Μτφρ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος. 2002. Πλάτων. Πολιτεία. Εισαγωγικό σημείωμα, μετάφραση, ερμηνευτικά σημειώματα. Αθήνα: Πόλις.

Επομένως, Θρασύμαχε, τούτο το πράγμα έχει γίνει κιόλας φανερό, ότι καμία τέχνη και καμία αρχή δεν φροντίζει για το δικό της όφελος αλλά, όπως λέγαμε πρωτύτερα, φροντίζει για το όφελος εκείνου το οποίο είναι στην εξουσία της, και δίνει τις εντολές της αποβλέποντας στο να εξασφαλίσει το συμφέρον εκείνου, που είναι και το ασθενέστερο, κι όχι το συμφέρον του ισχυροτέρου. Γι' αυτό λοιπόν κι εγώ, φίλε Θρασύμαχε, έλεγα τώρα δα ότι κανένας δεν έχει αυτοπροαίρετα τη διάθεση να κυβερνά και να αναλαμβάνει να διορθώσει τα στραβά των αλλονών αλλά ζητάει αμοιβή, για το λόγο ότι όποιος σκοπεύει να ασκήσει σωστά την τέχνη δεν πράττει ποτέ ό,τι είναι το καλύτερο για τον εαυτό του ούτε δίνει τέτοιες εντολές ―εφόσον οι εντολές του θα είναι σύμφωνες με την τέχνη― αλλά ό,τι είναι το καλύτερο για εκείνο που έχει στην εξουσία του. Αυτή, καθώς φαίνεται, είναι η αιτία, για την οποία όσοι πρόκειται να αποφασίσουν να ασκήσουν εξουσία πρέπει να έχουν μια ανταμοιβή, είτε χρηματική είτε κάποια τιμητική διάκριση ή μια τιμωρία, αν δεν την ασκήσουν.

Πώς το εννοείς αυτό, Σωκράτη; ρώτησε ο Γλαύκων γιατί εγώ τις δύο αμοιβές τις ξέρω, την τιμωρία όμως πώς την εννοείς και πώς την συγκαταλέγεις στη μεριά της αμοιβής; Αυτό δεν το έχω αντιληφθεί.

Άρα, είπα εγώ, δεν αντιλαμβάνεσαι ποια είναι η ανταμοιβή των αρίστων, αυτή για την οποία οι πιο αξιόλογοι άνθρωποι αναλαμβάνουν να κυβερνούν, όταν έχουν τη διάθεση να κυβερνούν. Ή μήπως δεν ξέρεις ότι το να είναι κάποιος φιλόδοξος και φιλοχρήματος θεωρείται αλλά και είναι ντροπή;

Το ξέρω, είπε.

Γι' αυτόν λοιπόν το λόγο, είπα εγώ, οι άξιοι άνθρωποι δεν επιδιώκουν την εξουσία ούτε για τα χρήματα ούτε για τη δόξα· γιατί ούτε πληρωμένοι θέλουν να χαρακτηριστούν, εισπράττοντας φανερά μισθό για το αξίωμα τους, ούτε κλέφτες, αποκομίζοντας κρυφά κέρδος από αυτό. Ούτε πάλι για τη δόξα· γιατί δεν είναι φιλόδοξοι. Πρέπει λοιπόν να υπάρχει κάποιος αναγκασμός γι' αυτούς και κάποια τιμωρία προκειμένου να θελήσουν να ασκήσουν εξουσία ―έτσι που σχεδόν να θεωρείται ντροπή να αναλάβει κανείς με τη θέλησή του κυβερνητικό αξίωμα προτού να εξαναγκαστεί να το πράξει―, κι η πιο μεγάλη τιμωρία εδώ είναι να τον εξουσιάζει κάποιος χειρότερός του, αφού ο ίδιος δεν θα έχει τη διάθεση να κυβερνά. Από φόβο για αυτήν ακριβώς την τιμωρία δέχονται κατά τη γνώμη μου να ασκήσουν εξουσία οι άξιοι άνθρωποι, όταν καμιά φορά συμβεί να πάρουν εξουσία στα χέρια τους, και αναλαμβάνουν τότε να κυβερνήσουν όχι με την ιδέα ότι τους περιμένει εκεί κάτι καλό η ότι θα καλοπεράσουν αλλά σαν να προχωρούν σε κάτι που είναι ανάγκη να το πράξουν και που δεν έχουν κάποιους καλύτερούς τους ή έστω όμοιους τους για να τους το αναθέσουν. Γιατί αν υπήρχε μια πολιτεία αποτελούμενη από ανθρώπους σωστούς, στην πολιτεία αυτή κατά πάσα πιθανότητα θα ήταν πολυπόθητο το να αποφεύγει κανείς να κυβερνά, ακριβώς όπως τώρα είναι πολυπόθητο το να παίρνει την εξουσία στα χέρια του, και θα γινόταν έτσι ολοφάνερο ότι από τη φύση του ο αληθινός άρχοντας τω όντι δεν κοιτάζει το δικό του συμφέρον αλλά το συμφέρον του αρχομένου· κι έτσι κάθε γνωστικός άνθρωπος θα προτιμούσε να έχει αυτός όφελος από τον άλλο παρά να ωφελεί τον άλλο μπαίνοντας ο ίδιος σε μπελάδες. Σε τούτο λοιπόν διαφωνώ εγώ ριζικά με τον Θρασύμαχο, στο ότι τάχα το δίκαιο είναι το συμφέρον του ισχυροτέρου, τούτο όμως θα το εξετάσουμε κάποια άλλη φορά. Πολύ σοβαρότερο ζήτημα νομίζω ότι είναι αυτό που λέει τώρα ο Θρασύμαχος, όταν υποστηρίζει ότι του άδικου ανθρώπου η ζωή είναι καλύτερη από του δίκαιου. Λοιπόν, Γλαύκων, εσύ τι από τα δύο διαλέγεις; Ποια από τις δύο απόψεις είναι κατά τη γνώμη σου πιο κοντά στην αλήθεια;

