Μτφρ. Λ. Κούσουλας. 2001. Πλάτων. Αλκιβιάδης και Αλκιβιάδης Δεύτερος. Αθήνα: Πόλις.

ΣΩ. Κοίταξε ωστόσο· δε θα ήταν καθόλου παράξενο, καθώς ακριβώς μετά δυσκολίας άρχισα, έτσι μετά δυσκολίας και να σταματήσω.

ΑΛ. Λέγε, χρυσέ μου· θα σε ακούσω!

ΣΩ. Πρέπει λοιπόν να τα πούμε… Δύσκολο αλήθεια πολύ στον εραστή να ξανοιχτεί σε άνθρωπο υπεράνω των εραστών, πρέπει όμως ν' αποτολμήσω να εκφράσω τη σκέψη μου.

Εγώ λοιπόν, Αλκιβιάδη, αν σ' έβλεπα ν' αρκείσαι σε όσα ανέφερα τώρα δα, και να νομίζεις ότι πρέπει να περάσεις με αυτά τη ζωή σου, θα είχα, πιστεύω, παραιτηθεί από πολλού ήδη από αυτόν τον έρωτα. Τώρα όμως θα σου καταμαρτυρήσω άλλες πάλι μυστικές σκέψεις σου, να καταλάβεις κι απ' αυτό ότι πάντα είχα στραμμένη την προσοχή μου σε σένα. Μου δίνεις λοιπόν την εντύπωση ότι αν σου έλεγε κάποιος θεός, «Αλκιβιάδη, τι προτιμάς, θέλεις να ζήσεις έχοντας όσα έχεις, ή να πεθάνεις αμέσως αν δε σου επιτραπεί ν' αποχτήσεις περισσότερα;» θα προτιμούσες, μου φαίνεται, να πεθάνεις. Με ποια τώρα περίπου ελπίδα ζεις, θα σου πω εγώ. Πιστεύεις ότι αμέσως άμα εμφανιστείς στο δήμο των Αθηναίων –κι αυτό θα γίνει σε λίγες ημέρες– με την εμφάνισή σου κιόλας, θα δείξεις στους Αθηναίους ότι είσαι άξιος να τιμάσαι όπως ούτε ο Περικλής, ούτε άλλος κανένας από τους παλαιότερους, κι αφού το δείξεις αυτό, θ' αποχτήσεις στην πόλη τη μεγαλύτερη δύναμη. Κι αν είσαι μεγάλος εδώ, θα είσαι και μεταξύ των άλλων Ελλήνων, κι όχι μόνο των Ελλήνων, αλλά και μεταξύ των βαρβάρων όσοι κατοικούν στην ήπειρό μας. Κι αν σου έλεγε πάλι ο ίδιος αυτός θεός ότι πρέπει αυτού να δυναστεύσεις, στην Ευρώπη, και δε σου επιτρέπεται να διαβείς στην Ασία, ούτε να καταπιαστείς με τα εκεί πράγματα, μου δίνεις ξανά την εντύπωση ότι δεν θα θελήσεις να ζεις μ' αυτά μόνο, αν δε γεμίσεις με τ' όνομα και τη δύναμή σου όλη μ' ένα λόγο την οικουμένη. Κι εκτός από τον Κύρο και τον Ξέρξη θαρρείς, πιστεύω, πως δε γεννήθηκε κανένας άλλος άξιος λόγου.

