Μτφρ. Β.Ν. Τατάκης. [1940] χ.χ. Πλάτων. Λάχης, Μένων. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

ΣΩ. Και όμως είπαμε ότι η ανδρεία είναι ένα από τα μέρη της αρετής.

ΝΙ. Ναι, το είπαμε.

ΣΩ. Αυτό όμως που λέγομε τώρα, δεν φαίνεται να είναι μέρος.

ΝΙ. Δεν φαίνεται.

ΣΩ. Δεν έχομε λοιπόν βρει, Νικία, τι είναι ανδρεία.

ΝΙ. Όχι, δεν το βρήκαμε.

ΛΑ. Και όμως εγώ, φίλε Νικία, φανταζόμουν ότι συ θα το βρης, βλέποντας ότι περιφρόνησες τις απαντήσεις που έδωσα στον Σωκράτη. Πολύ μεγάλη δα ελπίδα είχα ότι με τη βοήθεια της σοφίας, που πήρες από τον Δάμωνα, θα ανακάλυπτες την ανδρεία.

ΝΙ. Σε συγχαίρω, Λάχη, γιατί δεν σκοτίζεσαι πια καθόλου που, μόλις τώρα, αποδείχτηκες ότι δεν ξέρεις τίποτε για την ανδρεία. Κοιτάζεις μόνο αν θα αποδειχτή ότι και εγώ είμαι ένας τέτοιος. Και καθόλου δεν θα σε μέλει, όπως φαίνεται, που αγνοείς μαζί με μένα εκείνα που αρμόζει να ξέρη ένας άνδρας που φαντάζεται ότι είναι κάτι. Η πράξη σου είναι εντελώς ανθρώπινη· προσέχεις τους άλλους και δεν γυρίζεις καθόλου το βλέμμα στον εαυτό σου. Όσο για μένα, νομίζω ότι και τώρα αρκετά καλά μίλησα για το θέμα μας αλλά και αν κάτι δεν ειπώθηκε ικανοποιητικά, θα το διορθώσω αργότερα με τη βοήθεια του Δάμωνος, που εσύ φαντάζεσαι ότι τον γελοιοποιείς, και μάλιστα χωρίς ούτε να τον έχης δει ποτέ σου, και με τη βοήθεια άλλων. Και όταν στερεώσω καλά τις σκέψεις μου στα αδύνατα τώρα σημεία, θα τις ανακοινώσω και σε σένα και δεν θα σου τις αρνηθώ. Γιατί μου φαίνεσαι πως έχεις μεγάλη ανάγκη να μάθης.

ΛΑ. Ναι, γιατί συ βέβαια είσαι σοφός, Νικία. Όμως εγώ συμβουλεύω τον Λυσίμαχο εδώ και τον Μελησία, όσο για την αγωγή των νεανίσκων να στείλουν στο καλό εσένα και μένα και να μην αφήνουν από κοντά τους, όπως έλεγα και στην αρχή, τούτον εδώ τον Σωκράτη. Αν είχα κι εγώ παιδιά σε ηλικία, αυτά τα ίδια θα έκανα.

ΝΙ. Σ' αυτά κι εγώ βέβαια συμφωνώ· αν ο Σωκράτης θέλη να φροντίση για τους νεανίσκους, να μη ζητούν άλλον κανένα· με όλη μου την καρδιά κι εγώ θα του εμπιστευόμουν το γιο μου τον Νικήρατο, αν το ήθελε. Μα να, κάθε φορά που του κάνω λόγο, μου συνιστά άλλους, ο ίδιος δεν δέχεται. Μόνο κοίταξε, Λυσίμαχε, μήπως εσένα σε ακούση περισσότερο ο Σωκράτης.

ΛΥ. Κι είναι δίκαιο, Νικία, να το κάμης. Γιατί κι εγώ θα έκανα πολλά γι' αυτόν, όσα σε πολύ λίγους άλλους θα έκανα. Τι αποφασίζεις λοιπόν, Σωκράτη; Θα ακούσης την παράκλησή μας και θα δείξης μαζί μας προθυμία να γίνουν όσο το δυνατόν καλύτεροι οι νεανίσκοι;

