Μτφρ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος. 2002. Πλάτων. Πολιτεία. Εισαγωγικό σημείωμα, μετάφραση, ερμηνευτικά σημειώματα. Αθήνα: Πόλις.

Ωραία, είπε, άκουσε τότε κι έμενα και δες αν εξακολουθείς να έχεις την ίδια γνώμη. Γιατί έχω την εντύπωση ότι ο Θρασύμαχος, πολύ νωρίτερα απ' όσο θα 'πρεπε, γητεύτηκε σαν το φίδι από σένα, ενώ κατά τη γνώμη μου ούτε η απόδειξη για τη δικαιοσύνη ούτε η άλλη για την αδικία είναι ικανοποιητική. Γιατί εγώ θέλω να ακούσω τι είναι καθεμιά από αυτές και ποια δύναμη έχει αυτή καθαυτή όταν υπάρχει μέσα στην ψυχή, κι όσο για τις ανταμοιβές και τα επακόλουθά τους, εγώ δεν δίνω γι' αυτά πεντάρα. Σκοπεύω λοιπόν να κάνω το εξής, αν συμφωνείς κι εσύ: Θα επανέλθω σε όσα υποστήριξε ο Θρασύμαχος και, πρώτον, θα πω τι λέγεται για τη δικαιοσύνη, ποια είναι η φύση της και ποιες οι ρίζες της, δεύτερον, ότι όλοι όσοι την εφαρμόζουν στην πράξη το κάνουν παρά τη θέλησή τους ως κάτι αναγκαίο κι όχι γιατί την θεωρούν κάτι καλό και, τρίτον, ότι εύλογα συμβαίνει αυτό, αφού, καθώς λένε, η ζωή του άδικου ανθρώπου είναι πολύ καλύτερη απ' ότι του δίκαιου. Όσο για μένα, Σωκράτη, διόλου δεν τη συμμερίζομαι αυτή την άποψη. Εντούτοις τα 'χω χαμένα, έχουν κουφαθεί τα αυτιά μου ακούγοντας τον Θρασύμαχο κι ένα σωρό άλλους, ενώ ένα λόγο που να υπερασπίζεται τη δικαιοσύνη, που να λέει ότι είναι καλύτερη από την αδικία, δεν τον έχω ως τώρα ακούσει από κανέναν, όπως τον θέλω εγώ ―θέλω δηλαδή να ακούσω να εγκωμιάζεται η ίδια η δικαιοσύνη στην καθεαυτότητά της―, και νομίζω ότι αυτόν το λόγο μπορώ να τον ακούσω από εσένα, καλύτερα παρά από οποιονδήποτε άλλο. Γι' αυτό λοιπόν θα βάλω τα δυνατά μου να εκθειάσω τη ζωή της αδικίας, και κάνοντάς το αυτό θα σου δείξω με ποιον τρόπο θέλω έπειτα να ακούσω κι εσένα να επικρίνεις την αδικία και να παινεύεις τη δικαιοσύνη. Σε βρίσκει σύμφωνο η πρότασή μου;

Και παρά πολύ μάλιστα, είπα εγώ· γιατί για ποιο άλλο πράγμα θα χαιρόταν περισσότερο ένας λογικός άνθρωπος να μιλάει και να ακούει ξανά και ξανά;

Θαυμάσια, είπε, τα λες. Άκου, λοιπόν, αυτό στο οποίο, καθώς είπα, θα αναφερθώ πρώτα–πρώτα, τι είναι δηλαδή η δικαιοσύνη και ποιες οι ρίζες της.

