Μτφρ. Λ. Κούσουλας. 2001. Πλάτων. Αλκιβιάδης και Αλκιβιάδης Δεύτερος. Αθήνα: Πόλις.

ΣΩ. Βλέπεις λοιπόν ότι δεν είναι ακίνδυνο ούτε να δέχεται κανείς ό,τι του δίνεται στην τύχη, ούτε ο ίδιος να εύχεται να γίνουν έτσι αυτά, εάν βέβαια πρόκειται να τον βλάψουν ή να χάσει κι εντελώς τη ζωή του. Και θα μπορούσαμε ν' αναφέρουμε πολλούς ήδη που θέλησαν την τυραννίδα και πάσχισαν να την αποκτήσουν σαν να έκαναν κάτι καλό, κι αφού εξαιτίας της ξεσήκωσαν εναντίον τους το κακό, έχασαν τη ζωή τους.

Δε θα 'ναι, νομίζω, ανάκουστα ούτε από εσένα μερικά, χτεσινά μόλις και σημερινά γεγονότα, όταν ο αγαπημένος του Αρχέλαου, του τυράννου των Μακεδόνων, αφού «ηράσθη»την τυραννίδα πιο πολύ απ' ό,τι εκείνος τον αγαπημένο του, σκότωσε τον εραστή του για ν' αποβεί αυτός τύραννος κι ευτυχισμένος άνθρωπος. Κι αφού κράτησε την τυραννίδα τρεις ή τέσσερις μέρες, ξεσήκωσε αυτός το κακό εναντίον του κι άλλοι πάλι τον σκότωσαν.

Βλέπεις άλλωστε και τους δικούς μας συμπολίτες –αυτά μάλιστα δεν τ' ακούσαμε από άλλους, αλλά τα βλέπουμε με τα μάτια μας– όσοι θέλησαν τη στρατηγία και την πέτυχαν, άλλοι είναι ακόμα εξόριστοι κι άλλοι έχασαν τη ζωή τους. Κι όσοι απ' αυτούς φάνηκε ότι ευτύχησαν, αφού πέρασαν από πλήθος κινδύνους και φόβους, όχι μόνο κατά τη διάρκεια της στρατηγίας τους, αλλά κι όταν γύρισαν στην πατρίδα τους, πολιορκημένοι από τους συκοφάντες βρήκαν πολιορκία καθόλου μικρότερη από εκείνη των εχθρών ώστε κάμποσοι από αυτούς ευχήθηκαν να τους έλειπε μάλλον η στρατηγία παρά που εστρατήγεψαν. Κι εάν τέλος πάντων οι κίνδυνοι και οι κόποι ήταν να οδηγήσουν σε ωφέλεια, θα είχε κάποια δικαιολογία το πράγμα· τώρα όμως συμβαίνει το εντελώς αντίθετο.

Θα έβρεις εξάλλου την ίδια κατάσταση σχετικά με τα παιδιά, που προσευχήθηκαν κάποιοι ν' αποχτήσουν, κι αφού τ' απόχτησαν, έπεσαν στις μεγαλύτερες λύπες και συμφορές. Άλλοι γιατί καθώς τα παιδιά τους αποδείχτηκαν μοχθηρά πλάσματα, πέρασαν τη ζωή τους όλη σε στενοχώρια· κι όσοι πάλι απόχτησαν καλά παιδιά, έπεσαν όμως στη συμφορά να τα χάσουν, κι αυτοί δε βρέθηκαν καθόλου πιο λίγο δυστυχείς από τους άλλους και θα ήθελαν να μην τους είχαν μάλλον γεννηθεί παρά που γεννήθηκαν. Μολονότι όμως αυτά κι άλλα πολλά προσόμοιά τους είναι τόσο φανερά, σπάνια να βρεις κανέναν που θ' απείχε από τα προσφερόμενα, ή που θα έπαυε να τα εύχεται, αν έμελλε να τα κερδίσει με τις ευχές.

