Μτφρ. Ι.Ν. Θεοδωρακόπουλος. 1980. Πλάτωνος Θεαίτητος. Εισαγωγή, αρχαίο και νέο ελληνικό κείμενο. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Φιλοσοφίας.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Και στην πολιτική λοιπόν, καλά και άσχημα και δίκαια και άδικα και όσια και ανόσια είναι στ' αλήθεια για κάθε πόλη, όποια θεωρώντας τα σωστά τα βάλει νόμο στον εαυτό της, και σ' αυτά τα πράγματα δεν υπάρχει καθόλου διάκριση σοφίας από άνθρωπο σε άνθρωπο, ούτε από πόλη σε πόλη. Στο να ορίση όμως τι την συμφέρει και τι δεν την συμφέρει, εδώ, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, θα ομολογήση κανείς ότι διαφέρει ο ένας σύμβουλος από τον άλλον και η γνώμη της μιας πόλεως από τη γνώμη της άλλης ως προς την αλήθεια, και δύσκολα θα τολμούσε να ειπή ότι, όσα νομοθετήση μια πόλη νομίζοντας πως την συμφέρουν, αυτά οπωσδήποτε και θα την ωφελήσουν. Αλλά σ' αυτά που είπα πριν, στα δίκαια και στα άδικα, στα όσια και στα ανόσια, χωρίς δισταγμό ισχυρίζονται ότι κανένα απ' αυτά δεν έχει εκ φύσεως δική του ουσία, αλλά ό,τι νομίση η κοινή γνώμη, τούτο γίνεται αλήθεια τότε που θα το νομίση και για όσον καιρό το νομίζει. Και όσοι δεν δέχονται εντελώς το λόγο του Πρωταγόρα, κάποια τέτοια γνώμη έχουν για τη σοφία. Όμως από μικρότερη σε μεγαλύτερη συζήτηση πηγαίνομε, Θεόδωρε.

ΘΕΟΔΩΡΟΣ: Μήπως δεν έχομε σχόλη, Σωκράτη μου ;

ΣΩΚΡΑΤΉΣ: Έχομε. Και άλλοτε πολλές φορές, δαιμόνιε φίλε μου, κατάλαβα, αλλά και τώρα, ότι όσοι κατάγιναν πολύν καιρό με τη φιλοσοφία, είναι φυσικό όταν πάνε στα δικαστήρια να φαίνωνται γελοίοι ρήτορες.

ΘΕΟΔΩΡΟΣ: Πώς δηλαδή το εννοείς;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Σχεδόν θά 'λεγα, πως όσοι κυλιούνται από νέοι μέσα στα δικαστήρια και τα παρόμοια, απέναντι σ' όσους ανατράφηκαν με φιλοσοφία και παρόμοια σπουδή, έχουν ανατραφή όπως δούλοι απέναντι σε ελεύθερους.

ΘΕΟΔΩΡΟΣ: Πώς λοιπόν;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Αλήθεια, αυτοί εδώ έχουνε πάντα ό,τι είπες, σχόλη, και συνομιλούνε ειρηνικά και άνετα, όπως ακριβώς εμείς τώρα, για τρίτη φορά αφήνομε τον ένα λόγο και καταπιανόμαστε με άλλον, έτσι κάνουν κι αυτοί, αν ο λόγος που έρχεται τους αρέσει περισσότερο, όπως και σε μας, από τον προηγούμενο. Και δεν τους μέλλει καθόλου αν τα λένε με μάκρος ή σύντομα, αρκεί μονάχα να πετύχουν το αληθινό. Οι άλλοι όμως μιλάνε πάντα δίχως σχόλη ―γιατί τους βιάζει το νερό πού τρέχει― και δεν επιτρέπεται να μιλήσουν για ό,τι θελήσουν, αλλά ο αντίδικος πιεστικά στέκει πάνω απ' το κεφάλι τους και διαβάζει αγωγή, που λέγεται αντωμοσία, έξω απ' την οποία δεν επιτρέπεται να ειπούν τίποτ' άλλο. Και οι λόγοι αφορούν πάντοτε έναν ομόδουλο εμπρός σ' έναν δεσπότη, που καλοκάθεται στην έδρα του κι έχει κάποια δίκη στα χέρια του· και οι δικαστικοί αγώνες ποτέ δεν γίνονται για τίποτ' άλλο, αλλά πάντοτε για κάτι ατομικό, και πολλές φορές για την ίδια τη ζωή τους. Εξ αιτίας όλων αυτών λοιπόν γίνονται τραχείς και δριμείς, και ξέρουν να θωπεύσουν το δεσπότη με λόγια και να τον ευχαριστήσουν με έργα, και είναι μικρόψυχοι και στρεψόδικοι. Γιατί η δουλεία που από νέοι δουλεύουν δεν άφησε την ψυχή τους να μεγαλώση και να γίνη ίσια και ελεύθερη, τους αναγκάζει να πράττουν στραβά, επιβάλλει μεγάλους κινδύνους και φόβους σ' απαλές ακόμα ψυχές, πράγματα που, επειδή δεν μπορούν να τα αντιμετωπίσουν με δικαιοσύνη και αλήθεια, τους κάνουν αμέσως να τρέπωνται προς το ψέμμα και την αδικία, κι έτσι κάμπτονται και στρεβλώνονται, ώστε μη έχοντας τίποτα γερό μέσα στην ψυχή τους καταλήγουν από παιδιά να γίνουν άντρες δεινοί και σοφοί, όπως πιστεύουν. Και αυτοί μεν, καλέ μου Θεόδωρε, τέτοιοι είναι. Τους δικούς μας πάλι τι λες, θέλεις να τους περιγράψωμε ή να τους αφήσωμε και να γυρίσωμε πάλι στη συζήτησή μας για να μη καταχρασθούμε, όπως τώρα δα λέγαμε, πάρα πολύ την ελευθερία και τη μεταλλαγή των λόγων;