Είναι από τη φύση, λένε, καλό πράγμα να αδικείς, ενώ το να σε αδικούν κακό, κι υπάρχει στην αδικία που υφίστασαι περισσότερο κακό απ' όσο καλό υπάρχει στην αδικία που διαπράττεις εσύ, έτσι ώστε, όταν οι άνθρωποι αδικούν ο ένας τον άλλο και αδικούνται, και τα δοκιμάζουν και τα δύο, να συμφέρει σ' αυτούς που δεν μπορούν να αποφύγουν το ένα αλλά ούτε και να καταφέρουν το άλλο να συμφωνήσουν μεταξύ τους μήτε να αδικούν μήτε να αδικούνται. Εδώ λοιπόν, λένε, έχει την αρχή της η θέσπιση νόμων και η σύναψη συμφωνιών, κι ό,τι προστάζει ο νόμος το ονομάζουν νόμιμο και δίκαιο. Κι αυτή είναι, λένε, η προέλευση και η ουσία της δικαιοσύνης, η οποία αποτελεί έτσι κάτι ενδιάμεσο ανάμεσα στο καλύτερο απ' όλα, που είναι να αδικείς χωρίς να παθαίνεις τίποτα, και στο χειρότερο, που είναι να σε αδικούν χωρίς εσύ να μπορείς να ανταποδώσεις το άδικο που σου κάνουν. Το δίκαιο λοιπόν, έχοντας μια θέση ανάμεσα σ' αυτά τα δύο, κερδίζει την αγάπη όχι ως κάτι καλό, αλλά ως κάτι που το τιμάμε επειδή δεν έχουμε τη δύναμη να είμαστε άδικοι. Γιατί εκείνος που έχει τη δύναμη να διαπράξει το άδικο και που πραγματικά το λέει η καρδιά του, δεν θα συμφωνούσε ποτέ και με κανέναν να μην αδικεί και να μην τον αδικούν· γιατί θα ήταν τρελός αν το έκανε. Να λοιπόν, Σωκράτη, ποια είναι η δικαιοσύνη και ποια η φύση της και ποιες οι συνθήκες από τις όποιες αναδύθηκε σύμφωνα με αυτά τα λεγόμενα.

