Μτφρ. Ε. Λαμπρίδη. 1938. Πλάτωνος Μένων (ή περί αρετής πειραστικός). Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

ΣΩ. ― Τι συμβαίνει, Άνυτε; Σε έχει αδικήσει κανείς από τους σοφιστάς; Ειδεμή διά ποίον λόγον καταφέρεσαι τόσον εναντίον των;

ΑΝ. ― Όχι, μα τον Δία, ποτέ μου ως τώρα δεν συνήντησα κανένα απ' αυτούς, και ούτε θα άφηνα κανένα από τους δικούς μου [να τους συναντήση].

ΣΩ. ― Ώστε δεν τους γνωρίζεις αυτούς τους ανθρώπους καθόλου;

ΑΝ. ― Και ποτέ να μη μου τύχη.

ΣΩ. ― Τότε λοιπόν, ευλογημένε, πώς ημπορείς να ξεύρης δι' αυτό το πράγμα , αν περιέχη μέσα του κάτι καλόν ή κακόν χωρίς να το έχης καθόλου δοκιμάσει;

ΑΝ. ― Αυτό είναι εύκολον· αυτούς [τους ανθρώπους] τους ξεύρω τι είδους είναι είτε έτυχε να μη τους γνωρίσω είτε όχι.

ΣΩ. ― Ίσως είσαι μάντις, Άνυτε· διότι θα εδυσκολευόμην να καταλάβω, από όσα λέγεις μόνος σου, κατά ποίον άλλον τρόπον έχεις τας γνώσεις σου περί αυτών. Αλλά ας τ' αφήσωμεν αυτά, διότι δεν ζητούμεν τώρα να μάθωμεν ποίοι είναι εκείνοι που θα έκαμναν κακόν τον Μένωνα, αν επήγαινε προς αυτούς· ας παραδεχθώμεν, αν θέλης, ότι αυτοί είναι οι σοφισταί· αλλά δείξε μας εκείνους τους άλλους, και ευεργέτησε τον οικογενειακόν σου φίλον και ειπέ του, εις ποίους ημπορεί να υπάγη μέσα εις μίαν τόσον μεγάλην πόλιν [όπως αι Αθήναι] διά να γίνη αξιόλογος κατά την αρετήν που σου ανέπτυξα τώρα προ ολίγου.

ΑΝ. ― Και διατί δεν του το λέγεις συ ο ίδιος;

ΣΩ. ― Αλλά εγώ τους είπα, εκείνους που ενόμιζα ότι είναι διδάσκαλοι αυτών των πραγμάτων· φαίνεται όμως ότι δεν τα είπα καλά, όπως υποστηρίζεις συ· και ίσως έχεις δίκαιον. Αλλά ειπέ τώρα συ με την σειράν σου εις ποίους Αθηναίους ν' απευθυνθή· ειπέ ένα όνομα, οποιονδήποτε θέλεις.

ΑΝ. ― Μα τι χρειάζεται ν' ακούση το όνομα ενός ανθρώπου; Αφού οποιονδήποτε από τους καλούς Αθηναίους συναντήση, δεν θα εύρη κανένα ο οποίος να μη τον καταστήση καλύτερον, παρά οι σοφισταί, αν θελήση ν' ακολουθήση τας συμβουλάς του.

ΣΩ. ― Και πώς έγιναν τέτοιοι που είναι, αυτοί οι καλοί και έντιμοι Αθηναίοι, έτσι μόνοι των, χωρίς να το μάθουν από κανένα; Και όμως είναι ικανοί να διδάξουν άλλους εκείνα που δεν έμαθαν αυτοί οι ίδιοι;

ΑΝ. ― Εγώ υποστηρίζω ότι και αυτοί τα έμαθαν από τους παλαιοτέρους, οι οποίοι ήσαν καλοί και έντιμοι· ή νομίζεις ότι δεν υπήρξαν πολλοί ενάρετοι άνθρωποι εις αυτήν την πόλιν;

