Μτφρ. Β.Δ. Κρητικός. 1957. Πλάτωνος Γοργίας (ή περί ρητορικής ανατρεπτικός). Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

ΣΩ. Άκουε λοιπόν, καθώς λέγουν, μίαν πολύ ωραίαν διήγησιν, την οποίαν ασφαλώς συ θα θεωρήσης μύθον, καθώς εγώ φαντάζομαι, αντιθέτως όμως εγώ θεωρώ αληθινήν ιστορίαν, και ως αληθινήν θα σου την διηγηθώ. Καθώς λέγει ο Όμηρος, ο Ζευς και ο Ποσειδών και ο Πλούτων, αφού παρέλαβον την εξουσίαν παρά του πατρός των, διεμοιράσθησαν αυτήν μεταξύ των. Επί της βασιλείας του Κρόνου υπήρχε ο εξής νόμος περί των ανθρώπων, ο οποίος πάντοτε και τώρα ισχύει μεταξύ των θεών· εκ των ανθρώπων δηλ. εκείνος που διήλθε τον βίον του δικαίως και ευσεβώς να μεταβαίνη και να κατοική μετά θάνατον εις τας νήσους των Μακάρων εν πάση ευδαιμονία ασφαλής από κάθε κακόν ενώ ο άνθρωπος που έζησεν εν αδικία και ασεβεία να μεταβαίνη εις το δεσμωτήριον της εκτίσεως της ποινής και του εξιλασμού, το οποίον, ως γνωστόν, ονομάζουν Τάρταρον. Επί Κρόνου δε και ακόμη προσφάτως, ότε ο Ζευς είχε την εξουσίαν, ήσαν ζώντες (οι δικασταί) οι δικάζοντες άλλους ζώντας και εξέδιδον την απόφασίν των κατ' εκείνην ακριβώς την ημέραν, καθ' ην επρόκειτο ν' αποθάνουν. Διά τούτο, επειδή αι κρίσεις εγίνοντο κακώς, ηναγκάσθησαν, ο Πλούτων και οι φύλακες των νήσων των Μακάρων, να μεταβούν εις τον Δία και ν' αναφέρουν ότι έρχονται συχνά και εις το ένα μέρος ―εις τας νήσους των Μακάρων― και εις το άλλο ―εις τον Τάρταρον― άνθρωποι εντελώς ανάξιοι. Τότε λοιπόν ο Ζευς απήντησε: «Εγώ θα θέσω τέρμα εις το άτοπον τούτο. Αυτό συμβαίνει σήμερον, διότι δεν είναι δίκαιαι αι κρίσεις· και δεν είναι δίκαιαι αι κρίσεις, διότι οι κρινόμενοι κρίνονται περιβεβλημένοι σάρκα κατά την στιγμήν της κρίσεως. Και πολλοί, είπε, αν και έχουν ψυχάς κακοήθεις, είναι ενδεδυμένοι με σώματα ωραία, με τίτλους ευγενείας και με πλούτον, και όταν γίνεται η κρίσις προσέρχονται πολλοί μάρτυρες διά να μαρτυρήσουν υπέρ αυτών ότι έχουν ζήσει δικαίως. Οι δικασταί λοιπόν μένουν έκθαμβοι απ' ολ' αυτά τα πράγματα, τοσούτω μάλλον, καθ' όσον και αυτοί όταν δικάζουν είναι ενδεδυμένοι με σάρκας και προ της ψυχής των έχουν, ωσάν προκάλυμμα, τους οφθαλμούς, τ' αυτιά και ολόκληρον το φράγμα του σώματος. Όλα λοιπόν αυτά τα ενδύματα, αυτά τα φράγματα, και τα ιδικά των ―των κρινόντων― και των κρινομένων, συναποτελούν ασφαλώς εμπόδιον διά την έκδοσιν ορθής ετυμηγορίας. Πρώτον μεν λοιπόν, είπε, πρέπει να καταργήσωμεν το δικαίωμα εις τους ανθρώπους να γνωρίζουν εκ των προτέρων την ημέραν του θανάτου, διότι τώρα προαισθάνονται το τέλος του βίου των. Έδωκα δε περί τούτου ήδη διαταγάς προς τον Προμηθέα περί καταργήσεως του προνομίου