορά προαναγγείλει ως ομιλητή;

Να το πούμε, βεβαίως.

Η εξομοίωση του, τώρα, αυτή με κάποιον άλλο, είτε ως προς τη φωνή είτε ως προς το παρουσιαστικό, δεν αποτελεί μίμηση εκείνου με τον οποίο εξομοιώνει τον εαυτό του;

Ασφαλώς.

Σ' αυτές τις περιπτώσεις, καθώς φαίνεται, και ο Όμηρος και οι άλλοι ποιητές ανιστορούν κάτι διαμέσου μιας μίμησης.

Βεβαιότατα.

Αν ο ποιητής δεν επιχειρεί σε κανένα σημείο να κρύψει τον εαυτό του, ολόκληρο το ποίημα και η αφήγηση θα είναι χωρίς μίμηση. Και για να μην πεις πως πάλι δεν καταλαβαίνεις, θα σου εξηγήσω εγώ σαν τι θα ήταν αυτό. Αν δηλαδή ο Όμηρος λέγοντας ότι ήλθε ο Χρύσης με λύτρα για την κόρη του, για να παρακαλέσει τους Αχαιούς και κυρίως τους βασιλιάδες, αμέσως μετά δεν μιλούσε σαν να είχε μεταμορφωθεί σε Χρύση αλλά εξακολουθούσε να μιλάει ως Όμηρος, αντιλαμβάνεσαι ότι αυτό δεν θα ήταν μίμηση αλλά σκέτη διήγηση. Κι αυτή θα ήταν κάπως έτσι· θα το εκφράσω χωρίς μέτρο, δεν είμαι βλέπεις, ποιητής: Σαν ήλθε ο ιερέας τους ευχήθηκε να δώσουν οι θεοί να κυριέψουνε οι Αχαιοί την Τροία και να γυρίσουν σώοι, αλλά τη θυγατέρα του να του την αφήσουν ελεύθερη, αφού δεχθούν λύτρα, δείχνοντας έτσι σεβασμό για τους θεούς. Μόλις τα είπε αυτά, οι άλλοι ντράπηκαν και έδωσαν τη συγκατάθεσή τους, ο Αγαμέμνονας όμως αγρίεψε και τον πρόσταξε να φύγει αμέσως και να μην ξανάρθει, διαφορετικά ακόμη και το ραβδί και τα στεφάνια του θεού δεν θα του ήταν αρκετά να τον προστατέψουν· όσο για τη θυγατέρα του, πρώτα, είπε, θα γεράσει μαζί του στο Άργος κι υστέρα θα ξεσκλαβωθεί· και τον πρόσταξε να φύγει και να μην τον εξοργίζει, αν ήθελε να φτάσει σώος στο σπίτι του. Σαν τ' άκουσε αυτά ο γέροντας τρόμαξε κι έφυγε δίχως να βγάλει μιλιά, όταν όμως απομακρύνθηκε από το στρατόπεδο, παρακάλεσε με θέρμη τον Απόλλωνα, αποκαλώντας τον με όλα τα παρωνύμια του κι, υπενθυμίζοντας και ζητώντας απ' αυτόν ανταμοιβή για οποιαδήποτε δωρεά του είχε κάνει ως τότε είτε χτίζοντας ναούς για χάρη του είτε θυσιάζοντας ιερά σφάγια. Γι' αυτά όλα παρακαλούσε τώρα το θεό να κάνει με τα βέλη του τους Αχαιούς να πληρώσουν για τα δάκρυα που εξαιτίας τους έχυσε. Έτσι, είπα, φίλε μου, φτιάχνεται μια απλή αφήγηση χωρίς μίμηση.

Μτφρ. Ι.Ν. Γρυπάρης. χ.χ. Πλάτων. Πολιτεία. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Πρόλογος Ε. Παπανούτσος. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

Λοιπόν τότε μονάχα θα συμφωνήσωμε, πως αυτά πρέπει να παραδεχώμαστε για τους ανθρώπους, αφού πρώτα βρούμε ποια είναι η ουσία της δικαιοσύνης και ότι αφ' εαυτού της είναι ωφέλιμη για κείνον που την έχει, είτε τον παραδέχουνται οι άλλοι πως είναι δίκαιος, είτε όχι.

Πολύ σωστά.

Τέλειωσε λοιπόν το ζήτημα για τους λόγους· και τώρα πρέπει, νομίζω, να εξετάσωμε και για τον τρόπο που πρέπει να τους λέμε, κ' έτσι θα 'χωμε πραγματευθή κατά βάθος και τι πρέπει να λέμε και πώς πρέπει να τα λέμε. Δεν το κατάλαβα αυτό που θέλεις να πης τώρα, είπε ο Αδείμαντος.

Μα όμως πρέπει, του είπα εγώ· μα ίσως έτσι θα το καταλάβης καλύτερα. Όλα όσα λέγουν οι ποιηταί και οι μυθολόγοι δεν είναι διήγηση για πράγματα, που είτε έχουν γίνει, είτε γίνονται τώρα, είτε που θα γίνουν;

Τι άλλο βέβαια;

Δε μεταχειρίζονται λοιπόν γι' αυτό τους το σκοπό είτε την απλή διήγηση, είτε εκείνη που γίνεται με τη μίμηση, είτε και τους δυο αυτούς τρόπους μαζί;

Κι αυτό έχω ανάγκη ακόμα να μου δώσης να το καταλάβω καλύτερα.