Ότι λοιπόν αυτή την ελπίδα έχεις, δεν το υποθέτω, αλλά το ξέρω καλά. Ξέροντας συνεπώς ότι λέω την αλήθεια, θα έλεγες ίσως, «Και τι λοιπόν σχέση έχει αυτό, Σωκράτη, μ' εκείνο που έλεγες ότι θα εξηγήσεις για ποιο λόγο δεν απομακρύνεσαι από μένα;» Εγώ θα σου ειπώ, φίλε γιε του Κλεινία και της Δεινομάχης. Είναι αδύνατο χωρίς εμένα να φέρεις σε πέρας τα σχέδιά σου αυτά· τέτοια, πιστεύω, δύναμη διαθέτω απέναντί σου και στις υποθέσεις σου, και γι' αυτό, νομίζω, δε με άφηνε παλιότερα ο θεός να μιλήσω μαζί σου, αυτός που εγώ περίμενα πότε θα μου το επιτρέψει. Γιατί, όπως εσύ ελπίζεις να δείξεις στην πόλη ότι είσαι άξιος για τα πάντα σ' αυτή, κι αφού το δείξεις ότι δεν υπάρχει τίποτα που δε θα το μπορούσες αμέσως, έτσι κι εγώ ελπίζω να δυνηθώ μεγάλα μαζί σου, πως είμαι άξιος για το κάθε τι μαζί σου, και δεν υπάρχει ούτε επίτροπος, ούτε συγγενής, ούτε άλλος κανένας ικανός να σου προσφέρει τη δύναμη που επιθυμείς εκτός από εμένα – συν θεώ βέβαια. Όσο λοιπόν ήσουν νεότερος και προτού ακόμα φουσκώσεις με τόση ελπίδα, δε με άφηνε, φαίνεται, ο θεός να μιλήσω για να μη ματαιολογώ. Τώρα όμως συμφωνεί· γιατί τώρα θα με ακούσεις.

Μτφρ. Ε. Λιακάκος. [1940] χ.χ. Πλάτων. Αλκιβιάδης Α'. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

ΣΩΚΡ. Πρόσεχε λοιπόν∙ διότι δεν θα ήταν καθόλου παράδοξον αν, ακριβώς όπως με τόση δυσκολία άρχισα, έτσι με την ίδια δυσκολία και να τελείωνα.

ΑΛΚ. Μα μίλησε, αγαπητέ (επί τέλους· σου είπα)· θα σ' ακούσω.