τούτου. Κατά δεύτερον λόγον πρέπει να κρίνωνται απηλλαγμένοι απ' όλα αυτά τα εμπόδια· πρέπει να κρίνωνται νεκροί. Και αυτός ο κριτής πρέπει να είναι γυμνός, δηλ. νεκρός, ώστε αυτή η ψυχή του να ατενίζη απ' ευθείας την ψυχήν του καθενός, ευθύς μετά τον θάνατον, χωρίς να παρίσταται όλον εκείνο το πλήθος των συγγενών και αφού θα έχη αφήσει επί της γης όλα εκείνα τα στολίδια, ώστε η κρίσις να είναι δικαία. Επειδή λοιπόν ολ' αυτά τα έχω ιδεί, πριν από σας, εγκατέστησα δικαστάς τους τρεις υιούς μου, δύο μεν εκ της Ασίας, τον Μίνωα και τον Ραδάμανθυν, ένα δ' εκ της Ευρώπης, τον Αιακόν. Ούτοι λοιπόν, όταν αποθάνουν, θα δικάζουν εις τον ―Ασφοδελόν― λειμώνα, εις το μέρος ένθα χωρίζεται εις τρία η οδός, και η μεν φέρει εις τας νήσους των Μακάρων, η δε άλλη εις τον Τάρταρον. Και τους μεν εκ της Ασίας θα κρίνη ο Ραδάμανθυς, τους δ' εκ της Ευρώπης ο Αιακός. Εις τον Μίνωα δε θα δώσω την υπερτάτην εξουσίαν, ώστε ν' αποφασίζη ως ανώτατος κριτής ―διαιτητής―, εν η περιπτώσει οι άλλοι δύο ευρεθούν εις αμφιβολίαν, ούτως ώστε η κρίσις διά την μετάβασιν των ανθρώπων εις το ένα μέρος (εις τας νήσους των Μακάρων) ή εις το άλλο (τον Τάρταρον) να γίνεται όσον το δυνατόν δικαιοτάτη».

Αυτή είναι η διήγησις, Καλλικλή, που έχω ακούσει και εις την οποίαν πιστεύω ακραδάντως. Σκεπτόμενος δ' εγώ εξάγω από αυτήν τα ακόλουθα συμπεράσματα. Ο θάνατος, κατά την γνώμην μου, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο χωρισμός δύο πραγμάτων, που πριν ήσαν ηνωμένα, της ψυχής και του σώματος. Όταν λοιπόν η ψυχή και το σώμα έτσι αποχωρίζωνται, το καθένα από τα δύο διατηρεί και μετά θάνατον εκείνο το ένδυμα που είχε εις την ζωήν, και το σώμα διατηρεί την φύσιν του και, ορατά, τα σημεία εκ των περιποιήσεων και των παθημάτων που έλαβεν εις τον κόσμον τούτον. Αν, παραδείγματος χάριν, το σώμα ενός ήτο μεγάλο, είτε διότι ήτο πλασμένον εκ φύσεως, είτε διότι ετρέφετο καλώς ή διά τον ένα λόγον ή διά τον άλλον, το σκήνωμά του θα είναι επίσης μεγάλο, και αν ήτο παχύς, θα είναι ομοίως παχύς και όταν αποθάνη και τα άλλα ούτω καθεξής· και αν πάλιν του άρεσε να τρέφη μακράν κόμην, ομοίως και ο νεκρός αυτού θα έφερε την μακράν κόμην. Και αν πάλιν ένας εμαστιγώνετο και είχε εις το σώμα του πληγάς εκ της μαστιγώσεως και άλλα τραύματα, όταν εζούσε, και μετά θάνατον θα είχεν εις το σώμα του τας πληγάς και τα τραύματα ταύτα. Και αν κανείς, όταν εζούσε, είχε ακρωτηριασμένα τα μέλη του ή διαστρεβλωμένα, και όταν αποθάνη, είναι φανεραί αι τοιαύται ακρωτηριάσεις και διαστρεβλώσεις. Και μ' ένα λόγον όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που απέκτησεν ο άνθρωπος όταν εζούσε, είναι