ΣΩ. ― Εγώ παραδέχομαι, ω Άνυτε, ότι και υπάρχουν πολλοί καλοί εις τα πολιτικά, και υπήρξαν άλλοτε όχι ολιγώτεροι από τώρα· ήσαν όμως άραγε και καλοί διδάσκαλοι της αρετής των; Διότι αυτό είναι το θέμα περί του οποίου συζητούμεν τώρα· όχι αν υπάρχουν ή δεν υπάρχουν εδώ ενάρετοι άνδρες, ούτε αν υπήρξαν άλλοτε, αλλά από πολλήν ώραν εξετάζομεν αν η αρετή ημπορεί να διδαχθή. Με την έρευναν δε αυτήν εννοούμεν το εξής: Άραγε οι ενάρετοι άνδρες, και από τους συγχρόνους και από τους παλαιοτέρους, ήξευραν να παραδώσουν και εις άλλους την αρετήν κατά την οποίαν ήσαν καλοί, ή αυτό το πράγμα δεν παραδίδεται από τον άνθρωπον και ούτε είναι δυνατόν να το παραλάβη ο ένας από τον άλλον· αυτό είναι που προσπαθούμεν να εύρωμεν από τόσην ώραν, και εγώ και ο Μένων. Κατά τον ιδικόν σου λοιπόν συλλογισμόν, εξέτασε το πράγμα με τον εξής τρόπον: θα έλεγες ότι ο Θεμιστοκλής υπήρξεν ενάρετος άνθρωπος;

ΑΝ. ― Βεβαιότατα, περισσότερον από κάθε άλλον.

ΣΩ. ― Θα έλεγες επομένως ότι, αν υπήρξε ποτέ κανείς άλλος διδάσκαλος της ιδίας του αρετής, θα ήτο και εκείνος τοιούτος;

ΑΝ. ― Εγώ τουλάχιστον το πιστεύω, αν το ήθελε.

ΣΩ. ― Αλλά δεν θα ηθέλησε, νομίζεις, να γίνουν και άλλοι άνθρωποι καλοί και ενάρετοι, ιδίως όμως, και πολύ φυσικά, ο υιός του, ή νομίζεις ότι τον εζήλευε και επίτηδες δεν του παρέδωσε την αρετήν, με την οποίαν αυτός ο ίδιος ήτο καλός; Ή μήπως δεν έχεις ακούσει ότι εδίδαξε τον Κλεόφαντον, τον υιόν του, και τον έκαμεν άριστον ιππέα; Είναι γνωστόν ότι εστέκετο επάνω εις τους ίππους ορθός και έρριπτεν από εκεί το ακόντιον και έκαμνε πολλά άλλα αξιοθαύμαστα πράγματα, εις τα οποία τον είχε, μορφώσει εκείνος, και τον κατέστησε σοφόν, εφ' όσον αυτό εξηρτάτο από καλούς διδασκάλους. Ή μήπως δεν τα έχεις ακούσει αυτά από τους παλαιοτέρους;

ΑΝ. ― Πως! Τα ήκουσα.

ΣΩ. ― Δεν θα ηδύνατο λοιπόν κανείς να κατηγορήση τον υιόν του και να ειπή ότι ήτο φύσις κακή.

ΑΝ. ― Ίσως όχι.

ΣΩ ― Πώς να εξηγήσωμεν τότε αυτό: Ήκουσες από κανένα, είτε νεώτερον είτε γεροντότερον, ότι ο Κλεόφαντος, ο υιός του Θεμιστοκλέους, υπήρξεν άνθρωπος ενάρετος και γνωστικός, ακριβώς όπως ο πατήρ του;

ΑΝ. ― Όχι βέβαια.

ΣΩ. ― Ημπορούμεν λοιπόν άραγε να πιστεύσωμεν ότι αυτός ήθελε μεν να μορφώση τον υιόν του εις εκείνα τα πράγματα, δεν ήθελεν όμως να τον κάμη καλύτερον από τον πρώτον τυχόντα εις την ιδικήν του σοφίαν, υπό την προϋπόθεσιν βέβαια ότι η αρετή είναι δυνατόν να διδαχθή;

ΑΝ. ― Μα τον Θεόν, ίσως είναι δύσκολον να το πιστεύσωμεν.

