Μτφρ. Η.Ε. Κορμπέτη. 1997. Πλάτωνος Επιστολή Ζ'. Εισαγωγή, μετάφραση, σημειώσεις. Αθήνα: Στιγμή.

Όταν μια φορά ήμουν νέος, μου συνέβη το ίδιο ακριβώς που συνέβη και σε άλλους πολλούς: αποφάσισα, αμέσως μόλις γίνω αυτεξούσιος, ν' ακολουθήσω το πολιτικό στάδιο. Τότε μου παρουσιάστηκαν τα εξής περίπου πολιτικά γεγονότα: Έπειτα από την κατακραυγή πολλών εναντίον του πολιτεύματος που είχαμε τότε, γίνεται μεταπολίτευση και τη μεταπολίτευση αυτή διηύθυναν πενήντα ένας αρχηγοί, ένδεκα στην πόλη, δέκα στον Πειραιά ―η καθεμιά απ' αυτές τις δυο συναρχίες για την αγορά και για τις διοικητικές ανάγκες των πόλεων― και τριάντα έγιναν ανώτατοι άρχοντες με απόλυτη εξουσία. Μερικοί λοιπόν απ' αυτούς έτυχε να είναι συγγενείς και γνωστοί μου και μάλιστα αμέσως και επανειλημμένως με κάλεσαν να λάβω μέρος σαν σε κάτι πού δικαιωματικά μπορούσα να συμμερισθώ. Τότε εγώ έπαθα κάτι που δεν ήταν καθόλου παράξενο για τα νειάτα μου· πίστεψα δηλαδή, πως θα οδηγήσουν την πόλη από μια ζωή άδικη σ' ένα δίκαιο τρόπο ζωής κι έτσι θα την κυβερνήσουν∙ τους παρακολουθούσα λοιπόν με μεγάλη προσοχή, να ιδώ τι θα κάνουν. Και καθώς έβλεπα ότι οι άνθρωποι εκείνοι μέσα σε λίγον καιρό έκαναν να φανεί χρυσάφι το προηγούμενο πολίτευμα ― εκτός απ' τα άλλα, έστειλαν το φίλο μου, τον αρκετά ηλικιωμένο Σωκράτη, που γι' αυτόν εγώ δε θα δίσταζα να πω ότι ήταν ο δικαιότερος άνθρωπος της εποχής του, τον έστειλαν μαζί με άλλους σε κάποιον πολίτη για να τον συλλάβει και να τον οδηγήσει διά της βίας στο θάνατο· κι αυτό βέβαια για να έχει λάβει μέρος στις ενέργειες τους, είτε ήθελε, είτε όχι· εκείνος όμως δεν εννοούσε να πεισθεί και προτίμησε να κινδυνεύσει να πάθει οτιδήποτε, παρά να γίνει συνεργός τους σε ανόσιες πράξεις. Καθώς λοιπόν τα έβλεπα όλ' αυτά και μερικά άλλα παρόμοια, όχι ασήμαντα, αγανάκτησα κι αποτραβήχτηκα από κείνα τα κακά. Όχι πολύ αργότερα όμως άλλαξε η κυβέρνηση των Τριάκοντα και γενικά το πολίτευμα εκείνο· και πάλι με τραβούσε, αν και χαλαρώτερα, πάντως όμως με τραβούσε ο πόθος ν' ασχοληθώ με τα κοινά και να πολιτευθώ. Και τότε λοιπόν, καθώς ήταν ταραγμένα τα πράγματα, γίνονταν πολλά που θα μπορούσαν να σε κάνουν ν' αγανακτήσεις, και δεν είναι καθόλου παράξενο σε πολιτικές μεταβολές, οι εκδικήσεις κάποιων εναντίον μερικών εχθρών τους να ξεπερνούν τα όρια· αλλά γενικώς, οι πολιτικοί εξόριστοι που γύρισαν τότε έδειξαν μεγάλη μετριοπάθεια. Δεν ξέρω όμως πάλι πώς έτυχε, και κάποια πρόσωπα με πολιτική επιρροή καταγγέλλουν το φίλο μας, το Σωκράτη, κατηγορώντας τον για το πιο ανόσιο και το πιο αταίριαστο σ' αυτόν πράγμα· ως ασεβή δηλαδή εκείνοι τον κατήγγειλαν και αυτοί τον καταδίκασαν και τον θανάτωσαν, εκείνον, που αρνήθηκε τότε να λάβει μέρος στην ανόσια σύλληψη ενός από τους φίλους τους που καταδιώκονταν τότε, όταν οι ίδιοι δυστυχούσαν στην εξορία. Καθώς λοιπόν έβλεπα αυτά και τους ανθρώπους που ασχολούνταν με την πολιτική και τους νόμους και τον τρόπο της ζωής, όσο περισσότερο τα συλλογιζόμουνα κι όσο προχωρούσα στην ηλικία, τόσο δυσκολώτερο μου φαινόταν, να διαχειρίζεται κανείς σωστά την πολιτική εξουσία. Γιατί ούτε χωρίς προσωπικούς και πολιτικούς φίλους πιστούς είναι δυνατόν να ενεργήσεις ―κι αυτούς, ούτε