φανερά και όταν αποθάνη, και αν όχι όλα, τουλάχιστον τα περισσότερα και επί τινα χρόνον. Το αυτό, εγώ νομίζω, συμβαίνει και εις την ψυχήν, Καλλικλή. Όλα δηλ. είναι φανερά εις την ψυχήν, όταν απογυμνωθή από το σώμα, και οι φυσικοί χαρακτήρες της και αι ιδιότητες που απέκτησεν ο άνθρωπος εν τη ενασκήσει πάσης ενεργείας. Όταν λοιπόν φθάσουν προς τον δικαστήν, οι μεν εκ της Ασίας προς τον Ραδάμανθυν, τότε ο Ραδάμανθυς τους σταματά και εξετάζει την ψυχήν του καθενός, χωρίς να γνωρίζη τίνος είναι. Αλλά πολλάκις αυτού του Μεγάλου Βασιλέως λαμβάνων ανά χείρας την ψυχήν ή άλλου οιουδήποτε βασιλέως ή άρχοντος, διακρίνει ότι κανένα μέρος της δεν είναι υγιές, αλλ' αντιθέτως είναι κατάστικτος από μαστιγώσεις καί γεμάτη ουλές, που είχαν αφήσει εις την ψυχήν κάθε φοράν αι αδικίαι και αι επιορκίαι και όλαι εκείναι αι διαστροφαί εκ του ψεύδους και της αλαζονείας και τίποτε δεν είναι ευθύ, διότι έχει ζήσει έξω από την αλήθειαν· τέλος δε ένεκα της αυθαιρεσίας, της τρυφηλότητος, της αλαζονείας και της ακολασίας δεν απέμεινεν εις αυτήν άλλο τι ή ασυμμετρία και ασχημία. Και τότε, χωρίς να χάνη καιρόν, αποπέμπει αυτήν περιφρονητικώς προς το δεσμωτήριον (τον Τάρταρον), όπου μέλλει να υποστή την προσήκουσαν τιμωρίαν.

Πας τιμωρούμενος, όταν δικαίως τιμωρήται υπό αλλού, πρέπει ή να γίνη καλύτερος και ούτω να ωφεληθή, ή να χρησιμεύση ως παράδειγμα εις τους άλλους, ίνα οι άλλοι βλέποντες να υποφέρη όσα υποφέρει, εκ φόβου γίνωνται καλύτεροι. Εκείνοι δε οι οποίοι ωφελούνται εκ της τιμωρίας, που επιβάλλεται υπό των θεών ή των ανθρώπων, είναι όσοι υπέπεσαν εις αμαρτήματα δυνάμενα να επανορθωθούν. Την ωφέλειαν όμως καρπούνται μόνον διά μέσου των ταλαιπωριών και των πόνων εις τον κόσμον τούτον και εις τον Άδην· διότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος ν' απαλλαγούν από το κακόν της αδικίας. Αντιθέτως όσοι διέπραξαν τα αίσχιστα αδικήματα και ένεκα τούτων είναι ανίατοι, ούτοι χρησιμεύουν ως παράδειγμα εις τους άλλους και αυτοί δεν καρπούνται καμίαν ωφέλειαν εκ της τιμωρίας των, δοθέντος ότι είναι πράγματι ανίατοι, ενώ οι άλλοι ωφελούνται, όταν βλέπουν ότι διά τα αμαρτήματά των έχουν καταδικασθή να υποφέρουν εις τον αιώνα τον άπαντα τα μέγιστα και οδυνηρότατα και φοβερώτατα μαρτύρια, τοποθετημένοι όντως ως ζωντανά παραδείγματα ―αληθινά φόβητρα― εις το δεσμωτήριον του Άδου, όπου το θέαμα, το οποίον παρέχουν, είναι μία διαρκής παραίνεσις προς πάντα νέον αμαρτωλόν που καταφθάνει εις τους τόπους εκείνους. Μεταξύ των δυστυχών τούτων, εγώ λέγω θα είναι και ο Αρχέλαος, αν είναι αλήθεια εκείνο που είπεν ο Πώλος, και οιοσδήποτε άλλος τύραννος είναι όμοιος προς