Το ότι, τώρα, και όσοι εφαρμόζουν στην πράξη το δίκαιο, το εφαρμόζουν παρά τη θέλησή τους, από αδυναμία να πράξουν το άδικο, θα το αντιληφθούμε με τον καλύτερο τρόπο, αν κάνουμε την ακόλουθη υπόθεση. Ας πούμε ότι δίνουμε στον καθένα από τους δύο, και στον δίκαιο και στον άδικο, την εξουσία να κάνουν ό,τι θέλουν, κι έπειτα τους παρακολουθούμε για να δούμε πού θα οδηγήσει τον καθένα τους η επιθυμία. Ε λοιπόν, επ' αυτοφώρω θα τον συλλαμβάναμε τότε τον δίκαιο να ακολουθεί τα ίδια χνάρια με τον άδικο, αφού από τη φύση του κάθε πλάσμα επιδιώκει να έχει περισσότερα από τα άλλα θεωρώντας ότι αυτό είναι κάτι καλό, αναγκάζεται όμως δια της βίας από το νόμο να σέβεται την ισότητα. Κι αυτή η εξουσία για την οποία μιλώ θα ήταν ακριβώς όμοια με εκείνη που θα είχαν, αν τους συνέβαινε να αποκτήσουν δύναμη σαν κι εκείνη που, καθώς λένε, έλαβε κάποτε ο πρόγονος του Γύγη του Λυδού. Ήταν, λένε, βοσκός και δούλευε στον άρχοντα, τότε, της Λυδίας, όταν ύστερα από μια μεγάλη νεροποντή και σεισμό ράγισε κάπου το έδαφος και άνοιξε ένα βαθύ ρήγμα στον τόπο που έβοσκε το κοπάδι του. Σάστισε σαν το είδε, κατεβαίνει, και κοντά στα άλλα περίεργα βλέπει εκεί, όπως λέει ο μύθος, ένα χάλκινο άλογο, κούφιο από μέσα, που είχε κάτι μικρές θυρίδες· σκύβοντας στο εσωτερικό του βλέπει μέσα έναν νεκρό με κορμί, έτσι έδειχνε, μεγαλύτερο από ανθρώπινο που δεν είχε απάνω του τίποτε άλλο παρά μόνο φορούσε στο χέρι του ένα χρυσό δαχτυλίδι, που ο βοσκός του το βγάζει κι ανεβαίνει επάνω. Καθώς τότε γινόταν η τακτική συνάθροιση των βοσκών για να στείλουν, όπως κάθε μήνα, στο βασιλιά τις αναφορές τους για τα κοπάδια, έφθασε κι αυτός φορώντας στο χέρι το δαχτυλίδι. Εκεί λοιπόν που καθόταν με τους άλλους βοσκούς, γύρισε εντελώς τυχαία το δέσιμο του δαχτυλιδιού προς το μέρος του, προς την παλάμη, και μόλις το έκανε αυτό, έγινε ο ίδιος άφαντος για όσους ήσαν καθισμένοι εκεί γύρω, έτσι που κι εκείνοι μιλούσαν γι' αυτόν σαν να ήταν φευγάτος. Εκείνος τά 'χασε και ψηλαφώντας πάλι το δαχτυλίδι γυρίζει το δέσιμο προς τα έξω, και με το που το έκανε αυτό έγινε ορατός. Έχοντας αντιληφθεί ότι κάτι συνέβαινε, προσπάθησε να δοκιμάσει αν τη δύναμη αυτή την είχε το δαχτυλίδι, και αν πραγματικά στρέφοντας το δέσιμο προς τα μέσα, γινόταν άφαντος, ενώ στρέφοντάς το προς τα έξω γινόταν φανερός. Μόλις το διαπίστωσε, κατάφερε να πάει κι αυτός με τους βοσκούς, με τους οποίους έστελναν τους λογαριασμούς στο βασιλιά, και φθάνοντας εκεί, αφού μοίχευσε τη γυναίκα του βασιλιά, του επιτέθηκε μαζί της, τον σκότωσε και έτσι άρπαξε την εξουσία. Αν λοιπόν γινόταν να είχαμε δύο τέτοια δαχτυλίδια, και το ένα να το φορούσε ο δίκαιος, το άλλο ο άδικος, κανένας τους, καθώς φαίνεται, δεν θα αποδεικνυόταν τόσο αδαμάντινος χαρακτήρας ώστε να μένει αταλάντευτα δίκαιος και να έχει τη λεβεντιά να κρατιέται μακριά από τα ξένα πράγματα και να μην τα αγγίζει, μόλο που θα μπορούσε να πηγαίνει στην αγορά και να παίρνει ό,τι θέλει χωρίς να έχει να φοβηθεί τίποτα, να μπαίνει στα ξένα σπίτια και να σμίγει ερωτικά με όποιον του αρέσει, να σκοτώνει ή να βγάζει από τη φυλακή όποιον κι αν θελήσει και να κάνει κάθε άλλη πράξη όντας ίδιος θεός ανάμεσα στους ανθρώπους. Ενεργώντας δε έτσι, δεν θα 'κανε τίποτα διαφορετικό από τον άλλο, αλλά και οι δυο τους θα τραβούσαν τον ίδιο δρόμο. Κι αναμφίβολα θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι αυτό αποτελεί τρανή απόδειξη πως κανένας δεν είναι με τη θέληση του δίκαιος αλλά από αναγκασμό, πιστεύοντας ότι προσωπικά γι' αυτόν το δίκιο δεν αποτελεί κάτι καλό, αφού όπου καθένας νομίζει ότι έχει τη δύναμη να αδικήσει, θα αδικήσει. Γιατί κάθε άνθρωπος πιστεύει ότι για τον εαυτό του η αδικία είναι πολύ πιο ωφέλιμη από τη δικαιοσύνη, και σωστά το πιστεύει, όπως θα υποστηρίξει όποιος εκφράζει μια τέτοια άποψη· αφού, αν συνέβαινε να πάρει κάποιος στα χέρια του τέτοια εξουσία χωρίς να δείχνει καμιά διάθεση να κάνει το άδικο ούτε να βάλει χέρι σε ξένα πράγματα, τον άνθρωπο αυτό, όσοι θα τύχαινε να τον προσέξουν, θα τον θεωρούσαν αξιολύπητο ίσαμ' εκεί που δεν πάει άλλο, και πέρα για πέρα ανόητο, ωστόσο δημοσίως θα τον επαινούσαν εξαπατώντας ο ένας τον άλλο από φόβο μήπως αδικηθούν κι οι ίδιοι. Αυτά σχετικά με τούτο το θέμα.