ΣΩ. ― Να λοιπόν ένας τέτοιος διδάσκαλος της αρετής κατά τον ορισμόν σου, που και συ ο ίδιος παραδέχεσαι ότι ήτο από τους καλυτέρους της προηγουμένης γενεάς· ας εξετάσωμεν όμως και ένα άλλον, τον Αριστείδην του Λυσιμάχου· ή μήπως δεν παραδέχεσαι ότι υπήρξεν ενάρετος;

ΑΝ. ― Εγώ; Ωρισμένως, υπό πάσαν έποψιν.

ΣΩ. ― Και αυτός όμως εμόρφωσε μεν τον υιόν του Λυσίμαχον καλύτερα από όλους τούς Αθηναίους εις όσα εξαρτώνται από διδασκάλους, νομίζεις όμως ότι [εις την αρετήν] τον έκαμε καλύτερον άνθρωπον από οιονδήποτε άλλον; Διότι τον έχεις και συναναστραφή και τον βλέπεις τι άνθρωπος είναι. Πάρε και τον Περικλέα, αν θέλης, ένα άνδρα τόσον εξαιρετικής αξίας και πνεύματος. Γνωρίζεις βέβαια ότι ανέθρεψε δυο υιούς, τον Πάραλον και τον Ξάνθιππον;

ΑΝ. ― Το ξεύρω.

ΣΩ. ― Αυτούς λοιπόν, όπως ξεύρεις, τους εμόρφωσε μεν εις την ιππασίαν και δεν ήσαν χειρότεροι από κανένα Αθηναίον, και τους εδίδαξε μουσικήν και αθλητισμόν και όλα τα άλλα όσα σχετίζονται με οιανδήποτε τέχνην καλύτερα από τον καθένα· δεν ήθελεν επομένως να τους προικίση και με όλας τας αρετάς; Μου φαίνεται ότι θα το ήθελε πολύ, αλλά φοβούμαι μήπως αυτό δεν ημπορεί να διδαχθή. Δια να μη νομίσης δε ότι μόνον ολίγοι Αθηναίοι, και οι μάλλον ασήμαντοι, υπήρξαν ανίκανοι εις αυτό, σκέψου ότι και ο Θουκυδίδης ανέθρεψε δύο υιούς, τον Μελησίαν και τον Στέφανον, και τους εμόρφωσε λαμπρά και κατά τα άλλα και εις την πάλην, εις την οποίαν ήσαν οι ικανώτεροι από όλους τους Αθηναίους· διότι είχεν αναθέσει την διδασκαλίαν του ενός εις τον Ξανθίαν, του δε άλλου εις τον Εύδωρον· αυτοί δε εθεωρούντο οι καλύτεροι παλαισταί της εποχής των· ή μήπως δεν το ενθυμείσαι;

ΑΝ. ― Μάλιστα, το έχω ακούσει.

ΣΩ. ― Είναι λοιπόν φανερόν ότι δεν ήτο δυνατόν αυτός, εκεί μεν όπου εχρειάζετο να εξοδεύση δια να μορφώση τα παιδιά του, αυτά μεν να τους τα εδίδαξε, εκεί δε που δεν εχρειάζετο να εξοδεύση τίποτε δια να τους καταστήση ενάρετους ανθρώπους, να μη τους το εδίδαξεν, εάν ήτο δυνατόν να διδαχθή. Άλλα ήτο μήπως ο Θουκυδίδης ένας ασήμαντος άνθρωπος, και δεν είχε πάρα πολλούς φίλους και μεταξύ των Αθηναίων και μεταξύ των συμμάχων; [Όχι]· και από ένδοξον γένος κατήγετο και μεγάλην δύναμιν είχεν εις την πολιτείαν και μεταξύ των άλλων Ελλήνων· ώστε αν αυτό ηδύνατο να διδαχθή, θα είχε ψάξει να εύρη ποίος ήτο άξιος να καταστήση τους υιούς του ενάρετους, είτε μεταξύ των συμπολιτών μας είτε μεταξύ των ξένων, αν δεν είχεν ο ίδιος καιρόν ένεκα των ασχολιών του εις την πολιτείαν. Άλλα [δεν το έκαμε] διότι φοβούμαι φίλε μου Άνυτε, μήπως δεν είναι δυνατόν να διδαχθή η αρετή.