τούτον. Και πιστεύω ότι το μεγαλύτερον μέρος των αθλίων, που χρησιμεύουν ως παραδείγματα εις τους άλλους, ανευρίσκεται μεταξύ των τυράννων, μεταξύ των βασιλέων, μεταξύ των ισχυρών, μεταξύ ανθρώπων που υπήρξαν αρχηγοί κρατών. Διότι όντως ούτοι είναι εις θέσιν να διαπράττουν τα μεγαλύτερα και φοβερώτερα εγκλήματα. Τούτο δ' επιβεβαιοί και ο Όμηρος. Παρέστησε δηλ. τους βασιλείς και τους ισχυρούς, τους εν τω Άδη, τιμωρουμένους αιωνίως, ως τον Τάνταλον, τον Σίσυφον και τον Τιτυόν. Αντιθέτως τον Θερσίτην ή άλλον οιονδήποτε ιδιώτην, όσον και αν ήτο κακοήθης, δεν παρέστησε βασανιζόμενον με φρικτά και φοβερά μαρτύρια ως αδιόρθωτον· διότι δεν είχε, καθώς νομίζω, την δυνατότητα να διαπράξη τοιούτου είδους εγκλήματα. Διά τούτο ο Θερσίτης είναι ευδαιμονέστερος ή εκείνοι που διεκυβέρνησαν κράτη. Έτσι είναι, φίλε μου Καλλικλή, εκ των ισχυρών γίνονται συνήθως οι μάλλον κακοήθεις. Με τούτο όμως δεν θέλω να είπω ότι και μεταξύ των ισχυρών δεν είναι δυνατόν να ανευρεθούν και ενάρετοι άνδρες, εις την περίπτωσιν δ' αυτήν ούτοι είναι άξιοι όλως ιδιαιτέρας εκτιμήσεως. Διότι είναι δύσκολον, φίλε μου το να ζήση τις δικαίως, ενώ έχει την δυνατότητα να διαπράττη οιανδήποτε αδικίαν. Αλλά τούτο είναι σπάνιον πράγμα. Ασφαλώς δε και μεταξύ μας και εις άλλα μέρη υπάρχουν και θα υπάρχουν και εις το μέλλον πάντοτε έντιμοι άνδρες έχοντες αυτήν την ικανότητα να διαχειρίζονται με δικαιοσύνην τας υποθέσεις που τους έχουν εμπιστευθή. Εις εκ τούτων ήτο και ο πολύ ονομαστός μεταξύ όλων των Ελλήνων, ο Αριστείδης ο Λυσιμάχου. Εν πάση περιπτώσει, φίλτατέ μου, οι περισσότεροι των ισχυρών υπήρξαν κακοήθεις.

Καθώς λοιπόν έλεγα, όταν ο Ραδάμανθυς εύρη κανένα κακοήθη τοιούτου είδους, δεν γνωρίζει τίποτε περί αυτού τον οποίον πρόκειται να κρίνη, ούτε ποίος είναι, ούτε από ποίους κατάγεται, βλέπει μόνον ότι είναι κακοήθης. Βλέπει, και τον αποστέλλει εις τον Τάρταρον, αφού κάμη επ' αυτού σημείον δηλωτικόν ότι δύναται να διορθωθή ή όχι. Και όταν φθάση εκεί, καταδικάζεται εις την ποινήν που του αρμόζει. Άλλοτε πάλιν, όταν διακρίνη άλλην ψυχήν ενός απλού ιδιώτου ή άλλην οιανδήποτε, η οποία διήλθε τον βίον ευσεβώς και εν αφοσιώσει της αληθείας, προ πάντων δε, καθώς εγώ φρονώ, Καλλικλή, φιλοσόφου, ο οποίος αφωσιώθη εις την αποστολήν του και δεν ησχολήθη με έργα μάταια και ανωφελή, θαυμάζει τούτον και τον αποστέλλει εις τας νήσους των Μακάρων. Τα αυτά ακριβώς κάμνει και ο Αιακός· και ο ένας και ο άλλος δικάζουν κρατούντες ράβδον ανά χείρας· ο Μίνως εποπτεύων κάθεται μόνος κρατών χρυσούν σκήπτρον, καθώς λέγει ο Οδυσσεύς παρ' Ομήρω ότι είδεν αυτόν «να κρατή χρυσούν σκήπτρον και να δικάζη τους νεκρούς».