Κι όσο για τους πολλούς, δε θα τραβούσαν χέρι ούτε από τυραννίδα εάν τους δινόταν, ούτε από στρατηγία, ούτε από άλλα πολλά, που βλάπτουν μάλλον παρά ωφελούν όταν πραγματοποιούνται, θα εύχονταν μάλιστα να τους δοθούν αν τύχαινε να τους λείπουν. Άλλες πάλι φορές, αφού περάσει λίγος καιρός, παλινωδούν, κι απεύχονται όσα ευχήθηκαν την πρώτη φορά.

Εγώ λοιπόν αμφιβάλλω αν δίκαια οι άνθρωποι κατηγορούν τους θεούς, λέγοντας ότι από εκείνους τους έρχονται οι συμφορές. «Οἱ δὲ καὶ αὐτοὶ σφῇσιν εἴτε ἀτασθαλίαισιν», είτε με την αφροσύνη τους να την πούμε, «ὑπὲρ μόρον ἄλγε' ἔχουσιν». Φαίνεται συνεπώς, Αλκιβιάδη, πως ήταν πολύ φρόνιμος εκείνος ο ποιητής που χρησμοδοτώντας σε ανόητους μάλλον φίλους, που έβλεπε να πράττουν και να εύχονται όσα δεν ήσαν καθόλου καλά, ενώ έτσι φαίνονταν σ' αυτούς, έφκιασε για όλους αυτούς μαζί μια ευχή· λέει κάπως έτσι:

«Δία βασιλιά, τα καλά, λέει, είτε τα ευχόμαστε είτε όχι τέλεσέ τα, γλύτωνέ μας όμως από τα δεινά, κι όταν τα ευχόμαστε», έτσι λέει. Εγώ νομίζω πως ο ποιητής μιλά ωραία και χωρίς να ριψοκινδυνεύει· κι εσύ όμως, αν σκέφτεσαι κάτι για όλα αυτά, μη σωπαίνεις.

Μτφρ. Ν.Σ. Μπαξεβανάκις. 1938. Πλάτωνος Αλκιβιάδης (ή περί ανθρώπου φύσεως· μαιευτικός). Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