αν υποθέσομε πως υπήρχαν ήταν εύκολο να τους βρεις, γιατί η χώρα μας δε ζούσε πια με τα ήθη και τις ασχολίες των πατέρων μας, ούτε άλλους καινούργιους ήταν δυνατόν με κάποια ευκολία να κάνεις―, κι απ' το άλλο μέρος οι διατάξεις των νόμων και τα ήθη διαφθείρονταν και η διαφθορά αυτή προχωρούσε καταπληκτικά. Έτσι, ενώ στην αρχή ήμουν γεμάτος ορμή για πολιτική δράση, καθώς κοίταζα όλα αυτά και τα έβλεπα να γίνονται άνω κάτω, στο τέλος μ' έπιασε ίλιγγος. Και να ερευνώ βέβαια δεν έπαψα, με ποιον άραγε τρόπο θα ήταν δυνατόν να διορθωθούν και όλ' αυτά πού ανέφερα και ―προπάντων― η πολιτεία γενικά, για τη δράση όμως περίμενα πάντοτε την κατάλληλη ώρα· και στο τέλος κατάλαβα, ότι κανένα απολύτως από τα σύγχρονά μας κράτη δεν κυβερνάται σωστά ―αφού η νομοθεσία τους βρίσκεται, μπορεί κανείς να πει, σε μια κατάσταση, που δεν επιδέχεται καν θεραπεία χωρίς σοβαρή προετοιμασία μαζί με τη βοήθεια κάποιας καταπληκτικής τύχης―, κι έτσι αναγκάσθηκα να κάνω το εγκώμιο της αληθινής φιλοσοφίας και να λέω ότι μέσ' απ' αυτήν είναι δυνατόν να δει κανείς το δίκαιο παντού, και στης πολιτείας και στων ατόμων τη ζωή, και ότι επομένως οι γενεές των ανθρώπων δεν θα πάψουν να υποφέρουν, παρά όταν, ή εκείνοι που σωστά και γνήσια φιλοσοφούν, πάρουν στα χέρια τους την πολιτική εξουσία, ή οι πολιτικοί ηγέτες, από μια θεία βουλή, φιλοσοφήσουν αληθινά.

Μτφρ. Σ. Τσέλικας. 2006. Στο Ανθολόγιο Αρχαίων Ελληνικών Κειμένων. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.

Την εποχή που ήμουν νέος, μου συνέβη το ίδιο που συμβαίνει και σε πολλούς άλλους νέους· σκεφτόμουν πως, αμέσως μόλις γίνω αυτεξούσιος, θα ασχοληθώ με την πολιτική. Ήρθα τότε αντιμέτωπος με την εξής πολιτική κατάσταση στην πόλη μας: επειδή πολλοί κατέκριναν το τότε πολίτευμα, γίνεται πολιτειακή μεταβολή, και επικεφαλής του νέου πολιτεύματος τέθηκαν πενήντα ένας άνδρες ως άρχοντες, ένδεκα στην πόλη και δέκα στον Πειραιά (τα δύο αυτά σώματα αρχόντων έπρεπε να ρυθμίζουν τα θέματα της αγοράς και να διεκπεραιώνουν τα διοικητικά ζητήματα στις δύο πόλεις), ενώ τριάντα άνδρες έγιναν άρχοντες με απόλυτη εξουσία πάνω στο σύνολο της πολιτικής ζωής. Μερικοί από αυτούς έτυχε να είναι συγγενείς και γνωστοί μου· με παρακινούσαν, λοιπόν, εξαρχής να συμμετέχω στις ενέργειές τους, με τον ισχυρισμό ότι πρόκειται για πράγματα που μου ταιριάζουν. Κι αυτό που μου συνέβη τότε δεν είναι καθόλου παράξενο για έναν νέο άνθρωπο· πίστεψα, δηλαδή, ότι αυτοί θα διοικήσουν την πόλη οδηγώντας την από έναν άδικο σε έναν δίκαιο τρόπο ζωής και γι' αυτό είχα έντονα στραμμένη την προσοχή μου σ' αυτούς, για να δω τις μελλοντικές ενέργειές τους. Βλέποντας, λοιπόν, ότι οι συγκεκριμένοι άνδρες, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, έκαναν να φαίνεται χρυσάφι η προηγούμενη μορφή πολιτεύματος ―εκτός των άλλων, και τον φίλο μου, τον αρκετά ηλικιωμένο Σωκράτη, για τον οποίο εγώ δεν θα δίσταζα να πω κατηγορηματικά ότι ήταν ο πιο δίκαιος από τους τότε πολίτες, τον έστειλαν μαζί με άλλους να φέρει με τη βία κάποιον πολίτη, για να θανατωθεί· στόχος τους ήταν να τον κάνουν, είτε ήθελε είτε όχι, συνένοχο στις ενέργειές τους· εκείνος όμως αρνούνταν να υπακούσει και προτίμησε να