Μτφρ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος. 2002. Πλάτων. Πολιτεία. Εισαγωγικό σημείωμα, μετάφραση, ερμηνευτικά σημειώματα. Αθήνα: Πόλις.

Να σε ρωτήσω όμως και κάτι άλλο: Ποιο νομίζεις πως είναι το πιο σημαντικό καλό που οφείλεις στο ότι έχεις μεγάλη περιουσία;

Κάτι, είπε, που, αν το πω, ίσως δεν θα 'ναι πολλοί αυτοί που θα το δεχθούν. Να το ξέρεις, Σωκράτη, συνέχισε, πως όταν κάποιος φθάσει πολύ κοντά να πιστέψει ότι πρόκειται να πεθάνει, αρχίζει να αισθάνεται ένα δέος και να νοιάζεται για πράγματα τα όποια πρωτύτερα δεν τον ανησυχούσαν. Οι μύθοι, ας πούμε, που λέγονται για όσα συμβαίνουν στον Άδη, ότι δηλαδή όποιος διέπραξε εδώ αδικήματα εκεί στον Κάτω Κόσμο θα τιμωρηθεί, ενώ μέχρι πριν από λίγο τα κορόιδευε, τώρα του αναστατώνουν την ψυχή, μήπως κι είναι αληθινά. Κι αυτός ―θέλεις από γεροντική αδυναμία, θέλεις επειδή όντας τώρα πιο κοντά στον Κάτω Κόσμο τα βλέπει αυτά τα πράγματα καθαρότερα― αρχίζει να βάζει πολλά με το νου του και κυριεύεται από φόβο κι αναλογίζεται τώρα και ψάχνει μήπως αδίκησε κανέναν σε κάτι. Όποιος λοιπόν διαπιστώνει ότι στη ζωή του διέπραξε πολλά αδικήματα, πετάγεται συχνά από τον ύπνο σαν τα μικρά παιδιά τρομαγμένος και ζει στην απελπισία. Όποιος πάλι νιώθει μέσα του πως δεν έχει διαπράξει κάτι άδικο, δεν χάνει ποτέ τη γλυκιά ελπίδα, την αγαθή «γηροτρόφισσα», όπως λέει και ο Πίνδαρος. Γιατί στ' αλήθεια, Σωκράτη, όμορφα το 'πε εκείνος πως όποιος περάσει με δικαιοσύνη κι ευσέβεια από τη ζωή,

«γλυκιά τον συντροφεύει
και του φτερώνει την καρδιά η γηροτρόφισσα
η ελπίδα, της πολυμήχανης γνώμης των θνητών
η πιο τρανή η κυβερνήτρα».

Είναι καταπληκτικά όμορφοι στίχοι! Και σε τούτο κατά τη γνώμη μου έγκειται η μεγάλη αξία του πλούτου, όχι ίσως για τον καθένα αλλά για έναν άνθρωπο σωστό και ευπρεπή. Στο να ξεκινάς δηλαδή για τον Άλλο Κόσμο χωρίς το φόβο ότι εξαπάτησες ή ξεγέλασες, έστω και δίχως να το θέλεις, κάποιον, και χωρίς να χρωστάς θυσίες σε θεό ή χρήματα σε κάποιον άνθρωπο, σε αυτό ο πλούτος συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό. Και λογαριάζοντάς τα όλα ένα προς ένα, εγώ τουλάχιστον, Σωκράτη, το πράγμα αυτό δεν θα το χαρακτήριζα ως το τελευταίο για το οποίο ο πλούτος είναι κάτι πάρα πολύ χρήσιμο.

Έξοχα, απάντησα εγώ, τα λες, Κέφαλε. Αλλά τούτο το πράγμα, τη δικαιοσύνη, θα το ταυτίσουμε έτσι απλά με την αλήθεια και με το να επιστρέφει κανείς ό,τι έχει πάρει από κάποιον ή θα δεχθούμε ότι και αυτές οι πράξεις άλλοτε είναι δίκαιες και άλλοτε άδικες; Εννοώ τούτο: Αν κάποιος παραλάβει προς φύλαξη όπλα από έναν φίλο του, ο οποίος έχει σώες τις φρένες, κι αν έπειτα ο φίλος του αυτός, έχοντας στο μεταξύ χάσει τα λογικά του, ζητήσει να του τα επιστρέψει, καθένας θα συμφωνούσε πως ούτε πρέπει να τα επιστρέψει αυτά τα όπλα ούτε θα ήταν δίκιο να το πράξει, ούτε επίσης ότι θα όφειλε να λέει κανείς όλη την αλήθεια σε κάποιον που βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση.

Σωστά λες, είπε.

Επομένως, δεν είναι αυτό μέτρο της δικαιοσύνης, το να λέει δηλαδή κάποιος την αλήθεια και να επιστρέφει ό,τι έχει πάρει.

Ναι, Σωκράτη, είναι, είπε διακόπτοντας ο Πολέμαρχος, αν πρόκειται βέβαια να δώσουμε πίστη στον Σιμωνίδη.

Ωραία, ωραία, έκανε ο Κέφαλος· παραδίνω το λόγο σε σας, εγώ πρέπει τώρα να φροντίσω για τη θυσία.

Λοιπόν, είπε ο Πολέμαρχος, είμαι εγώ ο κληρονόμος σου;

Βεβαίως, απάντησε εκείνος γελώντας και ταυτόχρονα κατευθύνθηκε στο σημείο της θυσίας.