Νομίζω ότι η ζωή του δίκαιου ανθρώπου έχει περισσότερα πλεονεκτήματα.

Άκουσες, είπα εγώ, πόσα πλεονεκτήματα ανέφερε τώρα δα ο Θρασύμαχος ότι έχει η ζωή του αδίκου;

Άκουσα, είπε, αλλά δεν με πείθει. Θέλεις λοιπόν να προσπαθήσουμε να τον πείσουμε εμείς, αν μπορέσουμε να βρούμε κάποιον τρόπο, ότι δεν έχουν αλήθεια όσα λέει;

Γιατί να μη θέλω; είπε.

Αν τώρα εμείς, είπα, υποστηρίζοντας τα αντίθετα από εκείνα, του αναφέρουμε πόσα καλά έχει το να 'ναι κανείς δίκαιος, και μετά μιλήσει πάλι εκείνος κι ύστερα εμείς του πούμε ξανά κάτι άλλο, αντιπαραβάλλοντας έτσι σε κάθε επιχείρημα ένα άλλο, θα χρειαστεί να κρατάμε λογαριασμό και να μετράμε πόσα καλά έχουμε αναφέρει για καθεμιά από τις δύο πλευρές σε κάθε παρέμβασή μας, και θα χρειαστούμε πια κάποιους κριτές για να βγάλουν απόφαση. Αν όμως συνεχίσουμε να εξετάζουμε το ζήτημα όμοια όπως πρωτύτερα, συμφωνώντας μεταξύ μας ως προς το τι δεχόμαστε και τι όχι, θα είμαστε οι ίδιοι κριτές και συνάμα συνήγοροι.

Μτφρ. Ι.Ν. Γρυπάρης. χ.χ. Πλάτων. Πολιτεία. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Πρόλογος Ε. Παπανούτσος. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

Έγινε λοιπόν φανερό, Θρασύμαχε, πως καμιά τέχνη και καμιά εξουσία δεν αποβλέπει σε κείνο, που της είναι ωφέλιμο της ιδίας, αλλά, καθώς ελέγαμε εξ αρχής, εκείνου που έχει στη δικαιοδοσία της, και του το επιβάλλει, γιατί το θεωρεί συμφέρον αυτού, αν και είναι ασθενέστερος, και όχι ότι αποβλέπει στο συμφέρον του ισχυρότερου. Γι' αυτό είναι λοιπόν που έλεγα και πριν, αγαπητέ Θρασύμαχε, πως κανείς δεν αναλαμβάνει μιαν αρχή με ευχαρίστησή του, ούτε παίρνει επάνω του ξένες έγνοιες στα καλά καθούμενα, αλλ' απαιτεί μισθό, επειδή ένας που πρόκειται να εξασκήση μια τέχνη καθώς πρέπει, δεν έχει να περιμένη τίποτα καλό για τον εαυτό του από κείνα που κάνει και προστάζει, αλλά όλα γίνονται για κείνον που έχει στην εξουσία του· γι' αυτό, καθώς φαίνεται, έγινε ανάγκη να οριστή αμοιβή για όσους θέλουν να αναλάβουν μιαν εξουσία, χρήματα και τιμές, ή ακόμα και τιμωρία για κείνους που αρνούνται να την αναλάβουν.

Πώς το εννοείς, Σωκράτη, αυτό; είπε ο Γλαύκων· γνωρίζω πραγματικώς αυτά τα δυο είδη τις αμοιβές που είπες· δεν εννοώ όμως και την τιμωρία, που λες σαν ένα τρίτο είδος αμοιβής.

