Μτφρ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος. 1987. Πλάτωνος Ευθύδημος. Αθήνα.

Κτήσιππε, όπως τώρα δα έλεγα στον Κλεινία, λέω και σ' εσένα ότι δεν ξέρεις πόσο εκπληκτική είναι η σοφία των ξένων. Με τη διαφορά πως δεν θέλησαν να μας την επιδείξουν στα σοβαρά, αλλά προτίμησαν να μιμηθούν τον Πρωτέα, τον αιγύπτιο σοφιστή, και να μας μαγέψουν. Ας μιμηθούμε, λοιπόν, κι εμείς τον Μενέλαο κι ας μην τους αφήσουμε να ξεφύγουν παρά μόνο όταν μας φανερώσουν το έργο με το οποίο καταπιάνονται στα σοβαρά·γιατί πιστεύω ότι κάτι εξαίσιο θα φανερωθεί μόλις αρχίσουν να σοβαρολογούν. Όμως ας τους παρακαλέσουμε και ας τους καλοπιάσουμε και ας τους ικετέψουμε να φανερωθούν. Όσο για μένα, νομίζω πως πρέπει να περιγράψω άλλη μια φορά με ποια μορφή τους θερμοπαρακαλώ να μου αποκαλυφθούν. Θα δοκιμάσω, λοιπόν, να συνεχίσω, όσο πιο καλά μπορώ, από το σημείο που σταμάτησα πρωτύτερα, κι ίσως τους καταφέρω να με συμπονέσουν και να με σπλαχνιστούν που έχω βάλει τα δυνατά μου και το έχω πάρει το ζήτημα στα σοβαρά, ώστε τελικά να σοβαρευτούν κι αυτοί.

Κι εσύ, Κλεινία, είπα, θύμισέ μου πού σταματήσαμε τότε. Απ' ό,τι θυμάμαι, εδώ κάπου: είχαμε καταλήξει πως πρέπει να φιλοσοφούμε· έτσι δεν είναι;

― Ναι, είπε εκείνος.

― Να φιλοσοφείς, όμως, σημαίνει να αποκτάς γνώση· δεν είναι έτσι; είπα.

― Ναι, είπε αυτός.

― Αλλά ποια γνώση θα ήταν σωστό να επιδιώκουμε να αποκτήσουμε; Είναι απλό: εκείνη που θα μας ωφελήσει·έτσι δεν είναι;

― Ασφαλώς, είπε.

― Θα μας ωφελούσε άραγε σε τίποτε, αν ξέραμε να εντοπίζουμε, περπατώντας εδώ κι εκεί, σε ποια σημεία είναι θαμμένο πολύ χρυσάφι;

― Ίσως, είπε.

Έτσι όμως, είπα εγώ, αναιρούμε εκείνο που παραδεχτήκαμε πρωτύτερα, δηλαδή ότι δεν θα 'χαμε κανένα όφελος, ακόμη κι αν γινόταν δικό μας όλο το χρυσάφι, και μάλιστα χωρίς να κάνουμε τον κόπο να σκάβουμε στη γη· ώστε κι αν ακόμη είχαμε τον τρόπο να κάνουμε τις πέτρες χρυσάφι, πάλι δεν θα άξιζε τίποτα η γνώση αυτή. Γιατί αν παράλληλα δεν θα ξέρουμε πώς να χρησιμοποιήσουμε το χρυσάφι, φάνηκε καθαρά ότι δεν θα έχουμε κανένα όφελος απ' αυτό· ή μήπως δεν το θυμάσαι; ρώτησα εγώ.

― Ασφαλώς, απάντησε, το θυμάμαι.

― Άλλα καθώς φαίνεται, είπα, ούτε και καμία άλλη γνώση μας ωφελεί σε τίποτα, λ.χ. η γνώση πώς να κερδίζεις χρήματα ή η γνώση της ιατρικής ή οποιαδήποτε άλλη γνώση που ξέρει να κάνει κάτι άλλα δεν ξέρει πώς να το χρησιμοποιήσει αυτό που κάνει· δεν είναι έτσι; Συμφώνησε.

― Ακόμη κι αν δεχτούμε ότι υπάρχει μια γνώση που κάνει τους ανθρώπους αθάνατους αλλά χωρίς παράλληλα να ξέρουν πώς ναεκμεταλλευτούν την αθανασία, ούτε κι αυτή η γνώση θα ωφελούσε, καθώς φαίνεται, σε τίποτα, αν κρίνουμε με βάση όσα παραδεχτήκαμε πρωτύτερα.