ΣΩ. Βλέπεις λοιπόν ότι δεν είναι ακίνδυνον ούτε τα διδόμενα να δέχεται κανείς ασυλλόγιστα ούτε ο ίδιος να εύχεται να γίνουν, αν βέβαια θα έμελλε να βλαφθή δι' αυτά ή όλως διόλου να απαλλαγή από την ζωήν. Πολλούς δε θα ηδυνάμεθα να είπωμεν, όσοι επειδή επεθύμησαν να γίνουν τύραννοι μέχρι τούδε και εφρόντισαν να επιτύχουν τούτο, διότι ενόμιζαν ότι θα αποκτήσουν κάποιαν ευτυχίαν εξ αίτιας της τυραννίδος, εστερήθησαν της ζωής από επιβουλάς. Νομίζω δε ότι έχεις ακούσει μερικά πράγματα, τα οποία συνέβησαν εις το εγγύς παρελθόν, ότε τον Αρχέλαον, τον βασιλέα των Μακεδόνων, ο ευνοούμενός του, επειδή ερωτεύθη την βασιλείαν όχι ολιγώτερον, παρ' όσον εκείνος αυτόν, εφόνευσε τον εραστήν, με την ελπίδα ότι θα γίνη βασιλεύς και ευτυχής άνθρωπος· αφού δε εκράτησε την βασιλείαν τρεις ή τέσσαρας ημέρας, εφονεύθη και αυτός από μερικούς άλλους, που τον επεβουλεύθησαν. Βλέπεις δε και από τους ιδικούς μας συμπολίτας ―διότι αυτά δεν έχομεν ακούσει από άλλους, αλλ' ημείς οι ίδιοι παρόντες τα είδαμεν― πόσοι μέχρι τούδε, επειδή επεθύμουν να γίνουν στρατηγοί και επέτυχον τούτο, άλλοι ακόμη και τώρα είναι εξόριστοι απ' αυτήν εδώ την πόλιν, άλλοι δε απέθαναν· άλλοι δ' απ' αυτούς, οι οποίοι ενόμιζαν ότι ευρίσκοντο εις μεγίστην ευτυχίαν, αφού επέρασαν πολλούς κινδύνους και φόβους, όχι μόνον κατά το διάστημα της στρατηγίας αυτής, αλλ' αφού επέστρεψαν εις την πατρίδα των εξηκολούθησαν να υφίστανται πολιορκίαν από τους συκοφάντας ουδόλως κατωτέραν τής από τους εχθρούς, ώστε μερικοί απ' αυτούς να εύχωνται να μη εγίνοντο στρατηγοί μάλλον παρά να έχουν στρατηγήσει. Αν λοιπόν οι κίνδυνοι και οι κόποι έφερον εις ωφέλειαν, θα είχε το πράγμα κάποιαν δικαιολογίαν· τώρα όμως συμβαίνει και όλως το εναντίον. Θα εύρης δε και περί τέκνων κατά τον ίδιον τρόπον, ότι ηυχήθησαν μερικοί ήδη να αποκτήσουν τοιαύτα, και όταν εγεννήθησαν αυτά, κατήντησαν αυτοί εις τας πάρα πολύ μεγάλας συμφοράς και λύπας. Διότι άλλοι μεν, επειδή τα τέκνα των ήσαν μέχρι τέλους ελεεινά, επέρασαν την ζωήν των όλην με λύπας· άλλοι δε, επειδή τα τέκνα των έγιναν μεν καλά, αλλ' όμως περιέπεσαν εις συμφοράς, ώστε να τα στερηθούν, και ούτοι έχουν καταντήσει εις όχι ολιγωτέρας δυστυχίας παρά εκείνοι και θα ήθελαν να μη εγεννώντο μάλλον ταύτα παρά να γεννηθούν. Αλλ' όμως αν και είναι τόσον πολύ ολοφάνερα και αυτά και άλλα πολλά όμοια με αυτά, είναι σπάνιον να εύρωμεν άνθρωπον, όστις ή, αν εδίδοντο εις αυτόν, θα τα ηρνείτο ή, αν έμελλε δι' ευχής να τα επιτύχη, ήθελε παύσει να εύχεται. Οι περισσότεροι δε ούτε βασιλεία, αν τους εδίδετο, θα την ηρνούντο, ούτε στρατηγία ούτε άλλα πολλά, τα οποία, όταν τα έχωμεν, περισσότερον βλάπτουν ή ωφελούν∙ αλλά και θα ηύχοντο να γίνουν, αν τυχόν δεν τα είχαν. Αφού δε ολίγον σταματήσουν κάποτε, αναιρούν όσα την πρώτην φοράν τυχόν είχον ευχηθή. Εγώ λοιπόν απορώ μήπως αληθινά οι άνθρωποι αδίκως θεωρούν αίτιους τους θεούς, ισχυριζόμενοι ότι εξ αιτίας εκείνων είναι τα κακά εις αυτούς· διότι και αυτοί οι ίδιοι είτε από τους υπερηφάνους τρόπους των είτε από τας ανοησίας των, πρέπει να ειπή κανείς, υποφέρουν δυστυχήματα, χωρίς να είναι της μοίρας των. Φαίνεται λοιπόν, Αλκιβιάδη, ότι ήτο πολύ φρόνιμος ο ποιητής εκείνος, όστις, επειδή μου φαίνεται είχε φίλους μερικούς ανοήτους και τους έβλεπεν ότι και έκαμναν και ηύχοντο όσα ακριβώς δεν τους συνέφεραν, εις εκείνους όμως εφαίνοντο καλά, έκαμε δημοσία χάριν όλων αυτών ανεξαιρέτως μίαν ευχήν. Λέγει δε περίπου τα εξής:

Θεέ μου βασιλεύ, τα μεν καλά, λέγει, και όταν τα ευχώμεθα και όταν δεν τα ευχώμεθα, να μας τα δίδης· τα κακά όμως, και όταν τα ζητούμεν προσευχόμενοι, να τα απομακρύνης από ημάς.

Εις εμέ λοιπόν ο ποιητής φαίνεται ότι ομιλεί καλώς και χωρίς λάθος· συ δε, αν έχης εις τον νουν σου καμμίαν αντίρρησιν προς αυτά, λέγε.