ΑΝ. ― Α, Σωκράτη, μου φαίνεται ότι πολύ εύκολα κακολογείς τους ανθρώπους. Εγώ θα σε συνεβούλευα, αν θέλης να με ακούσης, να φυλάγεσαι· διότι ίσως και εις άλλας πόλεις ημπορεί κανείς ευκολώτερα να βλάπτη, παρά να ευεργετή τους ανθρώπους, ιδιαιτέρως όμως εις αυτήν εδώ· το ξεύρεις, νομίζω, και συ.

Μτφρ. Β.Ν. Τατάκης. [1940] χ.χ. Πλάτων. Λάχης, Μένων. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

ΣΩ. Σε έχει αδικήσει κανείς από τους σοφιστές, Άνυτε, ή για ποιο λόγο είσαι τόσο βαρύς μαζί τους;

ΑΝ. Ούτε που πλησίασα εγώ ποτέ ως τώρα κανέναν απ' αυτούς, μα το Δία, ούτε και θα το επιτρέψω σε κανέναν από τους δικούς μου.

ΣΩ. Δεν τους ξέρεις λοιπόν καθόλου;

ΑΝ. Ποτέ να μην τους μάθω.

ΣΩ. Πώς λοιπόν, δαιμόνιε άνθρωπε, είναι δυνατόν να ξέρης ένα πράγμα, είτε έχει τίποτε καλό μέσα του είτε φαύλο, που καθόλου δεν το δοκίμασες;

ΑΝ. Εύκολο πράγμα· τούτοι τουλάχιστον εγώ ξέρω τι είναι, είτε τους δοκίμασα είτε όχι.

ΣΩ. Είσαι μάντης ίσως, Άνυτε· γιατί ύστερα από όσα είπες δεν βλέπω πώς θα μπορούσες να τους ξέρης με άλλο τρόπο. Αλλά βέβαια δεν αναζητούμε εκείνους στους οποίους αν πάη ο Μένων θα γινόταν μοχθηρός· τούτοι αν συ το θέλης, ας είναι οι σοφιστές· πες μας τώρα εσύ, και ευεργέτησε τούτον εδώ τον πατρικό σου φίλο, λέγοντάς του σε ποιους αν πάη μέσα στην τόσο μεγάλη πόλη μας θα γινόταν αξιόλογος στην αρετή που είπα πριν.

ΑΝ Και γιατί δεν του είπες εσύ;

ΣΩ. Μα είπα εγώ ποιοι ενόμιζα ότι είναι διδάσκαλοι αυτών των πραγμάτων, αλλά φαίνεται πως δεν είπα τίποτε, όπως εσύ ισχυρίζεσαι· και ίσως κάτι λέγεις. Εσύ λοιπόν πες του με τη σειρά σου σε ποιους Αθηναίους να πάη· πες το όνομα όποιου θέλεις.

ΑΝ. Μα τι ανάγκη να ακούση το όνομα ενός ανθρώπου; Όποιον από τους καλούς και αγαθούς Αθηναίους συναναστραφή, κανείς τους που δεν θα τον κάμη καλύτερο παρά οι σοφιστές, φτάνει αυτός να θέλη να τον ακούση.