Σε όλα αυτά μείναμε σύμφωνοι.

― Συνεπώς, καλό μου παιδί, είπα, χρειαζόμαστε μια επιστήμη που να μπορεί συγχρόνως και να κάνει κάτι και να ξέρει αυτό το κάτι που κάνει να το χρησιμοποιεί.

― Είναι φανερό, είπε.

― Θαρρώ, λοιπόν, ότι η επιστήμη που μας χρειάζεται να κατέχουμε δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να είναι πώς λ.χ. να φτιάχνουμε λύρες ή κάποια άλλη παρόμοια γνώση. Γιατί εδώ τα πράγματα έχουν διαχωριστεί: Άλλη η τέχνη που κατασκευάζει το όργανο κι άλλη εκείνη που το χρησιμοποιεί· υπάρχει, βλέπεις, μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο να φτιάχνεις λύρες και στο να παίζεις λύρα. Δεν είναι έτσι;

Συμφώνησε.

― Ολοφάνερο είναι επίσης πως ούτε η τέχνη να φτιάχνεις αυλούς είναι αυτή που χρειαζόμαστε· γιατί κι αυτή στην ίδια κατηγορία ανήκει.

Συμφώνησε.

― Άλλα, μα τους θεούς, είπα, αν μαθαίναμε την τέχνη να φτιάχνουμε λόγους, άραγε λες να είναι αυτή η τέχνη που θα 'πρεπε να κατέχουμε για να είμαστε ευτυχισμένοι;

― Εγώ δεν το νομίζω, πρόλαβε και απάντησε ο Κλεινίας.

― Πού το βασίζεις αυτό; ρώτησα.

― Βλέπω, είπε, ότι μερικοί απ' αυτούς που γράφουν λόγους δεν ξέρουν πώς να χειριστούν τους δικούς τους λόγους, αυτούς που οι ίδιοι γράφουν· ακριβώς σαν τους κατασκευαστές λύρας που δεν ξέρουν να παίζουν λύρα, έτσι κι εδώ άλλοι έχουν την ικανότητα να χειρίζονται ό,τι δημιούργησαν εκείνοι, ενώ αυτοί που γράφουν τους λόγους δεν την έχουν την ικανότητα αυτή. Είναι, λοιπόν, φανερό, πως και σε ό,τιαφορά τους λόγους άλλο πράγμα είναι η τέχνη να φτιάχνεις κάτι κι άλλο η τέχνη να το χρησιμοποιείς.

― Έχω τη γνώμη, είπα, ότι το στοιχείο που αναφέρεις ως ένδειξη ότι η τέχνη να γράφεις λόγους δεν είναι εκείνη που θα έκανε ευτυχισμένο όποιον θα την κάτεχε, είναι βάσιμο. Μόλο που εγώ νόμιζα πως κάπου εδώ θα εντοπιζόταν η επιστήμη που τόσην ώρα ψάχνουμε να βρούμε. Γιατί πραγματικά οι άνθρωποι αυτοί, που γράφουν τους λόγους, μου δίνουν, Κλεινία, την εντύπωση, όταντους έχω δίπλα μου, πως είναι κάτι παραπάνω από σοφοί, κι η τέχνη τους θεϊκή και μεγάλη. Κι αυτό δεν είναι διόλου παράδοξο: αποτελεί, βλέπεις, τμήμα της τέχνης των μάγων, ελάχιστα κατώτερη από εκείνη. Γιατί η μια, η τέχνη των μάγων, γοητεύει φίδια, αράχνες, σκορπιούς και άλλα ζώα καθώς και αρρώστιες, ενώ αυτή γοητεύει και πείθει δικαστές, μέλη της εκκλησίας του δήμου και άλλα πλήθη· ή μήπως, είπα, έχεις κάπως διαφορετική γνώμη;

― Όχι, είπε·νομίζω ότι είναι όπως το λες.

― Πού, λοιπόν, είπα εγώ, θα μπορούσαμε να στραφούμε ακόμη; Σε ποια τέχνη;

― Δεν μπορώ να σκεφτώ καμιά, είπε.

― Εγώ ωστόσο, είπα, νομίζω πως την έχω βρει.

― Ποια είναι; ρώτησε ο Κλεινίας.

― Μου φαίνεται, είπα, ότι η στρατηγική τέχνη, πιο πολύ από κάθε άλλη, είναι αυτή που αν την κατακτούσε κανείς, θα γινόταν ευτυχισμένος.