Μτφρ. Ι.Ν. Γρυπάρης. χ.χ. Πλάτων. Πολιτεία. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Πρόλογος Ε. Παπανούτσος. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

Στάσου λοιπόν να δούμε, αν θα επιμένης στην ιδέα σου, αφού ακούσης και μένα. Γιατί ο Θρασύμαχος, μου φαίνεται, γητεύθηκε από σένα γρηγορώτερα απ' ό,τι έπρεπε, σαν το φίδι· εμένα όμως δε μου γέμισαν το νου οι αποδείξεις σας για τη δικαιοσύνη και την αδικία· κ' επιθυμώ ν' ακούσω ποια είναι η ουσία του καθενός, και ποια δύναμη έχει από μόνο του όταν υπάρχη μέσα στην ψυχή, χωρίς να δίνω πεντάρα για τα κέρδη και τ' άλλα ταποτελέσματα που μπορεί να βγαίνουν απ' αυτό. Να λοιπόν πώς εννοώ να καταπιαστώ με το ζήτημα, αν είσαι και συ σύμφωνος. Θα πάρω απεξαρχής το λόγο του Θρασυμάχου και θα πω πρώτα τι πράμα είναι η δικαιοσύνη κατά την κοινή αντίληψη και ποια είναι η αρχή της· έπειτα, πως όλοι που την εξασκούν το κάνουν απ' ανάγκη κι όχι γιατί τη θεωρούν καλό πράγμα· τρίτο, πως είναι πολύ φυσικό να το παίρνουν έτσι, γιατί είναι πολύ προτιμότερη η ζωή του αδίκου από του δικαίου, καθώς τουλάχιστο λέγουν. Εγώ ίσως και να μην το παραδέχομαι· δεν ξέρω όμως και καλά καλά τι ν' αποφασίσω, καθώς μου έχουν γεμίσει τ' αυτιά ο Θρασύμαχος και χίλιοι άλλοι, ενώ την υπεράσπιση της δικαιοσύνης, πως είναι καλύτερη από την αδικία, από κανένα ακόμη δεν την άκουσα όπως θέλω· και θέλω να την ακούσω να εγκωμιάζεται για τον εαυτό της μόνο· και να σου πω, από σένα είναι που περιμένω να τ' ακούσω αυτό. Γι' αυτό κ' εγώ θα εκταθώ στον έπαινο του αδίκου βίου, για να σου δείξω πως εννοώ ν' ακούσω κι από σένα την κατηγορία της αδικίας και τον πανηγυρικό της δικαιοσύνης. Από σένα τώρα εξαρτάται αν θέλης να ικανοποίησης την επιθυμία μου.

Με όλη μου την ευχαρίστηση, είπα εγώ· γιατί για ποιο άλλο πράγμα θα χαίρονταν περισσότερο ένας άνθρωπος με νου, να μιλή και ν' ακούη συχνότερα;

Πολύ λαμπρά λέγεις· άκουε λοιπόν τώρα εκείνο το πρώτο, που έλεγα πως θα πω: τι είναι, ποια η ουσία και ποια η αρχή της δικαιοσύνης.