Μτφρ. Σ. Τζουμελέας. [1939] χ.χ. Πλάτων. Γοργίας. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

ΣΩΚΡ. Άκουε λοιπόν, λένε πολύ καλόν λόγον, τον οποίον συ μεν θα νομίσης μύθον, ως μου φαίνεται, εγώ δε αληθινήν διήγησιν· διότι ως αληθινά θα σου είπω, όσα πρόκειται να σου διηγηθώ. Ο Ζευς, ο Ποσειδών και ο Πλούτων, ως διηγείται ο Όμηρος, παραλαβόντες παρά του πατρός των την εξουσίαν διένειμαν ταύτην μεταξύ των. Υπήρχε λοιπόν ο εξής νόμος περί των ανθρώπων επί της εποχής του Κρόνου και τώρα ακόμη υπάρχει εις τους θεούς, εκείνος δηλαδή ο άνθρωπος που διέλθη τον βίον του σύμφωνα με τους θείους και ανθρωπίνους νόμους, όταν αποθάνη να κατοική εις τας νήσους των μακάρων ευτυχισμένος μακράν πάσης δυστυχίας, ο δε διελθών τον βίον του παραβαίνων τους θείους και ανθρωπίνους νόμους να ρίπτεται εις το δεσμωτήριον, το οποίον ονομάζουν Τάρταρον, διά να δικασθή και τιμωρηθή. Δικασταί δε τούτων επί της εποχής του Κρόνου και κατά την πρώτην περίοδον της εξουσίας του Διός ήσαν ζώντες άνθρωποι δικάζοντες ζώντας κατά την τελευταίαν ημέραν του βίου των. Αι υποθέσεις λοιπόν δεν εδικάζοντο αμερολήπτως. Και ο Πλούτων λοιπόν και οι επιμεληταί οι ερχόμενοι εκ των νήσων των μακάρων έλεγον προς τον Δία ότι υπάρχουν εκεί άνθρωποι ανάξιοι να μεταβούν εις τας νήσους των μακάρων, και εις τον Τάρταρον υπάρχουν τινές οι οποίοι αδίκως εστάλησαν εκεί. Είπε λοιπόν ο Ζευς «Αλλ' εγώ, είπε, θα εμποδίσω να γίνεται τούτο. Διότι τώρα αι δίκαι δεν διεξάγονται αμερολήπτως· διότι, είπε, οι δικαζόμενοι δικάζονται ενδεδυμένοι· διότι δικάζονται ζώντες. Πολλοί λοιπόν, είπεν ούτος, έχοντες πονηράς ψυχάς είναι ενδεδυμένοι ωραία σώματα και ευγενή καταγωγήν και πλούτον, και κατά την ημέραν της δίκης έρχονται προς χάριν αυτών πολλοί μάρτυρες να μαρτυρήσουν ότι έχουν διέλθει τον βίον των σύμφωνα με τας επιταγάς της δικαιοσύνης. Οι δικασταί λοιπόν υπό τούτων ταράσσονται και δεν δύνανται να κρίνουν ορθώς, συγχρόνως και αυτοί ενδεδυμένοι δικάζουν, έχοντες ως προκάλυμμα της ψυχής των τους οφθαλμούς, τα ώτα και όλον το σώμα. Αυτά όλα λοιπόν γίνονται εμπόδιον εις αυτούς, δηλαδή και τα προκαλύμματα της ιδικής των ψυχής και τα της ψυχής των κρινομένων. Πρώτον λοιπόν, είπε, πρέπει να εμποδίσω αυτούς να γνωρίζουν πότε θα αποθάνουν· διότι τώρα το γνωρίζουν. Παρηγγέλθη λοιπόν ο Προμηθεύς να εμποδίση τους ανθρώπους να γνωρίζουν