― Εγώ τουλάχιστον δεν το νομίζω.

― Γιατί; τον ρώτησα.

― Κατά κάποιον τρόπο είναι μια τέχνη που κυνηγάει ανθρώπους.

― Ε, και λοιπόν; έκανα εγώ.

― Καμία από τις επιμέρους κυνηγετικές τέχνες, είπε, δεν κάνει τίποτε περισσότερο απ' ό,τι η ίδια η κυνηγετική, δηλαδή από το να κυνηγήσει και να πιάσει το θήραμα. Κι όταν πιάσουν αυτό που κυνηγούν, δεν έχουν τι να το κάνουν, αλλά το δίνουν οι κυνηγοί και οι ψαράδες στους μαγείρους, κι οι γεωμέτρες, οι αστρονόμοι και οι μαθηματικοί ―γιατί θηρευτές είναι κι αυτοί, αφού τα αντικείμενά τους δεν τα κατασκευάζουν οι ίδιοι·αυτοί απλώς κάνουν διαπιστώσεις―, οι γεωμέτρες, λοιπόν, οι αστρονόμοι και οι μαθηματικοί, επειδή δεν ξέρουν να χρησιμοποιήσουν τα ευρήματά τους αλλά μόνο να τα συλλάβουν, τα παραδίδουν, όσοι τουλάχιστον απ' αυτούς δεν είναι εντελώς ανόητοι, στους διαλεκτικούς, για να τα χρησιμοποιήσουν όπως θέλουν.

― Ώστε, είπα εγώ, πανέμορφε και σοφότατε Κλεινία, έτσι γίνεται;

― Βεβαιότατα. Το ίδιο, είπε, κάνουν και οι στρατιωτικοί: Μόλις πάρουν μια πόλη ή ένα στρατόπεδο, το παραδίδουν στους πολιτικούς ―γιατί οι ίδιοι δεν ξέρουν τι να τα κάνουν αυτά πού κυρίεψαν― σαν τους κυνηγούς των ορτυκιών πού τα παραδίδουν στους ορτυγοτρόφους. Αν, λοιπόν, είπε αυτός, ζητάμε μια τέχνη που θα ξέρει η ίδια και να χρησιμοποιεί τα αποκτήματά της, τα κατασκευάσματα ή τα αγρεύματά της, κι αν μια τέτοια τέχνη πρόκειται να μας κάνει ευτυχισμένους, πρέπει ν' αφήσουμε τη στρατηγική και να ψάξουμε για καμιάν άλλη.

Μτφρ. Β.Ν. Τατάκης. χ.χ. Πλάτωνος Ευθύδημος. Αρχαίο κείμενο, εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

Κτήσιππε, ό,τι έλεγα πριν και στον Κλεινία τα ίδια εντελώς λέγω και σε σένα, ότι δεν καταλαβαίνεις τη σοφία των ξένων, πως είναι αξιοθαύμαστη. Μόνο που δε θέλουν να μας κάμουν μια επίδειξη στα σοβαρά, αλλά μιμούνται τον Πρωτέα, τον Αιγύπτιο σοφιστή, και μας γητεύουν με τα μάγια τους. Ας μιμηθούμε λοιπόν και μεις το Μενέλαο, κι ας μην τους αφήσωμε και τους δυο, ώσπου να μας παρουσιαστούν με τη σοβαρή τους μορφή· γιατί νομίζω πως κάτι το πανέμορφο θα παρουσιάσουν, όταν αρχίσουν να σπουδαιολογούν. Μόνο ας τους ικετεύσωμε, ας τους εξορκίσωμε, ας τους κάνωμε προσευχές να μας παρουσιαστούν. Όσο για μένα βρίσκω καλό να τους υποδείξω πάλι μόνος μου, σαν τι λογής προσεύχομαι να μου παρουσιαστούν. Ξεκινώντας από κει που σταμάτησα πριν θα προσπαθήσω, όσο μπορώ καλύτερα, να τους αναπτύξω όλη τη συνέχεια, για να τους κάμω μια έκκληση. Να με ελεήσουν και να με λυπηθούν, που έτσι έχω εντείνει την προσοχή μου και σπουδαιολογώ και να σπουδαιολογήσουν κι αυτοί.

