Μτφρ. Μ. Κεκροπούλου. 1997. Ξενοφών. Οικονομικός. Εισαγωγή, μετάφραση. Αθήνα: Ενάλιος.

«Λοιπόν, Σωκράτη, όλα τα άλλα ζώα μαθαίνουν δύο πράγματα: ότι θα τιμωρηθούν αν παρακούσουν, και ότι θα ανταμειφθούν όταν με προθυμία υπηρετούν. Για παράδειγμα τα νεαρά άλογα μαθαίνουν να υπακούνε τους ιπποδαμαστές τους με τέτοιον τρόπο ώστε όταν υπακούουν τους συμβαίνουν ευχάριστα πράγματα· όταν όμως δεν υπακούουν τότε ο ιπποδαμαστής τα τιμωρεί. Και τα σκυλάκια, μολονότι είναι πολύ κατώτερο είδος από τον άνθρωπο και στο νου και στη γλώσσα, τρέχουν όμως κυκλικά και κάνουν τούμπες και μπορούν να μάθουν πολλά κόλπα με τον ίδιο τρόπο. Όταν δηλαδή υπακούουν, παίρνουν αυτό που θέλουν, όταν είναι ανυπάκουα τότε τιμωρούνται. Τους ανθρώπους όμως μπορείς να τους κάνεις υπάκουους με μια απλή κουβέντα, αρκεί να τους αποδείξεις ότι τους συμφέρει να δείχνουν υπακοή. Όσο για τους δούλους ακόμη και η εκπαίδευση που θεωρείται κατάλληλη μόνο για τα ζώα, είναι γι' αυτούς αρκετή. Αρκεί να ικανοποιείς, δηλαδή, πέραν του δέοντος τις ανάγκες της κοιλιάς τους και μπορείς έτσι να κατορθώσεις πολλά. Όσοι όμως είναι από τη φύση τους φιλότιμοι, παρακινούνται στο να είναι υπάκουοι και μόνο με τον έπαινο. Δηλαδή, υπάρχουν μερικοί άνθρωποι που από τη φύση τους επιζητούν τον έπαινο, ενώ κάποιοι άλλοι έχουν το νου τους μόνο στο φαγητό και στο ποτό. Σύμφωνα λοιπόν μ' αυτά εφαρμόζω όσα πιστεύω ότι θα κάνουν τους ανθρώπους πιο υπάκουους και διδάσκω όσους θέλω να διορίσω επιστάτες. Τα παπούτσια που πρέπει να δώσω στους εργάτες μου δεν τα παραγγέλνω όλα ίδια, αλλά σε άλλους δίνω καλύτερα και σε άλλους χειρότερα, για να δείχνω έτσι την εκτίμησή μου στον πιο πρόθυμο και την αδιαφορία μου στον χειρότερο. Γιατί πιστεύω, Σωκράτη, ότι οι καλοί εργάτες αποθαρρύνονται, όταν βλέπουν ότι, ενώ κάνουν τις δουλειές τους τέλεια, παίρνουν την ίδια εκτίμηση και αμοιβή με τους άλλους που δεν θέλουν να κοπιάζουν και να εκτίθενται στον κίνδυνο, όταν παραστεί ανάγκη. Έπειτα δεν πιστεύω ότι είναι δίκαιο οι καλύτεροι να παίρνουν ό,τι και οι χειρότεροι. Και οι επιστάτες, όταν μαθαίνω ότι δίνουν στους πιο άξιους εργάτες τα καλύτερα, τους επαινώ, αν όμως δω ότι κάποιον τον προτιμούν μόνο και μόνο επειδή ξέρει να είναι καλός κόλακας ή γιατί τους κάνει προσωπικές χάρες, εκεί δεν μένω αδιάφορος αλλά τους επιπλήττω και προσπαθώ να τους δείξω ότι αυτό που κάνουν, Σωκράτη, δεν είναι ωφέλιμο ούτε και για τους ίδιους».