Μτφρ. Ι.Ν. Γρυπάρης. χ.χ. Πλάτων. Πολιτεία. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Πρόλογος Ε. Παπανούτσος. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

Αλλά τόσο μόνο πες μου ακόμα· ποιο είναι, κατά τη γνώμη σου, το πιο μεγάλο αγαθό που έχεις απολαύσει από τη μεγάλη σου περιουσία;

Εκείνο, μου αποκρίθηκε, που ίσως και να μη μου πιστεύσουν οι περισσότεροι, αν το ακούσουν. Γνώριζε όμως, Σωκράτη, πως όταν κανείς βρίσκεται κοντά στο τέλος της ζωής του, τον πιάνει ένας φόβος και μια συλλογή για τα πράγματα, που ούτε τα 'βαζε πριν στο νου του· γιατί όλα εκείνα που διηγούνται για τον Άδη και για τις τιμωρίες που περιμένουν εκεί κάτω όσους έκαμαν αδικίες σ' αυτό τον κόσμο, ενώ ως τώρα τα περίπαιζε, τότε δα αρχίζουν και ανησυχούν την ψυχή του, μήπως τάχα είναι αληθινά· και είτε ένεκα από την αδυναμία της γεροντικής ηλικίας, είτε γιατί βρίσκεται ίσως κοντύτερα σ' εκείνα, τα βλέπει κάπως τώρα καθαρώτερα. Ανησυχία λοιπόν και τρόμος γεμίζουν την ψυχή του και αρχίζει να εξετάζη και ν' αναθεωρή τις πράξεις του μήπως έκαμε καμιά αδικία· και κείνος που βρίσκει στη ζωή του πολλά αδικήματα, ο φόβος τον κάνει και μέσα στον ύπνο του να πηδά επάνω, σαν τα παιδιά, και να ζη πάντα σε απελπισία. Ενώ όσοι δεν έχουν στη συνείδησή τους το βάρος καμιάς αδικίας, τους παραστέκει πάντα μια ελπίδα γλυκειά και «αγαθή τροφός του γήρατος», καθώς λέει και ο Πίνδαρος· γιατί πραγματικώς με πολλή χάρη το είπ' εκείνος, Σωκράτη, πως όποιος περάση τη ζωή του μ' ευσέβεια και δικαιοσύνη,

γλυκειά η ελπίδα τον ακλουθά
συντρόφισσα στα γερατειά του,
που θεραπεύει την καρδιά
και κυβερνάει τα λογικά
του ανθρώπου του αστάτου

όπως πολύ θαυμάσια το λέγει. Ως προς αυτό λοιπόν θεωρώ εγώ πως έχουν τα πλούτη μεγάλη αξία, όχι για κάθε άνθρωπο βέβαια, αλλά για τον μετρημένο και φρόνιμο. Συντείνουν δηλαδή κατά μέγα μέρος να μην εξαναγκαστή κανείς, έστω και χωρίς να το θέλη, να εξαπατήση και να γελάση τον άλλο και να μην αναχωρήση για τον άλλο κόσμο φοβισμένος, αν τύχη και χρωστά ή θυσίες σε κανένα θεό, ή χρήματα σε άνθρωπο· είναι βέβαια και για πολλά άλλα ωφέλιμα τα χρήματα· αλλά εγώ, αν τα ζυγίσω ένα προς ένα, θα έκρινα πως αυτή είναι όχι η μικρότερη ωφέλεια του πλούτου για έναν άνθρωπο που έχει νου.

Ωραιότατα τα λες, είπα εγώ, Κέφαλε· αλλά αυτό το πράγμα, τη δικαιοσύνη, πώς θα το ορίσωμε τάχα; ότι σημαίνει απλώς, να λέμε την αλήθεια και να δίνωμε πίσω εκείνα που θα 'χαμε πάρει από κάποιον, ή μήπως μπορεί και αυτό κατά την περίσταση να είναι κάποτε δίκαιο, κάποτε όμως πάλι άδικο; Παραδείγματος χάριν, αν κανείς ήθελε λάβει από έναν φίλο του τα όπλα του και έπειτα αυτός ο φίλος τύχη και τρελαθή, αν του τα ζήτηση πίσω, καθένας βέβαια οφείλει να παραδεχτή πως ούτε πρέπει να του τα αποδώση, ούτε δίκαιος θα μπορούσε να ονομασθή, αν του τα έδινε πίσω· το ίδιο και να λέγη κανείς όλη την αλήθεια χωρίς να κρύβη τίποτε σε άνθρωπο που βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση.

Πολύ σωστά τα λες, είπε εκείνος.

Δεν είναι λοιπόν αυτός ο ορισμός της δικαιοσύνης, να λέγη κανείς την αλήθεια και να δίνη πίσω εκείνα που ήθελε πάρει.

Είναι και παρά είναι, Σωκράτη, διέκοψε ο Πολέμαρχος, αν τουλάχιστο πρέπει να πιστεύσωμε το Σιμωνίδη.

Κι απάνω σ' αυτό, είπε ο Κέφαλος, σας παραδίδω το λόγο, γιατί εγώ πρέπει να πηγαίνω να φροντίσω για τη θυσία μου.

Και λοιπόν, είπε ο Πολέμαρχος, εγώ δεν είμαι κληρονόμος σου;

Βεβαιότατα, αποκρίθηκε εκείνος χαμογελώντας, και βγήκε για τη θυσία του.