Και συ, Κλεινία, είπα, θύμησέ μου πού σταματήσαμε τότε. Όπως εγώ νομίζω, εκεί κάπου. Συμφωνήσαμε τελειώνοντας πως πρέπει να φιλοσοφούμε, να αναζητούμε τη γνώση· έτσι; ― Ναι, είπεν εκείνος.― Και η έρευνα αυτή βέβαια σημαίνει να αποκτούμε γνώση. Δεν είναι έτσι; είπα. Nαι, είπε. ― Ποια λοιπόνγνώση άμα αποκτήσωμε θα είναι καλάπου την αποκτήσαμε; Άραγε δεν είναι απλό, εκείνην που θα μας ωφελήση; ― Βεβαιότατα, είπε. ― Θα μας ωφελούσε άραγε σε τίποτε, αν είχαμε την τέχνη, πηγαίνοντας εδώ καιεκεί, να καταλαβαίνωμε σε ποιο μέρος της γης υπάρχει μεγάλη ποσότητα χρυσάφι; ― Ίσως, είπε. ― Μα πριν, είπα εγώ, αποδείξαμε πως τίποτε δεν κερδίζομε, ακόμα κι αν, χωρίς σκοτούρες και χωρίς να σκάβωμε τη γη, είχαμε όλο το χρυσάφι του κόσμου· ώστε ούτε κι αν ξέραμε να κάνωμε τα βράχια μαλαματένια, ούτε και τότε η γνώση αυτή θα άξιζε τίποτα. Γιατί αν δεν ξέρωμε και να χρησιμοποιήσωμε το χρυσάφι, αποδείξαμε πως δεν αξίζει τίποτε· ή μήπως δε θυμάσαι, είπα εγώ;

― Πολύ καλά, είπε, θυμούμαι. ― Και, όπως φαίνεται, ούτε οι άλλες επιστήμες ωφελούν σε τίποτε, ούτε η οικονομολογία, ούτε η ιατρική, ούτε άλλη καμμιά, που ξέρει να κάμη κάτι, αυτό που κάνει όμως δεν ξέρει να το χρησιμοποιήση· δεν είναι έτσι; ― Συμφώνησε ― Ακόμη κι αν υπάρχη καμμιά επιστήμη που να φτιάνη αθάνατους, χωρίς να ξέρη σε τι να χρησιμοποιήση την αθανασία, ούτε κι αυτή, φαίνεται, να ωφελή σε τίποτε, αν πρέπει να στηριχτούμε στα προηγούμενα συμπεράσματά μας. ― Σε όλα αυτά συμφωνήσαμε. ― Χρειαζόμαστε λοιπόν μια τέτοια επιστήμη, ωραίε μου νέε, είπα εγώ, που να συγκεντρώνη και τη δημιουργία αλλά και τη γνώση σε τί θα χρησιμοποιήσωμε το δημιούργημα. ― Είναι φανερό, είπε. ― Όπως φαίνεται λοιπόν, είμαστε πολύ μακρυά, όντας σπουδαίοι λυροποιοί, την ίδια ώρα να είμαστε και κάτοχοι μιας τέτοιας επιστήμης. Γιατί, κι εδώ η τέχνη που δημιουργεί τα αντικείμενα, είναι εντελώς χωριστή από εκείνην που τα χρησιμοποιεί, κι ας αναφέρωνται στο ίδιο πράγμα· η λυροποιϊκή και η κιθαριστική διαφέρουν πολύ η μια από την άλλη· δεν είναι έτσι; ― Συμφώνησε. ― Κι είναι φανερό πως ούτε η αυλοποιϊκή μας χρειάζεται· άλλη κι αυτή σαν τις άλλες. ― Συμφωνούσε. ― Αλλά, για τους θεούς, είπα εγώ, αν σπουδάσωμε την τέχνη της λογοποιΐας; Μήπως άραγε είναι αυτή που έπρεπε να αποχτήσωμε για να είμαστε ευδαίμονες;

Δεν το πιστεύω εγώ, είπεν ο Κλεινίας, παίρνοντας το λόγο.

Και τι απόδειξη έχεις, είπα εγώ; ― Βλέπω, είπε, μερικούς λογοποιούς που δεν ξέρουν να χρησιμοποιήσουν τους δικούς τους λόγους, αυτούς που οι ίδιοι φτιάνουνε, ακριβώς όπως οι λυροποιοί τις λύρες τους. Γιατί εκεί άλλοι είναι που έχουν τη δύναμη να χρησιμοποιούν τα έργα εκείνων, εκείνοι που δεν ξέρουν να κάνουν λύρες. Είναι λοιπόν φανερό ότι και στους λόγους χωριστές είναι η τέχνη να κάνης και η τέχνη να χρησιμοποιής.