ΣΩ. Τούτοι οι καλοί και αγαθοί από μόνοι τους έγιναν έτσι; Αν και δεν διδάχτηκαν από κανένα είναι μολαταύτα ικανοί να διδάσκουν άλλους αυτά που οι ίδιοι δεν έμαθαν;

ΑΝ. Εγώ κρίνω ότι και αυτοί τα έμαθαν από τους προκατόχους των, που ήταν καλοί και αγαθοί· ή δεν νομίζεις εσύ ότι σε τούτη τη πόλη υπήρξαν πολλοί καλοί και αγαθοί;

ΣΩ. Εγώ νομίζω ότι και τώρα υπάρχουν καλοί στα πολιτικά, και στα περασμένα υπήρξαν όχι λιγώτερο από όσο τώρα. Αλλα ήταν άραγε και καλοί διδάσκαλοι της αρετής των; Γιατί τούτο τυχαίνει να είναι τώρα το θέμα του λόγου μας· όχι αν υπάρχουν ή όχι αγαθοί άνδρες στην πόλη μας, ούτε αν υπήρχαν άλλοτε, αλλά αν η αρετή είναι διδακτό πράγμα, τούτο από ώρα εξετάζομε. Και όταν ερευνούμε αυτό, να τι εξετάζομε: άραγε οι αγαθοί άνδρες και σήμερα και στα περασμένα, εκείνη την αρετή που είχαν οι ίδιοι σε μεγάλο βαθμό ήξεραν να την παραδώσουν και σε άλλον, ή είναι πράγμα που δεν μπορεί άνθρωπος να το παραδώση και ούτε άλλος να το παραλάβη από άλλον. Τούτο από ώρα ζητούμε εγώ και ο Μένων.

Σύμφωνα λοιπόν με όσα είπες, έτσι εξέταζε· δεν θα έλεγες ότι ο Θεμιστοκλής υπήρξεν αγαθός ανήρ;

ΑΝ. Ναι βέβαια, καλύτερα μάλιστα από όλους.

ΣΩ. Και αν άλλος κανείς στάθηκε διδάσκαλος της αρετής του, δεν θα ήταν και εκείνος αγαθός διδάσκαλος;

ΑΝ. Ναι, νομίζω, φτάνει να ήθελε.

ΣΩ. Μα δεν θα θέλησε, φαντάζεσαι, μερικοί άλλοι να γίνουν αγαθοί και μάλιστα ο γιος του; Ή φαντάζεσαι ότι τον ζήλεψε και επίτηδες δεν του παρέδωσε την αρετή στην οποία ο ίδιος ήταν δυνατός; Ή δεν έχεις ακούσει ότι ο Θεμιστοκλής τον γιο του Κλεόφαντο τον έκαμε καλόν ιππέα; Μπορούσεν αλήθεια ο Κλεόφαντος να στέκεται πολλή ώρα όρθιος απάνω στο άλογο, και από τη στάση αυτή έρριχνεν ακόντιο, και άλλα πολλά και θαυμαστά έκανε, όσα του έμαθε ο πατέρας του και σε όσα τον έκαμε ικανό, πράγματα βέβαια που περνούν από το χέρι καλού δασκάλου. Ή δεν έχεις ακούσει αυτά από τους γεροντότερους;

ΑΝ. Τα έχω ακούσει.

ΣΩ. Δεν θα μπορούσε λοιπόν να ρίξη κανείς την αιτία στη φύση του γιου του.

ΑΝ. Ίσως όχι.

ΣΩ. Και για τούτο δω τι θα πούμε; Έχεις ως τώρα ακούσει από κανένα νεώτερο ή γεροντότερο ότι ο Κλεόφαντος, ο γιος του Θεμιστοκλή, ήταν αγαθός και σοφός σε όσα και ο πατέρας του;

ΑΝ. Όχι βέβαια.

ΣΩ. Αυτά λοιπόν νομίζομε ότι ήθελε να μάθη στον γιο του, και δεν ήθελε να τον κάμη καθόλου καλύτερο από τους γείτονες του στην ικανότητα που ο ίδιος είχε, αν βέβαια ήταν διδακτή η αρετή;

ΑΝ. Ίσως, μα το Δία, όχι.