διακινδυνεύσει να υποστεί κάθε συνέπεια, παρά να γίνει συνεργός σε ανίερες πράξεις― επειδή έβλεπα αυτά τα γεγονότα κι άλλα παρόμοια εξίσου σημαντικά, αγανακτούσα και απομακρυνόμουν από τις τότε εγκληματικές ενέργειες. Σε λίγο καταλύθηκε η εξουσία των Τριάκοντα και η τότε μορφή διακυβέρνησης· εκ νέου πάλι τότε, αν και πιο διστακτικά, ωστόσο με γοήτευε η επιθυμία να ασχοληθώ με τα κοινά και την πολιτική. Και σ' εκείνη, βέβαια, την εποχή, επειδή ήταν πολιτικά ταραγμένη, συνέβαιναν πολλά για τα οποία θα μπορούσε κάποιος να αγανακτήσει, και δεν ήταν καθόλου ασυνήθιστο, σε περίοδο πολιτειακής μεταβολής, κάποιοι να εκδικούνται υπερβολικά του αντιπάλους τους· γενικά, ωστόσο, οι εξόριστοι που επέστρεψαν τότε από την εξορία συμπεριφέρθηκαν με πολλή επιείκεια. Δεν ξέρω όμως πώς έγινε πάλι και κάποιοι από τους πολιτικά ισχυρούς οδηγούν σε δίκη τον Σωκράτη που προανέφερα, τον φίλο μας, καταγγέλλοντάς τον με την πιο ανίερη κατηγορία, η οποία ελάχιστα ταίριαζε στον Σωκράτη· εκείνοι λοιπόν τον κατήγγειλαν ως ασεβή και οι δικαστές τον καταδίκασαν και τον θανάτωσαν, αυτόν που δεν θέλησε να γίνει συνένοχος στην εγκληματική προσαγωγή ενός από τους συντρόφους τους, ο οποίος διωκόταν τότε, τον καιρό που και οι ίδιοι δυστυχούσαν στην εξορία.

Καθώς, λοιπόν, παρατηρούσα αυτά τα γεγονότα και τους ανθρώπους που ασχολούνται με την πολιτική, κι επιπλέον τους νόμους και τις πολιτικές συνήθειες, όσο περισσότερο τα εξέταζα και προχωρούσα σε ηλικία, τόσο πιο δύσκολο μου φαινόταν να διαχειριστώ με ορθό τρόπο τις πολιτικές υποθέσεις. Γιατί χωρίς φίλους και συντρόφους έμπιστους δεν είναι δυνατόν να αναμειχθεί κανείς στα πολιτικά ―κι αυτούς, ούτε να τους βρεις ήδη διαθέσιμους ήταν εύκολο, γιατί η πόλη μας δεν διοικούνταν πλέον σύμφωνα με τις συνήθειες και τις πρακτικές των πατέρων μας, κι όσο για να αποκτήσεις άλλους καινούργιους, αυτό ήταν αδύνατο χωρίς μεγάλο κόπο―, κι επιπλέον οι γραπτοί νόμοι και τα ήθη μεταβάλλονταν προς το χειρότερο και η μεταβολή αυτή προχωρούσε με εκπληκτικά γρήγορο ρυθμό. Το αποτέλεσμα ήταν ότι, παρόλο που αρχικά αισθανόμουν μια έντονη παρόρμηση να ασχοληθώ με τις υποθέσεις της πόλης, παρατηρώντας τις και βλέποντας να κινούνται αλλοπρόσαλλα προς κάθε κατεύθυνση, στο τέλος ένιωσα το κεφάλι μου να γυρίζει· βέβαια δεν σταμάτησα να εξετάζω αν ήταν δυνατόν να βελτιωθεί η κατάσταση και στα συγκεκριμένα ζητήματα, αλλά και γενικότερα στη διοίκηση της πολιτείας, ωστόσο ανέβαλλα τη δραστηριοποίησή μου στην πολιτική περιμένοντας πάντοτε την κατάλληλη ευκαιρία. Τελικά, κατανόησα ότι όλες οι σύγχρονες πολιτείες διοικούνται με άσχημο τρόπο, ―γιατί νόμοι τους έχουν περιέλθει σε κατάσταση σχεδόν αθεράπευτη, εκτός αν υπάρξει μια εκπληκτική προετοιμασία για την αναμόρφωσή τους συνδυασμένη με κάποια εύνοια της τύχης― και αναγκάστηκα, επαινώντας την ορθή φιλοσοφία, να λέω ότι χάρη σε αυτήν μπορεί κανείς να αντιληφθεί τι είναι δίκαιο και στη δημόσια και στην ιδιωτική ζωή. Τα δεινά, επομένως, για το ανθρώπινο γένος δεν θα σταματήσουν, παρά μόνο όταν οι σωστοί και γνήσιοι φιλόσοφοι καταλάβουν την πολιτική εξουσία, ή οι ηγέτες των πόλεων, χάρη σε κάποια θεϊκή πρόνοια, στραφούν στην πραγματική φιλοσοφία.