Μτφρ. Α. Τυφλόπουλος – Επιμ. Δ. Ιακώβ. 2006. Στο Ανθολόγιο Αρχαίων Ελληνικών Κειμένων. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.

Tώρα που αναστοχάζομαι τις σκέψεις μου αμέσως καθίσταται σαφές σε μένα ότι η φύση της χώρας είναι ικανή να μας προσφέρει πάμπολλες πηγές πλούτου. Για να γίνει κατανοητό ότι αυτό που ισχυρίζομαι αληθεύει θα σας περιγράψω καταρχάς τα φυσικά πλεονεκτήματα της Aττικής. Aπόδειξη, λοιπόν, ότι και οι εποχές είναι εξαιρετικά ήπιες εδώ μας παρέχουν τα ίδια τα γεγονότα· αφού όσα σε πολλούς άλλους τόπους δεν μπορούν ούτε να βλαστήσουν, εδώ καρποφορούν. Όπως η γη, έτσι και θάλασσα που την περιβάλλει είναι εξαιρετικά παραγωγική. Kαι βέβαια όσα καλά δίνουν οι θεοί σε κάθε εποχή, και αυτά όλα εδώ ξεκινούν πολύ πρώιμα και σταματούν πολύ όψιμα. Kαι η χώρα δεν ξεχωρίζει μόνο σε όσα ανθίζουν και γερνούν στη διάρκεια ενός χρόνου, αλλά διαθέτει και παντοτινά αγαθά. Γιατί η φύση της χάρισε άφθονα πετρώματα, με τα οποία κατασκευάζονται ωραιότατοι ναοί και βωμοί, και όμορφα αγάλματα για τους θεούς· και αυτά έχουν μεγάλη ζήτηση τόσο από Έλληνες όσο και από βαρβάρους. Eπίσης, υπάρχουν και περιοχές που αν τις σπέρναμε δεν θα απέφεραν καρπό, ενώ τώρα που τις αξιοποιούμε μεταλλευτικά θρέφουν πολύ περισσότερους από όσο αν παρήγαγαν σιτάρι. Διαθέτει, βέβαια, και αποθέματα αργύρου, σίγουρα από θεία πρόνοια· ενώ υπάρχουν πολλές γειτονικές πόλεις και στη στεριά και πέρα από τη θάλασσα, καμιά από αυτές δεν την διατρέχει ούτε μια μικρή φλέβα αργύρου. Θα ήταν λογικό να θεωρήσει κανείς ότι η πόλη βρίσκεται στο κέντρο της Eλλάδας αλλά και όλης της οικουμένης. Γιατί όσο απομακρύνεται κανείς από αυτήν, τόσο αυξάνεται το ψύχος ή η ζέστη που συναντά· όποιος πάλι θελήσει να φτάσει από τη μια άκρη της Eλλάδας στην άλλη, είτε ταξιδέψει στη θάλασσα είτε στη στεριά, θα περάσει από την Aθήνα, όπως ο διαβήτης που σχεδιάζει τον κύκλο. Kαι παρότι δεν περιβρέχεται από θάλασσα, ωστόσο, σαν να ήταν νησί, όλοι οι άνεμοι της φέρνουν ό,τι χρειάζεται και τις παίρνουν όσα θέλει να διώξει· γιατί η θάλασσα βρέχει την Aττική από δύο πλευρές. Διαθέτει όμως και πλούσιο χερσαίο εμπόριο· γιατί ανήκει στην ηπειρωτική χώρα. Eπιπλέον, οι περισσότερες πόλεις συνορεύουν με βαρβάρους που τις ενοχλούν· ενώ οι γειτονικές πόλεις της Aθήνας απέχουν πολύ από τους βαρβάρους.