ΣΩ. Θα ήταν φοβερό πράγμα, Λυσίμαχε, να αρνιέται κανείς τη βοήθειά του σε κάποιον που θέλει να γίνη βέλτιστος. Αν βέβαια στη συζήτηση που κάναμε τώρα, φάνηκα εγώ ότι γνωρίζω, και οι δυο τους αυτοί ότι δεν γνωρίζουν, θα 'ταν σωστό εμένα κυρίως να καλήτε γι' αυτό το έργο. Τώρα όμως, μια που όλοι μας βρεθήκαμε στο ίδιο αδιέξοδο, για ποιο λόγο και ποιον να διάλεξη κανείς από μας; Κατά τη γνώμη τη δική μου, κανένα. Και μια που φτάσαμε σ' αυτό το σημείο, προσέξετε αν σας φαίνεται καλή συμβουλή αυτό που θα πω. Εγώ, ω άνδρες, νομίζω ότι πρέπει όλοι μαζί ―κανείς μας ασφαλώς δεν θα κοινολόγηση τα λόγια μου― να ζητούμε για μας προπάντων τους ίδιους έναν άριστο δάσκαλο, γιατί μας χρειάζεται, έπειτα και για τους νεανίας, χωρίς ούτε χρήματα, ούτε τίποτε άλλο να λυπούμαστε· να αφήνωμε τον εαυτό μας στην κατάσταση στην οποία τώρα είμαστε, αυτό δεν το συνιστώ. Κι αν κανείς γελάση μαζί μας, γιατί στην ηλικία μας κρίνομε άξιο να πηγαίνωμε σε δάσκαλο, νομίζω ότι πρέπει να του προβάλωμε τον Όμηρο που είπεν ότι «όποιος σε ανάγκη βρίσκεται ντροπή δεν πρέπει να 'χει». Μη δίνοντας λοιπόν σημασία σε ό,τι θα πουν, θα φροντίσωμε όλοι μαζί για τον εαυτό μας και για τους νεανίσκους.

ΛΥ. Σε μένα, Σωκράτη, αρέσουν αυτά πού λέγεις. Και θέλω, όσο είμαι πιο γέρος, τόσο και πιο πρόθυμα να μαθητεύω μαζί με τους νεανίσκους. Μόνο κάμε, σε παρακαλώ, όπως θα πω. Έλα αύριο από το πρωί στο σπίτι, ωρισμένως, για να σκεφτούμε απάνω σ' αυτά. Όσο για τώρα, ας διαλύσωμε τη συγκέντρωσή μας.

ΣΩ. Ναι, Λυσίμαχε, θα κάμω αυτά και θα 'ρθω αύριο σε σένα, αν θέλη ο θεός.

Μτφρ. Χ. Καμπάνης. χ.χ. Πλάτωνος Λάχης. Μετάφρασις. Αθήνα: Φέξης.

Σωκράτης: Και όμως ισχυρίσθημεν, ότι η ανδρεία ειν' ένα εκ των μερών της αρετής.

Νικίας: Βέβαια.

Σωκράτης: Αλλ' εκείνο που τώρα λέγομεν δεν φαίνεται να είναι μέρος της αρετής.

Νικίας:Δεν φαίνεται.

Σωκράτης: Δεν ευρίσκομεν λοιπόν, Νικία, τι είναι η ανδρεία.

Νικίας: Ως φαίνεται…

Λάχης: Και όμως εγώ, φίλε Νικία, ενόμιζα ότι θα εύρισκες, βλέπων πόσο μ' επεριφρόνησες, όταν έδιδα απόκρισιν εις τον Σωκράτη· πολύ δε μεγάλη ελπίδα είχα, διότι ενόμιζα ότι με την βοήθειαν της αποκατασταθείσης εκ των συναναστροφών του Δάμωνος φιλίας θα εύρης τι είναι ανδρεία.

Νικίας: Θαυμάσια, Λάχη! Δεν δίδεις ακόμη καμμίαν σημασίαν εις το ότι ευρέθης προ ολίγου αμαθέστατος εις τα περί ανδρείας, αλλά φροντίζεις να ιδής αν κι εγώ θα φανώ τοιούτος, και δεν σε μέλλει διόλου αν και εγώ και συ φανώμεν όχι ότι δεν γνωρίζομεν τίποτε περί πραγμάτων, τα οποία πρέπει να γνωρίζη ο άνθρωπος που έχει κάποιαν αξίαν. Συ μεν λοιπόν μου φαίνεται ότι κάμνεις κάτι που συνηθίζουν οι άνθρωποι, ουδεμίαν προσοχήν εφιστώντες επί του εαυτού των, αλλά περί των άλλων φροντίζοντες· εγώ όμως νομίζω περί όσων ελέγαμεν ότι αρκετά είπαμεν, και αν περί κάποιου εξ αυτών ανεπαρκώς ωμιλήσαμεν, κατόπιν θα επανορθώσωμεν το λάθος μας, και με τον Δάμωνα, τον οποίον συ φρονείς ότι δύνασαι να περιγελάσης χωρίς ποτέ σου να τον είδες, και με άλλους· και αφού σχηματίσω πεποιθήσεις επί όλων αυτών θα σε διδάξω και σε και δεν θα κρατήσω φιλαργύρως την σοφίαν μου· διότι μου φαίνεται ότι και μεγάλην έχεις ανάγκην διδασκαλίας.