ΘΕΟΔΩΡΟΣ: Όχι, Σωκράτη. Να τους περιγράψωμε. Γιατί πολύ καλά το είπες, ότι εμείς που αποτελούμε αυτήν εδώ τη χορεία των φιλοσόφων, δεν είμαστε υπηρέτες των λόγων, αλλά οι λόγοι είναι δικοί μας υπηρέτες, και ο καθένας τους περιμένει να ολοκληρωθή όταν εμείς το νομίσωμε. Γιατί ούτε δικαστής ούτε θεατής επιστατεί εδώ σε μας, όπως στους ποιητές, για να προεξάρχη και να ψέγη.

ΣΩΚΡΑΤΉΣ: Ας μιλήσωμε λοιπόν, αφού το νομίζεις, για τους κορυφαίους· γιατί τι να ειπή κανείς γι' αυτούς που ανάξια καταγίνονται με τη φιλοσοφία; Αυτοί λοιπόν από νέοι κιόλας δεν ξέρανε το δρόμο για την αγορά, ούτε ξέρανε που είναι το δικαστήριο ή το βουλευτήριο ή κάποιο άλλο δημόσιο κατάστημα της πόλεως. Και τους νόμους και τα ψηφίσματα, τα προφορικά ή τα γραπτά, ούτε τα βλέπουν ούτε τα ακούνε. Και η σπουδή που έχουν οι πολιτικές συντροφιές για την εξουσία, και οι συνεδριάσεις, και τα τραπέζια, και τα νυχτερινά χαροκόπια με τις αυλητρίδες, ούτε στον ύπνο τους δεν τους έρχονται. Κι αν κανείς από τους πολίτες έχη καλή ή κακή καταγωγή, ή αν υπάρχη σε κάποιον ψεγάδι που προέρχεται από τους προγόνους του, είτε από τη μεριά του πατέρα είτε της μάνας, αυτό του είναι πιο άγνωστο κι από τα βάθη της θάλασσας, όπως λέει ο λόγος. Και όλ' αυτά ούτε που ξέρει πως δεν τα γνωρίζει· γιατί δεν κρατιέται μακριά απ' αυτά για να έχη καλή φήμη, αλλά στην πραγματικότητα μόνο με το σώμα του βρίσκεται στην πόλη και παρεπιδημεί· ο νους του όμως, που όλ' αυτά τα θεωρεί μικρά και μηδαμινά, τα περιφρονεί, και πετάει, όπως λέει ο Πίνδαρος, παντού «πάνω από τη γη» και με τα επίπεδά της κάνει γεωμετρία, και πετάει «πέρα από τον ουρανό» και κάνει αστρονομία, και ερευνά τη φύση του καθενός από τα όντα και δεν καταπιάνεται με κανένα απ' όσα είναι κοντά του.