πότε θα αποθάνουν. Εις το εξής πρέπει να δικάζωνται άνευ τούτων· διότι μετά τον θάνατον πρέπει να κρίνωνται. Και ο κριτής πρέπει να είναι γυμνός, αποθαμένος, όχι ζων, βλέπων με μόνην την ψυχήν, μόνην την ψυχήν εκάστου ευθύς μόλις αποθάνη, (πρέπει να τον κρίνη έκαστον) εστερημένον πάντων των συγγενών, και καταλιπόντα επί της γης όλον εκείνον τον στολισμόν, διά να είναι η κρίσις δικαία. Εγώ λοιπόν κατανοήσας πρωτύτερα από σας τας γινομένας αδικίας, διώρισα δικαστάς τους υιούς μου, δύο μεν εκ της Ασίας, τον Μίνωα και τον Ραδάμανθυν, ένα δε εκ της Ευρώπης, τον Αιακόν· ούτοι λοιπόν, όταν αποθάνουν, θα δικάζουν εις τον λειμώνα, εις την τρίοδον, εκ της οποίας φέρουν δύο δρόμοι, ο μεν είς εις τας νήσους των μακάρων, ο δε άλλος εις τον Τάρταρον. Και τους μεν καταγομένους εκ της Ασίας θα δικάζη ο Ραδάμανθυς, τους δε εξ Ευρώπης καταγομένους ο Αιακός· εις τον Μίνωα δε θα δώσω το προνόμιον να επιφέρη την οριστικήν κρίσιν εις απορίας του ενός ή του άλλου εκ των κυρίως δικαστών, διά να είναι δικαιοτάτη η κρίσις εις ποίον δρόμον πρέπει να πορεύεται έκαστος άνθρωπος». Ταύτα είναι, Καλλικλή, όσα ακούσας πιστεύω ότι είναι αληθή. Και εξ αυτής της διηγήσεως σκέπτομαι ότι εξάγεται το εξής συμπέρασμα. Τίποτε άλλο, κατά την γνώμην μου, δεν είναι ο θάνατος ή διαχωρισμός δύο πραγμάτων, της ψυχής και του σώματος. Όταν λοιπόν διαχωρισθούν απ' αλλήλων, εκάτερον έχει σχεδόν επίσης τας ιδίας ιδιότητας, τας οποίας είχε και ότε έζη ο άνθρωπος, και το σώμα έχει τας φυσικάς ιδιότητας, τας επικτήτους, και τα παθήματα όλα φανερά. Παραδείγματος χάριν, εάν τις ζων ήτο μεγαλόσωμος ή εκ φύσεως, ή από δίαιταν ή και από τα δύο, και μετά θάνατον το πτώμα του είναι μεγάλο, εάν ήτο παχύς παχύ είναι και το πτώμα, και κατά τα άλλα το ίδιο συμβαίνει, και αν πάλιν ζων συνήθιζε να τρέφῃ κόμην, και το πτώμα τούτου μακράν έχει κόμην, και αν τις ζων εκτυπήθη διά μάστιγος, και είχεν ουλάς ως και ίχνη των πληγών εις το σώμα του των γενομένων υπό μαστίγων ή άλλων τραυμάτων, βλέπεις και το πτώμα τούτο να έχη τοιαύτα· και εάν είχε σπασμένα μέλη του σώματός του ή παραμορφωμένα εφ' όσον έζη, ταύτα φαίνονται ομοίως έχοντα και όταν αποθάνη. Με λίγα λόγια δε, οποίος ήτο κατά το σώμα εφ' όσον έζη τοιούτος φαίνεται και όταν αποθάνη καθ' όλα ή κατά τα περισσότερα επί τινα χρόνον. Το ίδιον λοιπόν, μου φαίνεται, Καλλικλή, ότι συμβαίνει