Είναι, λέγουν, από τη φύση καλό πράγμα να αδική κανείς, αλλά κακό να αδικήται, και μάλιστα πολύ περισσότερο κακό απ' ό,τι είναι καλό να αδική· ώστε οι άνθρωποι, αφού με το ν' αδικούν και να αδικούνται μεταξύ των εδοκίμασαν και τα δυο, όσοι απ' αυτούς δεν είχαν τη δύναμη ούτε ν' αποφεύγουν τις αδικίες των άλλων, ούτε οι ίδιοι ν' αδικούν, εσχημάτισαν την ιδέα πως τους είναι συμφερώτερο να συμφωνήσουν μεταξύ τους μήτε ν' αδικούν μήτε ν' αδικούνται· και από τότε άρχισαν να βάζουν νόμους και να κάνουν συμφωνίες μεταξύ τους, και να ονομάζουν δίκαιο και νόμιμο εκείνο που προστάζει ο νόμος· και αυτό είναι η γέννηση και η ουσία της δικαιοσύνης, που είναι το μέσο μεταξύ του καλύτερου, δηλαδή ν' αδική κανείς χωρίς να παθαίνη τίποτα, και του χειρότερου, δηλαδή να μην έχη κανείς τη δύναμη να εκδικήται όταν τον αδικούν· το δίκαιο λοιπόν, που είναι το μέσο αυτών των δυο, ικανοποιεί όχι επειδή είναι αφ' εαυτού καλό πράγμα, αλλά επειδή η αδυναμία πολλών να αδικούν το κάνει να το τιμούν για τέτοιο· γιατί ένας που μπορεί να κάνη το άδικο και είναι πραγματικώς άντρας, ποτέ δεν θα μπορούσε να 'ρθη με κανένα σε τέτοιο συμβιβασμό, ώστε μήτε ν' αδική μήτε ν' αδικήται· γιατί αυτό θα ήταν τρέλλα εκ μέρους του. Αυτή λοιπόν και τέτοια είναι, Σωκράτη, η φύση της δικαιοσύνης, και από τα τέτοια που είπαμε είναι που γεννήθηκε, καθώς λένε.