ΣΩ. Τέτοιος διδάσκαλος της αρετής σου είναι αυτός, που και συ τον ομολογείς άριστο ανάμεσα στους παλαιούς. Ας εξετάσωμε και έναν άλλο, τον Αριστείδη, τον γιο του Λυσιμάχου· ή δεν δέχεσαι ότι αυτός ήταν αγαθός;

ΑΝ. Βέβαια και δέχομαι.

ΣΩ. Και αυτός λοιπόν τον γιο του τον Λυσίμαχο, σε όσα ήταν στο χέρι δασκάλων, σ' αυτά δεν τον επαίδευσε καλύτερα από κάθε Αθηναίο; Τον συναναστράφηκες και βλέπεις τι λογής είναι. Μα, αν προτιμάς, ξέρεις ότι ο Περικλής ο τόσο μεγαλόπρεπα σοφός άνδρας, ανάθρεψε δυο γιους, τον Πάραλο και τον Ξάνθιππο;

ΑΝ. Ναι βέβαια.

ΣΩ. Αυτούς, όπως και συ ξέρεις, τους εδίδαξε την ιππική και τους έκαμε πρώτους μέσα στην Αθήνα, και στη μουσική, στην πάλη και στα άλλα όσα ανήκουν σε τέχνη τους επαίδευσε και τους έκαμε καλύτερους από όλους· αγαθούς άνδρες δεν ήθελε άραγε να τους κάμη; Εγώ, νομίζω, ήθελε, φοβούμαι όμως μήπως αυτό δεν είναι διδακτό πράγμα. Και για να μη νομίζης ότι αδύνατοι φάνηκαν σ' αυτό το πράγμα λίγοι Αθηναίοι και οι πιο ασήμαντοι , θυμήσου ακόμη, ότι ο Θουκυδίδης ανάθρεψε δυο γιους, τον Μελησία και τον Στέφανο· και στα άλλα τους επαίδευσε καλά, αλλά στην πάλη ξεπέρασαν όλους τους Αθηναίους· τον ένα τον εμπιστεύθηκε στον Ξανθία, τον άλλο στον Εύδωρο· περνούσαν τότε αυτοί για πρώτοι στην πάλη· ή δεν θυμάσαι;

ΑΝ. Ναι, ναι, έχω ακούσει.

ΣΩ. Δεν είναι λοιπόν φανερό ότι ο Θουκυδίδης δεν θα εδίδασκε ποτέ τα παιδιά του όσα έπρεπε να δαπανά για να μάθουν, αλλά θα τους εδίδασκεν εκείνα, που χωρίς να πρέπει να ξοδέψη κανείς τίποτε, θα τους έκαναν αγαθούς άνδρες, αν βέβαια η αρετή ήταν διδακτό πράγμα; Ήταν, θάλεγε ίσως κανείς, ο Θουκυδίδης άσημος και δεν είχε πολλούς φίλους Αθηναίους και από τους συμμάχους; Και από μεγάλη οικογένεια ήταν και μεγάλη επιρροή είχε και στην πόλη μας και στους άλλους Έλληνες, ώστε, αν αυτό ήταν διδακτό, θα εύρισκεν εκείνον που θα έκανε αγαθούς τους γιους του, ή από τους εντόπιους ή από τους ξένους, αν στον ίδιο δεν έμενε καιρός από τις φροντίδες για την πόλη. Αλλά, φίλε Άνυτε, μήπως δεν είναι διδακτό πράγμα η αρετή.

ΑΝ. Μου φαίνεται, Σωκράτη, ότι εύκολα κακολογείς τους ανθρώπους. Θα σε συμβούλευα, αν θέλης να με ακούσης, να είσαι προσεκτικός. Γιατί και σε άλλη πόλη ίσως είναι ευκολώτερο να κάνη κανείς κακό παρά καλό στους ανθρώπους, σε τούτην εδώ όμως είναι πάρα πολύ εύκολο· νομίζω δα πως και συ ο ίδιος το ξέρεις.