και διά την ψυχήν, φανερώνονται όλα εις αυτήν, όταν απαλλαγή του σώματος και αι φυσικαί της και αι επίκτητοι ιδιότητες όσας εκ της επιδόσεώς του εις έκαστον πράγμα απέκτησεν εις την ψυχήν του ο άνθρωπος. Όταν λοιπόν φθάσουν εις τον δικαστήν οι μεν εκ της Ασίας ερχόμενοι εις τον Ραδάμανθυν, οι δε εκ της Ευρώπης εις τον Αιακόν, ο Ραδάμανθυς σταματήσας τους εξ Ασίας ερχομένους παρατηρεί την ψυχήν εκάστου, και χωρίς να ηξεύρη τίνος είναι, αλλά πολλάκις εξετάσας τον βασιλέα των Περσών ή οιονδήποτε άλλον βασιλέα ή άλλον ισχυρόν άρχοντα βλέπει ότι η ψυχή του ουδόλως είναι υγιής, αλλ' ότι έχει κτυπηθή διά μάστιγος και είναι πλήρης ουλών υπό επιορκιών και αδικίας, τας οποίας ουλάς εκάστη πράξις αυτού απετύπωσεν εις την ψυχήν, και ότι όλα είναι διεστραμμένα υπό του ψεύδους και της αλαζονείας, και ότι ουδέν είναι ειλικρινές εν τη ψυχή, διότι ανετράφη άνευ αληθείας· και βλέπει την ψυχήν πλήρη αλαζονείας και ακολασίας και υπερηφανείας και ασταθείας και αδιακρισίας και αισχρότητος· παρατηρήσας ταύτην αποστέλλει περιφρονητικώς εις το δεσμωτήριον, όπου ελθούσα μέλλει να υποστή τας προσηκούσας τιμωρίας.

Πρέπει δε ο τιμωρούμενος υπ' άλλου ορθώς τιμωρούντος ή να γίνεται καλύτερος και να ωφελήται, ή να γίνεται παράδειγμα εις τους άλλους, ίνα άλλοι βλέποντες όσα πάσχει γίνωνται καλύτεροι φοβούμενοι τας τιμωρίας. Ούτοι είναι οι τιμωρούμενοι υπό θεών και ανθρώπων και ωφελούμενοι, όσοι διαπράττουν αμαρτήματα δυνάμενα να θεραπευθούν· αλλ' όμως με πόνους και θλίψεις ωφελούνται και εις αυτόν τον κόσμον και εις τον Άδην· διότι δεν είναι δυνατόν κατ' άλλον τρόπον να απαλλαγούν της αδικίας. Όσοι όμως διαπράξουν μέγιστα αδικήματα, και ένεκα των τοιούτων καθίστανται αθεράπευτοι, επί τούτων εφαρμόζονται αι παραδειγματικαί ποιναί και καθίστανται παραδείγματα εις τους άλλους, αυτοί μεν οι ίδιοι ουδόλως πλέον ωφελούνται, διότι είναι αδύνατον να θεραπευθούν, οι άλλοι όμως ωφελούνται οι βλέποντες αυτούς να υφίστανται ένεκα των αμαρτημάτων των μεγίστας, φοβερωτάτας και οδυνηροτάτας τιμωρίας αιωνίως, και εν ενί λόγω να είναι ανηρτημένοι εκεί εις το δεσμωτήριον του Άδου ως παραδείγματα και ως θεάματα και νουθετήματα εις τους εκάστοτε αφικνουμένους αδίκους. Ισχυρίζομαι ότι είς εκ τούτων θα είναι και ο Αρχέλαος, εάν αληθή λέγει ο Πώλος, και οιοσδήποτε άλλος όμοιός του τύραννος. Νομίζω δε ότι οι περισσότεροι