Δε γνωρίζεις λοιπόν την αμοιβή των αρίστων, που τους κάνει και αποφασίζουν ν' αναλάβουν καμιάν αρχή, όταν την αναλαβαίνουν; ή δε γνωρίζεις πως το να αγαπά κανείς την αρχή, για τα κέρδη που μπορούν να βγουν απ' αυτή, θεωρείται και είναι τωόντι επονείδιστο πράγμα;

Το γνωρίζω, είπε.

Γι' αυτό λοιπόν και οι άριστοι δεν επιζητούν την τιμή της εξουσίας, ούτε τη θέλουν, για να ωφεληθούν χρήματα από αυτήν· γιατί δεν επιθυμούν ούτε φανερά να παίρνουν μισθό και να τους λένε μισθωτούς, ούτε κρυφά να σφετερίζωνται τα δημόσια και να λέγουνται κλέφτες· ούτε πάλι την επιζητούν για την τιμή, επειδή δεν είναι φιλόδοξοι. Πρέπει λοιπόν να υπάρχη καμιά επιτακτική ανάγκη, ή ο φόβος καμίας τιμωρίας, για να το αποφασίσουν να αναλάβουν εκουσίως μιαν αρχή· και γι' αυτό καταντά να θεωρήται επονείδιστο πράγμα το να αναδέχεται κανείς εκουσίως μιαν αρχή, χωρίς να του το επιβάλλη κάποια ανάγκη· και η μεγαλύτερη τιμωρία γι' αυτόν, όταν δεν θέλη να κυβέρνηση ο ίδιος, είναι να κυβερνάται από άλλους χειροτέρους του· και απ' αυτό το φόβο είναι που αναλαβαίνουν την αρχή οι άριστοι, όταν την αναλαβαίνουν, και όχι επειδή την επιζητούν σαν ένα πράγμα καλό για τον εαυτό τους, ούτε για να τα καλοπεράσουν από την εξουσία, άλλα επειδή από ανάγκη τη δέχονται, αφού δεν έχουν να την αναθέσουν σε άλλους καλυτέρους των και ομοίους των. Έτσι που, αν ήταν δυνατό να βρεθή μια πολιτεία όλο από τέλειους ανθρώπους, όλοι θα βάζαν τα δυνατά τους να 'μεναν έξω από την αρχή, όπως τώρα όλοι επιζητούν να είναι μέσα στα πράγματα· και τότε ήθελε αποδειχθή φως φανερό πως το φυσικό του πραγματικώς αληθινού άρχοντος είναι ν' αποβλέπη όχι στο συμφέρον το δικό του, αλλά των υπηκόων και κάθε άνθρωπος με γνώση θα προτιμούσε καλύτερα να ωφελήται ο ίδιος από έναν άλλον, παρά να κοπιάζη και να βασανίζεται για τους άλλους. Διόλου λοιπόν δεν συμφωνώ με τον Θρασύμαχο ότι δίκαιο είναι το συμφέρον του ισχυροτέρου· αλλ' αυτό θα το εξετάσωμε και άλλη φορά· πολύ όμως πιο σπουδαίο μου φαίνεται αυτό που λέγει τώρα ο Θρασύμαχος, ότι δηλαδή η ζωή του αδίκου είναι προτιμότερη από του δικαίου. Εσύ, Γλαύκων, ποιαν από τις δυο προτιμάς, και ποια σου φαίνεται η αλήθεια;

Το να είναι κανείς δίκαιος, μου φαίνεται πως είναι ωφελιμώτερο, αποκρίθηκε ο Γλαύκων.

Άκουσες όμως, πόσα αγαθά μας απαρίθμησε προλίγου ο Θρασύμαχος πως έχει ο άδικος;

Άκουσα, είπε, μα δε μένω σύμφωνος. Θέλεις λοιπόν να δοκιμάσωμε μήπως βρούμε κανένα τρόπο να τον πείσωμε πως δεν είναι αλήθεια αυτά που μας λέει;

Γιατί να μη θέλω;

Ναι, αν όμως στο λόγο που παρατέντωσε αυτός, αντιπαρατάξωμε και μεις κανένα άλλο όμοιο, για να απαριθμήσωμε τα καλά της δικαιοσύνης, και έπειτα άλλον αυτός, και μεις πάλι άλλον, θα γίνη ανάγκη να μετρήσωμε ένα προς ένα και να ζυγιάσωμε τα καλά και της δικαιοσύνης και της αδικίας και στο τέλος θα χρειαστούμε και δικαστάς, για να βγάλουν την απόφαση· ενώ αν, όπως το κάναμε ως τώρα, προχωρούμε στην εξέταση όσο συμφωνούμε σε κάτι ο ένας με τον άλλο, θα είμαστε δικασταί μαζί και δικηγόροι οι ίδιοι.