Μτφρ. Β.Ν. Τατάκης. [1955] χ.χ. Πλάτων. Θεαίτητος. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

ΣΩ. Στα κοινωνικά πάλι πράγματα, όμορφα και άσχημα, δίκαια και άδικα, όσια και μη, όποια κάθε πόλη πιστέψη και νομοθετήση ως νόμιμα γι' αυτήν, αυτά και υπάρχουν πραγματικά για κάθε μιαν, και σ' αυτά τα ζητήματα δεν υπάρχει κανείς σοφώτερος ούτε άτομο από άτομο, ούτε πόλη από πόλη. Όσο για το ζήτημα όμως αν κάθε πόλη ασπάζεται εκείνα που της συμφέρουν ή όχι, σε τούτο ασφαλώς το σημείο, αν κάπου, θα ομολογήση πάλι ότι ξεχωρίζουν ως προς την αλήθεια και σύμβουλος από σύμβουλο και γνώμη μιας πόλης από γνώμη άλλης, και δε θα μπορούσε ασφαλώς να ισχυριστή, πως όσα μια πόλη πιστέψη συμφέροντα και νομοθέτηση για τον εαυτό της, αυτά και θα ωφελήσουν περισσότερο από κάθε άλλο. Αλλά εκεί που είπα πριν, στα δίκαια και τα άδικα, στα όσια και τα ανόσια, προτιμούν να υποστηρίζουν ότι κανένα απ' αυτά δεν έχει από τη φύση του δική του ουσία, αλλά, ό,τι φαίνεται σωστό σε όλους αυτό γίνεται αληθινό τότε, όταν φανή καλό, και όσον καιρό φαίνεται καλό. Όσοι δα δεν δέχονται πέρα ως πέρα την αρχή του Πρωταγόρα, κάπως τέτοια πορεία ακολουθούν. Εμάς όμως, Θεόδωρε, μας προφταίνει τώρα ένα άλλο επιχείρημα, που βγήκε από άλλο, πιο μεγάλο, από πιο μικρό.

ΘΕΟ. Μα δεν έχομε όλο τον καιρό δικό μας, Σωκράτη;

ΣΩ. Ναι, είναι φανερό. Πολλές φορές, αλήθεια σεβαστέ μου άνθρωπε, αναλογίστηκα, μα και τώρα πάλι, πόσο εύλογο είναι όσοι καταγίνονται πολύν καιρό σε φιλοσοφικές έρευνες να δείχνωνται γελοίοι ρήτορες, όταν πηγαίνουν στα δικαστήρια.

ΘΕΟ. Πως πάλι το εννοείς αυτό;

ΣΩ. Εκείνοι πού τριγυρίζουν στα δικαστήρια και στα τέτοια έργα από νέοι, κινδυνεύουν να είναι, σχετικά με κείνους που έχουν ανατραφή μέσα στη φιλοσοφία και την τέτοιας λογής ασχολία, σαν άνθρωποι αναθρεμμένοι για υπηρέτες απέναντι σε ελεύθερους ανθρώπους.

ΘΕΟ. Από ποια άποψη;

ΣΩ. Από την άποψη ότι οι τελευταίοι έχουν πάντα αυτό που συ είπες άνεση χρόνου, και τις συζητήσεις τους τις κάνουν με ειρήνη σε ώρες σχόλης· όπως ακριβώς εμείς τώρα δα καταπιανόμαστε με τρίτο κιόλας επιχείρημα από επιχείρημα. Έτσι και εκείνοι, αν τους αρέση περισσότερο το επιχείρημα που ξεπρόβαλε από εκείνο που τους απασχολούσε, όπως έγινε και σε μας· και δεν τους νοιάζει καθόλου, αν θα πουν λίγα ή πολλά, φτάνει να βρουν την αλήθεια. Ενώ οι άλλοι μιλούν πάντα όταν τους λείπη η άνεση ― τους βιάζει αλήθεια το νερό που τρέχει και δεν έχουν την ελευθερία να μιλήσουν για ό,τι τους έλθει όρεξη· στέκεται εκεί ο αντίδικος και τους αναγκάζει με την πράξη της κατηγορίας που διαβάζεται μπροστά τους· έξω απ' αυτά δεν πρέπει να μιλήσουν. Μιλούν πάντα για έναν ομόδουλό τους προς δεσπότη, που κάθεται στην έδρα κρατώντας στο χέρι κάποια κατηγορία. Και οι αγώνες τους ποτέ δεν είναι ανιδιοτελείς, αλλά πάντα αφορούν το πρόσωπό τους, πολλές μάλιστα φορές το αγώνισμα γίνεται για τη ζωή τους. Ώστε για όλους αυτούς τους λόγους, γίνονται έντονοι και αποκτούν δριμύτητα· ξέρουν και να θωπεύσουν το δεσπότη με λόγια και να τον κολακέψουν με έργα. Μικρή η ψυχή τους και όχι όρθια. Την αύξηση, την ευθύτητα, το ελεύθερο φρόνημα τούς τα έχει αφαιρέσει η δουλεία, αφότου ήσαν νέοι· η δουλεία που τους αναγκάζει να παίρνουν σκολιό δρόμο, και ρίχνει στις απαλές ακόμη ψυχές τους μεγάλους κινδύνους και φόβους, που μη μπορώντας να τους βαστάξουν δίκαια και σωστά, γυρίζουν αμέσως στην ψευτιά και στην αδικία ένας του άλλου και πολύ λυγίζουν και κατατσακίζονται. Έτσι φτάνουν στην ανδρική ηλικία από τη νεανική, χωρίς να έχουν τίποτε γερό από σκέψη· έχουν γίνει, όπως φαντάζονται, σπουδαίοι και σοφοί. Τέτοιας λογής, Θεόδωρε, είναι τούτοι. Τι λες τώρα, τους άλλους που αποτελούν το δικό μας χορό θέλεις να τους περιγράψωμε και κείνους, ή να τους αφήσωμε και να γυρίσωμε πίσω στη συζήτησή μας, για να μη ―όπως δα πριν λίγο λέγαμε― κάνωμε μεγάλη κατάχρηση στην ελευθερία και στο εύκολο πέρασμα από συζήτηση σε συζήτηση;