Μτφρ. Ε. Μώρος. [1939] χ.χ. Ξενοφώντος Οικονομικός. Εισαγωγή, μετάφραση, σημειώσεις. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

(Ισχόμ.) Λοιπόν∙τ' άλλα ζώα, Σωκράτη, μαθαίνουν να 'ναι υπάκουα για δυο λόγους· πρώτα γιατί άμα κάνουν πως δεν υπακούνε τιμωρούνται στη στιγμή, και δεύτερο γιατί άμα υπηρετούν πρόθυμα τ' αφεντικό τους αμείβονται.

Να, και τα πουλάρια, μαθαίνουν να υπακούνε στους δαμαστές τους, γιατί άμα υπακούνε τους δίνουν το κριθάρι τους, ενώ άμα δεν υπακούνε τα τιμωρούν ώσπου να συνηθίσουν να υπακούνε, σ' ό,τι διατάσσει ο δαμαστής τους.

Και τα σκυλάκια παρ' όλο που είναι κατώτερα απ' τους ανθρώπους και στο λογικό και στη γλώσσα, όμως μαθαίνουν να γυρίζουν γύρω απ' τον αφέντη τους, και να κάνουν τούμπες χαδιάρικες κι άλλα πολλά, για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Γιατί άμα υπακούνε, έχουν και γλείφουν τα κοκκαλάκια τους, άμα όμως κοπροσκυλίζουν τιμωρούνται.

Τους ανθρώπους όμως είναι δυνατό να τους κάμει κανείς περισσότερο υπάκουους και με τα λόγια μόνο, διαφωτίζοντάς τους, πως είναι συμφέρο τους να 'ναι υπάκουοι. Ο τρόπος που ταιριάζει στα ζώα φαίνεται πως είναι και για μερικούς δούλους κατάλληλος να τους διδάξει την υπακοή. Απ' αυτούς δηλαδή μπορείς να κερδίσεις πολλά, άμα τους κάνεις τις ορέξεις τους στο φαΐ∙ οι φιλότιμοι όμως χαρακτήρες παρακινούνται στη δουλειά μόνο με τον έπαινο. Γιατί οι φιλότιμοι αγαπάνε πιο πολύ τον έπαινο, όπως οι άλλοι αγαπάνε πιο πολύ το φαΐ και το ποτό.

Όσους λοιπόν θέλω να διορίσω επιστάτες στις δουλειές μου τους μαθαίνω όλ' αυτά, που κι εγώ ο ίδιος νομίζω πως εφαρμόζοντάς τα μπορώ να 'χω τους εργάτες μου πιο υπάκουους. Τους κάνω δε και τις εξής βοήθειες: τα ρούχα και τα παπούτσια που πρόκειται να δώσω στους εργάτες δεν τα φτιάνω όλα ίδια, μα άλλα χειρότερα κι άλλα καλύτερα, για να μπορώ να τιμώ τον καλύτερο με τα καλύτερα και για να μπορώ να δίνω στο χειρότερο τα χειρότερα.

Γιατί έχω τη γνώμη, Σωκράτη, είπε ο Ισχόμαχος, πως απογοητεύονται πολύ οι καλοί εργάτες, άμα βλέπουν πως τελειώνουν τις εργασίες τους τέλεια κι όμως παίρνουν τις ίδιες τιμές κι αμοιβές μ' αυτούς που δεν έχουν όρεξη ούτε να κοπιάζουν ούτε να κινδυνεύουν, όταν χρειάζεται.

Κι εγώ λοιπόν δεν βρίσκω καθόλου σωστό, οι καλοί να 'χουν τις ίδιες αμοιβές που έχουν κι οι κακοί. Κατά συνέπεια, άμα δω τους επιστάτες μου να μοιράζουν τα καλύτερα στους ικανώτατους τους παινεύω, άμα όμως δω πως χαρίζεται ο επιστάτης σε κανένα που τον κολάκευε ή που του 'καμε άλλη καμμιά χάρη ανώφελη, δεν παραβλέπω μα τον παρατηρώ, Σωκράτη, αυτόν τον επιστάτη και προσπαθώ να του αποδείξω πως μ' αυτό που κάνει δεν κοιτάζει μήτε το δικό του συμφέρο.