Αρκετή απόδειξη, είπα εγώ, μου φαίνεται πως φέρνεις, ότι δεν είναι η τέχνη των λογοποιών που άμα την αποκτήση κανείς θα ήταν ευτυχισμένος. Αν και εγώ νόμιζα ότι εδώ κάπου θα παρουσιαζόταν η επιστήμη, που τόση ώρα ζητούμε. Γιατί και οι ίδιοι οι λογοποιοί, όταν τους συναναστρέφομαι, μου φαίνονται πως είναι υπέρσοφοι και η τέχνη τους πάλι μου φαίνεται θεϊκή και υπέροχη. Και δεν είναι καθόλου παράξενο τούτο· γιατί είναι μέρος της τέχνης εκείνων που γοητεύουν, λίγο κατώτερη όμως από την τέχνη των μάγων. Η τέχνη των μάγων είναι να μαγεύουν τα φίδια, τα σφαλάγκια, τους σκορπιούς και τα άλλα θεριά και τις αρρώστιες· των λογοποιών η τέχνη είναι να μαγεύουν και να μαλακώνουν τους δικαστές, κι αυτούς που πηγαίνουν στην εκκλησία του δήμου και τα άλλα πλήθη· ή μήπως, είπα, εσύ έχεις άλλη γνώμη;

Όχι, είπε, έχω την ίδια γνώμη με σένα.

Πού λοιπόν, είπα εγώ, θα μπορούσαμε ακόμη να στραφούμε; Προς ποια τέχνη;

Εγώ, είπε, δεν έχω να πω.

Στάσου, είπα εγώ, νομίζω πως τη βρήκα.

Ποια είναι; ρώτησεν ο Κλεινίας.

Μου φαίνεται, είπα εγώ, πως η στρατηγική τέχνη περισσότερο από κάθε άλλο είναι αυτή, που άμα κανείς την αποκτήση θα ήταν ευτυχής.

Εγώ τουλάχιστο δεν το νομίζω.

Μα πώς; είπα εγώ.

Αυτή είναι μια τέχνη να κυνηγάς ανθρώπους.

Ε, και; είπα εγώ.

Καμμιά, είπε, από τις θηρευτικές τέχνες δεν πάει πιο μακρυά από τούτο: να κυνηγήση και να πιάση το θήραμα. Άμα όμως πιάσουν αυτό που κυνηγούν, δεν ξέρουν να το χρησιμοποιήσουν. Οι κυνηγοί και οι ψαράδες το παραδίνουν στους μαγείρους. Οι γεωμέτρες πάλι και οι αστρονόμοι και οι λογιστικοί γιατί κι αυτοί είναι θηρευτικοί― δεν δημιουργούν καθένας στον κλάδο του τα σχήματα, αλλά βρίσκουν εκείνα που υπάρχουν· επειδή λοιπόν δεν ξέρουν να τα χρησιμοποιήσουν αλλά μόνο να τα πιάσουν, παραδίνουν, όπως ξέρομε, τα ευρήματά τους στους διαλεκτικούς, να χρησιμοποιήσουν εκείνοι τα δικά τους ευρήματα, όσοι φυσικά απ' αυτούς δεν είναι εντελώς ανόητοι.

Αλήθεια, είπα εγώ, σοφώτατε και πανέμορφε Κλεινία, έτσι είναι;

Βεβαιότατα. Έτσι και οι στρατηγοί, είπε, κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο, άμα καταλάβουν καμμιά πόλη, ή κανένα στρατόπεδο, τα παραδίνουν στους πολιτικούς άρχοντες ―γιατίαυτοί δεν ξέρουν τι να κάμουν το κυνήγι τους― όπως ακριβώς, θαρρώ, οι κυνηγοί ορτυκιών παραδίνουν το κυνήγι τους στους ορτυκοτρόφους. Αν λοιπόν, πρόσθεσε, χρειαζόμαστε την τέχνη εκείνη, που ό,τι αποκτά, είτε δημιουργώντας το, είτε πιάνοντάς το στο κυνήγι η ίδια, θα ξέρη τι να το κάμη, κι αν αυτή η τέχνη θα μας δώση τη μακαριότητα, ε, τότε, είπε, κάποιαν άλλη τέχνη πρέπει να ζητήσωμε και όχι τη στρατηγική.