ΣΩΚΡ. Και βέβαια πρέπει να μιλήσω. Είναι χωρίς άλλο δύσκολον εις ένα φίλον ν' αποτείνεται προς ένα άνθρωπον που δεν είναι κατώτερος από τους φίλους του, εν τούτοις πρέπει να τολμήσω να εκφράσω την σκέψιν μου. Εγώ δηλαδή, Αλκιβιάδη, αν μεν σε έβλεπα ότι μένεις ευχαριστημένος με τα όσα προ ολίγου ανέφερα, και πως σκέπτεσαι ότι πρέπει να περάσης την ζωήν σου μ' αυτά και μόνον, από πολλού θα είχα παραιτηθή της φιλίας μου προς εσένα· αυτήν την πεποίθησιν έχω εγώ τουλάχιστον. Τώρα όμως θα σου μαρτυρήσω, σε σένα τον ίδιον, και μερικές άλλες σκέψεις δικές σου (που σε απασχολούν), εξ ου και θα βεβαιωθής ότι πράγματι ποτέ δεν έπαυσα από του να σε παρακολουθώ διαρκώς με την σκέψιν μου και με προσοχήν. Μου κάνεις δηλαδή την εντύπωσιν ότι, αν κανείς από τους θεούς σού έλεγε τυχόν: «Αλκιβιάδη, τι από τα δύο προτιμάς, να ζης και να έχεις μόνον τα χαρίσματα αυτά που έχεις τώρα, ή να πεθάνης αμέσως, αν δεν σου επιτραπή ποτέ ν' αποκτήσης και άλλα μεγαλύτερα;» μου φαίνεσαι πως θα προτιμούσες να πέθαινες. Τώρα όμως εγώ θα σου ειπώ με ποια (κρυφή) ελπίδα, (κατά την ιδέα μου), ζης. Στοχάζεσαι πως, εάν βιασθής και εμφανισθής εις το βήμα της συνελεύσεως του δήμου των Αθηναίων ―και ότι αυτό ημπορεί να γίνει εντός ολίγων ημερών―, αφού λοιπόν εμφανισθής, θ' αποδείξης εις τους Αθηναίους ότι είσαι άξιος να τιμηθής όσον ούτε και ο Περικλής, ούτε άλλος κανείς, από όσους ποτέ έζησαν έως τώρα, και αφού αποδείξης αυτό, θα αποκτήσης μεγίστην δύναμιν εις την πολιτείαν, εάν δε εδώ είσαι πανίσχυρος, θα είσαι (πανίσχυρος) και μεταξύ των άλλων Ελλήνων, και όχι μόνον μεταξύ των Ελλήνων, άλλα και μεταξύ των βαρβάρων, όσοι κατοικούν την ιδίαν ήπειρον με ημάς. Και εάν εκ νέου σου έλεγε τυχόν, ο ίδιος αυτός θεός, ότι δικαιούσαι (μεν) να είσαι κυρίαρχος εις την Ευρώπην, δεν θα σου επιτραπή όμως να διαβής και εις την Ασίαν, και ούτε να αναμιχθής εις τας εκεί υποθέσεις, μου φαίνεται πως πάλιν δεν θα εδέχεσο ούτε να ζης, μόνον υπό τους όρους αυτούς, εάν δεν γεμίσης τελείως με το όνομά σου και με την δύναμίν σου ολόκληρην, δια να το ειπώ έτσι, την οικουμένην∙ και μου φαίνεται ακόμη πως εσύ πιστεύεις ότι, εκτός από τον Κύρον και από τον Ξέρξην, κανείς άλλος δεν υπήρξε (ποτέ) αξιόλογος. Το ότι μεν συ έχεις την (κρυφήν) ελπίδα αυτήν αυτό το ηξεύρω πολύ καλά και δεν το συνάγω από εικασίας. Ίσως όμως να μου ειπής, επειδή είσαι βέβαιος ότι λέγω αλήθειες: «Μα τι σχέσιν έχει, Σωκράτη, αυτό που λέγεις τώρα προς την αιτίαν δια την οποίαν δεν φεύγεις από κοντά μου, και την οποίαν είπες πως θα μου εξηγήσης»; Θα σου το ειπώ λοιπόν βέβαια, εγώ, αγαπητό μου παιδί του Κλεινίου και της Δεινομάχης. Δηλαδή το να βάλης εις ενέργειαν και να επιτύχης όλα αυτά τα σχέδια που έχεις στο μυαλό σου, χωρίς εμένα, είναι αδύνατον. Τόσην μεγάλην επιβολήν πιστεύω ότι έχω εγώ εις τας υποθέσεις σου, και εις εσένα (τον ίδιον). Δια τούτο λοιπόν, και από καιρό πολύ νομίζω ότι ο θεός δεν με άφηνε να συζητήσω με σένα, (τον θεόν δε) αυτόν επερίμενα εγώ πότε θα με άφηνε (ελεύθερον να συζητήσω μαζί σου). Διότι ακριβώς, όπως εσύ τας ελπίδας σου τας στηρίζεις εις την πολιτείαν, έτσι κ' εγώ ελπίζω ότι κοντά σου θ' αποκτήσω μεγίστην δύναμιν, αφού αποδείξω ότι είμαι καθ' όλα άξιός σου (δια να σε βοηθήσω εις κάθε ζήτημα) και ότι ούτε κηδεμών, ούτε συγγενής, ούτε κανείς άλλος είναι εις θέσιν να σου χορηγήση την δύναμιν που συ ποθείς, εκτός μόνον από εμένα, με την βοήθειαν βέβαια του θεού. Ενόσω λοιπόν ήσουν ακόμη νεαρός, και πριν ακόμη γεμίση (ο νους σου) με τόσα (μεγαλεπήβολα) σχέδια, στ' αλήθεια ο θεός δεν με άφηνε, καθώς μου φαίνεται (δε, πολύ καλά), να συζητήσω μαζί σου, (και τούτο) δια να μη συζητώ ασκόπως. Τώρα όμως ο θεός επέτρεψε· διότι τώρα θα είσαι εις θέσιν να με ακούσης (και να με καταλάβης).