Και για να εννοήσωμε καλύτερα, πως και όσοι εξασκούν τη δικαιοσύνη, από αδυναμία των, επειδή δεν είναι ικανοί να αδικούν, το κάνουν όχι μ' ευχαρίστησή των, ας κάμωμε την ακόλουθη υπόθεση: δίνομε και στους δυο, και στον δίκαιο και στον άδικο, την εξουσία να κάνουν ό,τι θέλουν και μεις τους παρακολουθούμε για να δούμε, πού θα οδηγήση τον καθένα η επιθυμία του. Είναι αδύνατο να μην πιάσωμε επ' αυτοφώρω τον δίκαιο να βαδίζη στα ίχνη του αδίκου, από τη φυσική πλεονεξία που κάθε φύση την επιδιώκει έτσι ορμέμφυτα, αναγκάζεται όμως με τη βία του νόμου να σέβεται την ισότητα. Και θα ήταν τέτοια μάλιστα η εξουσία που λέγω εγώ, σαν εκείνη τη δύναμη που λέγουν πως έλαβε μια φορά ο Γύγης ο πρόγονος του Λυδού. Αυτός δηλαδή ήταν βοσκός στην υπηρεσία του βασιλιά της Λυδίας και μια φορά, ύστερ' από μια μεγάλη μπόρα και σεισμό, σκίστηκε η γη κ' έγινε ένα χάσμα στο μέρος ακριβώς που έβοσκε. Αυτός από περιέργεια κατέβηκε μέσα, όπου βλέπει, καθώς διηγούνται, και άλλα θαυμάσια πράγματα κ' ένα άλογο, που είχε στα πλευρά του κάτι παραθυράκια· σκύφτει λοιπόν και βλέπει μέσα από κει ένα νεκρό, μα, καθώς φαίνονταν, πολύ μεγαλύτερο από συνηθισμένο άνθρωπο και που τίποτε άλλο δε φορούσε παρά ένα χρυσό δαχτυλίδι στο χέρι, που του το πήρε και βγήκε έξω. Όταν κατόπι μαζευτήκανε οι βοσκοί, όπως συνήθιζαν κάθε μήνα, να δώσουν αναφορά στο βασιλέα για τα κοπάδια του, ήρθε και κείνος με το δαχτυλίδι στο χέρι· καθώς λοιπόν κάθονταν με τους άλλους, έτυχε να στρέψη την πέτρα του δαχτυλιδιού από το μέσα μέρος κι αμέσως έγινε άφαντος στους άλλους, που βρίσκονταν εκεί κι άρχισαν να μιλούν γι' αυτόν σα να ήταν φευγάτος. Εκείνος παραξενεύτηκε και ψηλαφητά γύρισε πάλι το δαχτυλίδι προς το έξω μέρος, κι αμέσως έγινε φανερός. Κι αφού το παρατήρησε αυτό, ξαναδοκίμαζε το δαχτυλίδι, αν έχη πραγματικώς αυτή τη δύναμη, όταν το στρέφη από τη μέσα μεριά να χάνεται από τα μάτια των άλλων, και όταν προς τα έξω να παρουσιάζεται πάλι· αφού το βεβαιώθηκε ενήργησε να πάη κι αυτός με τους άλλους βοσκούς, που ήταν να δώσουν τους λογαριασμούς στο βασιλέα, και κει τα κατάφερε να τα ψήση με τη βασίλισσα κι αφού μαζί οι δυο των σκοτώνουν το βασιλιά, παίρνει, αυτός το θρόνο. Αν λοιπόν υπήρχαν δυο τέτοια δαχτυλίδια και φορούσε το ένα ο δίκαιος και το άλλο ο άδικος, κανείς δε θα βρίσκονταν, καθώς ήθελε φανή, με τόσο ατσαλένιο χαρακτήρα, που να διατηρηθή στη δικαιοσύνη και να έχη τη γενναιότητα να το κράτηση και να μη βάλη το χέρι του στα αγαθά των άλλων, ενώ θα είχε την εξουσία κι από την αγορά να παίρνη ό,τι ήθελε και μέσα στα ξένα σπίτια να μπαίνη και να έρχεται σε σχέσεις μ' οποίον ήθελε, και να σκοτώνη τον ένα και να γλυτώνη τον άλλο από τη φυλακή, κι όλα τα πάντα να κάνη σα θεός μέσα στους ανθρώπους. Και γενικά τίποτα διαφορετικό δε θα 'κανε από τον άλλο τον άδικο, αλλά κ' οι δυο τους τον ίδιο το δρόμο θα 'παιρναν. Τίποτα λοιπόν δε θα μπορούσε ναποδείξη καλύτερ' απ' αυτό το παράδειγμα, πως κανείς δεν είναι δίκαιος από ευχαρίστησή του, μα από ανάγκη, επειδή δεν είναι πράγμα αφ' εαυτού του καλό, κι που κανείς νομίζει πως είναι ικανός να αδική, αδικεί. Γιατί κάθε άνθρωπος πιστεύει, και πολύ δίκαια, καθώς θα πουν όσοι υποστηρίζουν αυτό το λόγο, πως πολύ περισσότερο τον ωφελεί η αδικία παρά η δικαιοσύνη· κι αν κανείς, που έπαιρνε τέτοια εξουσία, δε θα 'θελε ποτέ ν' αδικήση μηδέ να βάλη χέρι σε ξένο πράγμα, θα τον περνούσαν για τον πιο κακομοιριασμένο και ανόητο όλοι όσοι έχουν αίσθηση· το πολύ να τον επαινούν στα φανερά και να γελούν έτσι ο ένας τον άλλο, από φόβο μην πάθουν τίποτα κ' οι ίδιοι. Έτσι λοιπόν αυτά.