ΘΕΟ. Καθόλου Σωκράτη· θέλω να τους περιγράψωμε πρώτα. Πολύ καλά είπες, αλήθεια, τούτο δω: ότι εμείς πού ανήκομε στο χορό αυτού του είδους, δεν είμαστε υπηρέτες των λόγων, αλλά οι λόγοι είναι δικοί μας, σαν σπιτικοί υπηρέτες μας και καθένας τους περιμένει να πάρη τέλος, όταν σε μας φανή καλό· γιατί σε μας ούτε δικαστής ούτε θεατής, όπως στους ποιητές, επιστατεί για να ψέξη και να δώση διαταγές.

ΣΩ. Ας μιλήσωμε λοιπόν, μια που όπως φαίνεται, το βρίσκεις καλό, για τους κορυφαίους του χορού· γιατί για όσους άσημα, περνούν τον καιρό τους στη φιλοσοφία, τι να πη κανείς; Αυτοί λοιπόν οι κορυφαίοι από μικροί ασφαλώς πρώτα πρώτα δεν ξέρουν το δρόμο που πηγαίνει στην αγορά, ούτε πού είναι το δικαστήριο ή το βουλευτήριο ή ο τόπος κάποιου άλλου κοινού συνεδρίου της πόλης. Και τους νόμους και τα ψηφίσματα όταν τα συζητούν ή τα έχουν εκδώσει, ούτε τα βλέπουν ούτε τα ακούν. Δραστήρια κίνηση των πολιτικών συλλόγων για να καταλάβουν τα αξιώματα, και συγκεντρώσεις και δείπνα και γλέντια όπου είναι και αυλητρίδες, όλα αυτά ούτε στον ύπνο τους πηγαίνει ο νους τους ότι τα κάνουν. Έχει γίνει κάτι καλό ή κακό στην πόλη ή κάποιος κληρονόμησε κάποιο κακό από τους προγόνους του, άνδρες ή γυναίκες; ― λιγώτερο το ξέρει αυτός από όσο κατά την παροιμία ξέρει πόσους κουβάδες νερό έχει η θάλασσα. Και όλα τούτα ουδέ πως δεν τα ξέρει, ξέρει. Γιατί δεν κρατά τον εαυτό του μακριά απ' αυτά τα πράγματα για να αποκτήση φήμη. Στην πραγματικότητα μόνο το σώμα του βρίσκεται στην πόλη και ζει σ' αυτήν, ενώ η σκέψη του, επειδή όλα αυτά τα θεώρησε μικρά, ένα τίποτε, και δεν τα λογαριάζει καθόλου, ολούθε πετά, όπως λέγει ο Πίνδαρος «στα βάθη της γης» μετρώντας και τις εκτάσεις της· πετά, «και στα ύψη του ουρανού», όπου αστρονομεί. Όλα τα όντα από κάθε άποψη τα ερευνά, χωρίς καθόλου να αφίνη τον εαυτό του να ταξιδεύη μαζί με κείνα που είναι πολύ κοντά μας.