οι όντες τοιαύτα παραδείγματα είναι αυτοί που υπήρξαν τύραννοι, βασιλείς, άρχοντες πόλεων και πολιτευόμενοι· διότι αυτοί, ένεκα της εξουσίας που έχουν, διαπράττουν μέγιστα και ανοσιώτατα αμαρτήματα. Συμφωνεί δε εις τούτο και ο Όμηρος· διότι παρέστησεν εις τα ποιήματά του βασιλείς και άρχοντας τους αιωνίως εις τον Άδην τιμωρουμένους, Τάνταλον και Σίσυφον και Τιτυόν. Τον Θερσίτην δε και οιονδήποτε άλλον φαύλον ιδιώτην ουδείς ποιητής παρουσίασε τιμωρούμενον με μεγάλας τιμωρίας και αθεράπευτον. Διότι δεν ηδύνατο, νομίζω, αυτός αθεράπευτα αμαρτήματα να διαπράττη, διά τούτο ήτο και ευτυχέστερος από εκείνους οι οποίοι ηδύναντο. Αλλ' εάν, Καλλικλή, από τους έχοντας δύναμιν είναι εκείνοι οι οποίοι εγένοντο πάρα πολύ φαύλοι, τίποτε όμως δεν εμποδίζει και μεταξύ αυτών να υπάρχουν αγαθοί και αξίζει να τους θαυμάζωμεν πολύ, διότι εδείχθησαν αγαθοί.

Διότι είναι δύσκολον, Καλλικλή, και άξιον πολλού επαίνου να διέλθη τον βίον του δικαίως εκείνος που έχει μεγάλην ευχέρειαν να αδική. Ολίγοι είναι οι τοιούτοι· διότι και εδώ και εις άλλα μέρη υπήρξαν, κατά την γνώμην μου δε και θα υπάρξουν εις το μέλλον καλοί και αγαθοί έχοντες την αρετήν να διαχειρίζωνται δικαίως όσα κανείς τους εμπιστεύεται. Είς δε έχει γίνει ονομαστός εις όλην την Ελλάδα, ο Αριστείδης ο υιός του Λυσιμάχου. Οι περισσότεροι των λαμβανόντων δύναμιν γίνονται, φίλε μου, κακοί.

Επανέρχομαι λοιπόν εις εκείνα που προ ολίγου έλεγον, όταν ο Ραδάμανθυς συλλάβη τινά εξ εκείνων τοιούτον, ουδέν άλλο περί αυτού γνωρίζει, ούτε ποίος είναι, ούτε από ποίους κατάγεται, γνωρίζει μόνον ότι είναι κάποιος πονηρός· και όταν ίδῃ τούτο τον στέλλει εις τον Τάρταρον, αφού επιθέση επ' αυτού την σφραγίδα δεικνύουσαν, αν τα αμαρτήματά του είναι ανίατα ή ιάσιμα, εκείνος δε ελθών εις τον Τάρταρον πάσχει όσα πρέπει να πάθη· ενίοτε δε ιδών άλλην ψυχήν ανδρός ιδιώτου ή άλλου τινός ζήσασαν μετά οσιότητος και με φρόνησιν, εγώ μεν μάλιστα ισχυρίζομαι, Καλλικλή, ψυχήν φιλοσόφου μείναντος εκεί ένθα έταξεν αυτός εαυτόν και μη πολυπραγμονήσαντος εις τον βίον του, την θαυμάζει και την στέλλει εις την νήσον των μακάρων. Τα ίδια πράττει και ο Αιακός· έκαστος δ' εκ τούτων δικάζει κρατών ράβδον· ο δε Μίνως κάθηται επιβλέπων, μόνος αυτός κρατών χρυσούν σκήπτρον, καθώς λέγει ο ιδών αυτόν ομηρικός Οδυσσεύς·

(Μίνως) κρατεί χρυσό ραβδί και τους νεκρούς δικάζει.