Μτφρ. Σ. Τζουμελέας. [1939] χ.χ. Ξενοφώντος Πόροι ή Περί Προσόδων. Εισαγωγή, μετάφραση, σημειώσεις. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

Εξετάζων λοιπόν λεπτομερώς τας σκέψεις μου ταύτας κατάλαβα αμέσως το εξής: ότι δηλαδή η χώρα (η Αττική) εκ φύσεως είναι τοιαύτη, ώστε να παρέχη άφθονα εισοδήματα. Διά να γίνη δε καταληπτόν ότι αυτό που λέγω είναι αλήθεια, θα διηγηθώ πρώτον τας φυσικάς ιδιότητας της Αττικής. Το ότι λοιπόν αι εποχαί του έτους εν τη Αττική είναι και πραότεραι (από ό,τι είναι εις άλλας χώρας) το μαρτυρούν τα εις αυτήν παραγόμενα προϊόντα· όσα παραδείγματος χάριν σε μερικές χώρες ουδέ να βλαστάνουν δύνανται, εις την Αττικήν καρποφορούν. Όπως δε η γη της Αττικής, έτσι και η περί αυτήν θάλασσα είναι γονιμωτάτη. Και προσέτι όσα αγαθά οι θεοί παρέχουν εις τους ανθρώπους κατά τας διαφόρους εποχάς του έτους, όλα αυτά εδώ (εν τη Αττική) αρχίζουν μεν λίαν ενωρίς, λήγουν δε πολύ αργά. Όχι μόνον δε υπερτερεί τας άλλας χώρας ως προς εκείνα που ανθίζουν και γηράσκουν εντός του έτους, αλλ' έχει η χώρα και παντοτεινά αγαθά. Έχει δηλαδή εκ φύσεως άφθονονμάρμαρον, διά του οποίου κατασκευάζονται ωραιότατοι μεν ναοί, ωραιότατοι δε βωμοί, περίφημα δε αγάλματα των θεών. Πολλοί δε και Έλληνες και βάρβαροι έχουν ανάγκην του μαρμάρου τούτου. Υπάρχει δε εις την Αττικήν και έκτασις γης η οποία, εάν μεν σπαρθή, ουδένα καρπόν φέρει (είναι άγονος), εάν όμως εκσκαφή (προς ανεύρεσιν μεταλλείων), τρέφει πολύ περισσοτέρους από όσους θα έτρεφεν αν παρήγε σίτον. Και βέβαια σαφώς κατά θείαν παραχώρησιν περιέχει η έκτασις αύτη της Αττικής άργυρον. Αν και πολλαί πόλεις βέβαια υπάρχουν πλησίον του Λαυρείου και προς το μέρος της ξηράς και προς το μέρος της θαλάσσης, εις ουδεμίαν από αυτάς φθάνει ουδέ μικρά φλέβα περιέχουσα άργυρον. Ευλόγως δε μπορεί κανείς να πιστεύση ότι η πόλις (αι Αθήναι) εκτίσθη εις το μέσον της Ελλάδος και πάσης της οικουμένης. Διότι όσον περισσότερον μερικαί (πόλεις) απέχουν από αυτήν, τόσο δυνατωτέρα ψύχη και ζέστες έχουν. Όσοι δε θελήσουν να φθάσουν από το έν άκρον της Ελλάδος εις το άλλο, όλοι αυτοί παραπλέουν τας Αθήνας ή διέρχονται εξ αυτών, όπως διέρχεται κανείς το κέντρον του κύκλου (όταν μεταβαίνη από έν σημείον της περιφερείας εις το απέναντι άκρον αυτής). Και προσέτι, αν και δεν περιβρέχεται βέβαια (η πόλις των Αθηνών) πανταχόθεν υπό της θαλάσσης σαν νήσος, εισάγει με όλους τους ανέμους όσα έχει ανάγκη και εξάγει όσα θέλει να εξαγάγη. Διότι έχει και από το ένα μέρος και από το άλλο θάλασσαν. Κατά ξηράν δε δέχεται εμπορεύματα από πολλά εμπορικά κέντρα διότι είναι χερσαία πόλις (δεν είναι νήσος). Προσέτι δε εις πλείστας μεν πόλεις κατοικούντες πλησίον βάρβαροι παρέχουν εις αυτάς ενοχλήσεις· με τους Αθηναίους δε γειτονεύουν αι πόλεις εκείναι που και αι ίδιαι είναι πολύ μακράν των βαρβάρων.