Λάχης: Διότι μα την αλήθειαν σοφός είσαι, Νικία. Αλλ' όμως εγώ θα συμβουλεύσω τούτον εδώ τον Λυσίμαχον και τον Μελησίαν, εσέ μεν και εμέ να παύσουν να ερωτούν περί του ζητήματος της ανατροφής των τέκνων, τον δε Σωκράτη τούτον να μην αφήσουν από κοντά, καθώς προ ολίγου ἐλεγα· αν δε και τα δικά μου παιδιά είχαν φθάσει εις αυτήν την ηλικίαν, θα έκαμνα το ίδιον.

Νικίας: Εις ταύτα μεν συμφωνώ κι εγώ. Αν ο Σωκράτης θέλη να φροντίση για τα παιδιά μας, να μη ζητήσωμεν την εύρεσιν κανενός άλλου· και πρόθυμος είμαι να του παραχωρήσω τον υιόν μου Νικήρατον, αν συγκατατίθεται· μολονότι άλλους μου συνιστά κάθε τόσο, όταν του κάμω λόγον περί των παιδιών μου, αυτός δε ο ίδιος δεν αναλαμβάνει. Αλλά για κύταξε μήπως πείσης εσύ τον Σωκράτη περισσότερον εμού.

Λυσίμαχος: Δίκαιον φυσικά είναι τούτο· διότι προς εμέ, ήθελα κάμει δι' αυτόν ό,τι δεν ήθελα κάμει διά πολλούς άλλους. Τι λέγεις λοιπόν, Σωκράτη; Θα πεισθής και θα προθυμοποιηθής να λάβης την φροντίδα για τα παιδιά;

Σωκράτης: Θα ήτο βέβαια φοβερόν να μην επροθυμοποιείτο κανείς την βελτίωσιν του άλλου. Αν μεν λοιπόν εις την προ ολίγου συνδιάλεξίν μας εγώ εφάνηκα γνωρίζων, αυτοί εδώ δε αγνοούντες, θα ήτο δίκαιον να με παρωτρύνατε εις το να αναλάβω αυτήν την φροντίδα· αλλά τώρα, καθώς βλέπετε όλοι, από απορίαν έχομεν καταληφθή· ποίον λοιπόν εξ ημών θα ηδύνατο να προτιμήση κανείς· εγώ μεν νομίζω ότι κανείς δεν είναι ο δυνάμενος να προτιμηθή· αλλ' επειδή τα πράγματα ούτως έχουν, κυτάξετε αν ημπορή να σας δώση μίαν καλήν συμβουλήν. Διότι εγώ νομίζω ότι πρέπει, φίλοι μου ―κανείς δεν θα μας προδώση―, από κοινού μεν όλοι μας διά τους εαυτούς μας να ζητούμεν τον καλύτερον διδάσκαλον, διότι έχομεν ανάγκην τοιούτου, ακολούθως δε να ζητούμεν και διά τα παιδιά, χωρίς να φειδώμεθα χρημάτων ούτε άλλου τινός· να μείνωμεν δε ως είμεθα, δεν συμβουλεύω. Αν δε κανείς μάς ειρωνευθή, ότι εις τοιαύτην ηλικίαν θεωρούμεν τους εαυτούς μας αξίους διδασκάλου, ας προβάλωμεν το ρητόν που λέγει ότι η εντροπή δεν ταιριάζει εις τον άπορον. Και περιφρονούντες παν ό,τι ήθελεν ειπή ο κόσμος, από κοινού θα λάβωμεν φροντίδα περί των παιδιών και περί του εαυτού μας.

Λυσίμαχος: Εγώ μεν επιδοκιμάζω, Σωκράτη, τα λεγόμενά σου· και επιθυμώ, όσον περισσότερον γερνώ να διδάσκομαι μαζί με τους νεανίσκους· εν τοσούτω κάμε ό,τι θα σου πω: αύριον από το πρωί–πρωί έλα εις το σπίτι μου, (τ' ακούς;) διά να συσκεφθώμεν περί όσων σήμερα απεφασίσαμεν. Και τώρα ας δώσωμεν τέλος εις την συζήτησιν.

Σωκράτης: Θα κάμω όσα λέγεις, Λυσίμαχε, και θα έλθω, αν θέλη ο Θεός εις το σπίτι σου.