Αστείος δάσκαλος φαίνεται πως είμαι και όχι πολύ μεταδοτικός· ας κάμω λοιπόν όπως εκείνοι που δεν έχουν μεγάλη ευκολία να εκφράζωνται· θα χαρίσω ένα μέρος από το όλο και μ' αυτό θα προσπαθήσω να σου δώσω να καταλάβης τι θέλω να πω. Λέγε μου λοιπόν σε παρακαλώ, ξέρεις τους πρώτους στίχους της Ιλιάδος, όπου διηγείται ο ποιητής πως ο Χρύσης ικετεύει τον Αγαμέμνονα να του δώση πίσω με λύτρα τη θυγατέρα του, πως εκείνος θυμώνει και τον διώχνει, και τότε ξορκίζει τον Απόλλωνα να στρέψη την οργή του πάνω στους Αχαιούς, που αρνήθηκαν να του επιστρέψουν την κόρη του;

Τους γνωρίζω βέβαια.

Ξέρεις λοιπόν πως ως τους στίχους αυτούς

Κι όλους τους Αχαιούς παρακαλούσε μα ξέχωρα τους δυο τους γυιους του Ατρέα τους στρατηλάτες

τα διηγείται ο ίδιος ο ποιητής και ούτε ζητά να μας στρέψη αλλού το νου, ότι είναι άλλος που τα διηγείται και όχι αυτός ο ποιητής· τα παρακάτω όμως τα λέει σαν να ήταν ο ίδιος ο Χρύσης και προσπαθεί με κάθε τρόπο να μας κάνη να φανταζώμαστε, πως δεν είναι ο Όμηρος που τα λέει, αλλά κείνος ο γέροντας, ο ιερέας· και σ' όλη την άλλη γενικά την ποίηση του το ίδιο σχεδόν κάνει, όταν διηγήται για τα παθήματα στο Ίλιον και στην Ιθάκη και σε ολάκερη την Οδύσσεια.

Πραγματικώς.

Δεν είναι λοιπόν διήγηση και όταν ο ίδιος λέη εκείνα που μιλούν οι άλλοι κάθε φορά και όταν διηγήται όσα γίνουνται στο μεταξύ;

Πως όχι;

Μα όταν αναφέρη κανένα λόγο, σαν να ήταν κάποιος άλλος που τον λέει, δεν παραδέχεσαι πως προσπαθεί τότε να κάμη όσο μπορεί όμοια τα λεγόμενά του με τα λόγια του κάθε προσώπου, που μας παρουσιάζει για να μιλήση;

Το παραδέχομαι, πώς όχι;

Όταν λοιπόν κανείς κάνη όμοιο τον εαυτό του με κάποιον άλλο, είτε στη φωνή, είτε στο παρουσιαστικό, δε λέμε πως τον μιμείται εκείνον;

Βεβαιότατα.

Στην περίσταση λοιπόν αυτή και ο Όμηρος και οι άλλοι ποιηταί κάνουν διήγηση μιμητική, να πούμε.

Τι άλλο βέβαια;

Αν όμως δεν ήθελε κρύψει πουθενά τον εαυτό του ο ποιητής, τότε όλη του η ποίηση και η διήγηση θα ήταν καμωμένη χωρίς μίμηση. Και για να μην πης πάλι πως δεν καταλαβαίνεις, με τι τρόπο θα γίνονταν αυτό, εγώ θα σου το εξηγήσω. Αν δηλαδή ο Όμηρος, αφού είπε πως ήρθε ο Χρύσης με λύτρα της κόρης του, για να παρακαλέση τους Αχαιούς και μάλιστα τους βασιλιάδες, κατόπι εξακολουθούσε να μιλά, όχι σαν να έγινε Χρύσης, μα σαν Όμηρος ακόμη, καταλαβαίνεις πως δεν θα ήταν αυτό μίμηση, αλλά απλή διήγηση. Και ιδού πώς θα ήταν τότε το ποίημα, αν και θα σου τα πω χωρίς το μέτρο, γιατί δεν είμαι δα και ποιητής:

«Ήρθεν ο ιερέας και ευχόταν να τους αξιώσουν οι θεοί, να πάρουν την Τρωάδα, να γυρίσουν με το καλό στην πατρίδα τους, αφού λευτερώσουν και κείνου τη θυγατέρα του παίρνοντας την ξαγορά της και σεβαστούνε το θεό. Κι αφού είπε αυτά, όλοι οι άλλοι τον εσεβάστηκαν και ήταν σύμφωνοι, μονάχα ο Αγαμέμνονας αγρίεψε και τον πρόσταξε να τραβηχτή αμέσως τώρα και να μην τολμήση να ξανάρθη, μήπως δεν τον ωφελήσουν καθόλου τα στεφάνια του θεού κ' η πατερίτσα του· και πριν να ξεσκλαβωθή η θυγατέρα του, θα γεράση, του είπε, κάτω εκεί στο Άργος μαζί του· και τον πρόσταξε να φεύγη και να μην τον ερεθίζη πιότερο, αν θέλη να φτάση γερός στο σπίτι του. Κι ο γέροντας, που τ' άκουσε, τον έπιασε τρομάρα κ' έφυγε χωρίς να βγάλη μιλιά, κι αφού προχώρησε μακριά απ' τα καράβια, άρχισε να παρακαλή τον Απόλλωνα, κράζοντάς τον μ' όλα τα παρωνύμια του, και να του θυμίζη, αν καμιά φορά του είχε χαρίσει τίποτα που να τον είχε ευχαριστήσει, ή θυσία ξεχωριστή που να του είχε προσφέρει, ή εκκλησιά να του είχε χτίσει· και για όλ' αυτά λοιπόν τον ικέτευε να τιμωρήση τους Αχαιούς με τα βέλη του, για τα δάκρυα που τον έκαμαν να χύση….»

M' αυτόν τον τρόπο, φίλε μου, γίνεται χωρίς μίμηση η απλή διήγηση.